Ο κληρονόμος από την επαγωγή και δια της επαγωγής αποκτά την κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί του κληρονομιαίου ακινήτου, αλλά η κτήση αυτή τελεί υπό τη νομική αίρεση της μεταγραφής. Μέχρι να συντελεστεί αυτή, η κυριότητα του ακινήτου είναι μετέωρη. Στο κτηματολόγιο καταχωρίζονται νομικές και τεχνικές πληροφορίες που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που διασφαλίζει τη δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές. Σε περίπτωση αγωγής, με την οποία ζητείται η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται λόγω ανακριβούς πρώτης εγγραφής και η διόρθωση της, αν η αποδοχή της κληρονομιάς, στην οποία (κληρονομιά) θεμελιώνει ο ενάγων την κυριότητα του στο επίδικο, έγινε αλλά δεν μεταγράφηκε μέχρι την έναρξη του κτηματολογίου και την αντικατάσταση από αυτό του συστήματος των μεταγραφών, τη μεταγραφή αυτής αναπληρώνει η εκ μέρους του κληρονόμου άσκηση και η με επιμέλεια του καταχώριση της αγωγής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Απαραίτητο όμως στοιχείο της αγωγής είναι η αποδοχή με δημόσιο έγγραφο. Οι ενάγοντες πρέπει να επικαλούνται στην αγωγή τους όχι μόνον την αποδοχή της κληρονομιάς των αμέσων δικαιοπαρόχων τους αλλά και την αποδοχή για λογαριασμό των τελευταίων της κληρονομιάς των απωτέρων και ούτω καθ’ εξής κατά τη σειρά της διαδοχής, εφόσον δεν έχει λάβει χώρα τέτοια αποδοχή. Αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης ο ισχυρισμός, ότι οι ενάγοντες ασκούν στο επίδικο όλες τις πράξεις νομής συνεχώς από την περιέλεσή του σ’ αυτούς, χωρίς να αμφισβητηθεί ποτέ η κυριότητα τους καθώς και η κυριότητα των δικαιοπαρόχων τους, εφόσον δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένων πράξεων νομής που ασκούνται στο επίδικο από τους ενάγοντες και τους δικαιοπαρόχους τους.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠολΠρΑΘ 42/2006
(Απόσπασμα)… Για την κτήση της κυριότητας ακινήτου από κληρονομική διαδοχή απαιτείται, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1193,1195,1198,1199 και 1846, η αποδοχή της κληρονομιάς με δημόσιο έγγραφο και η μεταγραφή αυτού, αφού δε γίνει η μεταγραφή θεωρείται ότι περιήλθε η κυριότητα στον κληρονόμο από τον θάνατο του κληρονομουμένου, ενόψει του ότι ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομιά μόλις γίνει η επαγωγή. Ειδικότερα, η μεταγραφή αξιώνεται για λόγους δημοσιότητας και εξασφάλισης της συνέχειας των μεταβιβάσεων στα βιβλία μεταγραφών και δεν έχει την έννοια ότι πριν από τη μεταγραφή η κυριότητα επί του κληρονομιαίου ακινήτου δεν έχει αποκτηθεί από τον κληρονόμο από την επαγωγή. Αντίθετα, γίνεται παγίως δεκτό ότι ο κληρονόμος από την επαγωγή και δια της επαγωγής αποκτά την κυριότητα (ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα) επί του κληρονομιαίου ακινήτου, αλλά η κτήση αυτή τελεί υπό τη νομική αίρεση της μεταγραφής, μέχρις ότου δε αυτή συντελεστεί, η κυριότητα του ακινήτου είναι μετέωρη (βλ. Απ. Γεωργιάδη, σε Γεωργιάδη- Σταθόπουλου ΑΚ, αρθρ. 1846, αρ. 15, 17 και τις εκεί παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Για την παύση της ως άνω μετέωρης κατάστασης απαιτείται η μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομιάς, η οποία (αποδοχή) πρέπει να προκύπτει από δημόσιο έγγραφο (ΑΚ 1195 εδ. α’), αν δε από τη μεταγραφόμενη πράξη δεν προκύπτει η ταυτότητα του ακινήτου και το εμπράγματο δικαίωμα στο οποίο αναφέρεται η αποδοχή, πρέπει να παραδίνεται στο γραφείο μεταγραφών και έκθεση που να περιέχει τα ελλείποντα στοιχεία (ΑΚ 1197). Δημόσιο έγγραφο από το οποίο εμμέσως πλην σαφώς συνάγεται η περί αποδοχής βούληση (σιωπηρή αποδοχή) του κληρονόμου, όπως είναι το πιστοποιητικό της αρμόδιας ΔΟΥ περί υποβολής από τον κληρονόμο δήλωσης για την επιβολή φόρου κληρονομιάς, πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 1195 εδ. α’ ΑΚ (βλ. Απ. Γεωργιάδη, ό.π., αρ. 20- 21 και τις εκεί παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Η δε διεκδικητική αγωγή ή η αγωγή αναγνώρισης κυριότητας ακινήτου που θεμελιώνεται στην κληρονομική διαδοχή πρέπει, για να είναι ορισμένη, να μνημονεύει την αποδοχή της κληρονομιάς με δημόσιο έγγραφο και τη μεταγραφή αυτού (βλ. Γεωργιάδη, σε Γεωργιάδη -Σταθόπουλου ΑΚ, αρθρ. 1094, αρ. 46, βιπαδόπουλου, Αγωγές Εμπρ. Δικ., 1989, σ. 238 επ.).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. α’ του ν. 2664/1998, στο Κτηματολόγιο καταχωρίζονται νομικές και τεχνικές πληροφορίες που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που διασφαλίζει τη δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές. Κατά δε τη διάταξη του ίδιου άρθρου παρ. 3 εδ. α’ και β’, από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου σε καθεμία από τις κατά το ν. 2308/1995 κτηματογραφούμενες περιοχές αντικαθίσταται το υφιστάμενο έως τότε στις περιοχές αυτές σύστημα μεταγραφών και υποθηκών. Η ημερομηνία έναρξης ισχύος του ορίζεται για καθεμία από τις κτηματογραφούμενες περιοχές με απόφαση του …, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία και την τήρηση των προβλεπόμενων στη διάταξη αυτή διατυπώσεων. Ακολούθως, το άρθρο 6 παρ. 1, 2 και 3 του ίδιου ως άνω νόμου, όπως η παράγραφος 3 αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 3127/2003, ορίζει ότι: «παρ. 1: Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παρ. 2 περ. β’ του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου. παρ. 2: Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπο πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών, εκτός αν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο και για μόνιμους κατοίκους εξωτερικού ή εργαζόμενους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της πενταετούς αυτής προθεσμίας, για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι επτά (7) ετών. Για πρόσωπα των δύο τελευταίων κατηγοριών, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά την τελευταία διετία της πενταετούς κατά τα ως άνω προθεσμίας, η προθεσμία για την άσκηση της αγωγής δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο διετίας από την οριστική εγκατάσταση τους στην Ελλάδα. Η αποκλειστική προθεσμία αυτής της παραγράφου αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του …, που προβλέπει το άρθρο 1 παρ. 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφομένου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων και κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, στον προϊστάμενο του οικείου κτηματολογικού γραφείου.
Σε περίπτωση ειδικής διαδοχής στο δικαίωμα στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή, η αγωγή πρέπει να στραφεί τόσο κατά του φερόμενου με την πρώτη εγγραφή ως δικαιούχου ή των καθολικών του διαδόχων, όσο και κατά του ειδικού διαδόχου ή των περισσότερων διαδοχικών ειδικών διαδόχων αυτού. Επί αγωγών που ασκούνται ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου τηρείται από αυτό η διαδικασία του άρθρου 270 του Κώδικα Κλιτικής Δικονομίας. Παρ.. 3: Η αγωγή της παραγράφου 2, όταν αφορά σε ακίνητο “άγνωστου ιδιοκτήτη” κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9, απευθύνεται κατά του Ο.Κ.Χ.Ε. και ανακοινώνεται, με ποινή απαραδέκτου, στο Ελληνικό Δημόσιο εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κατάθεση της». Ακόμη, κατά το άρθρο 7α παρ. 1 περ. α’ του αυτού νόμου, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, για τη διόρθωση της οποίας ισχύουν όσα ορίζονται στα άρθρα 6 και 7, μέχρι την οριστικοποίηση της ισχύουν τα ακόλουθα: Τα μη καταχωρισθέντα στις πρώτες εγγραφές δικαιώματα μεταβιβάζονται και επιβαρύνονται σύμφωνα με τις οικείες γι’ αυτά διατάξεις, χωρίς να απαιτείται και η τήρηση της τυχόν προβλεπομένης στις διατάξεις αυτές προϋπόθεσης της εγγραφής της σχετικής πράξης στο κτηματολόγιο. Σε περίπτωση μεταβίβασης της κυριότητας, εφόσον ο μεταβιβάζων δεν έχει ασκήσει και καταχωρίσει στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου την αγωγή που προβλέπεται στην παράγραφο 2 ταυ άρθρου 6, την εγγραφή αναπληρώνει η εκ μέρους του αποκτώντος άσκηση και η με επιμέλεια του καταχώριση της αγωγής αυτής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 περ. ζ’ του αυτού νόμου, στα κτηματολογικά φύλλα καταχωρίζονται: Η κατά το άρθρο 1193 του Αστικού Κώδικα αποδοχή κληρονομιάς, εφόσον με αυτήν περιέρχεται στον κληρονόμο ή τον κληροδόχο η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο της κληρονομιάς ή εμπράγματο δικαίωμα σε ξένο ακίνητο, καθώς επίσης το αναφερόμενο στο άρθρο 1195 του Αστικού Κώδικα κληρονομητήριο. Από τις συνδυασμένες ως άνω διατάξεις και κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 7α’ παρ. 1 περ. α’ ν. 2664/1998 συνάγεται ότι, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής που ζητείται με αγωγή η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με αυτήν (ανακριβή πρώτη εγγραφή) και η διόρθωση της, αν η αποδοχή της κληρονομιάς στην οποία (κληρονομιά) θεμελιώνει ο ενάγων την κυριότητα του στο επίδικο έγινε μεν αλλά δεν μεταγράφηκε μέχρι την έναρξη του κτηματολογίου και την αντικατάσταση από αυτό του συστήματος των μεταγραφών, τη μεταγραφή αυτής αναπληρώνει η εκ μέρους του κληρονόμου άσκηση και η με επιμέλεια του καταχώριση της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου.
Οι ενάγοντες εκθέτουν στην υπό κρίση αγωγή ότι είναι συγκύριοι από κληρονομικές διαδοχές, κατά τα παρακάτω αναφερόμενα, κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου 50% ή 8/16 ο πρώτος, 18,75% ή 3/16 ο δεύτερος, 18,75% ή 3/16 ο τρίτος και 12,50% ή 2/16 η τέταρτη, ενός οικοπέδου μετά της επ’ αυτού παλαιάς κατεδαφιστέας οικίας, όπως περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια στο αγωγικό δικόγραφο, αξίας 132.547,88 ευρώ. ‘Οτι αυτό είχε περιέλθει αρχικά στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της αποβιώσασας αρχικής αγοράστριας …, το γένος …, δηλαδή στα τέκνα της…, κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, με το με αριθ. 7386/1958 παραχωρητήριο του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, που μεταγράφηκε νόμιμα. Οτι το ποσοστό του αποβιώσαντος το 1967 … χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη, περιήλθε κατ’ ισομοιρία στους άλλους δύο συγκυρίους, δηλαδή τα αδέλφια του…, ως μοναδικούς στη ζωή πλησιέστερους συγγενείς του, και έτσι αυτοί κατέστησαν συγκύριοι του επιδίκου κατά το 1/2 ή 8/16 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. ‘Οτι το ποσοστό του αποβιώσαντος το 1977… χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη, περιήλθε στους δεύτερο, τρίτο και τέταρτη των εναγόντων, δηλαδή τα τέκνα του και τη σύζυγο του, ως μοναδικούς στη ζωή πλησιέστερους συγγενείς του, και έτσι αυτοί κατέστησαν συγκύριοι τούτου κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου 3/16 ο πρώτος, 3/16 ο δεύτερος και 2/16 η τρίτη. Ότι το ποσοστό της αποβιώσασας το 1989 …, περιήλθε σύμφωνα με την αναφερόμενη ιδιόγραφη διαθήκη της που δημοσιεύθηκε νόμιμα στην … Ότι το ποσοστό αυτό (8/16 εξ αδιαιρέτου) περιήλθε σύμφωνα με την αναφερόμενη ιδιόγραφη διαθήκη, νόμιμα δημοσιευθείσα, της αποβιώσασας το 1994 συγκυρίας … στον πρώτο ενάγοντα, τέκνο της. Ότι δεν έχουν μπορέσει μέχρι σήμερα για τους λόγους που αναφέρουν να προβούν σε αποδοχές των κληρονομιών, όμως ασκούν στο επίδικο όλες τις πράξεις νομής συνεχώς από την περιέλευσή του σ’ αυτούς, κατά τα αντίστοιχα στον καθένα ποσοστά, μέχρι σήμερα χωρίς να αμφισβητηθεί ποτέ η κυριότητα τους ούτε αυτή των δικαιοπαρόχων τους. Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης που έχει ήδη ολοκληρωθεί στο Δήμο… Αττικής, εντός των διοικητικών ορίων του οποίου βρίσκεται το επίδικο, υπέβαλαν δηλώσεις ιδιοκτησίας σύμφωνα με το ν. 2308/1995, όμως το επίδικο που έχει λάβει τον ΚΑΕΚ στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου …, φέρεται σ’ αυτά ότι τους ανήκει κατά μικρότερα ποσοστά συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου και δη κατά 33,33% στον πρώτο, 12,50% στον δεύτερο, 12,50% στον τρίτο και 8,33% στη τέταρτη (με την παρατήρηση ότι εκκρεμούν αποδοχές κληρονομιάς), ενώ κατά το ποσοστό 33,34% εξ αδιαιρέτου φέρεται ότι ανήκει σε άγνωστο ιδιοκτήτη, αμφισβητούμενης έτσι της συγκυριότητας τους από τον εναγόμενο ως προς το τελευταίο ποσοστό, που είναι εκείνο του απωτέρου δικαιοπαρόχου τους … και έχει περιέλθει κατά ποσοστά εξ αδιαιρέτου 16,67% στον πρώτο, 6,25% στον δεύτερο, 6,25% στον τρίτο και 4,17% στην τέταρτη. Μετά από αυτά ζητούν να αναγνωριστεί ότι είναι συγκύριοι, κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου 50% ο πρώτος, 18,75% ο δεύτερος, 18,75% ο τρίτος και 12,50% η τέταρτη του επιδίκου και να διορθωθεί η αρχική εγγραφή ως προς αυτό στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου …, ώστε να φαίνεται ότι τους ανήκει κατά το αντίστοιχο στον καθένα ποσοστό συγκυριότητας.
Η αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη (άρθρα 6 παρ. 2 ν. 2664/1998, σε συνδυασμό με 9,10,11 αρ. 1, 14 παρ. 2 ΚίΦλΔ) και κατά τόπο (άρθρο 29 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής 1) ανακοινώθηκε εντός δεκαημέρου από την κατάθεση της στο Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 2664/1998 (βλ. την με αριθ. 4757β’/15.7.2005 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο ρωτοδικείο Αθηνών Β. Γ. Γ.) και 2) καταχωρίστηκε εμπρόθεσμα στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου …, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 περ. ιβ’ και 5 του ν. 2664/1998 (βλ. το με αριθ. 3015/15.7.2005 πιστοποιητικό του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου) και για το παραδεκτό της συζήτησης της 1) κοινοποιήθηκε στην Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου… Απικής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 (βλ. την με αριθ. 4764β’/18.7.2005 έκθεση επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή), και 2) προηγήθηκε απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς (βλ. την από 7.9.2005 δήλωση αποτυχίας της απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς του πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγόντων). Με το ως άνω περιεχόμενο, όμως, δεν είναι νόμιμη όσον αφορά την κτήση συγκυριότητας του επιδίκου και δη κατά το αμφισβητούμενο ποσοστό 33,34% εξ αδιαιρέτου από κληρονομικές διαδοχές, αφού αναφέρεται σ’ αυτήν ότι δεν έχουν γίνει αποδοχές των κληρονομιών που έχουν περιέλθει στους ενάγοντες.
Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου από κληρονομική διαδοχή απαιτείται η αποδοχή της κληρονομιάς με δημόσιο έγγραφο και η μεταγραφή του, τα στοιχεία δε αυτά πρέπει να μνημονεύονται στο αγωγικό δικόγραφο, για να είναι ορισμένη η αγωγή. Ειδικά δε, στην αγωγή που ασκεί εκείνος του οποίου προσβάλλεται το δικαίωμα κυριότητας με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, εφόσον δεν είχε προβεί μέχρι την έναρξη του Κτηματολογίου στην περιοχή όπου βρίσκεται το ακίνητο σε μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομιάς, την έλλειψη της μεταγραφής αναπληρώνει, σύμφωνα με τις παραδοχές της πιο πάνω νομικής σκέψης, η άσκηση της αγωγής για την αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής και η καταχώριση αυτής στα κτηματολογικά βιβλία του οικείου κτηματολογικού γραφείου. Η αποδοχή, ωστόσο, της κληρονομιάς με δημόσιο έγγραφο είναι απαραίτητο στοιχείο της αγωγής αυτής, στην προκείμενη δε περίπτωση οι ενάγοντες πρέπει να επικαλούνται στην αγωγή τους όχι μόνον την αποδοχή της κληρονομιάς των αμέσων δικαιοπαρόχων τους, αλλά και την αποδοχή για λογαριασμό των τελευταίων της κληρονομιάς των απωτέρων και ούτω καθ’ εξής κατά τη σειρά της διαδοχής, εφόσον δεν έχει λάβει χώρα τέτοια αποδοχή. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή κατά τη βάση αυτή ως μη νόμιμη.
Περαιτέρω, όσον αφορά τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι ασκούν στο επίδικο όλες τις πράξεις νομής συνεχώς από την περιέλεσή του σ’ αυτούς, κατά τα αντίστοιχα στον καθένα ποσοστά, μέχρι σήμερα χωρίς να αμφισβητηθεί ποτέ η κυριότητα τους ούτε αυτή των δικαιοπαρόχων τους, είναι αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης και δεν αρκεί για τη θεμελίωση της κτήσης της συγκυριότητας του επιδίκου στην τακτική ή την έκτακτη χρησικτησία, αφού δεν γίνεται επίκληση των αναγκαίων πραγματικών περιστατικών για την επέλευση των εννόμων συνεπειών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 1041, 1045, σε συνδυασμό με 1051 του ΑΚ. Ειδικότερα δεν αναφέρονται συγκεκριμένες πράξεις νομής που ασκούνται στο επίδικο από τους ενάγοντες, ούτε συγκεκριμένες πράξεις νομής των δικαιοπαρόχων τους, και μάλιστα με διάνοια κυρίου, ούτε αναφέρεται ότι οι ενάγοντες συνυπολογίζουν το δικό τους χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους, ώστε να συμπληρώνεται εικοσαετής νομή (και δη σύννομη κατά τα αντίστοιχα ως άνω ποσοστά) του επιδίκου για τον καθένα ενάγοντα μέχρι την άσκηση της αγωγής, προκειμένου να θεμελιωθεί αυτή στην έκτακτη χρησικτησία. Ούτε, βέβαια, γίνεται επίκληση πέραν της άσκησης συγκεκριμένων πράξεων νομής με διάνοια κυρίου των λοιπών προϋποθέσεων της τακτικής χρησικτησίας και δη της άσκησης των πράξεων νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μια δεκαετία μέχρι την άσκηση της αγωγής. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.