ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΝΙΦΑΒΑ
Οσα ξοδεύει ένα φτωχό νοικοκυριό για τα είδη διατροφής μέσα σε ένα μήνα ξοδεύει ένα πλούσιο νοικοκυριό για τα είδη ένδυσης και υπόδησης. Οι δαπάνες, δε, για μεταφορές ενός πλούσιου νοικοκυριού αποτελούν το 84% της συνολικής μηνιαίας ισοδύναμης δαπάνης ενός πολύ φτωχού νοικοκυριού. Την ίδια ώρα, τα στοιχεία δείχνουν ότι τα πολύ φτωχά νοικοκυριά στηρίζονται μόνο στη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, καθώς συνολικά στον τομέα της εκπαίδευσης κατευθύνεται μόλις το 0,9% των δαπανών τους, ενώ σε δεύτερη μοίρα έρχονται και οι δραστηριότητες αναψυχής και πολιτισμού.
Η ύπαρξη οικονομικών ανισοτήτων είναι αν μη τι άλλο διαχρονικό φαινόμενο. Ωστόσο, τα στοιχεία της Ερευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών με βάση τα εισοδήματα και τις δαπάνες του 2021 που ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) αποκαλύπτουν στην πραγματικότητα ότι ο δεύτερος χρόνος της πανδημίας με τις βαριές οικονομικές συνέπειές του και η απαρχή της πληθωριστικής κρίσης διεύρυναν περαιτέρω την ψαλίδα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτά τα στοιχεία, το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,2 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (4,8 για το 2020). Αν και η απόσταση μειώνεται σε 4,1 φορές όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι λεγόμενες τεκμαρτές δαπάνες, όπου περιλαμβάνονται και αγαθά και υπηρεσίες που μπορεί να έχει ένα νοικοκυριό από δική του παραγωγή ή κατάστημα, παραμένει γεγονός ότι είναι και πάλι μεγαλύτερη σε σύγκριση με την αντίστοιχη του 2020 (3,5 φορές). Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2020 κατά 2,6%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 10,7%, με τη μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη στην πρώτη περίπτωση να διαμορφώνεται σε μόλις 336 ευρώ και σε 1.744,24 ευρώ στη δεύτερη περίπτωση. Διευκρινίζεται εδώ ότι ισοδύναμη δαπάνη δεν είναι η ακριβής δαπάνη που κάνει ένα νοικοκυριό, αλλά η συνολική δαπάνη του νοικοκυριού μετά τη διαίρεσή της με το ισοδύναμο μέγεθος του νοικοκυριού. Το ισοδύναμο μέγεθος του νοικοκυριού υπολογίζεται με βάση την τροποποιημένη κλίμακα του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με την οποία ορίζεται συντελεστής στάθμισης 1 για τον πρώτο ενήλικο, 0,5 για τον δεύτερο ενήλικο και τα παιδιά 14 ετών και άνω, και 0,3 για τα παιδιά κάτω των 14 ετών.
Τα πολύ φτωχά νοικοκυριά δαπανούν πάνω από το 1/3 του μηνιαίου προϋπολογισμού τους (34,8%) για την αγορά τροφίμων, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 13,9%. Και μπορεί σε απόλυτα ποσά να είναι υπερδιπλάσιο στη δεύτερη περίπτωση (117 ευρώ έναντι 243 ευρώ σε όρους ισοδύναμης δαπάνης), όμως η επιβάρυνση στην πραγματικότητα, ειδικά από μια αύξηση των τιμών των τροφίμων, είναι πολύ μεγαλύτερη για τα φτωχά νοικοκυριά. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι φέτος οι τιμές των τροφίμων έχουν αυξηθεί κατά 13% θέτει ζήτημα επιβίωσης για τις ευάλωτες οικονομικά ομάδες της ελληνικής κοινωνίας.
Το κόστος στέγασης
Και εάν οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα είναι ο ένας «πονοκέφαλος» για τα χαμηλά εισοδήματα, ο άλλος είναι οι δαπάνες για τη στέγαση. Τα πολύ φτωχά νοικοκυριά δίνουν σχεδόν το 23% του προϋπολογισμού τους για δαπάνες στέγασης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα πλουσιότερα νοικοκυριά είναι μόλις 12,2%.
Πού κατευθύνεται το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών για τους πλουσιότερους; Στις μεταφορές πηγαίνει το 16,2% της μηνιαίας ισοδύναμης δαπάνης (283 ευρώ), καθώς διαθέτουν συχνά πολλά Ι.Χ., αλλά κάνουν και αεροπορικά ταξίδια για δουλειά ή διασκέδαση, κάτι που απουσιάζει εντελώς από την καθημερινότητα των φτωχών νοικοκυριών. Μεγάλο μέρος των δαπανών των πιο πλούσιων κατευθύνεται στην εστίαση και στα ξενοδοχεία (10,8% του προϋπολογισμού έναντι 4,6% για τους πιο φτωχούς). Σε απόλυτους αριθμούς το χάσμα είναι πολύ μεγαλύτερο: 188 ευρώ στην περίπτωση των πλουσίων, αλλά μόλις κάτι λιγότερο από 16 ευρώ στην περίπτωση των φτωχών.
Η νέα φάση φτωχοποίησης που πιθανόν φέρνουν οι δύο διαδοχικές κρίσεις, η πανδημική και στη συνέχεια η πληθωριστική, φαίνεται και από το γεγονός ότι το 2021 αυξήθηκε το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας στο 17,1% το 2021 από 15,6% το 2020.
Γενικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, κατά το έτος 2022, ανήλθε στα 17.037,48 ευρώ (1.419,79 τον μήνα), καταγράφοντας αύξηση σε τρέχουσες τιμές 6,6% και σε σταθερές τιμές 1,4% σε σχέση με το έτος 2020, στοιχείο που δείχνει την επίδραση των ανατιμήσεων, οι οποίες έκαναν την εμφάνισή τους από το δεύτερο εξάμηνο του 2021. Tο μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, σε τρέχουσες τιμές, αφορά: τα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (22%), τη στέγαση (14,7%) και τις μεταφορές (12,7%), ενώ το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,4%) αντιστοιχεί στις υπηρεσίες εκπαίδευσης.