Η διάχυση της αύξησης του ενεργειακού κόστους σε ολόκληρη την αλυσίδα της παραγωγής έχει ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές να πληρώνουν περισσότερα χρήματα για να αγοράσουν λιγότερα προϊόντα
Περίπου 320 εκατ. ευρώ παραπάνω έχουν πληρώσει τα νοικοκυριά στην Ελλάδα το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2022 για να αγοράσουν όμως λιγότερα προϊόντα, κατά 1,8% συνολικά, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021.
Το γεγονός ότι ο πληθωρισμός αναγκάζει τους καταναλωτές να βάζουν πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη για να καλύψουν βασικές ανάγκες, όπως αυτές για τις αγορές τροφίμων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης, έχει ως αποτέλεσμα ουσιαστικά να εξανεμίζεται η όποια αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Μάλιστα, πλέον φαίνεται ότι έπειτα από δύο χρόνια αύξησης των αποταμιεύσεων, ως συνέπεια της περιορισμένης κοινωνικής δραστηριότητας που είχαν επιφέρει τα lockdowns, αλλά και λόγω της μακράς, όπως αποδεικνύεται, διάρκειας της ακρίβειας, αυτές εμφανίζουν φέτος υποχώρηση.
«Καλάθι νοικοκυριού»: Με ειδική σήμανση τα προϊόντα
Σύµφωνα, λοιπόν, µε τα στοιχεία της NielsenIQ, οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2022 αυξήθηκαν κατά 4,6% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021. Σε απόλυτους αριθμούς, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η «Καθημερινή», αυτό σημαίνει τζίρο 7,278 δισ. ευρώ (εξαιρουμένων των νησιών και της Lidl), έναντι τζίρου 6,958 δισ. το αντίστοιχο διάστημα του 2021. Και δυστυχώς δεν δώσαμε 320 εκατ. ευρώ περισσότερα στο σούπερ μάρκετ επειδή καταναλώσαμε περισσότερα προϊόντα.
Η μείωση συνολικά σε τεμάχια υπολογίζεται από τη NielsenIQ σε 1,8%. Οπως η ίδια η εταιρεία ερευνών αγοράς σημειώνει, ορισμένες από τις βασικές κατηγορίες στον κλάδο του τρόφιμου, όπως το ψωμί και τα ζυμαρικά, οφείλουν την αύξηση του τζίρου τους κυρίως στην άνοδο της μέσης τιμής πώλησής τους, η οποία ανήλθε στο 13% και 10,1% αντιστοίχως, ενώ στην περίπτωση των σπορέλαιων η μέση τιμή της κατηγορίας αυξήθηκε κατά 38,9%. Σημαντική ήταν και η μεταβολή της μέσης τιμής στον κλάδο των χαρτικών και σε όλες τις βασικές κατηγορίες που τον απαρτίζουν, με τη μέση τιμή στα ρολά κουζίνας να αυξάνεται κατά 15,6%, ενώ για το χαρτί υγείας η αύξηση ανήλθε στο 12,7%.
Οι μεγάλες ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά εξανεμίζουν την όποια αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Προκειμένου οι καταναλωτές να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις δαπάνες για τα βασικά είδη, περιορίζουν τις λεγόμενες «αυθόρμητες» αγορές, αλλά και τις αγορές των προϊόντων bazaar στο σούπερ μάρκετ (είδη ένδυσης, λευκά είδη, σκεύη μαγειρικής, ηλεκτρικές συσκευές). Η εν λόγω κατηγορία, παρά τις ανατιμήσεις, παρουσιάζει μηδενική ανάπτυξη, κάτι που μεταφράζεται σε σημαντική μείωση του όγκου πωλήσεων. Επιπλέον, οι καταναλωτές φαίνεται ότι προτιμούν πάλι τα μικρά καταστήματα για να μην παρασύρονται σε μεγάλες αγορές. Τη μεγαλύτερη αύξηση τζίρου (5,7%) στο εννεάμηνο παρουσιάζουν τα καταστήματα 100-400 τ.μ. Σε ανοδική πορεία, εξάλλου, βρίσκεται το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, το οποίο σύμφωνα με τη NielsenIQ διαμορφώνεται στο εννεάμηνο σε 14,4% (σ.σ.: δεν συμπεριλαμβάνονται οι πωλήσεις της Lidl).
Έρευνα: H ακρίβεια περιορίζει την κατανάλωση
Την εικόνα που επικρατεί στον κλάδο των σούπερ μάρκετ έρχονται στην ουσία να επιβεβαιώσουν και τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Σύμφωνα με αυτά, η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2022 κατά 20,1% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021, από 31,4 δισ. ευρώ σε 37,7 δισ. ευρώ. Εξέλιξη που σχετίζεται, βεβαίως, με το γεγονός ότι κατά το φετινό δεύτερο τρίμηνο υπήρχε πολύ μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι, καθώς για μεγάλο διάστημα ήταν κλειστό το λιανεμπόριο, πλην τροφίμων, η εστίαση και υπήρχαν απαγορεύσεις στις μετακινήσεις από νομό σε νομό.
Την ίδια ώρα, το διαθέσιμο εισόδημα παρουσίασε πολύ μικρή αύξηση, 1,7%, μη επαρκής για να καλύψει τις απώλειες από τον πληθωρισμό. Συγκεκριμένα, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2022 διαμορφώθηκε σε 32,98 δισ. ευρώ από 32,45 δισ. ευρώ το β΄ τρίμηνο του 2021, ενώ είναι φανερό ότι υπολείπεται της τελικής καταναλωτικής δαπάνης. Το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών που ορίζεται ως η ακαθάριστη αποταμίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα ήταν -14,2% το δεύτερο τρίμηνο του 2022 έναντι 3,4% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021.