In-Focus, από το Παρατηρητήριο Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ
Όταν ο πληθωρισμός καλπάζει, τα εργατικά συνδικάτα ευλόγως διεκδικούν αυξήσεις για τη διατήρηση της αγοραστικής αξίας των μισθών. Όμως, η εμπειρία από την προηγούμενη περίοδο υψηλού πληθωρισμού (δεκαετίες ‘70 και ‘80) δείχνει ότι η τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών θέτει σε κίνηση ένα φαύλο κύκλο. Αρχικά η άνοδος των τιμών πυροδοτεί πιέσεις για μισθολογικές αυξήσεις. Στη συνέχεια το κόστος της αύξησης μισθών μετακυλίεται εκ νέου από τους εργοδότες στις τιμές καταναλωτή. Η νέα άνοδος των τιμών πυροδοτεί πιέσεις για νέες μισθολογικές αυξήσεις – και ούτω καθεξής.
Έτσι μισθοί και τιμές παγιδεύονται σε ένα συνεχές ανοδικό σπιράλ. Αυτό τελικά οδηγεί σε αυξήσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες προκειμένου να περιοριστεί η ζήτηση και να εξαλειφθούν οι ανοδικές προσδοκίες για τον πληθωρισμό. Ο περιορισμός της ζήτησης και η αύξηση του κόστους δανεισμού οδηγούν σε κλείσιμο επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας, και μείωση του συνολικού εισοδήματος των εργαζομένων (συμπεριλαμβανομένων και των ανέργων).
Γράφημα ΕΛΙΑΜΕΠ, Πηγή: Eurostat
Για να τεθεί σε έλεγχο ο πληθωρισμός η ΕΚΤ αναμένεται να αυξήσει και άλλο τα επιτόκια. Όμως προς το παρόν δεν φαίνεται να δημιουργούνται προϋποθέσεις ανοδικού σπιράλ μισθών-τιμών στην Ευρωζώνη. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Cristine Lagarde κατά τη διάρκεια πρόσφατης διάλεξης «στην Ευρωζώνη δεν παρατηρείται υπερθέρμανση της οικονομίας προερχόμενη από τη ζήτηση όπως στις ΗΠΑ, και παρά τη σφιχτή αγορά εργασίας, ο κίνδυνος ενός ανοδικού σπιράλ μισθών και τιμών φαίνεται να παραμένει υπό έλεγχο». Υπογραμμίζει ότι ο πληθωρισμός αυξήθηκε από δύο πρωτόγνωρα εξωτερικά σοκ που αρχικά περιόρισαν την παγκόσμια προσφορά και μετέπειτα επηρέασαν τη ζήτηση: την πανδημία που προκάλεσε αυξήσεις τιμών και στρεβλώσεις στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία που ανέβασε τις τιμές της ενέργειας.
Το ανοδικό σπιράλ τιμών και μισθών φαντάζει για κάποιους παρωχημένη συζήτηση καθώς στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, σύμφωνα με δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Εργατικών Συνδικάτων (ETUC), έχουν εκλείψει οι μηχανισμοί πίεσης για αυξήσεις μισθών. Συγκεκριμένα, είναι εμφανής η υποχώρηση του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που μειώνει τη διαπραγματευτική τους ισχύ, ενώ παράλληλα και οι εργοδότες έχουν τα χέρια δεμένα από το διεθνή ανταγωνισμό. Κοιτώντας τα δεδομένα της Eurostat, στην Ευρωζώνη το δεύτερο τρίμηνο του 2022 η ονομαστική αύξηση του μισθολογικού κόστους ανά ώρα (σε ετήσια βάση) ήταν 4,1%, αισθητά χαμηλότερη από τονπληθωρισμό (8%), γεγονός που προφανώς συνεπάγεται μείωση των πραγματικών μισθών. Η αύξηση του ονομαστικού ωρομισθίου υπολειπόταν της αύξησης των τιμών σε όλα τα κράτη μέλη,αλλά σε κάποιες χώρες αντιστάθμιζε την απώλεια αγοραστικής δύναμης περισσότερο από ό,τι σε άλλες. Στη Γερμανία το ονομαστικό ωρομίσθιο αυξήθηκε 5,5%, έναντι πληθωρισμού 8,2%. Στις άλλες μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης η αύξηση των μισθών ήταν χαμηλότερη: Γαλλία 2,7%,Ιταλία 3%, Ισπανία 2,6%. Στην Εσθονία (10,1%) και στη Λιθουανία (12,4%)οι μισθολογικές αυξήσεις έφτασαν σε διψήφια ποσοστά, όμως εκεί οι πληθωριστικές πιέσεις ήταν εντονότερες (20,4% και 18,5 αντιστοίχως).
Στην Ελλάδα το ωριαίο μισθολογικό κόστος, σε ονομαστικούς όρους, παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο, σημειώνοντας τη μικρότερη αύξηση ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ευρωζώνης (0,8%). Ταυτόχρονα ο πληθωρισμός για την ίδια περίοδο ξεπέρασε το 10%. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη το Σεπτέμβριο του 2022 για το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, σε δείγμα 1.500 εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα σε όλη την Ελλάδα, το 80% απάντησαν αρνητικά στο ερώτημα εάν πήραν αύξηση μισθού από την αρχή του χρόνου. Παρότι οι εκτιμήσεις της Eurostat ενδέχεται να αναθεωρηθούν προς τα πάνω, και παρότι πρόσφατα αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός (2% τον Ιανουάριο και 7,5 % το Μάιο), είναι αναμφισβήτητο πως η αύξηση των μισθών στην Ελλάδα κινείται με πολύ αργούς ρυθμούς. Ο συνδυασμός ακρίβειας και καθήλωσης των αμοιβών προμηνύει ότι δύσκολα θα μπορέσει να διατηρηθεί η υψηλή ιδιωτική κατανάλωση του πρώτου εξαμήνου του 2022 (η οποία, παρά την αύξηση των εξαγωγών, παραμένει η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας).
Η Χρύσα Παπαλεξάτου είναι Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια και Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη στο Παρατηρητήριο Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Ο Μάνος Ματσαγγάνης είναι Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ, Υπότροφος της Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος», και Καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στο Πολυτεχνείο Μιλάνου.