ΑΠΟΦΑΣΗ
Theo National Construct S.R.L. κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας, της 11.10.2022 (αριθ. προσφ. 72783/11)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα είναι εταιρεία οδοποιίας που συστάθηκε στη Ρουμανία. Το 2007 συμφώνησε με τον κ. Ș., Μολδαβό επιχειρηματία και αρχηγό πολιτικού κόμματος, να εισέλθει στη Μολδαβική αγορά οδοποιίας και έγινε δεκτή ως εταίρος την εταιρεία Q. με 50% συμμετοχή στο κεφάλαιο. Επρόκειτο να συνεισφέρει με 23 κομμάτια δρόμου κατασκευαστικό εξοπλισμό αξίας άνω του 1.000.000 ευρώ. Για την αγορά το εξοπλισμού δανειοδοτήθηκε από πιστωτικό ίδρυμα. Ενεχυριάστηκαν τα μηχανήματα και υποθηκεύτηκε η οικία του διευθύνοντος συμβούλου. Η υπόθεση αφορούσε την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της προσφεύγουσας από την εταιρεία στην οποία η προσφεύγουσα ήταν μέτοχος και ελέγχονταν από Μολδαβό επιχειρηματία και αρχηγό πολιτικού κόμματος, μέσω αυθαίρετων δικαστικών ενεργειών.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι οι δικαστικές αποφάσεις που είχαν οδηγήσει στην κατάσχεση των μηχανημάτων της εταιρείας εκδόθηκαν σε διαδικασίες που είχαν διεξαχθεί με αυθαίρετο και παράλογο τρόπο. Η προσφεύγουσα εταιρεία δεν είχε κλητευθεί νομίμως και οι εκθέσεις επίδοσης είχαν παραποιηθεί. Ως αποτέλεσμα η προσφεύγουσα εταιρεία δεν είχε συμμετάσχει στην διαδικασία ώστε να διεξαχθεί αντιμωλία δίκη.
Συνεπώς, το κράτος δεν είχε εκπληρώσει το καθήκον του να επιτρέψει στην προσφεύγουσα εταιρεία να διεκδικήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά της .
Κατά το ΕΔΔΑ παραβιάστηκε το δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Theo National Construct S.R.L., είναι εταιρεία οδοποιίας που συστάθηκε στη Ρουμανία. Το 2007 συμφώνησε με έναν Μολδαβό επιχειρηματία και αρχηγό πολιτικού κόμματος, τον κ. Ș., να εισέλθει στη Μολδαβική αγορά οδοποιίας και έγινε δεκτή ως εταίρος σε μια εταιρεία, Q. με 50% συμμετοχή στο κεφάλαιο – επρόκειτο να συνεισφέρει με 23 κομμάτια δρόμου κατασκευαστικό εξοπλισμό αξίας άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Όταν αξιολογήθηκε από το Εμπορικό Επιμελητήριο (MCC) με βάση τα έγγραφα και τις φωτογραφίες, καθώς και τη φθορά από την συνήθη χρήση, τα 23 τεμάχια του εξοπλισμού οδοποιΐας αξιολογήθηκαν στις 25 Απριλίου 2007 ως αξία 1.031.965 ευρώ. Το υπόλοιπο κεφάλαιο επρόκειτο να καλυφθεί από εταιρεία που ελέγχεται από την κύρια εταιρεία με συμμετοχή 49,77 %, και άλλη μία εταιρεία με συμμετοχή 0,23%.
Το Επιμελητήριο κατέγραψε τις τροποποιήσεις του καταστατικού της εταιρείας Q. στις 3 Μαΐου 2007.
Η αξία του κεφαλαίου αυξήθηκε από 236.621 λέι Μολδαβίας (MDL) (περίπου 14.000 ευρώ) σε 17.540.179 MDL (περίπου 1 εκατ. ευρώ). Δεν έγινε αλλαγή διευθύνοντος συμβούλου.
Στις 8 Μαΐου 2007 η προσφεύγουσα εισήγαγε 23 τεμάχια εξοπλισμού οδοποιΐας στην Μολδαβία. Κατόπιν αιτήματος του τελωνείου της Μολδαβίας, το MCC εξέτασε φυσικά τον εξοπλισμό και εξέδωσε άλλη έκθεση που επιβεβαίωνε την προηγούμενη αποτίμηση.
Στις 16 Οκτωβρίου 2007 η εταιρεία Q. υπέγραψε σύμβαση ύψους περίπου 24,5 εκατομμυρίων ευρώ (393 εκατ. MDL) με την Κρατική Οδική Διοίκηση της Μολδαβίας για εργασίες κατασκευής νέου δρόμου που θα έπρεπε να εκτελεστεί μέχρι το τέλος του 2012. Για την πραγματοποίηση των εργασιών, συμφώνησε με πολλές τράπεζες δάνεια άνω του 1,5 εκατ. ευρώ για τα οποία υποθήκευσε τον εξοπλισμό που είχε προσκομίσει η αιτούσα εταιρεία και την οικία του διευθύνοντος συμβούλου της, που υπολογίζεται σε πάνω από 400.000 ευρώ.
Στις αρχές του 2010 η αιτούσα εταιρεία πληροφορήθηκε ότι ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Q. είχε παραβιάσει το καταστατικό της, πρόσφερε πολλά άτοκα δάνεια 4,5 εκατομμυρίων MDL (περίπου 255.000 ευρώ) στη συνεργαζόμενη εταιρεία S. που ελέγχεται από τον κ. Ș. Κατόπιν αιτήματος της αιτούσας εταιρείας, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Q. αντικαταστάθηκε και κινήθηκαν διαδικασίες για την ανάκτηση των άτοκων δανείων.
Οι σχέσεις μεταξύ της αιτούσας εταιρείας και της εν λόγω εταίρου επιδεινώθηκαν στη συνέχεια.
Η εταιρεία S. κίνησε διοικητική διαδικασία κατά του MCC ενώπιον του Δικαστηρίου του Κισινάου, και συγκεκριμένα προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της έκθεσης αποτίμησης των μηχανημάτων της 25 Απριλίου 2007 σχετικά με αιτιολογία ότι η αποτίμηση είχε πραγματοποιηθεί χωρίς επιτόπια επιθεώρηση του δρόμου και του εξοπλισμού. Κατά την πρώτη συνεδρίαση της υπόθεσης, στις 23 Ιουνίου 2010, ζήτησε από το Επιμελητήριο να συμμετέχει στη διαδικασία, για να επιτύχει την ακύρωση της έκθεσης αποτίμησης του MCC, και καταχωρίσει τις αλλαγές στο καταστατικό της εταιρείας Q. που είχε προσθέσει την αιτούσα εταιρεία στον κατάλογο των εταίρων.
Την 1η Δεκεμβρίου 2010, το MCC ζήτησε από την εταιρεία Q. και την αιτούσα εταιρεία να εμπλακούν στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενα μέρη. Το δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα και ανέβαλε την εξέταση της υπόθεσης για τις 22 Δεκεμβρίου 2010.
Παρά τη μεταγενέστερη απόφαση της 21 Δεκεμβρίου 2010 να αναβληθεί η εν λόγω ακρόαση για τις 20 Ιανουαρίου 2011, ο εσωτερικός φάκελος της υπόθεσης περιέχει αντίγραφο πρακτικών ακρόασης σύμφωνα με τα οποία η αιτούσα εταιρεία δεν είχε παρασταθεί. Από τα πρακτικά προκύπτει ότι η αγωγή περιείχε νέες αξιώσεις:
(α) να ακυρώσει την έκθεση αποτίμησης του MCC της 8 Μαΐου 2007· (β) να ακυρώσει την απόφαση του Δημοσίου Επιμελητήριο Εγγραφής της 3 Μαΐου 2007 και να επαναφέρει όλα τα μέρη στην αρχική τους θέση· και (γ) η απόφαση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή.
Στις 20 Ιανουαρίου 2011, πραγματοποιήθηκε νέα ακρόαση. Ο εκπρόσωπος της αιτούσας εταιρείας ισχυρίστηκε ότι οι νέοι ισχυρισμοί δεν περιλαμβάνονταν στη δικογραφία την οποία είχε μελετήσει πριν από την ακρόαση. Σημειώθηκε στα πρακτικά ότι δόθηκε προθεσμία στην προσφεύγουσα εταιρεία και στην εταιρεία Q. να παρουσιάσουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους ως απάντηση στους ισχυρισμούς της Εταιρείας S.
Η εσωτερική δικογραφία περιείχε τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας της 2 Φεβρουαρίου 2011, στα οποία καταγράφεται ότι οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας εταιρείας και της εταιρείας Q. δεν παρέστησαν, παρά το γεγονός ότι είχαν κληθεί. Τα αποδεικτικά επίδοσης έδειχναν ότι η ημερομηνία της ακρόασης άλλαξε χειρόγραφα από τις 2 Μαρτίου 2011 σε 2 Φεβρουαρίου 2011 στα έντυπα για την εταιρεία Q. και για την αιτούσα εταιρεία, ενώ η κλήση για τους λοιπούς διαδίκους είχε αναφέρει την ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου 2011 από την αρχή. Φάνηκε ότι τις εκθέσεις επίδοσης που υπέγραψαν είχα αλλοιωθεί.
Κατά την ακρόαση αυτή, το Εφετείο του Κισινάου εξέδωσε την απόφασή του για την υπόθεση, στην οποία έκρινε υπέρ της εταιρείας S. και διέταξε την ακύρωση των εκθέσεων αποτίμησης του MCC. Κατά συνέπεια, επίσης διέταξε την ακύρωση της απόφασης του Επιμελητηρίου Κρατικών Μητρώων της 3ης Μαΐου 2007 με την οποία είχαν καταχωρηθεί αλλαγές στο καταστατικό της εταιρείας Q. και διέταξε την αποκατάσταση των μερών στη θέση τους πριν από τις 3 Μαΐου 2007, αποκλείοντας έτσι την αιτούσα εταιρεία από τον κατάλογο των εταίρων, αλλά οι συναλλαγές που έχει συνάψει η εταιρεία Q έως τότε δεν θα επηρεάζονταν. Έκρινε η απόφαση να είναι προσωρινά εκτελεστή.
Η απόφαση δόθηκε αρχικά σε συγκεκριμένο αξιωματικό στο Επιμελητήριο Κρατικών Μητρώων για εκτέλεση, αλλά ένας διαφορετικός αξιωματικός Α.Β. άλλαξε το καταστατικό της εταιρείας Q. και απέκλεισε την αιτούσα εταιρεία από τη λίστα των εταίρων της την επόμενη μέρα. Αποδείχθηκε ότι ο Α.Β. ήταν σύζυγος του αντιπροέδρου του πολιτικού κόμματος με επικεφαλής τον κ. Ș. Μετά την εκτέλεση της απόφασης, το καταστατικό κεφάλαιο της εταιρείας Q. έγινε 236.662 MDL (περίπου 14.377 ευρώ), άλλαξε η διαχείρισή του και η νέα διοίκηση απέσυρε τις αγωγές που αφορούσαν την είσπραξη των άτοκων δανείων που χορηγήθηκαν στην εταιρεία S. που ελέγχεται από τον κ. Ș.
Η αιτούσα εταιρεία άσκησε αγωγή κατά του Κρατικού Επιμελητηρίου Εγγραφής στο Εφετείο του Κισινάου, υποστηρίζοντας ότι η μείωση του καταστατικού κεφαλαίου της εταιρείας Q.είχε πραγματοποιηθεί κατά παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 36 του νόμου περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε τόσο από το Εφετείο του Κισινάου όσο και από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η αιτούσα εταιρεία απέκτησε πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης και σε αντίγραφο της απόφασης του Κισινάου Εφετείο της 2 Φεβρουαρίου 2011 μόνο στις 28 Φεβρουαρίου 2011. Στις 3 Μαρτίου 2011 άσκησε αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι είχε εμπλακεί στην διαδικασία μεταξύ της εταιρείας S. και του MCC σε μεταγενέστερο στάδιο και ότι είχε κληθεί την πρώτη φορά για την ακρόαση της 20 Ιανουαρίου 2011. Πριν από την ακρόαση αυτή δεν υπήρχε καμία συμπλήρωση στην αρχική αξίωση της εταιρείας S. .
Στις 20 Μαΐου 2011 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της αιτούσας εταιρείας για νομικά σφάλματα χωρίς καμία αιτιολογία και επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου του Κισινάου. Παρά την απόφαση στην απόφαση της 2 Φεβρουαρίου 2011 να επαναφέρουν τα μέρη στη θέση τους πριν από τις 3 Μαΐου 2007, οι προσπάθειες της αιτούσας εταιρείας να ανακτήσει τον εξοπλισμό οδοποιίας της ήταν αναποτελεσματικές, καθώς ο εξοπλισμός ήταν συνδεδεμένος στη σύμβαση τραπεζικού δανείου της εταιρείας Q.. Όταν οι καταβολές των δανείων σταμάτησαν, η τράπεζα κίνησε διαδικασίες το 2011 για να κατασχέσει τα μηχανήματα. Οι δύο πρώτες περιπτώσεις καταδίκασαν την τράπεζα και αποφάσισαν ότι ο εξοπλισμός έπρεπε να επιστραφεί στην αιτούσα εταιρεία. Ωστόσο, στις 3 Απριλίου 2013, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε αυτές τις αποφάσεις και διέταξε τη μεταφορά του εξοπλισμού στην τράπεζα ιδιοκτησία. Η τράπεζα κατέλαβε επίσης το σπίτι που είχε υποθηκευτεί ιδιοκτησίας του διευθύνοντα συμβούλου.
Το 2014 κινήθηκε πτωχευτική διαδικασία για την εταιρεία Q..
Στηριζόμενη στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας), η αιτούσα εταιρεία παραπονέθηκε ότι, ως αποτέλεσμα την εκδίωξη από την εταιρεία Q. μέσω αυθαίρετων δικαστικών ενεργειών και παράνομων ενεργειών του Επιμελητηρίου, στερήθηκε την περιουσία της.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, ως αποτέλεσμα της απόφασης του Εφετείου του Κισινάου της 2 Φεβρουαρίου 2011 και αυτό του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 3 Απριλίου 2013, πέραν της απώλειας του εξοπλισμού οδοποιίας και της οικίας του διευθύνοντος συμβούλου της, η προσφεύγουσα εταιρεία είχε απωλέσει και το 50% των μετοχών της στην εταιρεία Q. και τη σιωπηρή συμμετοχή της στη σύμβαση της 16 Οκτωβρίου 2007 μεταξύ της εταιρείας Q. και της Κρατικής Οδικής Διοίκησης της Μολδαβίας αξίας 24,5 εκατ. ευρώ.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι σύμφωνα με το άρθρο 47 του νόμου για τις ΕΠΕ, οι εταίροι μπορούν να αποκλειστούν μόνο εάν δεν καταβάλουν την εισφορά τους στο κεφάλαιο ή, εάν ενώ ενεργούν ως διαχειριστές της εταιρείας, διαπράττουν πράξεις που είναι επιζήμιες για αυτήν. Καμία από τις δύο αυτές περιπτώσεις δεν επικαλέστηκε η εταιρεία S. στη διαδικασία ή/και διαπιστώθηκε ότι ήταν εφαρμόσιμες από το Εφετείο του Κισινάου στην απόφασή του. Επομένως, φαίνεται ότι ο αποκλεισμός της εταιρείας ήταν ένα μέτρο που δεν προβλεπόταν από την ισχύουσα τότε νομοθεσία.
Σημείωσε επίσης ότι ο ισχυρισμός της εταιρείας S. δεν είχε γνωστοποιηθεί στην αιτούσα εταιρεία και ότι η γνησιότητα και η αξιοπιστία των πρακτικών της ακροαματικής διαδικασίας ήταν σοβαρό ζήτημα ανησυχία καθώς έφεραν αριθμό υπόθεσης από το επόμενο έτος και αφορούσαν ακρόαση η οποία ο ίδιος δικαστής είχε αναβάλει μια μέρα νωρίτερα. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η αιτούσα εταιρεία δεν είχε κλητευθεί νομίμως για την ακρόαση της 2 Φεβρουαρίου 2011 ενώπιον του Εφετείου του Κισινάου και ως εκ τούτου δεν είχε την ευκαιρία να υποβάλει την άμυνά της σε αυτή τη διαδικασία. Συμπερασματικά, το Δικαστήριο διαπίστωσε με στοιχεία παραποίησης των αποδεικτικών επίδοσης για την ακρόαση της 2 Φεβρουαρίου 2011. Παρατήρησε επίσης άλλα ανησυχητικά γεγονότα, όπως η ημερομηνία καθαρογραφής της απόφασης της 2 Φεβρουαρίου 2011, την εξαιρετική ταχύτητα εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης και την εμπλοκή ενός προσώπου κοντά στον κ. Ș. Επιπλέον, η προσφεύγουσα εταιρεία είχε εγείρει όλα αυτά τα ζητήματα στην αναίρεση της, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε απαντήσει στις σοβαρές καταγγελίες, χωρίς καν να τις αναφέρει στην απόφασή του.
Ως προς την παραγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΑΚ, η αξίωση θα έπρεπε έχει παραγραφεί στις 3 Μαΐου 2010, τρία χρόνια μετά την καταχώριση στο Επιμελητήριο των τροποποιήσεων στο καταστατικό της εταιρείας. Ως εκ τούτου, η αξίωση είχε εγερθεί αφού είχε ήδη παραγραφεί. Η παραγραφή ελλείψει επιτακτικών λόγων, ήταν ασυμβίβαστη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία στην οποία οι δικαστικές αποφάσεις που οδήγησαν την αιτούσα στην απώλεια του ποσοστού των μετοχών της στην εταιρεία, είχε γίνει αυθαίρετα και με παράλογο τρόπο. Ως εκ τούτου, το κράτος δεν είχε εκπληρώσει το καθήκον του να επιτρέψει στην αιτούσα εταιρεία να διεκδικήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά της και να τα επιβάλει. Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε επί του ζητήματος της εφαρμογής του άρθρου 41 όσον αφορά περιουσιακή ζημία, ηθική βλάβη και έξοδα (επιμέλεια echrcaselaw.com).