ΑΠΟΦΑΣΗ
Popadić κατά Σερβίας της 20.09.2022 (αρ. προσφ. 7833/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων είχε δικαστικές διαφορές με την πρώην σύζυγό του και μητέρα του παιδιού του για λύση του γάμου τους αλλά και για θέματα επικοινωνίας με το παιδί του. Το παιδί μετά το χωρισμό των γονέων του, παρέμεινε στην πόλη της μητέρας του, το Kruševac, ενώ ο προσφεύγων επέστρεψε στο Νόβι Σαντ. Οι διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και με την εμπλοκή διάφορων πραγματογνωμόνων διήρκεσαν συνολικά 4 έτη μεταξύ 2005 και 2009.
Επικαλούμενος το άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι λόγω της υπερβολικής διάρκειας των διαδικασιών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, δεν μπόρεσε να έχει παρατεταμένο ποιοτικό χρόνο με τον γιο του και δεν άσκησε αποτελεσματικά τη γονική του μέριμνα, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων επικοινωνίας. Ένα βασικό ζήτημα το οποίο έπρεπε να επιλυθεί από τα δικαστήρια με τη βοήθεια ειδικών πραγματογνωμόνων αφορούσε τη διανυκτέρευση του παιδιού στο σπίτι του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια των διακοπών. Το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την προσφυγή υπό το πρίσμα του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη εύλογη διάρκεια της διαδικασίας δεν μπορεί να αποδοθεί σε κανένα από τα μέρη, τα οποία ενήργησαν με την απαραίτητη επιμέλεια χωρίς να παρεμποδίσουν τη διαδικασία. Αντιθέτως, οι κύριοι λόγοι για τον παρατεταμένο χαρακτήρα των διαδικασιών μπορούσαν να καταλογιστούν κυρίως στη συμπεριφορά των δικαστικών αρχών.
Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η έκταση της διαφωνίας μεταξύ των δύο πρώτων εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης μπορούσε να προξένησε σύγχυση στο εθνικό δικαστήριο σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής των αποφάσεών του, δεδομένου ότι είχαν ουσιώδεις αποκλίσεις μεταξύ τους.
Το ΕΔΔΑ, τέλος, δεν πείστηκε ότι η ο προσδιορισμός των δικαιωμάτων επικοινωνίας του προσφεύγοντος, ο οποίος διήρκεσε περίπου τέσσερα χρόνια σε δύο επίπεδα δικαιοδοσίας, ήταν απαραίτητος για την απόδειξη των αντικειμενικών στοιχείων της υπόθεσης. Επιπλέον, οι εγχώριες αρχές για αρκετά χρόνια απέτυχαν να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους ώστε να εξασφαλιστεί το νόμιμο συμφέρον του προσφεύγοντος να αναπτύξει και να διατηρήσει δεσμό με το παιδί του και το μακροπρόθεσμο συμφέρον του τελευταίου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 4.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.500 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Saša Popadić, είναι Σέρβος υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1973 και ζει στο Νόβι Σαντ (Σερβία).
Έχει έναν γιο, τον S.P., ο οποίος γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 2003, από τον γάμο του με τον N.J. Η οικογένεια ζούσε μαζί στο σπίτι της οικογένειας της συζύγου στο Kruševac μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2004, όταν ο προσφεύγων μετακόμισε στο σπίτι των γονιών του στη γενέτειρά του, το Νόβι Σαντ, σε απόσταση περίπου 300 χλμ. από το Kruševac και εργαζόταν ως οδοντίατρος εκεί. Ο γιος τους, που ήταν τότε ενός έτους και εννέα μηνών, παρέμεινε με τη μητέρα του, η οποία εργαζόταν στο οδοντιατρείο της στο Kruševac. Μετά το χωρισμό τους προέβησαν σε μεταξύ τους συμφωνία ώστε ο προσφεύγων να βλέπει τον γιο του μία φορά την εβδομάδα, είτε Σάββατο είτε Κυριακή, μεταξύ 10:30 και 15:30 στην πόλη που έμενε η μητέρα με το παιδί, ωστόσο δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία αναφορικά με τις διανυκτερεύσεις στη μία ή στην άλλη πόλη. Τον Ιανουάριο του 2005 ο προσφεύγων απευθύνθηκε στο Κέντρο Κοινωνικής Φροντίδας του Kruševac για την αναγνώριση των δικαιωμάτων επικοινωνίας και ζήτησε να διαταχθεί προσωρινό μέτρο ως προς αυτό. Η αρμοδιότητα εξέτασης του επίμαχου ζητήματος μεταβιβάστηκε από τις κοινωνικές υπηρεσίες στα εθνικά δικαστήρια.
Στις 8 Μαρτίου 2005 ο προσφεύγων κατέθεσε αγωγή στο Δημοτικό Δικαστήριο του Kruševac ζητώντας τη λύση του γάμου του και αυξημένα δικαιώματα επικοινωνίας σε σχέση με τον γιο του, ο οποίος ήταν τότε δύο ετών και ενός μηνός. Αναγνώρισε ρητά, όπως είχε συμφωνηθεί προηγουμένως, ότι θα ήταν καλύτερο για το παιδί να παραμείνει με τη μητέρα του λόγω της πολύ νεαρής του ηλικίας και προσφέρθηκε επίσης να πληρώσει διατροφή για το ανήλικο. Δήλωσε επίσης ότι έβλεπε το παιδί για αρκετές ώρες κάθε Σαββατοκύριακο στο Kruševac, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ του ίδιου και της μητέρας. Ωστόσο, καθώς η μητέρα ήταν κατά των διανυκτερεύσεων του παιδιού στο Novi Sad, ο προσφεύγων ζήτησε από το δικαστήριο να του επιτραπεί (α) να πηγαίνει τον γιο του κάθε μήνα για μια εβδομάδα στο Novi Sad για να περνά χρόνο με τον ίδιο και με τους παππούδες και τις γιαγιάδες του, (β) να περάσουν μια μέρα μαζί κατά τα τρία εναπομείναντα Σαββατοκύριακα στο Kruševac και (γ) να περάσουν 15 μέρες μαζί τόσο τις καλοκαιρινές όσο και τις χειμερινές διακοπές. Επίσης πρότεινε να μπορεί να επισκέπτεται η μητέρα το παιδί όποτε ήταν μαζί του.
Στις 19 Απριλίου 2005 το Δημοτικό Δικαστήριο απέστειλε την αγωγή για απάντηση στην εναγόμενη μητέρα. Στη γραπτή απάντησή της της 23 Μαΐου 2005, αμφισβήτησε μόνο την αίτηση του προσφεύγοντος για εκτεταμένα δικαιώματα επικοινωνίας. Ενημέρωσε επίσης το δικαστήριο ότι είχε κινήσει άλλη μια σειρά διαδικασιών επίλυσης των συζυγικών σχέσεων στις 16 Μαρτίου, χωρίς να γνωρίζει ότι το είχε κάνει και ο προσφεύγων.
Στις 7 Ιουνίου 2005 ο προσφεύγων ζήτησε από το δικαστήριο να επισπεύσει τη διαδικασία και να ορίσει δικάσιμο το συντομότερο δυνατό.
Η προσπάθεια συμβιβασμού του δικαστηρίου μέσω διαμεσολάβησης στις 22 Σεπτεμβρίου 2005 απέτυχε.
Σε μια ακρόαση διαμεσολάβησης στις 13 Οκτωβρίου 2005, η οποία είχε προγραμματιστεί με σκοπό την επίτευξη συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, τα μέρη εξήγησαν ότι είχαν συμφωνήσει σε όλα εκτός από τον χρόνο επικοινωνίας με το παιδί. Το δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η προσπάθεια για φιλικό διακανονισμό απέτυχε και παρέπεμψε την υπόθεση σε νέο δικαστικό τμήμα για να την εξετάσει. Απέρριψε επίσης την αγωγή του εναγόμενου για λόγους εκκρεμοδικίας.
Στην πρώτη ακροαματική διαδικασία της 7 Νοεμβρίου 2005, το νέο δικαστήριο ξεκίνησε τη διαδικασία από την αρχή και αποδέχθηκε την πρωτοβουλία του προσφεύγοντος να ζητήσει πραγματογνωμοσύνη σχετικά με τα επίμαχα δικαιώματα επικοινωνίας. Το δικαστήριο ζήτησε επίσης πληροφορίες από το τοπικό Κέντρο Κοινωνικής Φροντίδας του Kruševac σχετικά με το εάν οι εμπειρογνώμονες είχαν έρθει σε επαφή με τα μέρη προκειμένου να διατηρήσουν την επικοινωνία μεταξύ του προσφεύγοντος και του γιου του.
Στις 16 Νοεμβρίου 2005 ο προσφεύγων ενημέρωσε το δικαστήριο ότι είχε προκαταβάλει τα έξοδα για την πρόσληψη ειδικού ψυχολόγου και πρότεινε διάφορα καθήκοντα που έπρεπε να αναλάβει ο εμπειρογνώμονας, όπως η αξιολόγηση των γονικών ικανοτήτων των μερών και της συνθήκες διαβίωσής τους. Δήλωσε ότι το παιδί είχε αναπτύξει συναισθηματικό δεσμό με την οικογένειά του παρά την απόσταση στην οποία ζούσαν μεταξύ τους. Υποστήριξε επίσης ότι το παιδί, το οποίο ζούσε μόνο με τη μητέρα και τη γιαγιά του, δεν μεγάλωνε με την παρουσία κανενός από τα άρρενα μέλη της οικογένειάς του που ζούσαν στο σπίτι του στο Novi Sad και ότι αυτό επιδρούσε αρνητικά στην ορθή ψυχολογική διαπαιδαγώγησή του.
Στις 14 Δεκεμβρίου 2005, το Κέντρο Κοινωνικής Φροντίδας του Kruševac επιβεβαίωσε ότι ήταν σε επικοινωνία με τα μέρη μετά από πρωτοβουλία του προσφεύγοντος, σημειώνοντας το καθιερωμένο πρότυπο επικοινωνίας κάθε Σαββατοκύριακο και ότι η μόνη διαφωνία μεταξύ τους αφορούσε τις διανυκτερεύσεις του παιδιού και τα ταξίδια μία φορά το μήνα στην πατρίδα του πατέρα.
Στην έκθεσή της της 28 Δεκεμβρίου 2005, την οποία παρουσίασε επίσης στην ακρόαση της 31 Μαΐου 2006, η S.B., κλινική ψυχολόγος από το Κέντρο Κοινωνικής Φροντίδας του Kruševac, σημείωσε ότι ο προσφεύγων επιθυμούσε και μπορούσε να έχει συχνή και ποιοτική επικοινωνία με τον γιο του, που αναπτυσσόταν φυσιολογικά και ένιωθε χαρούμενος και δεχόταν αγάπη παρά τον χωρισμό των γονιών του. Παρατήρησε επίσης ότι η επικοινωνία μεταξύ τους δεν είχε διακοπεί ποτέ, ότι είχαν αναπτύξει συναισθηματικό δεσμό και ότι η επικοινωνία κυλούσε πολύ ομαλά χωρίς κανένα είδος κρίσης χωρισμού. Από την άλλη, η μητέρα είχε την κύρια επιμέλεια της φροντίδας του και το παιδί είχε πολύ ισχυρό συναισθηματικό δεσμό μαζί της. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα ευρήματα και τη νεαρή ηλικία του παιδιού, η ψυχολόγος συμβούλεψε πολύ συχνή ολοήμερη επικοινωνία μεταξύ του προσφεύγοντος και του γιου του τα Σάββατα ή τις Κυριακές, τρία Σαββατοκύριακα το μήνα, αλλά μόνο σποραδικές διανυκτερεύσεις το πολύ δύο συνεχόμενων ημερών κάθε τέταρτο Σαββατοκύριακο, και όχι μακριά από την κατοικία του παιδιού, λόγω πιθανής κρίσης σε περίπτωση μεγαλύτερου διαστήματος αποχωρισμού από τη μητέρα του. Τέλος, δήλωσε ότι η απόφαση για διανυκτερεύσεις εκτός της πόλης του παιδιού θα εξαρτιόταν από τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περίπτωσης και δεν μπορούσε να προβλέψει πότε ακριβώς το παιδί θα μπορούσε να είναι έτοιμο για τέτοιες διαμονές στην παρούσα υπόθεση, αλλά ότι, γενικά, οι περίοδοι προσαρμογής σε αλλαγές, ιδίως σε ευνοϊκές συνθήκες όπως αυτές που υπήρχαν στην παρούσα υπόθεση, διήρκεσαν συνήθως περίπου ένα έτος. Επομένως, η χορήγηση πιο εκτεταμένων δικαιωμάτων επικοινωνίας για τον προσφεύγοντα ενδεχομένως να κριθούν κατάλληλα μετά από ένα έτος του προτεινόμενου καθεστώτος προσαρμογής, δεδομένου ότι ούτως ή άλλως ένα παιδί μπορεί να αποχωρίζεται σταδιακά τη μητέρα του συχνότερα μετά την ηλικία των τριών ετών.
Στις 23 Ιανουαρίου 2006 η προσφεύγουσα εξέφρασε ορισμένες αντιρρήσεις για τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης και ζήτησε να εξεταστεί από το δικαστήριο.
Σε ακρόαση της 31 Μαΐου 2006, το δικαστήριο εξέτασε για πρώτη φορά τους διαδίκους και την πραγματογνώμονα S.B. Η μητέρα επιβεβαίωσε ότι «μετά από επικοινωνία με τον πατέρα του, το παιδί ήταν ικανοποιημένο, η επικοινωνία κυλούσε ομαλά, και το παιδί δεν παρουσίασε δυσκολίες όταν αποχωρίστηκε τον έναν ή τον άλλο γονέα». Μετά από πρόταση της μητέρας, το δικαστήριο αποφάσισε να ζητήσει νέα έκθεση από τον R.R., παιδονευρολόγο, σχετικά με τη συχνότητα, το είδος και τη διάρκεια της επικοινωνίας μεταξύ του προσφεύγοντος και του γιου του, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία και την ψυχολογική ωριμότητα του τελευταίου.
Σύμφωνα με τον ειδικό, το επιστημονικό μοντέλο του σταδιακού χωρισμού ενός παιδιού από τη μητέρα του μετά την ηλικία των 3 ετών ήταν ξεπερασμένο. Ακόμα κι αν οι γονείς ζούσαν μαζί, θα πρέπει να γίνεται σεβαστή η απόφαση του παιδιού που είχε ήδη συμπληρώσει την ηλικία των τριών ετών να συνεχίσει να κοιμάται με τη μητέρα του. Σε μια ανάλυση των σχέσεων παιδιού – γονέα γενικά, δεν συμβούλεψε να ασκηθεί πίεση στο παιδί να χωριστεί από τη μητέρα για μια νύχτα μέχρι να συμπληρώσει την ηλικία των 6 ετών, εκτός εάν το παιδί το επιθυμούσε και το ζητούσε. Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, συνέστησε ότι θα ήταν προς το συμφέρον του παιδιού να διατηρήσει τις συνήθεις συνθήκες διαβίωσής του και να χωριστεί από τη μητέρα του μόνο για σύντομες χρονικές περιόδους, σε χαλαρή ατμόσφαιρα, χωρίς πίεση, άγχος και δυσαρέσκεια και να περνούν αρκετές ώρες την ημέρα με τον προσφεύγοντα κάθε Σαββατοκύριακο. Το παιδί μπορούσε να κοιμηθεί στον πατέρα του αν το ήθελε και το ζητούσε, αλλά όχι πριν συμπληρώσει την ηλικία των 6 ετών. Δεν ήταν απαραίτητο το παιδί να διανυκτερεύσει με τον πατέρα, μακριά από το σπίτι και το κρεβάτι του, για να είναι πιο κοντά. Υπήρχαν πολλοί άλλοι και καλύτεροι τρόποι για να έρθουν πιο κοντά.
Το παιδί ήταν 3,5 χρονών τη στιγμή που συντάχθηκε η έκθεση.
Στις 4 Αυγούστου 2006, ο προσφεύγων αντιτάχθηκε έντονα στα πορίσματα του πραγματογνώμονα και ζήτησε από το δικαστήριο να ακυρώσει το τελευταίο του πόρισμα στην υπόθεση.
Ζήτησε επίσης προσωρινή διαταγή σχετικά με τα δικαιώματα επικοινωνίας του προκειμένου να αποφευχθεί η μονομερής επιβολή του είδους και του χρονοδιαγράμματος για την επικοινωνία μεταξύ αυτού και του παιδιού από την μητέρα μέχρι το τέλος μιας ήδη παρατεταμένης δικαστικής διαφοράς οικογενειακής φύσεως.
Η διαδικασία συνεχίστηκε ενώπιον νέας σύνθεσης δικαστηρίου. Σε μια σύντομη δεκαπεντάλεπτη συνεδρίαση στις 16 Αυγούστου 2006, ο προσφεύγων ζήτησε την απαλλαγή του δεύτερου πραγματογνώμονα και ζήτησε από το δικαστήριο να διατάξει πρόσθετη έκθεση πραγματογνωμοσύνης (superveštačenje) από το Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας του Βελιγραδίου. Ωστόσο, μετά από πρωτοβουλία της μητέρας, το δικαστήριο διέταξε τους δύο πραγματογνώμονες S.B. και R.R. να προσπαθήσουν να εναρμονίσουν τα αποκλίνοντα συμπεράσματά τους εντός δέκα ημερών.
Οι εμπειρογνώμονες το έπραξαν τελικά ενάμιση μήνα αργότερα, στις 5 Οκτωβρίου 2006, υποβάλλοντας μία μονοσέλιδη έκθεση. Αναφερόμενοι στις διαφορετικές απόψεις τους σχετικά με το εάν το παιδί θα έπρεπε να χωριστεί από τη μητέρα του για να ξενυχτάει με τον πατέρα του τα Σαββατοκύριακα, οι ειδικοί συνέστησαν την έναρξη μιας ημερήσιας επικοινωνία μόνο εννέα ωρών (9 π.μ. έως 6 μ.μ.), τρία Σάββατα το μήνα, χωρίς διανυκτέρευση ή ταξίδι με το παιδί στο Νόβι Σαντ. Στο σύντομο σκεπτικό τους, οι δύο εμπειρογνώμονες αναφέρθηκαν με γενικό τρόπο στην «πιο πρόσφατη επιστημονική γνώση» που υπονοούσε ότι «θα ήταν προς το συμφέρον του παιδιού (λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα ψυχολογικά χαρακτηριστικά, τις συνήθειες και τις συνήθεις ρυθμίσεις διαβίωσης που παρέχουν την αίσθηση της πρωταρχικής ασφάλειας και τη βάση για μελλοντική υγιή συνολική ανάπτυξη) να μην διαταραχθεί δραστικά η ήδη εδραιωμένη ψυχολογική ισορροπία και σταθερότητα που έχει με τη μητέρα προκειμένου να εξασφαλίσει διανυκτερεύσεις με τον πατέρα και εικοσιτετράωρο χωρισμό από τη μητέρα. Διαφορετικά, μπορούσε να υφίσταται κίνδυνος εμφάνισης επιβλαβών συναισθηματικών αντιδράσεων στο παιδί όπως άγχος, φόβος ή ακόμα και πανικός, που μπορεί να επηρεάσουν μόνιμα αρνητικά τη μελλοντική ψυχολογική (συναισθηματική και κοινωνική) του ανάπτυξη. Γενικά, η ηλικία των έξι ετών μπορούσε να ληφθεί ως η ηλικία στην οποία μπορεί να υποτεθεί ότι ένας τέτοιος χωρισμός θα μπορούσε να επιτευχθεί.
Σε επόμενη δεκάλεπτη ακρόαση στις 11 Οκτωβρίου 2006, το δικαστήριο αντιπαρέβαλε τους ισχυρισμούς των διαδίκων. Ο προσφεύγων δήλωσε ότι δεν είχε λάβει αντίγραφο της τελευταίας έκθεσης εμπειρογνωμόνων, αλλά αντιτάχθηκε στα πορίσματα των εμπειρογνωμόνων και επανέλαβε το αίτημά του της 16 Αυγούστου 2006 για έκθεση πραγματογνωμοσύνης από το Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
(i) Αναφορικά με τη γενική διεξαγωγή της διαδικασίας λήψης αποφάσεων
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το παιδί μεγάλωσε και με τους δύο γονείς του κατά τους πρώτους 21 μήνες της ζωής του. Μετά την πραγματική λύση του γάμου τον Νοέμβριο του 2004, ο προσφεύγων και η μητέρα του παιδιού φαίνεται ότι συμφώνησαν ότι το παιδί θα έπρεπε να συνεχίσει να διαμένει με τη μητέρα του και ο προσφεύγων να καταβάλει διατροφή και να έχει δικαιώματα επικοινωνίας, σχετικά με τα οποία συμφώνησαν πρόγραμμα επικοινωνίας που του επιτρέπει να επικοινωνεί είτε το Σάββατο είτε την Κυριακή, μεταξύ 10.30 π.μ. και 3.30 μ.μ., στον τόπο κατοικίας του παιδιού. Ο προσφεύγων κίνησε τη διαδικασία περί λύσεως του γάμου στις 8 Μαρτίου 2005, όταν το παιδί ήταν δύο ετών, κοινοποιώντας τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις και ζητώντας αυξημένα δικαιώματα επικοινωνίας. Το αμφισβητούμενο ζήτημα μεταξύ των μερών ήταν πρωτίστως η έκταση των δικαιωμάτων επικοινωνίας, και αυτών των δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια των διακοπών στην πόλη καταγωγής του προσφεύγοντος. Το γεγονός ότι τα μέρη δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν σχετικά με τις λεπτομέρειες των δικαιωμάτων επικοινωνίας επέβαλε στις αρχές την υποχρέωση να λάβουν μέτρα για να συμβιβάσουν τα συγκρουόμενα συμφέροντα, λαμβάνοντας υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Η διαδικασία περατώθηκε τελικά στις 29 Αυγούστου 2009. Ως εκ τούτου, διήρκεσαν περίπου τέσσερα χρόνια και έξι μήνες σε δύο επίπεδα δικαιοδοσίας, εκ των οποίων η περίοδος των τεσσάρων ετών είναι σχετική στο πλαίσιο του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή.
Η επίδικη διαδικασία μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει μόνο έναν ορισμένο βαθμό πολυπλοκότητας λόγω της συνήθους ευαίσθητης φύσης των θεμάτων που αφορούσαν την επιμέλεια και τα δικαιώματα επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου, εν προκειμένω, του νεαρού της ηλικίας του παιδιού και του γεγονότος ότι ο προσφεύγων διέμενε σε άλλη πόλη. Το Δικαστήριο, ωστόσο, δεν μπόρεσε να συμφωνήσει με την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου και τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι αυτή η υπόθεση έπρεπε να θεωρηθεί ως ιδιαίτερα περίπλοκη. Δεν ήταν μια σκληρή διαμάχη για επιμέλεια, που αφορούσε ζητήματα όπως η ανάγκη επανάληψης των δικαιωμάτων επικοινωνίας που προέκυψε από χωρισμό ή ρήξη δεσμού, η εύθραυστη ψυχολογική κατάσταση του παιδιού, το σύνδρομο γονικής αποξένωσης, η αποξένωση ή η συνεχής παρεμπόδιση της εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων από τον έναν γονέα. Η παράταση της διαδικασίας δεν μπορούσε να αποδοθεί σε κανένα από τα μέρη, τα οποία ενήργησαν με την απαραίτητη επιμέλεια χωρίς να παρεμποδίσουν τη διαδικασία, με εξαίρεση την καθυστέρηση που προκλήθηκε από την αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας που είχε προγραμματιστεί στις 24 Ιανουαρίου 2007. Σε αντίθεση με τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι η συμπεριφορά του προσφεύγοντος παρεμπόδιζε το ταχύτερο συμπέρασμα, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων κατέβαλε κάθε εύλογη προσπάθεια να επισπεύσει τη διαδικασία υποβάλλοντας επανειλημμένα αιτήματα για την επίσπευσή της και λαμβάνοντας αμέσως διαδικαστικά μέτρα, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός ότι ο προσφεύγων και ο δικηγόρος του έρχονταν τακτικά στις ακροάσεις από άλλη πόλη 300 χλμ. μακριά. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι οι κύριοι λόγοι για τον παρατεταμένο χρόνο της διαδικασίας μπορούσαν να καταλογιστούν κυρίως στη συμπεριφορά των δικαστικών αρχών, οι οποίες, παρά τον προγραμματισμό ορισμένων δικασίμων και την σύνταξη έξι εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, δεν επέδειξαν την απαραίτητη επιμέλεια ενόψει των διακυβευόντων δικαιωμάτων του προσφεύγοντος.
Όσον αφορά την επιμέλεια του δικαστηρίου στην οργάνωση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, πρώτον, ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνο για το χρόνο που αφιερώνεται στη διαμεσολάβηση, δεν μπορούσε να κριθεί αποδεκτό, λαμβανομένων υπόψη και των εθνικών προτύπων, να προγραμματίζεται η πρώτη ακρόαση οκτώ μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία είχε ασκηθεί η αγωγή και μόνο τότε να ζητούνται οι απαραίτητες πληροφορίες από τις κοινωνικές υπηρεσίες και να πραγματοποιείται μόνο μία επιπλέον ακρόαση κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους. Δεύτερον, το Δικαστήριο τόνισε ότι θα έπρεπε να αποφευχθεί η αντικατάσταση, στο μέτρο του δυνατού, τεσσάρων διαφορετικών προεδρευόντων δικαστών κατά τον καθορισμό των δικαιωμάτων επιμέλειας και επικοινωνίας, προκειμένου να αποφευχθεί η απώλεια της συνέχειας. Τρίτον, αντί το δικαστήριο να προετοιμάζει επιμελώς κάθε ακρόαση για να διασφαλίσει την ταχεία ολοκλήρωση της διαδικασίας, ορισμένες ακροάσεις αναβλήθηκαν για λόγους που σχετίζονται με την απουσία εσωτερικής οργάνωσης των εγχώριων οργάνων. Τέταρτον, τα μέρη εξετάστηκαν δύο φορές σε τέσσερα χρόνια. Χρειάστηκαν ένα έτος και τρεις μήνες για να εξεταστούν οι διάδικοι για πρώτη φορά τον Μάιο του 2006 και άλλοι εννέα μήνες για να εξεταστούν για δεύτερη φορά στις 7 Φεβρουαρίου 2007. Η πρώτη πραγματογνώμονας εξετάστηκε έξι μήνες μετά την υποβολή της έκθεσής της και εν τω μεταξύ δεν είχαν ληφθεί μέτρα σχετικά με την έκθεσή της. Επίσης, φαίνεται ότι το δικαστήριο δεν διέθετε ή δεν χρησιμοποίησε εργαλεία για να διασφαλίσει την πειθαρχία όσον αφορά τις δικές του προθεσμίες που τέθηκαν για τους εμπειρογνώμονες που συμμετέχουν στη διαδικασία. Πέμπτον, και πολύ σημαντικό, το Δικαστήριο παρατήρησε αρκετές απαράδεκτες μεγάλες καθυστερήσεις στη διαβίβαση των φακέλων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και στην επίδοση των αποφάσεων στους διαδίκους σε μια τόσο πιεστική υπόθεση. Συγκεκριμένα, απαιτούνταν μεγαλύτερη επιμέλεια για την έκδοση απόφασης που θίγει τα δικαιώματα που διασφαλίζονται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
(ii) Διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με το δικαίωμα επικοινωνίας
Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η έκταση της διαφωνίας μεταξύ των δύο πρώτων εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης μπορούσε να προκαλούσε στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο τις έκρινε ασαφείς, σύγχυση σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής των πορισμάτων. Σημειώνεται ότι τον Δεκέμβριο του 2005, ο πρώτος εμπειρογνώμονας συμβούλεψε πολύ συχνές ολοήμερες επαφές μεταξύ προσφεύγοντος και παιδιού, αλλά μόνο σποραδικές διανυκτερεύσεις, υποδηλώνοντας επίσης ότι θα μπορούσαν συνήθως να κριθούν κατάλληλες πιο εκτενείς ρυθμίσεις επαφής μετά από περίοδο προσαρμογής ενός έτους. Η Κυβέρνηση δεν είχε υποβάλει στοιχεία και ούτε υπάρχουν στη δικογραφία στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι, στο μεταξύ ή μετά, οι αρμόδιες αρχές έλαβαν μέτρα για την παρακολούθηση της καθημερινής επικοινωνίας. Επτά μήνες αργότερα, ο δεύτερος ειδικός συμβούλεψε ότι δεν θα πρέπει να ασκείται πίεση σε ένα παιδί να αποχωριστεί τη μητέρα του κατά τη διάρκεια της νύχτας μέχρι να συμπληρώσει την ηλικία των έξι ετών, αλλά μόνο μερικές ώρες κατά τη διάρκεια μιας ημέρας κάθε Σαββατοκύριακο.
Παρά τις αποκλίνουσες απόψεις των δύο εμπειρογνωμόνων, ο νέος πρόεδρος τους ζήτησε να προσπαθήσουν να συντάξουν εναρμονισμένη έκθεση εντός 10 ημερών. Σε μια πολύ σύντομη τρίτη κοινή έκθεση που υποβλήθηκε δύο μήνες αργότερα, οι δύο ειδικοί συνέστησαν την έναρξη ημερήσιας επικοινωνίας τρία Σάββατα το μήνα, ενώ η ηλικία των έξι ετών θα μπορούσε να θεωρηθεί κατάλληλη για να μπορούσε πια να υπάρχει μια πιο εκτεταμένη επικοινωνία με τον πατέρα.
Μετά από αυτές τις τρεις αναφορές, δεδομένου ότι οι αρχές δεν είχαν λάβει ακόμη συγκεκριμένα μέτρα για τη ρύθμιση των δικαιωμάτων επικοινωνίας, αφήνοντας τις λεπτομέρειες των διευθετήσεων επικοινωνίας στη μητέρα του παιδιού, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για προσωρινή διαταγή επικοινωνίας τον Αύγουστο του 2006 για να του χορηγηθεί εβδομαδιαία ημερήσια επικοινωνία και μηνιαία διανυκτέρευση. Με προσωρινή διαταγή της 1ης Σεπτεμβρίου 2006, το προσυμφωνημένο πρόγραμμα επικοινωνιών μειώθηκε σε εναλλάξ Σάββατα, για να επιτρέπει και στους δύο γονείς να έχουν ίσο αριθμό Σαββάτων με το παιδί, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στο συμφέρον του παιδιού και παρά τις προσωρινές ρυθμίσεις των μερών και τη σύσταση των εμπειρογνωμόνων ότι ο προσφεύγων και ο γιος του έχουν αρχικά τακτική και πολύ συχνή επικοινωνία κατά τη διάρκεια της ημέρας αντί για διανυκτερεύσεις.
Επιπλέον, το δικαστήριο αρνήθηκε να αποφασίσει με την εν λόγω προσωρινή διάταξη σχετικά με την αίτηση περί διανυκτερεύσεων, θεωρώντας την ως κύριο και ξεχωριστό επίδικο ζήτημα. Μολονότι αναγνώρισε ότι η απόφαση για διανυκτερεύσεις σε περίπτωση μικρού παιδιού απαιτούσε προσεκτική προετοιμασία, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, το εύρος των ασφαλιστικών μέτρων στη διαφορά διαζυγίου μπορεί να αντιστοιχεί στο περιεχόμενο της κύριας αξίωσης που υποβλήθηκε από τον προσφεύγοντα. Αν και η τελευταία άρνηση ακυρώθηκε από το ανώτερο δικαστήριο τον Νοέμβριο του 2006, το οποίο είχε δώσει εντολή στο κατώτερο δικαστήριο να αποφασίσει τελικά επί της αίτησης, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αποφάσισε σχετικά με τις διανυκτερεύσεις για άλλους οκτώ μήνες, έως ότου εξέδωσε την απόφασή της στις 13 Ιουνίου 2007, όταν το παιδί ήταν τεσσάρων ετών και τεσσάρων μηνών. Ο προσφεύγων άρχισε να απολαμβάνει του δικαιώματος των διανυκτερεύσεων δύο φορές το μήνα (και μια ημερήσια επίσκεψη επιπλέον) σχεδόν πέντε μήνες αργότερα, από τις 3 Νοεμβρίου 2007.
Επιπλέον, με την ίδια απόφαση, μολονότι αγνόησε τις δύο πρόσφατα παρασχεθείσες θετικές αξιολογήσεις για τη σχέση μεταξύ του προσφεύγοντος και του γιου του με σαφή επικύρωση των δικαιωμάτων επικοινωνίας κατά τη διάρκεια των διακοπών, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε, αίτηση του προσφεύγοντος να περάσει κάποιο χρόνο κατά τη διάρκεια των διακοπών του παιδιού και σε ειδικές περιπτώσεις ως αδικαιολόγητη. Μεταξύ της ακύρωσης του επίμαχου μέρους της απόφασης τον Οκτώβριο του 2007 έως τον Ιανουάριο του 2009, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέτασε μόνο αιτήσεις για προσωρινές διαταγές σχετικά με την επικοινωνία κατά τη διάρκεια των εορτών. Παρά τις αρκετές θετικές εκθέσεις εμπειρογνωμόνων, το δικαστήριο απέρριψε τη δεύτερη αίτηση για έκδοση προσωρινής διαταγής τον Δεκέμβριο του 2007 μόνο για τον λόγο ότι δεν θα υπήρχε ανεπανόρθωτη βλάβη στον προσφεύγοντα και στον γιο του εάν δεν είχαν επικοινωνία κατά τη διάρκεια των εορτών, δεδομένης της παράτασης των δικαιωμάτων τακτικής επικοινωνίας που παραχωρήθηκαν με την απόφαση του Ιουνίου 2007, αντί να εξεταστεί το κεντρικό ζήτημα του κατά πόσον μια τέτοια επικοινωνία θα ήταν προς το συμφέρον του παιδιού, ιδίως εάν η επικοινωνία θα ασκούσε ψυχολογική πίεση στο παιδί ή αντίθετα, αν θα ενίσχυε την ευημερία του.
Όλες οι προαναφερθείσες προσβαλλόμενες αποφάσεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ομολογουμένως ακυρώθηκαν από ανώτερο βαθμό και ο προσφεύγων μπόρεσε, λόγω των μεταγενέστερων προσωρινών διαταγών, να περάσει 10 ημέρες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και 7 ημέρες κατά τη διάρκεια των χειμερινών διακοπών με τον γιο του τον Αύγουστο του 2008 και τον Ιανουάριο του 2009, αντίστοιχα. Ωστόσο το ΕΔΔΑ θεώρησε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, χωρίς την κατάλληλη αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και χωρίς επαρκή αιτιολογία, καθυστέρησαν επίσης άσκοπα την ήδη παρατεταμένη διαδικασία. Ομοίως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο το οποίο αποφάνθηκε επί των αποφάσεων για τις προσωρινές διαταγές επέκρινε ρητά την έλλειψη αιτιολογίας ή/και τον παρατεταμένο χαρακτήρα τους στις περιστάσεις της υπόθεσης, ενώ ώθησε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να αποφασίσει αμέσως επί της ουσίας σχετικά με την επικοινωνία για τις διακοπές, αντί να απαντά στις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων.
Τελικά, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο χρειάστηκε συνολικά τέσσερα χρόνια για να εκδώσει μια ευνοϊκή απόφαση, τον Φεβρουάριο του 2009, σχετικά με αυτό το μέρος της αξίωσης του προσφεύγοντος, ιδίως λόγω του φιλικού διακανονισμού των μερών που είχε επιτευχθεί εξωδικαστικά. Ο γιος της προσφεύγουσας ήταν έξι ετών κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.
Έχοντας υπόψη αυτές τις διαπιστώσεις και χωρίς να υποτιμάται η ευαισθησία του ζητήματος της ευημερίας του παιδιού λόγω της νεαρής και ευάλωτης ηλικίας του, ιδίως στην αρχή της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο δεν πείστηκε, όπως υποστήριξε η Κυβέρνηση, ότι ο προσδιορισμός των δικαιωμάτων επικοινωνίας του προσφεύγοντος, ο οποίος διήρκεσε περίπου τέσσερα χρόνια σε δύο επίπεδα δικαιοδοσίας, ήταν απαραίτητος για την απόδειξη των αντικειμενικών στοιχείων της υπόθεσης. Επιπλέον, οι εγχώριες αρχές για αρκετά χρόνια απέτυχαν να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους και να λάβουν υπόψη το νόμιμο συμφέρον του προσφεύγοντος να αναπτύξει και να διατηρήσει δεσμό με το παιδί του και το δικό του μακροπρόθεσμο συμφέρον, χωρίς στην πράξη να γίνεται αναφορά σε εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούσαν ανεπιθύμητο ή άλλως αντίθετο προς το συμφέρον του παιδιού ένα εκτενέστερο πρόγραμμα επικοινωνίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Στρασβούργο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 4.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.500 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).