Εφαρμοστέο δίκαιο επί γαμικών διαφορών (συντρέχουσα διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων). Ερημοδικία εναγομένης. Επίδοση σε κάτοικο εξωτερικού (Καζακστάν) – τη στιγμή της επίδοσης το Καζακστάν δεν ήταν μέλος της Σύμβασης Χάγης – πλασματική επίδοση.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ
Αριθμός απόφασης 1911/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Φώτιο Βλάχο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον οποίον όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Δικαστική Γραμματέα, Ευαγγελία Κοτρώτσου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 14 Νοεμβρίου 2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του ενάγοντος: …, κατοίκου Καλλιθέας Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεώργιου Πούλη.
Της εναγομένης: … (…), του …, κατοίκου Kazakstan η οποία κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25-11-2013 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό κατάθεσης 170430/21425/2013, η οποία αρχικά προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 9ης Μαρτίου 2015. Κατά τη δικάσιμο αυτή, η συζήτηση της άνω υποθέσεως αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και στις έγγραφες προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 134 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο, στο οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί, ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, αυτός δε, όταν παραλάβει το έγγραφο, οφείλει να το αποστείλει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στον Υπουργό τον Εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει σε εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η επίδοση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 136 παρ. 1 ΚΠολΔ. η επίδοση, που γίνεται κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 134, θεωρείται ότι συντελέστηκε μόλις παραδοθεί το έγγραφο στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από το πρόσωπο, για το οποίο προορίζεται. Οι ως άνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, όταν εκείνος, προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης, με το Ν. 1334/1983. Η διεθνής αυτή σύμβαση, δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των Χωρών, που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθεισα με την απλή παράδοση του επιδοτέου, εισαγωγικού της δίκης, ή άλλου ισοδύναμου δικογράφου, στον Εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα, από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 15 της Συμβάσεως τρόπο (ΑΠ 1342/2007, ΤΝΠ NOMOS, ΑΠ 3/2009, ΤΝΠ NOMOS, ΕφΑΘ 4429/1992, Δ 1992, 1092, 1882/2010 ΠΠΑθ. ΤΝΠ NOMOS).
Από την υπ’ αριθμ. 221/11-4-2009 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …, την οποία μετ’ επικλήσεως προσκομίζει ο ενάγων, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του με αριθμό πρωτοκόλλου 13644/2015 πιστοποιητικού της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών … και σε επίσημη μετάφραση στη Ρωσική γλώσσα από το οποίο πιστοποιείται ότι η κρινομένη αγωγή που ήταν αρχικά γραμμένη στην δικάσιμο της 9-3-2015 με αριθμ. πιν. ΑΕΙ/29 ανεβλήθη για την δικάσιμο της 14-11-2016 και με πινάκιο Α1/7, προς γνώση της εναγομένης και για τις νόμιμες συνέπειες, καλούμενη ταυτόχρονα να παραστεί στην ορισθείσα ως άνω μετ’ αναβολή δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας συγκοινοποιούμενη σε επίσημο αντίγραφο και σε μετάφραση από την Ελληνική στην Ρωσική γλώσσα και της κρινομένης αγωγής επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για την κάτοικο εξωτερικού εναγόμενη (άρθρα 134 παρ. 1, 136 παρ. 1, 229, 230 και 591 παρ. 1 α ΚΠολΔ). Η δε ως άνω επίδοση, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τις διατάξεις των άρθρων 134 παρ. 1 και 136 παρ. 1 ΚΠολΔ, συντελέστηκε με την παράδοση των ανωτέρω επιδοτέων πιστοποιητικού και δικογράφου, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα, με αρ.πρωτ…./10-11-2016 έγγραφο του Γραφείου Διεθνών Συμβάσεων του Υπουργείου Εξωτερικών Ελλάδας, το Καζακστάν όπου κατοικεί η εναγόμενη, δεν αποτελούσε συμβαλλόμενο μέρος στην από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνή Σύμβαση της Χάγης (Ν. 1334/1983) όταν επιδόθηκε η κρινομένη αγωγή (11-4-2009) καθότι η χώρα αυτή προσχώρησε στην σύμβαση την Γ1 Ιουνίου 2016 και συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, ολοκληρώθηκε, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η επίδοση με τη διενεργηθείσα, νόμιμη, πλασματική κλήτευση της διαμένουσας στην πόλη Cimkent του Καζακστάν, εναγομένης. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, στην παρούσα δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου. Συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην το Δικαστήριο, ωστόσο, θα εκδικάσει την υπόθεση σα να ήταν και αυτή παρούσα, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 603 εδαφ. 2 ΚΠολΔ, αφού πρόκειται για διαφορά που εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 598 επ. ΚΠολΔ, που αφορά στις γαμικές διαφορές.
Κατά το άρθρο 612§ 1 ΚΠολΔ, το οποίο αποτελεί εξαίρεση της γενικής αρχής του άρθρου 3 § 1 ΚΠολΔ που οριοθετεί τη διεθνή δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων, επί εκδικάσεως διαφορών του άρθρου 592§1 ΑΚ (γαμικές διαφορές), υφίσταται συντρέχουσα διεθνής δικαιοδοσία στηριζομένη και στην ιθαγένεια και τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν αγωγή διαζυγίου αν ο ένας από τους συζύγους είναι Έλληνας και αν ακόμη δεν έχει ούτε είχε κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα ή αν ήταν κατά την τέλεση του γάμου Έλληνας και απέβαλε λόγω του γάμου του την Ελληνική Ιθαγένεια. Τέλος από το συνδυασμό των άρθρων 16 και 14 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι το διαζύγιο διέπεται κατά σειρά: α) από το δίκαιο της κοινής ιθαγένειας των συζύγων, β) από το δίκαιο της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής τους και γ) από το δίκαιο με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα, και ότι κρίσιμο χρονικό σημείο για τη διαπίστωση της συνδρομής και των τριών αυτών συνδετικών στοιχείων, με τη σειρά που καθορίζει η διάταξη του άρθρου 14, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ίδιου Κώδικα, ο χρόνος έναρξης της διαδικασίας του διαζυγίου, ο οποίος συμπίπτει με το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής. Κατ” ακολουθία, αν κατά τον χρόνο αυτό οι σύζυγοι ούτε κοινή ιθαγένεια έχουν ούτε κοινή συνήθη διαμονή, γεγονός που, στη δεύτερη περίπτωση, συμβαίνει όταν η συμβίωση τους έχει από προγενέστερο χρόνο διακοπεί, το διαζύγιο τους διέπεται από το δίκαιο με το οποίο αυτοί κατά τον ίδιο πιο πάνω κρίσιμο χρόνο συνδέονται στενότερα (ΕφΔωδ. 140/2005, δημ. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων ο οποίος έχει ελληνική ιθαγένεια ζητεί τη λύση του γάμου του με την εναγόμενη η οποία έχει ιθαγένεια Καζακστάν, που τελέστηκε την 27-5-2009 στο ΤΣΙΜΚΕΝΤ – Καζακστάν με την οποία, (εναγομένη), συμβίωσαν αρχικά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Καλλιθέα Αττικής μέχρι το Δεκέμβριο του έτους 2012 οπότε η εναγομένη αναχώρησε για το Καζακστάν. Ότι η έγγαμη συμβίωση δεν ήταν αρμονική και ότι από τον Δεκέμβριο του έτους 2012 βρίσκονται σε συνεχή διάσταση δηλαδή για χρονικό διάστημα, που υπερβαίνει τα δύο έτη τέλος ο ενάγων ζητεί να επιδικασθούν τα δικαστικά έξοδα του σε βάρος της εναγομένης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, διότι οι διάδικοι, εκ των οποίων η εναγόμενη είναι υπηκοότητας Καζακστάν και ο ενάγων έχει ελληνική υπηκοότητα, είχαν την κοινή συνήθη διαμονή τους στο έδαφος της Ελληνικής Επικράτειας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα στη Καλλιθέα Αττικής ο δε ενάγων εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να διαμένει στην Ελλάδα (και ειδικότερα στη Καλλιθέα Αττικής) και είναι αρμόδιο καθύλην (άρθρο 6 του ν. 4055/2012, α. 17 του ΚΠολΔ) και κατά τόπον, λόγω του ότι οι διάδικοι κατά τη διάρκεια του γάμου τους είχαν την κοινή συνήθη διαμονή τους στο έδαφος της Ελληνικής Επικράτειας και ειδικότερα στην Καλλιθέα Αττικής κατά τη διαδικασία που ακολουθείται για την επίλυση των γαμικών διαφορών, σύμφωνα με τα άρθρα 598 έως 612 ΚΠολΔ, εφόσον αφορά στο διαζύγιο των διαδίκων (άρθρο 592 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Εξάλλου, εφόσον με την κρινόμενη αγωγή εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννο μη σχέση, δη λαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Κρίσπη, ΙΔΔ, Γεν.Μερ. παρ. 2, σελ. 12επ.), ανακύπτει ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16 και 14 ΑΚ σαφώς προκύπτει, ότι το διαζύγιο διέπεται από το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων, ήτοι κατά διαδοχική σειρά : α) από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής ιθαγένειας των συζύγων, εφόσον ο ένας τη διατηρεί, β) από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής συνήθους διαμονής τους και γ) από το δίκαιο με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα, πλην όμως κρίσιμο χρονικό σημείο για τη διαπίστωση της συνδρομής και των τριών αυτών συνδετικών στοιχείων, με τη σειρά που καθορίζει η διάταξη του άρθρου 14 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ίδιου Κώδικα, ο χρόνος έναρξης της διαδικασίας του διαζυγίου, ο οποίος συμπίπτει με το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής. Επομένως, αν κατά το χρόνο αυτό οι σύζυγοι ούτε κοινή ιθαγένεια έχουν ούτε κοινή συνήθη διαμονή, γεγονός που, στη δεύτερη περίπτωση, συμβαίνει όταν η συμβίωση τους έχει από προγενέστερο χρόνο διακοπεί, το διαζύγιο τους διέπεται από το δίκαιο με το οποίο αυτοί, κατά τον ίδιο ανωτέρω κρίσιμο χρόνο, συνδέονται στενότερα (Γ. Παπαδημητρίου, Οικογενειακό Δίκαιο, έκδ. Β’, σελ. 37-38, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Το εφαρμοστέο δίκαιο επί του διαζυγίου στις ελληνικές και διεθνείς συγκρούσεις νόμων, έκδ. 1997, σελ. 143-144, Β.Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ έκδ. 2001, άρθρο 24 αρ. 3 και 16 αρ. 5, ΕφΔωδ 140/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 8047/1990 Ελλ-Δνη 1992/173). Στην προκείμενη περίπτωση, κατά το χρόνο της επίδοσης της αγωγής, οι διάδικοι ούτε κοινή ιθαγένεια είχαν, αφού η εναγόμενη ήταν ιθαγένειας Καζακστάν και ο ενάγων ελληνικής ιθαγένειας, ούτε κοινή συνήθη διαμονή, αφού η συμβίωση τους είχε από προγενέστερο χρόνο διακοπεί. Συνεπώς, η κρινόμενη διαφορά διέπεται από το δίκαιο με το οποίο οι διάδικοι κατά τον πιο πάνω κρίσιμο χρόνο συνδέονταν στενότερα. Τούτο δε, είναι το ελληνικό, διότι οι τελευταίοι, παρόλο που τέλεσαν το γάμο τους στο Καζακστάν εντούτοις μετά την τέλεση του γάμου τους εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Καλλιθέα Αττικής όπου συνέχισαν να συμβιώνουν έως την έναρξη της διάστασης τους ενώ ο ενάγων συνεχίζει να διαμένει μέχρι και σήμερα στην Ελλάδα. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1438 και 1439 εδαφ. 3 ΑΚ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 ν. 3719/2008 και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 270 ΚΠολΔ) και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του και τα έγγραφα που ο ενάγων επικαλείται και προσκομίζει, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο πολιτικό γάμο στις 27-5-2009 στο ΤΣΙΜΚΕΝΤ – Καζακστάν, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο αντίγραφο της υπ’ αριθμόν …/2009 ληξιαρχικής πράξης γάμου του Ειδικού Ληξιαρχείου του Υπουργείου Εσωτερικών Ελλάδας. Συμβίωσαν δε μέχρι τον Δεκέμβριο του έτους 2012, οπότε και διακόπηκε οριστικά η έγγαμη συμβίωση τους. Από τότε και μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής οι διάδικοι βρίσκονται σε συνεχή διάσταση, χωρίς πρόθεση επανασύνδεσης. Συνεπώς, η διάσταση αυτή είναι συνεχής και υπερβαίνει η διάρκεια της τα δύο χρόνια και ως εκ τούτου τεκμαίρεται αμάχητα ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης τους (άρθρο 1439 εδαφ. 3 ΑΚ). Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να απαγγελθεί η λύση του γάμου μεταξύ των διαδίκων. Δοθέντος ότι ο ενάγων έχει απαλλαχθεί από τα δικαστικά έξοδα ως δικαιούχος νομικής βοήθειας δυνάμει της υπ’ αριθμ. 9801/2015 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του παρόντος Δικαστηρίου, η δικαστική δαπάνη του, συνιστάμενη στην καταβλητέα στο δικηγόρο του νόμιμη αμοιβή, στην οποία πρέπει να καταδικαστεί η εναγόμενη που ηττάται (άρθρ. 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), πρέπει να επιδικαστεί υπέρ του Δημοσίου (ΑΠ 2236/2013 Τραπ. Νομ. Πληροφ. «ΝΟΜΟΣ»), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που η εναγόμενη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εναγομένης.
Ορίζει, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από την εναγόμενη, παράβολο από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Δέχεται την αγωγή.
Απαγγέλλει τη λύση του γάμου μεταξύ των διαδίκων που τελέστηκε στις 27-5-2009 στο ΤΣΙΜΚΕΝΤ – Καζακστάν.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ και επιδικάζει αυτό το ποσό υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα την 7-3-2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»