ΑΠΟΦΑΣΗ
Malygina κατά Ρωσίας της 20.09.2022 (αρ. προσφ. 29962/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατάσχεση χρηματικού ποσού της προσφεύγουσας για να πληρωθεί χρηματική ποινή του συζύγου της. Δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας.
Ο σύζυγος της προσφεύγουσας καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή. Έγινε έρευνα στην κατοικία τους και κατασχέθηκε το χρηματικό ποσό που βρέθηκε (15.500.000 ρούβλια) προκειμένου να εξοφληθεί η χρηματική ποινή. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι τα χρήματα ανήκαν στην ίδια και όχι στον σύζυγο της, ωστόσο η αγωγή της για αποζημίωση απορρίφθηκε με αμετάκλητη απόφαση. Άσκησε καταγγελία για παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία.
Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι κάθε μέτρο παρέμβασης στο δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της ιδιοκτησίας πρέπει, καταρχάς, να έχει νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο προκειμένου να αποτρέπονται αυθαίρετες επιθέσεις από τη δημόσια εξουσία.
Το Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι κατασχέθηκε χρηματικό ποσό ενός ατόμου που δεν είχε καταδικαστεί και ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν διευκρίνισαν, στις αποφάσεις τους, τη νομική βάση στην οποία θεμελιώθηκε η κατάσχεση υπέρ του Δημοσίου.
Επιπλέον διαπίστωσε ότι η κατάσχεση των χρημάτων δεν ήταν προβλέψιμη γιατί στο εσωτερικό δίκαιο επιτρέπονταν μόνο δήμευση προϊόντων εγκλήματος όπως όπλα ή ναρκωτικά.
Τέλος το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι τα εγχώρια δικαστήρια δεν απέδειξαν κάποια παράνομη πηγή των χρημάτων αλλά και ότι οι τοπικές αρχές δεν άσκησαν τη δυνατότητα που είχαν να διαχωρίσουν την περιουσία της προσφεύγουσας από αυτή του καταδικασθέντα συζύγου της και να κατασχέσουν μόνο το μερίδιο του.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η κατάσχεση υπέρ του Δημοσίου όλων των εν λόγω χρημάτων δεν πραγματοποιήθηκε «υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος» και κατά συνέπεια υπήρχε παραβίαση του δικαιώματος ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) και επιδίκασε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Tatyana Malygina, είναι υπήκοος της Ρωσίας η οποία γεννήθηκε το 1971 και ζει στη Μόσχα.
Κατήγγειλε την κατάσχεση (обращение взыскания) χρηματικού ποσού που της ανήκε και βρέθηκε στο σπίτι της (15.500.000 ρούβλια σε μετρητά). Η κατάσχεση αυτή διατάχθηκε από τα δικαστήρια μετά την ποινική καταδίκη του συζύγου της – για αδίκημα που σχετίζεται με τη διαφθορά – και την επιβολή ποινής φυλάκισης και χρηματική ποινή 20.000.000 RUB. Χωρίς να καταλήξει σε συμπέρασμα ως προς την προέλευση ή το καθεστώς ιδιοκτησίας των χρημάτων, το εθνικό δικαστήριο διέταξε την κατάσχεση υπέρ του δημοσίου, με σκοπό την πληρωμή της χρηματικής ποινής. Ο σύζυγος της προσφεύγουσας άσκησε έφεση, υποστηρίζοντας ότι τα εν λόγω χρήματα δεν του ανήκουν, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε. Η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή στην προσπάθειά της να αποδειχθεί η ιδιοκτησία της και να λάβει πίσω τα χρήματά της, όμως απορρίφθηκε επίσης.
Επικαλούμενη το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας), η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η κατάσχεση υπέρ του δημοσίου που επιβλήθηκε μετά την καταδίκη του συζύγου της κατά την ποινική διαδικασία, παραβίασε το δικαίωμά της στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, σχετικά με την εξουσία των κρατών να εφαρμόζουν νόμους για να διασφαλίσουν την καταβολή χρηματικής ποινής.
Υπενθύμισε ότι κάθε μέτρο παρέμβασης στο δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας πρέπει, καταρχάς, να έχει νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο (G.I.E.M. S.R.L. κ.α. κατά Ιταλίας της 28.06.2018, αρ. προσφ. 1828/06 κλπ § 292) και να μην είναι αυθαίρετη (Vistiņš και Perepjolkins κατά Λετονίας της 25.10.2012 [GC], αρ. προσφ.71243/01, § 69). Η νομιμότητα αποτελεί πρωταρχική προϋπόθεση για τη συμβατότητα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και συνεπάγεται ότι οι κανόνες του εσωτερικού δικαίου είναι επαρκώς προσβάσιμοι, ακριβείς και προβλέψιμοι κατά την εφαρμογή τους προκειμένου να αποτρέπονται αυθαίρετες επιθέσεις από τη δημόσια εξουσία (Lekić κατά Σλοβενίας της 11.12.2015 [GC], αρ. προσφ. 36480/07 § 95). Αυτή η απαίτηση νομιμότητας είναι ταυτόσημη με το κράτος δικαίου, εγγενές σε όλα τα άρθρα της Σύμβασης (G.I.E.M. S.R.L. προαναφερθείσα § 292).
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κλήθηκε να εξακριβώσει στην παρούσα υπόθεση εάν η επίμαχη παρέμβαση στηρίχθηκε σε επαρκώς σαφή και προβλέψιμη νομική βάση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρέμβαση αυτή αφορούσε τη μόνιμη στέρηση της περιουσίας χωρίς αποζημίωση προσώπου, το οποίο δεν είχε κατηγορηθεί ότι διέπραξε αδίκημα και ούτε, κατά μείζονα λόγο, καταδικάστηκε (Godlevskaya κατά Ρωσίας της 07.12.2021, αρ. προσφ. 58176/18, § 53).
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το επίδικο χρηματικό ποσό είχε, κατά την έναρξη της ποινικής διαδικασίας, διττό καθεστώς: αυτό των υλικών αποδεικτικών στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 81 ΚΠΔ και αυτό της περιουσίας που κατασχέθηκε σύμφωνα με το άρθρο 115 ΚΠΔ. Στη συνέχεια, η απόφαση της 27ς Ιανουαρίου 2015 με την οποία καταδικάστηκε ο Μ. για αξιόποινη πράξη – όπως επιβεβαιώθηκε στην έφεση – διέταξε την κατάσχεση των χρημάτων αυτών υπέρ του Δημοσίου, των οποίων η παράνομη πηγή δεν διαπιστώθηκε, για την καταβολή του ποινικού προστίμου που επιβλήθηκε στον Μ.
Υπενθυμίζοντας ότι εναπόκειται πρωτίστως στις εθνικές αρχές να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το εσωτερικό δίκαιο (Uzan κ.α. κατά Τουρκίας της 05.03.2019, αρ. προσφ. 19620/05 κλπ, § 198, και παραπομπές που αναφέρονται), το Δικαστήριο εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο δικαιολόγησαν τη νομιμότητα αυτής της μεταφοράς υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Το Δικαστήριο παρατήρησε καταρχάς ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν διευκρίνισαν, στις αποφάσεις τους, τη νομική βάση στην οποία θεμελιώθηκε η κατάσχεση υπέρ του Δημοσίου.
Στη συνέχεια σημείωσε ότι, εκτός από το άρθρο 115 ΚΠΔ, η Κυβέρνηση δεν ανέφερε ενώπιόν του καμία διάταξη του εσωτερικού δικαίου που να επιτρέπει την επίμαχη κατάσχεση. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι το άρθρο 115 ΚΠΔ καλύπτει μόνο τις προσωρινές δημεύσεις και όχι τις κατασχέσεις περιουσίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί προβλέψιμη νομική βάση για την εν λόγω παρέμβαση (Godlevskaya, προαν. § 54).
Επιπλέον, η επίμαχη κατάσχεση δεν μπορούσε να εξομοιωθεί ούτε με κατάσχεση όπλων ή προϊόντων εγκληματικής δραστηριότητας κατά την έννοια του άρθρου 104.1 του Ποινικού Κώδικα (OOO Avrora Maloetazhnoe Stroitelstvo κατά Ρωσίας της 07.04.2020, αρ. προσφ. 5738/18, § § 40-41), συγκρίσιμη με τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην απόφαση Markus κατά Λετονίας της 11.06.20 (αρ. προσφ. 17483/10 § 69, 20)), ούτε με κατάσχεση και πώληση των αγαθών προς όφελος ενός θύματος (Bokova, προαν. §§ 50-51)). Η κυβέρνηση δεν υποστήριξε διαφορετικά.
Επιπλέον, η Κυβέρνηση ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι η έκφραση «αποφάνθηκε σχετικά με την τύχη της κατασχεθείσας περιουσίας και των αποδεικτικών στοιχείων» μπορεί να εκληφθεί ως εξουσιοδότηση της κατάσχεσης της περιουσίας (βλ., με την ίδια έννοια, Godlevskaya, που προαναφέρθηκε, §§ 55-56).
Τέλος, εάν το άρθρο 81 § 3 του ΚΠΔ προέβλεπε περιπτώσεις κατά τις οποίες ορισμένα περιουσιακά στοιχεία που χαρακτηρίζονται ως υλικά αποδεικτικά στοιχεία παρέμεναν κεκτημένα από το Δημόσιο , κάτι τέτοιο δεν συνέβη για τα αμφισβητούμενα χρήματα που διεκδίκησε η προσφεύγουσα και των οποίων η παράνομη πηγή δεν διαπιστώθηκε στην καταδικαστική απόφαση. Αντιθέτως, από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι τα χρήματα έπρεπε να «επιστραφούν στον νόμιμο κάτοχό τους» που καθορίστηκαν από τα πολιτικά δικαστήρια.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε τελικά ότι η Κυβέρνηση δεν απέδειξε την ύπαρξη επαρκώς σαφούς και προβλέψιμης νομικής βάσης ικανής να δικαιολογήσει την επίμαχη παρέμβαση.
Ομολογουμένως, θα ήταν δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η κατάσχεση των χρημάτων που ανήκουν στο πρόσωπο που καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή ήταν νόμιμη εάν είχε αποδειχθεί ότι αυτά τα χρήματα ανήκαν απευθείας σε αυτό το πρόσωπο. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Δημόσιο ως δικαιούχος είχε τη δυνατότητα, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 45 § 1 του Οικογενειακού Κώδικα, να ασκήσει αγωγή για το διαχωρισμό της περιουσίας μεταξύ της προσφεύγουσας και του Μ. και να αφαιρέσει το μερίδιο του τελευταίου (σε χρήμα ή/και κινητή ή ακίνητη περιουσία, εάν ισχύει). Ωστόσο, σημειώθηκε ότι οι εθνικές αρχές δεν έκαναν χρήση αυτής της δυνατότητας.
Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατάσχεση υπέρ του Δημοσίου όλων των εν λόγω χρημάτων δεν πραγματοποιήθηκε «υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος» (βλ. mutatis mutandis, Godlevskaya, προαναφερθείσα § 63).
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σε ειρηνική απόλαυση και σεβασμού της περιουσίας (άρθρο1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) και έκρινε περιττό να εξετάσει τη συμμόρφωση με τις άλλες απαιτήσεις αυτού του άρθρου και τα άλλα επιχειρήματα των μερών.
Δίκαιη ικανοποίηση ( άρθρο 41) : Tο Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και απέρριψε το αίτημα για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).