Τα τελευταία οικονομικά στοιχεία σκιαγραφούν μια αντιφατική εικόνα για το «εργοστάσιο του πλανήτη»
Δύσκολα ερμηνεύσιμες είναι οι τελευταίες ενδείξεις για την πορεία της κινεζικής οικονομίας. Τα στοιχεία για τις εξαγωγές δείχνουν μια επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης το Σεπτέμβριο, κάτι που αποδίδεται στην πολιτική μηδενικής ανοχής του Πεκίνου στην Covid. Τα στοιχεία για την ανάπτυξη του τρίτου τριμήνου, ωστόσο, δείχνουν επιτάχυνση του ρυθμού. Κι αυτό παρά την οριακή αύξηση της ανεργίας, κάτι που υποδηλώνει ότι η επιτάχυνση του αναπτυξιακού ρυθμού δεν στηρίχθηκε σε κάποια εντυπωσιακή αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, που θα αντιστάθμιζε την σχετική αποδυνάμωση των εξαγωγών.
Οι εξαγωγές της Κίνας αυξήθηκαν μεν αλλά με πιο αναιμικό ρυθμό τον Σεπτέμβριο, ενώ οι εισαγωγές της παρέμειναν σχεδόν σταθερές, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν τη Δευτέρα. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 5,7% σε ετήσια βάση, με το χαμηλότερο δηλαδή ρυθμό από εκείνο του Αυγούστου (7,1%) και πολύ χαμηλότερο από εκείνο του Ιουλίου (+18%).
Καλύτερα από τις προβλέψεις
Λαμβάνοντας υπόψη τα λοκντάουν που δεν διστάζουν να διατάξουν με το πρώτο κρούσμα Covid οι κινεζικές αρχές σε ολόκληρες πόλεις, όπως επίσης και την επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας με την αναζωπύρωση του πληθωρισμού και τη γενικότερη ακρίβεια, την πτώση της ανάπτυξης, την ενεργειακή κρίση και εν γένει την κάμψη του οικονομικού κλίματος λόγω της απειλής της ύφεσης στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, οι αναλυτές σε έρευνα του πρακτορείου Bloomberg είχαν προβλέψει την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών κατά 4%.
Πρόσφατη έρευνα του αμερικανικού δικτύου CNBC με βάση τη διαμόρφωση του χάρτη των εφοδιαστικών αλυσίδων στο διεθνές εμπόριο έδειξε ότι οι ανταγωνίστριες ασιατικές χώρες, κυρίως το Βιετνάμ, η Μαλαισία, η Ινδία, το Μπανγκλαντές και η Ταϊβάν, κερδίζουν μερίδιο έναντι της Κίνας σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές διαφόρων αγαθών προς τις αγορές της Δύσης, όπως είναι τα έπιπλα, τα ενδύματα και τα υποδήματα, τα είδη ταξιδιού και τα αξεσουάρ (τσάντες φέρ’ ειπείν), τα μέταλλα αλλά και επίσης τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.
Οριακή αύξηση εισαγωγών
Όσον αφορά τις εισαγωγές προϊόντων στην Κίνα από το εξωτερικό, εμφάνισαν το Σεπτέμβριο την ίδια αναιμική άνοδο (0,3%) που είχε καταμετρηθεί τον Αύγουστο, πάντοτε σε ετήσια βάση. Κι εδώ τα στοιχεία ήταν καλύτερα από τις προβλέψεις των ειδικών που μετείχαν στην έρευνα του Bloomberg, που προεξοφλούσαν στασιμότητα (μηδενική αύξηση δηλαδή) των κινεζικών εισαγωγών, κυρίως λόγω των πολιτικών υγείας που ακολουθεί το Πεκίνο.
Το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας αυξήθηκε και έφτασε το Σεπτέμβριο στα 84,74 δισ. δολάρια από 79,39 δισ. δολ. που ήταν τον Αύγουστο. Πρόκειται όμως για ένα επίπεδο πολύ χαμηλότερο από το ρεκόρ των 101,2 δισ. δολαρίων που είχε πετύχει το κινεζικό πλεόνασμα τον Ιούλιο.
Σημειωτέον ότι η ανακοίνωση των στοιχείων που αφορούν το εμπόριο της Κίνας με τον έξω κόσμο επρόκειτο να ανακοινωθούν στις 14 Οκτωβρίου, αλλά αναβλήθηκαν εξαιτίας του Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος δίχως καμία εξήγηση από τις αρχές.
Ανακάμπτει η οικονομία
Αξιοσημείωτες αντοχές επιδεικνύει και η αναπτυξιακή διαδικασία στην Κίνα. Το τρίτο τρίμηνο το κινεζικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 3,9% σε ετήσια βάση, την ώρα που οι αναλυτές που μετείχαν σε έρευνα του Γαλλικού Πρακτορείου (AFP) λαμβάνοντας υπόψη τους αποκλεισμούς και τα κατεβασμένα ρολλά για λόγους δημόσιας υγείας προέβλεπαν αύξηση μόνο κατά 2,5%.
Η κινεζική οικονομία βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης αν αναλογιστεί κανείς ότι το δεύτερο τρίμηνο του 2022 το κινεζικό ΑΕΠ είχε αυξηθεί οριακά κατά 0,4% σε ετήσια βάση. Είναι η χειρότερη επίδοση που καταγράφεται μετά το 2020, την χρονιά της μεγάλης έξαρσης της πανδημίας.
Το πρώτο τρίμηνο η ανάπτυξη είχε καταγραφεί στο 4,8%, αλλά μετά ήρθαν τα μέτρα στο πλαίσιο της πολιτικής της μηδενικής ανοχής στην Covid. «Βάζουμε τους ανθρώπους και τη ζωή τους πάνω απ’ όλα», δήλωσε από το βήμα του Κογκρέσου εξάλλου ο Σι Τζινπίνγκ εξηγώντας την αναγκαιότητα της αυστηρής υγειονομικής πολιτικής που εφαρμόζει.
«Η οικονομία εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης», σημειώνει σε ανακοίνωσή του ο Ζάο Τονγκλού, επικεφαλής του κινεζικού Εθνικού Γραφείου Στατιστικών (BNS). Σε τριμηνιαία βάση εξάλλου, το ΑΕΠ αυξήθηκε επιίσης κατά 3,9% το τρίτο τρίμηνο του έτους, ενώ το δεύτερο τρίμηνο είχε υποχωρήσει κατά 2,6% (συγκριτικά με το πρώτο). Οι λιανικές πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 2,5% το Σεπτέμβριο σε ετήσια βάση έναντι αύξησης κατά 5,4% τον Αύγουστο, ενώ η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 6,3% έναντι αύξησης 4,2% τον Αύγουστο.
Αύξηση της ανεργίας
Στο επίπεδο της απασχόλησης τα πράγματα δεν είναι εξίσου αισιόδοξα. Η ανεργία έφθασε το Σεπτέμβριο στο 5,5% από 5,3% που ήταν τον Αύγουστο. «Τα στοιχεία για την ανεργία, πάντως, δίνουν μια εικόνα της συγκυρίας ατελή και συγκεχυμένη», σημειώνει το Γαλλικό Πρακτορείο. Κι αυτό επειδή στην Κίνα τα στοιχεία για την απασχόληση που ανακοινώνονται είναι το αποτέλεσμα μετρήσεων μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι στις αγροτικές περιοχές, όπου δεκάδες εκατομμύρια χειρώνακτες μετακινούνται από περιοχή σε περιοχή, για να δουλέψουν στις εποχικές καλλιέργειες.
«Πολλοί εξ αυτών έχασαν τη δουλειά τους μετά το πρώτο μεγάλο κύμα της πανδημίας το 2020. Και τους τελευταίους μήνες, εξαιτίας των τοπικών λοκντάουν, πολλοί ήταν εκείνοι που επίσης βίωσαν μεγάλες επαγγελματικές αναταράξεις. Όχι μόνο απασχολούμενοι στον αγροτικό τομέα, αλλά και εργαζόμενοι στο εμπόριο και τις μεταφορές», σημειώνει στο AFP η Μαρί-Φρανσουάζ Ρενάρ, ειδικευμένη σε θέματα κινεζικής οικονομίας καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Κλερμόν στη Γαλλία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Απρίλιο στη Σανγκάη, όταν η πόλη κατέβασε τα ρολά για να αντιμετωπίσει την αύξηση των κρουσμάτων κορωνοϊού, η ανεργία είχε φθάσει στο 6,1%, ποσοστό ρεκόρ για το σημαντικό αυτό οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο των 27 εκατομμυρίων κατοίκων.
Η κυβέρνηση του Πεκίνου έχει θέσει ως στόχο εφέτος την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας με ρυθμό 5,5%. Πρόκειται για έναν σαφώς υψηλότερο στόχο από τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), που εκτιμά ότι το 2022 το κινεζικό ΑΕΠ θα αυξηθεί μόλις κατά 3,2%, με το χαμηλότερο ρυθμό δηλαδή από το 1976 (χρονιά θανάτου του Μάο), αν εξαιρεθεί το 2020 (η πλέον καταθλιπτική χρονιά της πανδημίας).