Εργατικές διαφορές – Ευθύνη εργαζομένου για ζημία του εργοδότη – Ηθική βλάβη ν.π. – Παράνομη μεταφορά αρχείων του ν.π. στην προσωπική ηλεκτρονική διεύθυνση υπαλλήλου – Επαγγελματικό απόρρητο – Υπερωριακή εργασία – Απασχόληση εργαζομένου εκτός έδρας – Εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας -.
Παράνομη και υπαίτια ενέργεια υπαλλήλου εταιρίας ο οποίος εν συνεχεία παραιτήθηκε, ο οποίος αθέμιτα αντέγραψε στοιχεία υπολογιστών της εταιρίας, τα οποία συνιστούν επαγγελματικά απόρρητα, μεταφέροντάς τα παρανόμως εκτός ηλεκτρονικών συστημάτων της εταιρίας με προφανή σκοπό να χρησιμοποιηθούν από την ανταγωνίστρια της εταιρίας στην οποία επρόκειτο να προσληφθεί. Αδικοπρακτική ευθύνη. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης σε εταιρεία για την υποκλοπή εμπιστευτικών πληροφοριών από πρώην υπάλληλό της. Εξέταση ζητημάτων υπερωριακής εργασίας, απασχόλησης του εργαζομένου εκτός έδρας και εργασίας κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Αριθμός απόφασης: 4137/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευφροσύνη – Μαρία Ντόρτου, Πρωτόδικη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Μαρίνα Γρηγοριάδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 15η.11.2018, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α. Της ενάγουσας: Εταιρείας με την επωνυμία «…» με διακριτικό τίτλο “ ”, με έδρα , ΑΦΜ , ΔΟΥ ……………………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Επαμεινώνδα Στυλόπουλο.
Της εναγομένης: ., κατοίκου ……………………….. (…), η οποία εμφανίσθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Κλεοπάτρα Μαδημένου.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 30.4.2018 και υπ’ αριθμ. κατάθεσης ……. αγωγή της, η συζήτηση της οποίας ορίσθηκε για την ανωτέρω αναφερόμενη δικάσιμο, εξ αναβολής της 20ης.9.2018.
Β. Της ενάγουσας: …, κατοίκου … ( ), με ΑΦΜ …, η οποία εμφανίσθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Κλεοπάτρα Μαδημένου.
Των εναγομένων: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «….» με διακριτικό τίτλο “ ”, με έδρα .., ΑΦΜ .., ΔΟΥ .., όπως εκπροσωπείται νόμιμα και 2) .., κατοίκου .., ως εκ της εργασίας της …, με ΑΦΜ …, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευστάθιο Γραμμένο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19.9.2018 και υπ’ αριθμ. κατάθεσης .. αγωγή της, η συζήτηση της οποίας ορίσθηκε για την ανωτέρω αναφερόμενη δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και στις κατατεθείσες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκαση των α) από 30.4.2018 και υπ’ αριθμ. κατάθεσης … και β) 19.9.2018 και υπ’ αριθμ. κατάθεσης … αγωγών, οι οποίες υπάγονται στην ίδια διαδικασία (α. 614§3 Κ.Πολ.Δ.) και είναι συναφείς (άρθρο 31 Κ.Πολ.Δ.), διότι ούτω διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, ενώ επέρχεται και μείωση των εξόδων.
Α]Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 614 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 4335/2015 και ισχύει, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών δικάζονται, μεταξύ άλλων, οι εργατικές διαφορές, ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου εργατικές διαφορές είναι οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ των εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά το νόμο έχουν δικαίωμα από την παροχή της εργασίας τους και των εργοδοτών ή των διαδόχων τους. Με τη θεμελιώδη – για την εφαρμογή της διάταξης αυτής- έννοια της «παροχής εξαρτημένης εργασίας», καλύπτεται ολόκληρο το φάσμα των σχετικών εργασιακών διαφορών, οι οποίες πηγάζουν από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή και από άλλη αιτία, έχουσα όμως ως αφορμή τέτοιου είδους συμβατική σχέση. Στις εργατικές διαφορές υπάγεται, δηλαδή, κάθε διαφορά από αδικοπραξία ή αδίκημα, από οποιαδήποτε αιτία, με αφορμή όμως την παροχή εξαρτημένης εργασίας [βλ. ΟλΑΠ 433/1968 ΝοΒ 16.1058, ΕφΠειρ 858/1999 ΔΕΕ 2010.10′, ΕφΘεσ 3555/1996 ΕλΔ 39(1998).589, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κονδύλης), ΚΠολΔ II, άρθρο 663, αριθμ. 9 επ., Μητσόπουλος, ΠολΔ, παρ. 15, αριθμ. 2, σελ. 189, Κ. Μπέης ΠολΔ αρθρ. 16, σελ. 182].
II. Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 652 ΑΚ, ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο ή αμέλεια του. Ο βαθμός της επιμέλειας για την οποία ευθύνεται ο εργαζόμενος κρίνεται με βάση τη σύμβαση, ενόψει της μόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων και ιδιοτήτων του εργαζομένου, τις οποίες γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ο εργοδότης. Με τη διάταξη αυτή, για την ευθύνη του εργαζομένου υιοθετείται η αρχή της υπαιτιότητας (άρθρο 330 ΑΚ), που αποτελεί το θεμέλιο της αστικής ευθύνης στο ισχύον σύστημα αποζημίωσης, με συνέπεια ο εργαζόμενος να υποχρεούται σε αποζημίωση του εργοδότη για τη ζημία που του προκάλεσε κατά την εκτέλεση της εργασίας υπαίτια, δηλαδή έστω και από ελαφρά αμέλειά του, επειδή και ο εργαζόμενος, όπως και κάθε άλλος οφειλέτης, οφείλει να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρο 288 ΑΚ), πολύ δε περισσότερο επειδή η επίδειξη επιμέλειας, προθυμίας, πνεύματος συνεργασίας και εντιμότητας από τον εργαζόμενο έχει στη σύμβαση εργασίας ιδιαίτερη σημασία, λόγω του σημαντικού ρόλου των αμοιβαίων παρεπομένων καθηκόντων πίστης που τη χαρακτηρίζουν. Έτσι, το απαιτούμενο μέτρο επιμέλειας κρίνεται κάθε φορά από το είδος της εργασίας, τις ικανότητες, τη μόρφωση και τις ειδικές γνώσεις που έχει ο μέσος τυπικός εκπρόσωπος του συγκεκριμένου επαγγελματικού κύκλου, στις οποίες απέβλεψε κάθε φορά ο εργοδότης. Από την ίδια παραπάνω διάταξη του άρθρου 652 ΑΚ σαφώς προκύπτει και ότι -σε περίπτωση παράβασης της παραπάνω υποχρέωσης του εργαζομένου (δηλαδή σε περίπτωση πλημμελούς, εκτέλεσης των καθηκόντων του) ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί συμβατικής ευθύνης, χωρίς να αποκλείεται η αδικοπρακτική ευθύνη και η ευθύνη για αποθετική ζημία ή και για ικανοποίηση ηθικής βλάβης (ΑΠ 296/2016). Εξάλλου, και τα νομικά πρόσωπα μπορούν να είναι φορείς της αξίωσης που πηγάζει από το άρθρο 932 ΑΚ ή από άλλη διάταξη νόμου, εφόσον η προσβολή αναφέρεται στην πίστη, στην καλή φήμη, στην επαγγελματική υπόληψη ή στο όνομα του νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 402/1981 ΝοΒ 1981.762, ΕφΑΘ 986/2005 ΔΕΕ 2005. 701). Πρέπει όμως να το αποδείξουν αυτό, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα εναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μία συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (ΕφΘεσ 92/2018, ΕφΑΘ 931/2000 ΤΝΠ-Νόμος). Το ύψος όμως της χρηματικής ικανοποίησης δεν συνιστά ζήτημα προς απόδειξη, διότι η σχετική απόφαση λαμβάνεται με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (ΑΠ 1433/2000 ΕλλΔνη 2001. 673, ΑΠ 666/1993 ΕΕΝ 61. 438, ΕφΘεσ 92/2018, ο.π., ΕφΑΘ 5866/2003 ΔΕΕ 2003.1330).
III. Εξάλλου, το δικαίωμα από την 932 ΑΚ ανήκει σ’ εκείνον που υπέστη άμεσα ηθική βλάβη από την προσβολή δικαιώματος του που προστατεύεται όχι μόνο από κανόνα αστικής φύσεως αλλά διοικητικού ή ποινικού περιεχομένου που έχουν τεθεί όχι μόνο αποκλειστικώς για χάρη του γενικού συμφέροντος αλλά και του ιδιωτικού (ΟλΑΠ 402/1981, ΝοΒ 29/762). Έτσι, η προσβολή μπορεί να προελθεί και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως επί παραδείγματι, σε περίπτωση παράνομης αντιγραφής προγραμμάτων υπολογιστή που συνιστούν επαγγελματικά απόρρητα, κατά παραβίαση του άρθρου 370Β ΠΚ (ΕφΠατρ 9/2001, δημ. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 370Β ΠΚ, όπως ίσχυε προ της τροποποίησής του με το Ν. 4619/2019 (με έναρξη ισχύος από την 1.7.2019), δοθέντος ότι κατά τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου, η οποία ρητώς καθιερώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 2 ΑΚ και 24 ΕισΝΑΚ, οι ενοχές από οποιοδήποτε λόγο, των οποίων τα παραγωγικά γεγονότα συντελέσθηκαν κατά τη διάρκεια που ίσχυε κάποιος νόμος, ο οποίος μεταγενέστερα καταργήθηκε ή τροποποιήθηκε, διέπονται και μετά την κατάργηση ή την τροποποίηση του από το νόμο, που ίσχυε κατά το χρόνο κατά τον οποίο τα παραγωγικά αυτά γεγονότα συντελέσθηκαν (βλ ΑΠ 223/2002 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 42.680, ΕφΑθ 3165/2006 αδημ.), «1. Οποιος αθέμιτα αντιγράφει, αποτυπώνει, χρησιμοποιεί, αποκαλύπτει σε τρίτον ή οπωσδήποτε παραβιάζει στοιχεία ή προγράμματα υπολογιστών, τα οποία συνιστούν κρατικά, επιστημονικά ή επαγγελματικά απόρρητα ή απόρρητα επιχείρησης του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Ως απόρρητα θεωρούνται και εκείνα που ο νόμιμος κάτοχός τους, από δικαιολογημένο ενδιαφέρον τα μεταχειρίζεται ως απόρρητα, ιδίως όταν έχει λάβει μέτρα για να παρεμποδίζονται τρίτοι να λάβουν γνώση τους. 2. Αν ο δράστης είναι στην υπηρεσία του κατόχου των στοιχείων, καθώς και άν το απόρρητο είναι ιδιαίτερα μεγάλης οικονομικής σημασίας, επιβάλλεται Φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.».
Εν προκειμένω, η ενάγουσα της πρώτης κρινόμενης αγωγή ισχυρίζεται, ότι συνιστά εταιρία με αντικείμενο όλες τις υπηρεσίες μεταφοράς εμπορευμάτων σε διεθνές επίπεδο, ενώ συγχρόνως έχει λάβει πιστοποίηση Εγκεκριμένου Οικονομικού Φορέα από τις αρμόδιες τελωνειακός αρχές, δικαιούμενης να απολαμβάνει συγκεκριμένες τελωνειακός απλουστεύσεις, με ηλεκτρονική τιμολογόγηση και διακίνηση ψηφιακών εγγράφων και με συνακόλουθα αναγκαία την αυξημένη προστασία των ηλεκτρονικών αυτών πληροφοριών. Ότι η αντίδικος, αρχικώς με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου και κατόπιν αορίστου χρόνου, παρείχε τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος γραφείου σ’ αυτήν, επιφορτισμένη με αυξημένα καθήκοντα εποπτείας και διεκπεραίωσης αναφορικά με τις διεθνείς οδικές μεταφορές. Ότι η τελευταία εντέλει κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση εργασίας λόγω παραίτησης την 19-3-2018. Ότι η εναγομένη, κατά παράβαση της υποχρέωσης πίστης, μια εβδομάδα προ της παραίτησής της απέστειλε μαζικώς αρχεία της εταιρίας εκτός εταιρικών συστημάτων και ειδικότερα στο προσωπικό της ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (email), παρόλο που κάτι τέτοιο ρητώς απαγορευόταν, η δε εναγομένη είχε υπογράψει σχετικά Πολιτική Χρήσης των Πληροφοριακών Συστημάτων. Ότι από την ενέργειά της αυτή ετρώθη η επαγγελματική της πίστη και υπόληψη. Ζητεί δε εν όψει αυτών να υποχρεωθεί η εναγομένη, κατόπιν παραδεκτής μερικής τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, να καταβάλει στην ίδια το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να της καταβάλει το ποσό των 80.000 ευρώ, αφαιρουμένου του ποσού των 40 ευρώ, μ’ επιφύλαξη αναζητουμένου στα ποινικά δικαστήρια, δηλώνοντας παράσταση πολιτικής αγωγής για αντίστοιχη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά της έξοδα.
Η αγωγή αυτή, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (α. 16§1 περ. 3 και 22 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα, των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3 στοιχ. α και 621 επ. Κ.Πολ.Δ., όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 919, 932, 652 ΑΚ, 370Β ΠΚ, 907, 908 παρ. 1δ, 1047 και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι δεν απαιτείται ως προς το καταψηφιστικό της αντικείμενο η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, διότι τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο επί εργατικών διαφορών ελάχιστο όριο απαλλαγής από την καταβολή δικαστικού ενσήμου, που καθορίζεται μέχρι του ποσού της εκάστοτε καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 17 του ν. 2479/1997, ήτοι για αγωγές που έχουν κατατεθεί από 25-7-2011 και εφεξής, το ποσό των 20.000 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν.3994/2011).
Β] I. Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του ν. 435/1976, συνάγεται, ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, συνιστά, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 3 του ν.δ. 515/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ.2 του ως άνω ν. 435/1976. Περαιτέρω, με το άρθρο 6 της από 14- 2-1984 ΕΓΣΣΕ, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 11770/20- 2-1984 (ΦΕΚ Β’ 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέραν από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, καταβάλλεται αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346/1983. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) ως προς τη συνδρομή υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και, συνεπώς, ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία, για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25%), αν η απασχόλησή του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία, όταν ο μισθωτός της προκειμένης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, που κυρώθηκε με 4 το άρθρο μόνο του ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζομένου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας. Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του ν.δ. 515/1970, αμείβεται με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου. Ειδικώς για τους εργαζομένους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζομένους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα ή οκτώ, αντίστοιχα, ωρών ημερησίως (ΑΠ 684/2017, ΑΠ 931/2017, ΑΠ 534/2014). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 2874/2000, όπως αυτό ισχύει μετά τη διαδοχική αντικατάστασή του με τα άρθρα 1 του ν. 3385/2005 (με έναρξη ισχύος από 1-10-2005) και 74 παρ. 10 του ν. 3863/2010 (με έναρξη ισχύος από 15-7-2010), ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των 45 ωρών, σε επιχειρήσεις που απασχολούν το προσωπικό τους σε πενθήμερη βάση και πέραν των 48 ωρών, σε επιχειρήσεις που απασχολούν το προσωπικό τους σε εξαήμερη βάση. Ο νόμιμος χρόνος ημερήσιας απασχόλησης και μετά τη νέα ρύθμιση, παραμένει η κύρια βάση του υπολογισμού των υπερωριών, αφού στην ίδια διάταξη ορίζεται ότι οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο (8ωρο για εξαήμερη και 9ωρο για πενθήμερη απασχόληση) διατηρούνται σε ισχύ. Συνεπώς, η απασχόληση πέραν των 9 ή 8 ωρών ημερησίως (υπό το σύστημα του πενθημέρου ή εξαημέρου, αντίστοιχα) είναι πάντα υπερωρία, είτε νόμιμη είτε παράνομη, διότι υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας του νομίμου ημερήσιου ωραρίου. Το ύψος της αποζημίωσης για την παράνομη υπερωριακή απασχόληση προσδιορίστηκε αρχικά, με το άρθρο.4 παρ.5 του ν. 2874/2000, στο 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου και, στη συνέχεια, καθορίστηκε η αποζημίωση για κάθε ώρα παράνομης υπερωρίας ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% (άρθρο 1 ν. 3385/2005) και από 15-7-2010 κατά 80% (άρθρο 74 παρ. 10 ν. 3863/2010). Με τις τελευταίες αυτές διατάξεις, για το μετά την 1-10-2005 χρονικό διάστημα, καθορίζεται και η αμοιβή που δικαιούται ο εργαζόμενος για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας, η οποία είναι ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, με προσαύξηση που κλιμακώνεται, ανάλογα με τις ώρες υπερωριακής απασχόλησης, σε ετήσια βάση, κατά τα εκεί αναφερόμενα ποσοστά (ΑΠ 732/2018, δημ. ΝΟΜΟΣ).
II. Περαιτέρω, η 21091/2990/1946 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, που εκδόθηκε κατά εξουσιοδότηση του νόμου 28/1944, όπως αυθεντικά ερμηνεύτηκε με το νόμο 866/1944, και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Τεύχος Β 142/4- 9-1946), έχει ισχύ νόμου. Η απόφαση αυτή ορίζει ότι εκτός έδρας αποστελλόμενο προσκαίρως για εργασία υπαλληλικό και εργατοτεχνικό προσωπικό όλων γενικά των επιχειρήσεων και εργασιών καταβάλλεται και πρόσθετη αποζημίωση για κάθε εκτός έδρας διανυκτέρευση, η οποία ισούται με το κάθε φορά νόμιμο ημερομίσθιο ή το 1/25 του νομίμου μηνιαίου μισθού. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για τη χορήγηση αποζημιώσεως για απασχόληση του μισθωτού εκτός έδρας είναι η αποστολή του από τον τόπο που συμφωνήθηκε για τη μόνιμη παροχή της εργασίας του σε άλλο τόπο για πρόσκαιρη απασχόλησή του σε αυτόν και η διανυκτέρευσή του στο νέο τόπο εργασίας (ΑΠ 183/2019, δημ. ΝΟΜΟΣ). Ως έδρα της επαγγελματικής κατοικίας του μισθωτού νοείται ο τόπος στον οποίο κατά τρόπο μόνιμο και συνήθη παρέχει τις υπηρεσίες του, ασχέτως αν αυτός συμπίπτει με την έδρα της επιχειρήσεως (ΑΠ 1425/2002, ΑΠ 1165/1999 ΑΠ 540/1992, ΑΠ 231/1991, ΑΠ 1157/1989, ΑΠ 1193/1988).
III. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 8 του νόμου 3846/2010, ορίστηκε, ότι η εργασία που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδας (Σάββατο) κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%. Η εργασία κατά την 6η ημέρα επί πενθημέρου, και μετά την εν λόγω νομοθετική παρέμβαση, παραμένει παράνομη και συνεπώς άκυρη.
Εν προκειμένω, η ενάγουσα της δεύτερης κρινόμενης αγωγής εκθέτει, ότι παρείχε την εργασία της ως υπάλληλος γραφείου στην εναγομένη, η οποία δραστηριοποιείται στην παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών διεθνούς χερσαίου μεταφορέα, αρχικώς με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, έναντι μεικτού μηνιαίου μισθού 1.070,55 ευρώ και από 12.1.2016 με σύμβαση αορίστου χρόνου, έναντι μικτών αποδοχών ύψους 1.960,53 ευρώ μηνιαίως. Ότι απασχολείτο με το σύστημα της πενθήμερης απασχόλησης, με ωράριο από 8.30 έως 16.30, παρόλα ταύτα υποχρεούτο να απασχολείται υπερωριακά για επιπλέον δύο ώρες ημερησίως στον τόπο εργασίας της, ήτοι στην έδρα της επιχείρησης, όσο και τα Σάββατα κατ’ οίκον, αλλά και εκτός έδρας, πραγματοποιώντας ταξίδια τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Ότι στις 19.3.2018 παραιτήθηκε από την εναγομένη και προσελήφθη την 22.3.2018 σε έτερη συναφή εταιρία, έναντι μικτού μηνιαίου μισθού 2.961 ευρώ. Κατόπιν αυτών, ζητεί με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει για δύο ώρες υπερωριακής εργασίας πέραν του οκταώρου ημερησίως, το ποσό των 24.660 ευρώ, ως αποζημίωση εκτός έδρας το ποσό των 235,20 ευρώ, καθώς και το ποσό των 2.850,08 ευρώ για εργασία κατά τα Σάββατα επί 4ωρο που παρεχόταν από την οικία της. Επιπλέον, β) εξ αφορμής της ανωτέρω πρώτης συνεκδικαζόμενης αγωγής εις βάρος της, το περιεχόμενο της οποία ισχυρίζεται ότι είναι καθ’ ολοκληρίαν αναληθές και συκοφαντικό, με συνέπεια να προσβληθεί η προσωπικότητά της και η υπόληψη της, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι έκαστος εις ολόκληρον να της καταβάλουν το ποσό των 5.000 ευρώ και περαιτέρω ν’ αναγνωρισθεί, κατόπιν παραδεκτής μερικής τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, η υποχρέωση τους να της καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 45.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, να διαταχθεί η προσωπική κράτηση της 2ης εναγομένης, λόγω της ιδιότητάς της ως νομίμου εκπροσώπου της 1ης εναγόμενης, η οποία υπέχει προσωπική ευθύνη, αφού κατ’ εντολήν της ασκήθηκε η ανωτέρω – ψευδούς και συκοφαντικού περιεχομένου – αγωγή, να διαταχθούν οι εναγόμενοι να παραλείψουν κάθε προσβολή της προσωπικότητάς της στο μέλλον, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης της 2ης εναγομένης και να καταδικασθούν στα δικαστικά της έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 1, 7, 9, 14 παρ. 2, 16 αριθμ. 2 και 25§2, 37 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 επ. του ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α’ 87/23-07-2015), σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο A] I νομική σκέψη. Περαιτέρω, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις των άρθρων 361, 71, 57, 59, 297, 298, 299, 330, 346, 914, 920, 932 του ΑΚ, 361, 362, 363 ΠΚ, 74, 218, 176, 907, 908 (ως προς τα καταψηφιστικά αιτήματα), 947, 1047 ΚΠολΔ, ωστόσο η αξίωση περί υπερωριών είναι νόμιμη πέραν της 9ης ώρας, ήτοι από την 10η, η οποία λογίζεται πάντα υπερωρία, είτε νόμιμη είτε παράνομη, διότι υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας του νομίμου ημερήσιου ωραρίου, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ενώ η αποζημίωση εκτός έδρας υπολογίζεται βάσει του νομίμου μισθού και όχι του συμφωνηθέντος. Πρέπει συνεπώς καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δοθέντος ότι για το καταψηφιστικό αντικείμενό της, κατά το ποσό που αυτό υπερβαίνει το προβλεπόμενο επί εργατικών διαφορών ελάχιστο όριο απαλλαγής από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (ήτοι το ποσό των 20.000 ευρώ. [Βλ. άρθρ. 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 17 του ν. 2479/1997 και όπως το δεύτερο εδάφιο αυτού προστέθηκε με τα άρθρα 34 και 45 του Ν. 4446/2016 (ΦΕΚ A 240/22.12.2016)], η ενάγουσα επικαλείται και προσκομίζει το υπ’ αριθ. … παράβολο δικαστικού ενσήμου).
Από την ένορκη κατάθεση των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις υπ’ αριθμ. …/14.11.2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εργοδότριας εταιρίας … και …, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …, που λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ (βλ. υπ’ αριθμ. …/9.11.2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …), από τις υπ’ αριθμ. ./18.9.2018 και ./19.9.2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εργαζομένης …. και …, ενώπιον των Ειρηνοδικών Πειραιώς, που λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ (βλ. υπ’ αριθμ. ./13.9.2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …), και τις ομολογίες των διαδίκων, απεδείχθησαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα – 1η εναγόμενη εταιρία (στο εξής «εταιρία») προσφέρει υπηρεσίες μεταφοράς, αποθήκευσης και διακίνησης εμπορευμάτων σε διεθνές επίπεδο και έχει λάβει πιστοποίηση ISO 9001 και ISO 14001, καθώς και Quality Management, ενώ από το 2014 πιστοποιήθηκε ως Εγκεκριμένος Οικονομικός Φορεάς AEOF, όπερ σημαίνει ότι δικαιούται να απολαμβάνει συγκεκριμένα οφέλη, μεταξύ των οποίων, λιγότερους φυσικούς ελέγχους και ελέγχους εγγράφων, ευκολότερη πρόσβαση σε τελωνειακές απλουστεύσεις, προτεραιότητα κατά τη διενέργεια των ελέγχων, μειωμένες εγγυήσεις, αναγνώριση ως ασφαλούς επιχειρηματικού εταίρου, αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτων χωρών και μειωμένο σύνολο στοιχείων για τις συνοπτικές διασαφήσεις. Τα ανωτέρω συνεπάγονται αυξημένη προστασία και ασφάλεια των ηλεκτρονικών συστημάτων, καθόσον η τιμολόγηση και η διακίνηση ψηφιακών εγγράφων είναι αμιγώς ηλεκτρονική. Η εναγόμενη – ενάγουσα εργαζόμενη (στο εξής «εργαζόμενη») προσελήφθη από την ανωτέρω εταιρία αρχικά την 12-10-2015 με σύμβαση ορισμένου χρόνου διάρκειας έως 12- 1-2016 προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος γραφείου. Στη συνέχεια, υπεγράφη η από 13-1-2016 σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία εν τέλει καταγγέλθηκε από εκείνην λόγω παραίτησής την 19-3-2018. Τα καθήκοντα της εργαζομένης συνίσταντο σε οργάνωση, εποπτεία και διεκπεραίωση των οδικών μεταφορών σε βαλκανικές χώρες, διατηρώντας επικοινωνία με τους εκάστοτε πελάτες. Περαιτέρω, η εργαζομένη είχε υπογράφει και αποδεχθεί την Πολιτική Χρήσης των Πληροφοριακών Συστημάτων της εταιρείας, στην οποία αναφέρεται ρητώς ότι α) ο εξοπλισμός των ηλεκτρονικών υπολογιστών, το λογισμικό, τα λειτουργικά συστήματα, τα μέσα αποθήκευσης και οι λογαριασμοί δικτύου που παρέχει το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, η περιήγηση στο Διαδίκτυο και οποιαδήποτε παροχή που σχετίζεται με τα συστήματα είναι ιδιοκτησία της εταιρείας και ότι κατά συνέπεια τα συστήματα αυτά θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της επιχείρησης, ήτοι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της και των πελατών της, β) η ακατάλληλη χρήση εκθέτει την εταιρεία σε κινδύνους, θέτει σε κίνδυνο το σύστημα δικτύου και τις υπηρεσίες και εγείρει νομικά ζητήματα, γ) τα δεδομένα που δημιουργούνται στα εταιρικά συστήματα παραμένουν ιδιοκτησία της εταιρείας, ενώ λόγω της ανάγκης διαχείρισης του εταιρικού δικτύου και της ασφαλείας αυτού οι πληροφορίες που είναι αποθηκευμένες σε οποιαδήποτε εταιρικό πληροφοριακό σύστημα ανήκουν στην εταιρεία και κατά συνέπεια δεν αποτελούν απόρρητο, ο δε διαχειριστής του συστήματος δύναται να παρακολουθεί τον εξοπλισμό, τα, συστήματα και τη κυκλοφορία του δικτύου, ανά πάσα στιγμή, ενώ οι διαχειριστές έχουν δικαίωμα πρόσβασης και ελέγχου στην ηλεκτρονική αλληλογραφία και στους προσωπικούς φακέλους κάθε χρήστη. Τέλος, στην εν λόγω σύμβαση Πολιτικής Ορθής Χρήσης αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι α) απαγορεύονται από τους χρήστες η χρήση εξωτερικών συσκευών αποθήκευσης (ενδεικτικά USB), β) δεν επιτρέπονται παραβιάσεις των δικαιωμάτων της εταιρείας που αποτελούν εμπορικά μυστικά, γ) απαγορεύεται η μη εξουσιοδοτημένη αντιγραφή υλικού με πνευματικά δικαιώματα, δ) απαγορεύονται οι παράνομες προσφορές στοιχείων από οποιοδήποτε λογαριασμό της εταιρείας και ε) που ενδιαφέρει εν προκειμένω, απαγορεύεται η μετάδοση /χρήση μέσω εξωτερικών λογαριασμών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οποιοσδήποτε πληροφορίας που αφορά την εταιρεία. Εκ των ανωτέρω συνάγεται, ότι όλα τα ηλεκτρονικώς καταχωρημένα στοιχεία ανήκουν στην εταιρία και απαγορεύεται οποιοδήποτε μετάδοση από τους χρήστες σε εξωτερικούς λογαριασμούς πλην αυτών της εταιρίας. Όπως προαναφέρθηκε, η εργαζομένη υπέβαλε την παραίτησής της στις 19.3.2018, προκειμένου να εργασθεί σε ανταγωνίστρια εταιρία, όπως παραδέχεται και η ίδια. Κάποιες ήμερες πριν και συγκεκριμένα την 15.3.2018, η εργαζόμενη ζήτησε από την υπεύθυνη μηχανογράφησης …, να της επιτρέψει να μεταφέρει αρχεία από το εταιρικό email στο προσωπικό της, ωστόσο της απαγόρευσε τη μεταφορά βάσει των όρων της ανωτέρω Πολιτικής Χρήσης. Σε μεταγενέστερο έλεγχο ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι η εργαζομένη είχε μεταφέρει εν αγνοία της εταιρίας τα κάτωθι αρχεία: Α) στις 5-3-2018 απέστειλε από το εταιρικό λογαριασμό ταχυδρομείου κενό μήνυμα στον προσωπικό της λογαριασμό επισυνάπτοντας ι] αρχεία με πίνακες για τις εξαγωγές μας στη Βουλγαρία, τις τιμές μας για μεταφορά προϊόντων μεταξύ Αθήνας και Σόφιας καθώς κι εταιρική αλληλογραφία (με ημερομηνία 12 και 13-7-2016) με συνεργάτη της εταιρείας ο οποίος έδινε τιμές για τη μεταφορά προϊόντων από και προς τη Βουλγαρία, ιι] αρχείο τύπου Excel (φύλλα εργασίας) με τις λίστες τιμών και πληροφορίες για μεταφορά προϊόντων από και προς Αλβανία, Βοσνία, Κροατία, Κόσσοβο, Σερβία και Σλοβενία και ιιι] αρχείο με πίνακες αναφορικά με τις τιμές για μεταφορές προϊόντων προς τη Σερβία και τα Σκόπια, ΦΥΡΟΜ. Β) στις 9-3-2018 απέστειλε από τον εταιρικό λογαριασμό ταχυδρομείου κενά μηνύματα στον προσωπικό της λογαριασμό, επισυνάπτοντας ι] αρχείο τύπου Excel (φύλλα εργασίας) με τη λίστα φορτώσεων για το έτος 2016. Το εν λόγω αρχείο περιείχε λίστα με τα στοιχεία εντολέα, πελάτη, παραλήπτη, ημερομηνιών, χώρας, είδος μεταφοράς και κέρδους για 806 εξαγωγές και 1255 εισαγωγές για το 2016. ιι] αρχείο τύπου Excel (φύλλα εργασίας) με τη λίστα φορτώσεων της εταιρίας για τα έτος 2018. Το εν λόγω αρχείο περιείχε λίστα με τα στοιχεία εντολέα, πελάτη, παραλήπτη, ημερομηνιών, χώρας, είδος μεταφοράς και κέρδους για 444 εξαγωγές και 592 εισαγωγές για το 2018. Γ) Τέλος, στις 14-3-2018 απέστειλε από τον εταιρικό λογαριασμό ταχυδρομείου κενό μήνυμα στον προσωπικό της λογαριασμό, επισυνάπτοντας αρχείο τύπου Excel (φύλλα εργασίας) με τη λίστα των προμηθευτών ανά χώρα. Το εν λόγω αρχείο περιέχει λίστα με τα στοιχεία επικοινωνίας των προμηθευτών της εταιρίας σε 22 χώρες και γεωγραφικές περιοχές αλλά και επιχειρηματικά μυστικά, ήτοι το τρόπο εξόφλησης του, τη παρεχόμενη πίστωση και τυχόν παρεχόμενες εκπτώσεις, χωρίς να προκύπτει από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ότι η μεταφορά πραγματοποιήθηκε κατόπιν εντολής της εταιρίας.
Εξάλλου, από την επισκόπηση των ηλεκτρονικών διευθύνσεων (emails) προκύπτει ότι επ’ ονόματι της εργαζόμενης διατηρούντο δύο, ήτοι ένα εταιρικό (« @ ») και ένα προσωπικό (« . @ gmail.com» ). Η ηλεκτρονική αλληλογραφία της απευθυνόταν, είτε σε συνεργάτες της, είτε σε πελάτες της εταιρίας και αφορούσε στην μεν πρώτη περίπτωση εσωτερική συνεννόηση μεταξύ των εργαζόμενων για τη σύναψη μίας σύμβασης μεταφοράς, τη προώθηση της μισθοδοσίας της, ή τη ρύθμιση των υπηρεσιών μεταξύ τους, στη δε δεύτερη περίπτωση προπαρασκευαστικές ενέργειες σύναψης με πελάτες σύμβασης μεταφοράς (στοιχεία μεταφοράς,. ποσότητες και είδος αγαθών προς μεταφορά, αναγκαίο αριθμό μεταφορικών μέσων, σημεία αποστολής – παράδοσης, κόστος μεταφοράς) και συνεννόηση διεκπεραίωσης των συμβάσεων, πάντοτε όμως αναφορικά με συγκεκριμένη μεμονωμένη σύμβαση μεταφοράς, κατ’ ιδίαν με τον εκάστοτε προμηθευτή – πελάτη και κυρίως μέσω του εταιρικού ταχυδρομείου. Συνεπώς, συγκριτικά με το σύνηθες ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και τη φύση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σε καθημερινή βάση, η μαζική αποστολή της εργαζομένης, από το εταιρικό ταχυδρομείο στο προσωπικό της, αρχείων μερικές ημέρες προ της παραίτησής της, που αφορούσαν μεγάλο όγκο συναλλαγών – πελατών και μάλιστα για προηγούμενα έτη, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί συνήθης, αντιθέτως κρίνεται αδικαιολόγητη, εφόσον δεν προέκυψε σχετική εντολή της εταιρίας και ενώ επίκειτο άμεσα η παραίτησή της. Εν όψει των ανωτέρω, κρίνεται ότι η εργαζόμενη παράνομα και υπαίτια ενήργησε, στοιχειοθετούμενου του αδικήματος του άρθρου 370Β ΠΚ, αφού αθέμιτα αντέγραψε στοιχεία υπολογιστών, τα οποία συνιστούν επαγγελματικά απόρρητα, εφόσον παρανόμως μεταφέρθηκαν εκτός ηλεκτρονικών συστημάτων εταιρίας, με προφανή σκοπό να χρησιμοποιηθούν από την ανταγωνίστρια εταιρίας στην οποία θα προσλαμβανόταν, πληρούνται δε οι προϋποθέσεις τις αδικοπρακτικής της ευθύνης, αφού απέσπασε σοβαρό περιουσιακό στοιχείο της εταιρίας (βλ. σχετ. ΕφΠατρ. 9/2001, δημ. ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν δεν το κοινοποίησε σε τρίτο.
Εξάλλου, αιτιωδώς από την συμπεριφορά της εργαζόμενης η εταιρία υπέστη προσβολή αναφορικά με την πίστη, την καλή φήμη του νομικού προσώπου, αφού προέκυψε αναστάτωση σε θέματα ασφάλειας των πληροφοριακών συστημάτων της εταιρίας και κυρίως σε ό,τι αφορά την πιστοποίηση του Εγκεκριμένου Οικονομικού Φορέα, η οποία υπόκειται τακτικά (ανά τριετία) σε επανέλεγχο από τις αρμόδιες τελωνειακός αρχές, ενώ διακυβεύτηκε η συνεργασία με μεγάλους πελάτες της εταιρίας. Ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπόψη του είδους της προσβολής, της βαρύτητας και της έκτασης της ζημίας και του βαθμού πταίσματος της εργαζομένης, η τελευταία πρέπει να υποχρεωθεί στην καταβολή του ποσού των 2.000 ευρώ στην εταιρία ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από την προσβολή της φήμης, του κύρους και της αξιοπιστίας της έναντι των πελατών της. Το ποσό αυτό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι εύλογο (άρθρο 932 ΑΚ), δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης. Συνεπώς η πρώτη κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη αυτής να καταβάλει το ανωτέρω ποσό στην ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της προκείμενης αγωγής μέχρι εξοφλήσεως, ενώ δεν κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην νικήσασα ενάγουσα (α. 908 § 1 Κ.Πολ.Δ.).
Περαιτέρω, ως προς την δεύτερη κρινόμενη αγωγή, αποδείχτηκε από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, ότι η εργαζόμενη απασχολείτο στην εταιρία με ωράριο 8.30 – 16.30, όπως ίσχυε με όλους τους εργαζομένους του τμήματος εξαγωγής και του διεθνούς οδικού, χωρίς να χρειάζεται να δουλεύει υπερωριακά, καθόσον για κάθε τμήμα – βάσει γεωγραφικού διαχωρισμού – υπήρχε αρκετό προσωπικό, ώστε να μην υπάρχει επιβάρυνση των εργαζομένων, δοθέντος ότι το εργατικό δυναμικό της εταιρίας απαριθμούσε σε εκατό (100) περίπου άτομα. Ομοίως ουδέποτε εργάσθηκε τα Σάββατα, απορριπτομένων κατ’ ουσίαν των σχετικών κονδυλίων. Τέλος, ως προεκτίθεται η εργαζομένη λάμβανε κατά τη διάρκεια της πρώτης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου (από 12.10.2015 έως 12.1.2016) το ποσό των 1.070,55 ευρώ μικτά, το οποίο υπερτερούσε έναντι του νόμιμου μισθού που προβλεπόταν από την εφαρμοζόμενη ΕΓΣΣΕ και ρητώς είχε συμφωνηθεί, με το σχετικό έγγραφο συμφωνητικό, ότι οι αποδοχές της αυτές καλύπτουν το «νόμιμο βασικό μισθό, κάθε είδους επιδόματα, προσαυξήσεις και τυχόν πρόσθετες παροχές». Ερμηνευομένης δε της ανωτέρω συμφωνίας, περιλαμβάνεται στην έννοια των προσθέτων παροχών και η αποζημίωση εκτός έδρας. Περαιτέρω, από την απόδειξη πληρωμής αποδοχών – ενδεικτικά – του Ιανουάριου 2018, προκύπτει ότι από 13.1.2016, οπόταν η αρχική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου κατέστη αορίστου, η εργαζομένη λάμβανε ως. συμφωνημένο μηνιαίο μισθό το ποσό των 1.960,63 ευρώ μικτά, ο οποίος υπερκάλυπτε το νόμιμο μισθό που ανερχόταν στο ποσό των 703,30 ευρώ, βάσει της ΕΓΣΣΕ. Δοθέντος ότι με την ανανέωση της αρχικής σύμβασης διατηρήθηκαν οι ίδιοι όροι – αναφορικά με την κάλυψη των επιδομάτων και πρόσθετων παροχών από τις υπέρτερες αποδοχές – και εφόσον η εργαζόμενη απασχολήθηκε εκτός έδρας της επιχειρήσεώς της: α) Κατά το από 07/03/2016 έως 10/03/2016 χρονικό διάστημα, ταξίδεψε μαζί με τη δεύτερη εναγομένη – νόμιμη εκπρόσωπο της εταιρίας, αεροπορικώς, από την Αθήνα στο Βελιγράδι, στην Σερβία, και απασχολήθηκε, αποκλειστικά και μόνο για την προώθηση των εργασιών της εταιρίας επί τέσσερις (4) μέρες, β) κατά το από 14/02/2017 μέχρι 18/02/2017 χρονικό διάστημα, από την Αθήνα στη Σλοβενία, απασχολούμενη αποκλειστικά για την προώθηση των εργασιών της εταιρίας, επί τέσσερις (4) μέρες, γ) κατά το από 20/09/2017 μέχρι 23/09/2017 χρονικό διάστημα, ταξίδεψε αεροπορικώς από Αθήνα στο Βελιγράδι, για την προώθηση των εργασιών της αντιδίκου της επί τέσσερις (4) μέρες, ήτοι συνολικά επί δώδεκα (12) μέρες, δικαιούμενη το % του ημερομισθίου της, ήτοι το ποσό των (19,6X4=) 78,4 X 3=235, 20 ευρώ που δεν αμφισβητείται ειδικώς από την εταιρία, νομίμως γίνεται καταλογισμός των υπέρτερων αυτών αποδοχών ύψους 1.257,23 ευρώ μηνιαίως στο ποσό των 78,4 ευρώ μηνιαίως ως αποζημίωση εκτός έδρας, γενομένης δεκτής κατ’ ουσίαν της νόμιμης κατ’ άρθρο 440 ΑΚ ενστάσεως εξόφλησης δια συμψηφισμού που προβλήθηκε παραδεκτά τόσο με προφορική δήλωση καταχωρισθείσα στα πρακτικά της δίκης όσο και με εκτενή αναφορά στις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις της εταιρίας (α. 591§1δ Κ.Πολ.Δ.). Πρέπει συνεπώς να απορριφθεί η δεύτερη κρινόμενη αγωγή ως προς τα ανωτέρω κονδύλια ως ουσία αβάσιμη, ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμφηφισθούν σε αμφότερες τις ανωτέρω κρινόμενες αγωγές μεταξύ των διαδίκων διότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (α. 179 Κ.Πολ.Δ).
Αναφορικά με το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, επειδή η διάγνωση της προκείμενης διαφοράς μεταξύ της ενάγουσας εργαζομένης και των εναγομένων αυτής (δεύτερης) εξαρτάται από την έκβαση της πρώτης κρινόμενης αγωγής, η εκδίκαση της αγωγής ως προς αυτήν πρέπει να αναβληθεί μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αγωγής μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης, κατ’ άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις α) από 30.4.2018 και υπ’ αριθμ. κατάθεσης … και β) 19.9.2018 και υπ’ αριθμ. κατάθεσης … αγωγές αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την υπό στοιχείο α) αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχείο β) αγωγή ως προς τα κονδύλια των υπερωριών, εργασίας κατά τα Σάββατα και αποζημίωσης εκτός έδρας.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων σε αμφότερες τις αγωγές.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση της υπ’ αριθμ. . αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της με αριθμ. κατάθεσης αγωγής, ως προς το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 16-12-2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ