Του Γιώργου Παλαιτσάκη
Μπαράζ προσφυγών στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και στα διοικητικά δικαστήρια από χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων οι οποίοι θεωρούν ότι αδικήθηκαν από ορισμένες αλλαγές που επέφερε η κυβέρνηση με τον ν. 4916/2022 στον τρόπο υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ καταγράφεται αυτές τις μέρες.
Οι προσφεύγοντες ζητούν να ακυρωθούν οι πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις που τους επιβλήθηκαν με τα εκκαθαριστικά του ΕΝΦΙΑ του τρέχοντος έτους, καθώς θεωρούν αντισυνταγματικές συγκεκριμένες διατάξεις του ν. 4916/2022 με βάση τις οποίες επιβλήθηκαν οι εν λόγω επιβαρύνσεις.
Πρόκειται για φορολογούμενους είτε με ποσοστά συνιδιοκτησίας είτε με 100% πλήρη κυριότητα σε ακίνητα συνολικής αντικειμενικής αξίας άνω των 400.000 ευρώ το καθένα, οι οποίοι επιβαρύνθηκαν με χιλιάδες ευρώ επιπλέον ΕΝΦΙΑ σε σύγκριση με άλλους ιδιοκτήτες που κατέχουν ίσης συνολικής αξίας ακίνητη περιουσία, αλλά κατανεμημένη σε περισσότερα ακίνητα αξίας κάτω των 400.000 ευρώ το καθένα. Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζουν στις προσφυγές τους οι ιδιοκτήτες αυτοί, τα επιπλέον ποσά ΕΝΦΙΑ που εκλήθησαν να καταβάλουν προέκυψαν από την εφαρμογή διατάξεων που είναι αντισυνταγματικές, καθώς προκαλούν άνιση φορολογική μεταχείριση μεταξύ πολιτών με ακίνητα ίσης αξίας.
Στο στόχαστρο των προσφευγόντων ιδιοκτητών μπήκαν, πιο συγκεκριμένα, οι νέες διατάξεις με τις οποίες ο «συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ» αντικαταστάθηκε από μια προσαύξηση του κύριου ΕΝΦΙΑ, δηλαδή από έναν «επιπλέον ΕΝΦΙΑ» υπολογιζόμενο με βάση μια νέα κλίμακα. Πρόκειται για τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 43 του ν. 4916/2022, με τις οποίες προστέθηκε η Ενότητα Γ στο άρθρο 4 του αρχικού νόμου του ΕΝΦΙΑ, του ν. 4223/2013. Η Ενότητα Γ’ προβλέπει ότι για δικαιώματα επί ακινήτων υπολογίζεται «επιπλέον ΕΝΦΙΑ» επί της συνολικής αξίας ανά εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, όπως αυτό αποτυπώνεται στη δήλωση Ε9. Ο φόρος υπολογίζεται κλιμακωτά με συντελεστές από 0,2% για το τμήμα της αξίας του ακινήτου από τα 400.000,01 έως τα 500.000 ευρώ, έως 1% για το τμήμα της αξίας του ακινήτου πάνω από τα 2.000.000 ευρώ (βλ. σχετικό πίνακα). Ο φόρος επιβάλλεται στη συνολική αξία του 100% της πλήρους κυριότητας του ακινήτου και στη συνέχεια απομειώνεται με βάση τον συντελεστή συνιδιοκτησίας, εφόσον υφίσταται συνιδιοκτησία στην πλήρη ή ψιλή κυριότητα, και επιμερίζεται.
Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται, εφόσον η συνολική αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας του υποκειμένου στον φόρο, υπερβαίνει τις 300.000 ευρώ.
Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής είχε επισημάνει μια σημαντική στρέβλωση που προκαλούν αυτές οι διατάξεις, όταν είχαν κατατεθεί για ψήφιση στη Βουλή. Συγκεκριμένα, η εν λόγω Υπηρεσία είχε γνωμοδοτήσει ότι «δύο φορολογούµενοι, των οποίων η ακίνητη περιουσία έχει την ίδια συνολική φορολογητέα αξία, καταλήγουν να πληρώσουν διαφορετικό ποσό φόρου της Ενότητας Γ’ (σ.σ.: επιπλέον φόρο που αντικαθιστά τον συμπληρωματικό), αναλόγως του αριθµού των ακινήτων που τους ανήκουν. Επί παραδείγµατι, φορολογούµενος στον οποίο ανήκει η πλήρης κυριότητα ενός ακινήτου φορολογητέας αξίας 2.000.000,00 ευρώ, θα κληθεί να καταβάλει φόρο της Ενότητας Γ’ (σ.σ.: επιπλέον φόρο που αντικαθιστά τον συμπληρωματικό) ποσού 11.700,00 ευρώ, ενώ άλλος στον οποίο ανήκει η πλήρης κυριότητα πέντε ακινήτων φορολογητέας αξίας του καθενός 400.000,00 ευρώ και συνολικής φορολογητέας αξίας 2.000.000,00 ευρώ, δεν θα καταβάλει φόρο της Ενότητας Γ’. Η ως άνω διαφοροποίηση της φορολογικής επιβάρυνσης, αναλόγως του αριθµού των ακινήτων του φορολογουµένου, γεννά προβληµατισµό ως προς τη συµβατότητά της µε την αρχή της φοροδοτικής ικανότητας».
Συνοπτικά με βάση τα όσα υποστηρίζονται στις προσφυγές, οι αλλαγές που επέφερε το άρθρο 43 του ν. 4916/2022 στον τρόπο υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ επιβάρυναν υπέρμετρα φορολογούμενους με ακίνητη περιουσία συνολικής αντικειμενικής αξίας -υπολογισμένης με βάση τις αυξημένες τιμές ζώνης που καθιερώθηκαν την 1η-1-2022- άνω των 300.000 ευρώ, οι οποίοι:
α) κατείχαν την 1η-1-2022 κατά πλήρη κυριότητα ένα τουλάχιστον ακίνητο συνολικής αντικειμενικής αξίας άνω των 400.000 ευρώ,
β) κατείχαν την 1η-1-2022 κατά ποσοστά σημαντικά χαμηλότερα του 50% ένα τουλάχιστον ακίνητο συνολικής αντικειμενικής αξίας άνω των 400.000 ευρώ.
Οι παραπάνω διατάξεις των Ενοτήτων Γ’ και Ε’ που προστέθηκαν στο άρθρο 4 του ν. 4223/2013 με το άρθρο 43 του ν. 4916/2022 θεωρούνται από τους προσφεύγοντες ως αντισυνταγματικές, επειδή παραβιάζουν το άρθρο 4 του Συντάγματος, που ορίζει ότι όλοι οι Έλληνες συμμετέχουν στα δημόσια βάρη χωρίς διακρίσεις, αλλά και το άρθρο 17 για την προστασία της ιδιοκτησίας.
Στα διοικητικά δικαστήρια
Οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες προσέφυγαν πρώτα στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ και, όπως ήταν αναμενόμενο, οι ενδικοφανείς προσφυγές τους απορρίπτονται στο σύνολό τους είτε με την έκδοση σχετικών αποφάσεων είτε σιωπηρά λόγω παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών για απάντηση από τη ΔΕΔ. Η απόρριψη των προσφυγών από τη ΔΕΔ είναι μια εξέλιξη αναμενόμενη, καθώς η συγκεκριμένη υπηρεσία δεν είναι αρμόδια να κρίνει τη συνταγματικότητα ή μη των εφαρμοζόμενων φορολογικών διατάξεων. Στη συνέχεια, όμως, μετά την απόρριψη των προσφυγών τους από τη ΔΕΔ, οι ιδιοκτήτες προσφεύγουν πλέον, όπως έχουν δικαίωμα, στα διοικητικά δικαστήρια, επιδιώκοντας να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για διεξαγωγή πιλοτικής δίκης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, που θα κρίνει οριστικά και αμετάκλητα τη συνταγματικότητα ή μη των επίμαχων διατάξεων.
Η στρέβλωση για κατόχους μικρών ποσοστών ιδιοκτησίας
Πέραν της στρέβλωσης που είχε επισημάνει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, προέκυψε και μία άλλη, ακόμη χειρότερη:
Κάθε φορολογούμενος με ακίνητη περιουσία συνολικής αξίας άνω των 300.000 ευρώ, ο οποίος κατείχε την 1η-1-2022 έστω κι ένα μικρό ποσοστό, μόλις 6%, επί ακινήτου συνολικής αντικειμενικής αξίας άνω των 400.000 ευρώ θεωρείται υπόχρεος να καταβάλει τον «επιπλέον ΕΝΦΙΑ» της Ενότητας Γ’ που επιβαρύνει κάθε ιδιοκτήτη ακινήτου αξίας άνω των 400.000 ευρώ!
Δηλαδή ενώ η φορολογητέα αξία του εμπραγμάτου δικαιώματός του είναι ένα ποσό πολύ χαμηλότερο των 400.000 ευρώ, υπολογίζεται φόρος για το τμήμα κατά το οποίο η συνολική αξία του ακινήτου (η αξία που αντιστοιχεί στο 100% της πλήρους κυριότητας) υπερβαίνει τα 400.000 ευρώ και στη συνέχεια το ποσό του φόρου που προκύπτει επιμερίζεται στον φορολογούμενο με βάση το ποσοστό συνιδιοκτησίας που κατέχει.
Αυτός ο στρεβλός τρόπος υπολογισμού που προβλέπει η Ενότητα Γ’ έχει, για παράδειγμα, ως συνέπεια:
1 Ένας φορολογούμενος που κατέχει το 20% της πλήρους κυριότητας ενός ακινήτου συνολικής αντικειμενικής αξίας 650.000 ευρώ, ενώ η πραγματική αξία του εμπραγμάτου δικαιώματός του είναι 130.000 ευρώ (το 20% των 650.000 ευρώ) να πληρώνει επιπλέον ΕΝΦΙΑ 140 ευρώ, υπολογισμένο:
α) Βάσει της κλίμακας του «επιπλέον φόρου» της Ενότητας Γ’ του άρθρου 4 του ν. 4223/2013:
- με συντελεστή 0,2% για το τμήμα της αξίας από τα 400.000,01 έως τα 500.000 ευρώ,
- με συντελεστή 0,3% για το τμήμα της αξίας από τα 500.000,01 έως τα 600.000 ευρώ,
- Με συντελεστή 0,4% για το τμήμα της αξίας από τα 600.000,01 έως τα 650.000 ευρώ.
β) με πολλαπλασιασμό του ποσοστού συνιδιοκτησίας 20% με το άθροισμα των φόρων από κάθε κλιμάκιο αξίας της παραπάνω κλίμακας [(20% Χ (200 ευρώ + 300 ευρώ + 200 ευρώ)]
2 Ένας άλλος φορολογούμενος που κατέχει το 100% της πλήρους κυριότητας σε ακίνητο συνολικής αντικειμενικής αξίας 399.000 ευρώ δεν πληρώνει καθόλου τον «επιπλέον φόρο» της Ενότητας Γ’ του άρθρου 4 του ν. 4223/2013! Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η συνολική αξία του δικού του εμπράγματου δικαιώματος είναι υπερτριπλάσια από την αξία του εμπραγμάτου δικαιώματος του προηγούμενου φορολογούμενου.
Άλλη μία διάταξη
Στο στόχαστρο των προσφευγόντων ιδιοκτητών έχει μπει και η διάταξη της Ενότητας Ε, η οποία επίσης προστέθηκε στο άρθρο 4 του αρχικού νόμου του ΕΝΦΙΑ Με τη διάταξη αυτή, προβλέπεται περαιτέρω προσαύξηση του ΕΝΦΙΑ, φυσικών προσώπων κατά 5% έως 20% ανάλογα με τη συνολική αξία της περιουσίας. Η προσαύξηση αυτή εφαρμόζεται, εφόσον η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας υπερβαίνει τις 500.000 ευρώ.