Απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων – Απαγόρευση της εκδήλωσης των θρησκευτικών, φιλοσοφικών ή πολιτικών πεποιθήσεων λεκτικώς, μέσω της αμφίεσης ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο – Θρησκευτική αμφίεση
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 13-10-2022 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι o εσωτερικός κανόνας μιας επιχείρησης που απαγορεύει την χρήση θρησκευτικών, φιλοσοφικών ή πνευματικών συμβόλων δεν συνιστά άμεση διάκριση εάν εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους με γενικό και αδιαφοροποίητο τρόπο.
Ιστορικό της υπόθεσης
Στις 14 Μαρτίου 2018, στο πλαίσιο της επαγγελματικής της κατάρτισης στον τομέα της μηχανοργάνωσης, η ενάγουσα της κύριας δίκης, η οποία είναι μουσουλμάνα και φέρει την ισλαμική μαντήλα, υπέβαλε αυθορμήτως αίτηση για την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης στην S.C.R.L., προκειμένου να πραγματοποιήσει στην εν λόγω εταιρία μη αμειβόμενη πρακτική άσκηση έξι εβδομάδων.
Στις 22 Μαρτίου 2018, η ενάγουσα της κύριας δίκης έγινε δεκτή από τους υπευθύνους της S.C.R.L. για προφορική συνέντευξη, μετά το πέρας της οποίας οι τελευταίοι δήλωσαν ότι σχημάτισαν θετική γνώμη όσον αφορά την υποψηφιότητά της και της έθεσαν την ερώτηση αν θα μπορούσε να συμμορφωθεί με τον εσωτερικό κανόνα ουδετερότητας που προωθείται στην S.C.R.L.
Ο ανωτέρω κανόνας ουδετερότητας αποτυπώνεται στο άρθρο 46 του κανονισμού εργασίας της S.C.R.L., το οποίο προβλέπει ότι «[ο]ι εργαζόμενοι δεσμεύονται να τηρούν την πολιτική αυστηρής ουδετερότητας η οποία ισχύει εντός της επιχείρησης» και ότι, ως εκ τούτου, «μεριμνούν ώστε να μην εκδηλώνουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ούτε λεκτικώς, ούτε μέσω της αμφίεσής τους, ούτε με άλλον τρόπο, τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή πολιτικές πεποιθήσεις τους, όποιες και αν είναι αυτές».
Η ενάγουσα της κύριας δίκης δήλωσε στους υπευθύνους της S.C.R.L. ότι δεν πρόκειται να αφαιρέσει τη μαντήλα της και να συμμορφωθεί προς τον κανόνα ουδετερότητας.
Δεδομένου ότι η S.C.R.L. δεν προέβη σε καμία περαιτέρω ενέργεια όσον αφορά την αίτηση της L.F., η τελευταία υπέβαλε τον Απρίλιο του 2018 νέα αίτηση για την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης, προτείνοντας τη χρήση άλλου είδους καλύμματος της κεφαλής. Σε απάντηση της νέας αιτήσεώς της, η S.C.R.L. την ενημέρωσε ότι δεν μπορούσε να της προσφέρει τη δυνατότητα πρακτικής άσκησης, καθόσον στις εγκαταστάσεις της δεν επιτρέπεται η χρήση κανενός είδους καλύμματος της κεφαλής, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για σκούφο, καπέλο ή μαντίλα.
Τον Μάιο του 2019, μετά την εκ μέρους της υποβολή καταγγελίας για δυσμενή διάκριση ενώπιον του ανεξάρτητου δημόσιου οργανισμού που είναι αρμόδιος για την καταπολέμηση των δυσμενών διακρίσεων, και αφού προηγήθηκε αλληλογραφία μεταξύ του εν λόγω οργανισμού και της S.C.R.L., η ενάγουσα της κύριας δίκης άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αγωγή παραλείψεως. Με την αγωγή της παραπονήθηκε για τη μη σύναψη της σύμβασης πρακτικής άσκησης, θεώρησε δε ότι η μη σύναψη της εν λόγω σύμβασης οφείλεται άμεσα ή έμμεσα στις θρησκευτικές πεποιθήσεις της και ζήτησε να διαπιστωθεί η εκ μέρους της S.C.R.L. παράβαση, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του γενικού νόμου για την καταπολέμηση των διακρίσεων.
Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η S.C.R.L.υποστήριξε, στηριζόμενη στην απόφαση της 14ης Μαρτίου 2017, G4S Secure Solutions, C‑157/15, ότι ο κανονισμός εργασίας της δεν γεννά ζήτημα άμεσης διάκρισης, δεδομένου ότι αντιμετωπίζει κατά τον ίδιο τρόπο όλους τους εργαζομένους της επιχείρησης, επιβάλλοντας σε αυτούς, γενικώς και αδιακρίτως, μεταξύ άλλων, ουδέτερη αμφίεση η οποία δεν επιτρέπει την εμφανή χρήση συμβόλων των θρησκευτικών, φιλοσοφικών ή πολιτικών πεποιθήσεών τους.
Το αιτούν δικαστήριο, μολονότι αναγνώρισε την ύπαρξη των αποφάσεων της 14ης Μαρτίου 2017, G4S Secure Solutions, C‑157/15 και της 14ης Μαρτίου 2017, Bougnaoui και ADDH, C‑188/15, θεώρησε ότι η ερμηνεία της έννοιας «άμεση διάκριση» στην οποία προέβη το Δικαστήριο στην πρώτη εκ των ανωτέρω αποφάσεων «εγείρει σοβαρά ζητήματα». Μεταξύ των προβληματισμών που εξέφρασε το αιτούν δικαστήριο συγκαταλέγεται και η εκτίμηση της συγκρισιμότητας των καταστάσεων, η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Επομένως, θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, της εξουσίας που διαθέτει το Δικαστήριο όσον αφορά την ερμηνεία και, αφετέρου, της εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, η οποία εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του οικείου εθνικού δικαστηρίου. Στην απόφαση της 14ης Μαρτίου 2017, G4S Secure Solutions,C‑157/15, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στη διαπίστωση ότι ο εσωτερικός κανόνας που απαγόρευε την εμφανή χρήση πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών συμβόλων στον τόπο εργασίας εφαρμόστηκε γενικώς και αδιακρίτως, χωρίς όμως να αποκλείσει το ενδεχόμενο, βάσει στοιχείων τα οποία δεν είχε στη διάθεσή του, ο εν λόγω κανόνας να εφαρμόστηκε στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που εφαρμοζόταν σε κάθε άλλον εργαζόμενο. Δεδομένου ότι το διατακτικό της προαναφερθείσας απόφασης δεν διαλαμβάνει την ως άνω σημαντική επιφύλαξη, τίθεται το ζήτημα αν καταλείπεται περιθώριο εκτίμησης στον εθνικό δικαστή ή αν ο τελευταίος στερείται κάθε δυνατότητας in concreto εκτιμήσεως της συγκρισιμότητας των καταστάσεων στην περίπτωση που εξετάζεται δυσμενής διάκριση η οποία χαρακτηρίζει εσωτερικό κανόνα ιδιωτικής επιχείρησης που απαγορεύει την εμφανή χρήση κάθε πολιτικού, φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συμβόλου στον τόπο εργασίας.
Το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε εξάλλου αν, στις αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2017, G4S Secure Solutions, C‑157/15 και της 14 Μαρτίου 2017, Bougnaoui και ADDH, C‑188/15, το Δικαστήριο θεώρησε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις φιλοσοφικές πεποιθήσεις και τις πολιτικές πεποιθήσεις ως ενιαίο προστατευόμενο κριτήριο, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται περιττή η μεταξύ τους διάκριση. Τούτο θα ισοδυναμούσε με μια ερμηνεία του άρθρου 1 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ υπό την έννοια ότι «η θρησκεία» ή «οι πεποιθήσεις», κατά την έννοια του άρθρου αυτού, αποτελούν δύο όψεις ενός και του αυτού προστατευόμενου κριτηρίου. Η τοποθέτηση όμως της θρησκείας στο ίδιο επίπεδο με τις άλλες πεποιθήσεις, πλην των θρησκευτικών, θα περιόριζε σημαντικά το πεδίο εντός του οποίου θα έπρεπε να αναζητηθεί το πρόσωπο αναφοράς για τους σκοπούς της εξέτασης της συγκρισιμότητας των καταστάσεων στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ύπαρξης άμεσης δυσμενούς διάκρισης. Συγκεκριμένα, τούτο θα σήμαινε ότι, στην περίπτωση εσωτερικού κανόνα όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο επικαλούμενος θρησκευτικές πεποιθήσεις εργαζόμενος δεν μπορεί να συγκριθεί με τον εργαζόμενο που πρεσβεύει φιλοσοφικές ή πολιτικές πεποιθήσεις. Ένα τέτοιο ερώτημα πυροδοτεί ένα άλλο ζήτημα, ήτοι το κατά πόσον εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι οποίες παρέχουν χωριστή προστασία στις θρησκευτικές πεποιθήσεις, στις φιλοσοφικές πεποιθήσεις και στις πολιτικές πεποιθήσεις, με σκοπό την αύξηση του βαθμού της προστασίας αυτής μέσω της επισήμανσης των ιδιαιτεροτήτων εκάστης των πεποιθήσεων αυτών και της μεγαλύτερης προβολής τους, μπορούν να θεωρηθούν ως εθνικές διατάξεις «ευνοϊκότερες για την προστασία της αρχής της ίσης μεταχείρισης από αυτές που προβλέπονται στην [οδηγία 2000/78/ΕΚ]», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ορισμένα πραγματολογικά κριτήρια τα οποία θεώρησε πρόσφορα προκειμένου να καθοριστεί αν η διαφορετική μεταχείριση συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal du travail francophone de Bruxelles (γαλλόφωνο δικαστήριο εργατικών διαφορών Βρυξελλών, Βέλγιο) ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε, καταρχάς, ότι οι διαλαμβανόμενοι στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ [οδηγίας για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία] όροι «θρησκεία[…] ή πεποιθήσ[εις]» συνιστούν έναν και μοναδικό λόγο δυσμενούς διάκρισης, ο οποίος καλύπτει τόσο τις θρησκευτικές πεποιθήσεις όσο και τις φιλοσοφικές ή πνευματικές πεποιθήσεις.
Επιπλέον, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι διάταξη κανονισμού εργασίας επιχείρησης η οποία απαγορεύει στους εργαζομένους να εκδηλώνουν λεκτικώς, μέσω της αμφίεσής τους ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους, όποιες και αν είναι αυτές, δεν συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση «λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων», κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, έναντι των εργαζομένων που επιθυμούν να ασκήσουν τη θρησκευτική ελευθερία τους ή την ελευθερία συνείδησης με τη χρήση συμβόλου ή θρησκευτικής αμφίεσης, εφόσον η διάταξη αυτή εφαρμόζεται γενικώς και αδιακρίτως.
Ακόμα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ως «διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για την προστασία της αρχής της ίσης μεταχείρισης από αυτές που προβλέπονται στην [εν λόγω] οδηγία», κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, εθνικές διατάξεις οι οποίες διασφαλίζουν τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και οι οποίες ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και οι φιλοσοφικές πεποιθήσεις αποτελούν δύο αυτοτελείς λόγους δυσμενούς διάκρισης.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA