Μια από τις σχετικά άγνωστες πτυχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αφορά τις μυστικές διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν μεταξύ Ελλήνων και Συμμάχων από το 1939 μέχρι το 1940, με στόχο τη δημιουργία Βαλκανικού Μετώπου, το οποίο θα λειτουργούσε ως αντίβαρο στην επεκτατική πολιτική του Άξονα
Στις 13 Απριλίου 1939, µία µόλις εβδοµάδα µετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, η Βρετανία και η Γαλλία εγγυήθηκαν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Η κίνηση αυτή είχε σαφώς χαρακτήρα αποτρεπτικό της ιταλικής απειλής που άρχισε να σκιάζει τα Βαλκάνια.
Η γαλλοβρετανική κίνηση προκάλεσε -όπως ήταν αναµενόµενο- τη δυσαρέσκεια του Μουσολίνι, αλλά και του Χίτλερ. Ο Μουσολίνι, µε το γνωστό ποµπώδες ύφος του, κάλεσε τον Έλληνα πρέσβη στη Ρώµη και του ανακοίνωσε πως δεν θεωρούσε αναγκαίο η ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί τις συµµαχικές εγγυήσεις, εφόσον ο ίδιος είχε δηλώσει πως θα σεβόταν την ελληνική ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα.
Το πόση εγκυρότητα είχαν, βέβαια, οι δηλώσεις του θα αποδεικνυόταν σύντοµα.
Παράλληλα µε τις συµµαχικές εγγυήσεις, η αµερικανική κυβέρνηση µε δήλωσή της στις 14 Απριλίου του 1939 καλούσε τους δικτάτορες του Άξονα να παράσχουν διαβεβαιώσεις πως δεν θα κινούνταν στρατιωτικά κατά µιας σειράς χωρών, µεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Σε απάντηση, η χιτλερική Γερµανία ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να δηλώσει ότι απειλείται από τη Γερµανία και αν έχει εξουσιοδοτήσει τον Αµερικανό πρόεδρο να προβεί στο ανωτέρω διάγγελµα.
Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε να απαντήσει επίσηµα στις γερµανικές γελοιότητες. Παράλληλα, άρχισε να προετοιµάζεται για την αντιµετώπιση της ιταλικής απειλής από την Αλβανία.
Β΄ Παγκόσµιος Πόλεµος
Την 1η Σεπτεµβρίου 1939 -όπως είναι γνωστό- η Γερµανία επιτέθηκε στην Πολωνία, αρχίζοντας τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο. ∆ύο ηµέρες µετά, Βρετανία και Γαλλία κήρυξαν τον πόλεµο στη Γερµανία.
Η έκρηξη του πολέµου δεν χαροποίησε, φυσικά, την Ελλάδα. Η θέση της χώρας ήταν επισφαλής, αφού το µόνο που είχε ως αντίβαρο στη διαφαινόµενη ιταλική απειλή ήταν οι ασαφείς εγγυήσεις των Συµµάχων, οι οποίες όµως δεν µεταφράζονταν µέχρι τότε σε κάποιο «χειροπιαστό» αποτέλεσµα. Από την άλλη, βρισκόταν ακόµη σε ισχύ το Βαλκανικό Σύµφωνο µεταξύ Ελλάδας, Ρουµανίας,
Γιουγκοσλαβίας και Τουρκίας, το οποίο όµως δεν προέβλεπε την αντιµετώπιση εξωβαλκανικής απειλής, από τη στιγµή µάλιστα που οι βαλκανικές χώρες εµφανίζονταν διαιρεµένες όσον αφορά τους πολιτικούς τους προσανατολισµούς.
Η Γιουγκοσλαβία είχε αρχίσει να στρέφεται προς τον Άξονα και η Ρουµανία να σύρεται προς την ίδια κατεύθυνση. Η, δε, Τουρκία ακολουθούσε τη γνωστή της καιροσκοπική πολιτική, τασσόµενη υπέρ των Συµµάχων, αλλά µη αναλαµβάνοντας έναντι της Ελλάδας καµία υποχρέωση στρατιωτικής συνδροµής της.
Στο µεταξύ, το Ελληνικό Επιτελείο είχε αρχίσει να έχει επαφές µε τους στρατιωτικούς ακόλουθους Βρετανίας και Γαλλίας στην Αθήνα, µε σκοπό να ξεκαθαριστεί το τι είδους και τι µεγέθους βοήθεια τα κράτη αυτά θα µπορούσαν να προσφέρουν στην Ελλάδα. Η έκρηξη του πολέµου ανάγκασε το ΓΕΣ να εντατικοποιήσει τις επαφές του, προβάλλοντας τα εξής σαφή αιτήµατα:
1. Συµπλήρωση της στρατιωτικής προπαρασκευής του Ε.Σ. µε χορηγήσεις πολεµικού υλικού από τη Βρετανία και τη Γαλλία.
2. Κινητοποίηση των συµµαχικών στόλων για την κάλυψη των θαλασσίων οδών επικοινωνίας στο Αιγαίο.
3. Τη συνδροµή των συµµαχικών ναυτικών και αεροπορικών δυνάµεων σε περίπτωση ιταλικής επίθεσης.
4. Την άσκηση πιέσεων προς την Τουρκία, ώστε να εµπλέξει τουλάχιστον 20 µεραρχίες της σε περίπτωση βουλγαρικής κατά της Ελλάδας επίθεσης.
5. Εξασφάλιση του ανεφοδιασµού των ελληνικών δυνάµεων µε εφόδια και πυροµαχικά κατά τη διάρκεια των πολεµικών επιχειρήσεων.
Το Σεπτέµβριο του 1939 πραγµατοποιήθηκαν διαδοχικές επαφές µεταξύ Ελλήνων επιτελών και του ίδιου του Έλληνα αρχιστρατήγου µε τους στρατιωτικούς ακολούθους Βρετανίας και Γαλλίας. Στις συναντήσεις αυτές, οι Έλληνες αξιωµατικοί επέµειναν στην άποψη ότι αυτό που χρειαζόταν άµεσα ήταν η ενίσχυση του Ε.Σ. µε όπλα και υλικά, τα οποία άλλωστε είχαν παραγγελθεί σε Βρετανία και Γαλλία, αλλά δεν είχαν παραδοθεί και τελικά δεν επρόκειτο να παραδοθούν.
Οι στρατιωτικοί ακόλουθοι συµφώνησαν µε την ελληνική άποψη µετά τη συνάντησή τους και µε τον Παπάγο και ανέλαβαν να ενηµερώσουν τα οικεία επιτελεία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επέδειξε ο Γάλλος αρχιστράτηγος Συρίας, ο στρατηγός Μορίς Βεϊγκάν. Ο Βεϊγκάν ήταν και ο πνευµατικός πατέρας της ιδέας δηµιουργίας Βαλκανικού Μετώπου, στα πρότυπα του αντίστοιχου του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου.
Ο Βεϊγκάν πρότεινε να έλθει αυτοπροσώπως στην Αθήνα για διαβουλεύσεις. Η ελληνική κυβέρνηση όµως δεν έκανε δεκτό το αίτηµα, για να µην προκαλέσει και αντί αυτού πρότεινε την πραγµατοποίηση επαφών στην Άγκυρα, αποστέλλοντας ως αντιπρόσωπο τον αντισυνταγµατάρχη ∆όβα Κωνσταντίνο.
Η συνάντηση πραγµατοποιήθηκε στις 10 Σεπτεµβρίου 1939 στο κτίριο της γαλλικής πρεσβείας στην Άγκυρα. Ο Έλληνας επιτελής παρέδωσε στον Βεϊγκάν κατάλογο των αιτούµενων όπλων και υλικών και του έδωσε όλες τις στρατιωτικές πληροφορίες που του ζητήθηκαν.
Η συνάντηση, όµως, δεν απέδωσε τα αναµενόµενα. Ο Βεϊγκάν δήλωσε εξαρχής ότι δεν υπήρχαν διαθέσιµες γαλλικές δυνάµεις για αποστολή στην Ελλάδα ούτε επίγειες ούτε θαλάσσιες ούτε εναέριες. Παρ’ όλα αυτά επέµεινε στην ιδέα δηµιουργίας Βαλκανικού Μετώπου, λέγοντας στον αντισυνταγµατάρχη ∆όβα ότι η Ελλάδα έπρεπε να αναλάβει τις κατάλληλες πρωτοβουλίες για την προσέγγιση µε τη Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία.
Οι δηλώσεις Βεϊγκάν -όπως ήταν φυσικό- δεν προκάλεσαν ενθουσιασµό στην Αθήνα. Ο ∆όβας επέστρεψε στις 14 Σεπτεµβρίου στην Αθήνα, αφού πρώτα συναντήθηκε και µε τον Τούρκο αρχιστράτηγο και ανέφερε στον Παπάγο.
Ο Παπάγος γράφει σχετικά: «Από τις διατυπωθείσες σκέψεις του στρατηγού Βεϊγκάν στη συνάντησή του στην Άγκυρα µε τον αντιπρόσωπο του ΓΕΣ, αποκόµισα την εντύπωση ότι σε αυτές διαφαίνεται η ιδέα ότι θα έπρεπε, όπως και στον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο, να δηµιουργηθεί οπωσδήποτε Βαλκανικό Θέατρο Πολέµου, από το οποίο, µε µελλοντικές επιθετικές επιχειρήσεις εναντίον του Άξονα, θα κρινόταν ο πόλεµος, ο οποίος κατά τον Βεϊγκάν δεν µπορούσε να κριθεί στο ∆υτικό Μέτωπο. Εντούτοις οι πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες τόσο κατά το Σεπτέµβριο του 1939, οπότε άρχισε ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος, όσο και αργότερα, παρουσιάζονταν υπό µορφή εντελώς διαφορετική εκείνης υπό την οποία εµφανίστηκαν κατά τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο.
Το 1914 ο πόλεµος, διά της επίθεσης των Αυστροούγγρων εναντίον της Σερβίας, άρχισε από τα Βαλκάνια, επεκτάθηκε στο πολεµικό αυτό θέατρο αφενός λόγω της ανάµειξης της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, οι οποίες τάχθηκαν µε το µέρος των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, αφετέρου λόγω της απόβασης αγγλογαλλικών στρατευµάτων στη Θεσσαλονίκη, τα οποία µε την άδεια της ελληνικής κυβέρνησης έσπευσαν σε βοήθεια των Σέρβων.
Η Ρωσία και η Ιταλία ήταν σύµµαχοι της Αγγλίας και της Γαλλίας. Οι συγκοινωνίες τους στη Μεσόγειο ήταν ελεύθερες και ασφαλείς. Οι µεταφορές αγγλογαλλικών στρατευµάτων, υλικών και εφοδίων πάσης φύσεως, οι προοριζόµενες για την ενίσχυση και τροφοδότηση του Βαλκανικού Θεάτρου Πολέµου, δεν παρουσίαζαν πολλές δυσχέρειες.
Κατά το Σεπτέµβριο του 1939, η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαβία και η Ρουµανία δεν συνδέονται µε τις δυτικές δυνάµεις µε καµία συµµαχία. Τα κράτη αυτά έχουν λάβει την απόφαση να µην αναµειχθούν στη σύρραξη, αλλά να τηρήσουν και να προασπίσουν την ουδετερότητά τους.
Η Ελλάδα και η Ρουµανία έχουν αποδεχθεί τις µονοµερείς δηλώσεις εγγυήσεων της Αγγλίας και τη Γαλλίας, η εκπλήρωση και η εφαρµογή των οποίων όµως θα γινόταν µόνο αν το ένα ή και τα δύο αυτά κράτη θα υφίστατο επίθεση από οποιαδήποτε άλλη δύναµη.
Η Τουρκία µόνο αµυντική συµµαχία έχει µε την Αγγλία και τη Γαλλία. Σε περίπτωση που δεν θα προκαλούνταν ρήξη στη Μεσόγειο και δεν θα υφίστατο η ίδια επίθεση, θα παρέµενε ουδέτερη και θα προάσπιζε την ουδετερότητά της. Τα τέσσερα βαλκανικά κράτη Ελλάς, Γιουγκοσλαβία, Ρουµανία και Τουρκία συνδέονται µε το Σύµφωνο Βαλκανικής Συνεννόησης, συµφωνία αµυντικού χαρακτήρα, µε εφαρµογή µόνο σε περίπτωση καθαρά βαλκανικής σύρραξης.
Η πολιτική δύο κρατών της Βαλκανικής και Παραδουνάβιας περιοχής, των γειτονικών των κρατών της Βαλκανικής Συνεννόησης, δηλαδή της Βουλγαρίας και της Ουγγαρίας, ήταν το Σεπτέµβριο του 1939 απολύτως ειρηνική και συνεπώς ακολουθούσε την πολιτική των κρατών της Βαλκανικής Συνεννόησης.
Οι σχέσεις των βαλκανικών κρατών µε τη Γερµανία ήταν οµαλές. Οικονοµικές συµφωνίες συνέδεαν τα κράτη αυτά µε τη Γερµανία. Ειδικά η Ρουµανία, κατόπιν της υπογραφείσας στο Βουκουρέστι στις 25 Μαρτίου 1939 γερµανορουµανικής συµφωνίας, βρισκόταν σχεδόν υπό την οικονοµική εξάρτηση της Γερµανίας.
Με τη συµφωνία αυτή παρέχονταν ορισµένα πλεονεκτήµατα, όχι µόνο στο γερµανικό εµπόριο, µε την εξασφάλιση της αγοράς πολύτιµων ρουµανικών προϊόντων, αλλά και σε αυτό το γερµανικό κεφάλαιο, στο οποίο επιτρεπόταν επισήµως να συµβάλει στην αποδοτικότερη εκµετάλλευση του ρουµανικού υπεδάφους. Η Ρωσία κατά το Σεπτέµβριο του 1939 ήταν φίλη της Γερµανίας και η τότε πολιτική της ήταν απόλυτα δυσµενής προς τις δυτικές δυνάµεις.
Πέραν του από 23ης Αυγούστου 1939 συµφώνου µη επιθέσεως, το οποίο συνέδεε τη Σοβιετική Ένωση µε τη Γερµανία και το οποίο εξασφάλισε την τελευταία από κάθε ενόχληση από την πλευρά των Σοβιέτ σε οποιαδήποτε περίπτωση του αγώνα της, είχαν αµέσως µετά την κατάληψη και διανοµή της Πολωνίας υπογραφεί µεταξύ των δύο αυτών µεγάλων δυνάµεων και άλλες συµφωνίες. Με αυτές, η µεν Σοβιετική Ένωση αναλάµβανε τον ανεφοδιασµό της Γερµανίας µε πρώτες ύλες µε αντιστάθµισµα την εκ της Γερµανίας παροχή βιοµηχανικών ειδών.
Αφετέρου, διακηρυσσόταν από τις δύο δυνάµεις ότι µετά τον από κοινού καθορισµό νέου καθεστώτος στην Ανατολική Ευρώπη, θα ήταν συµφέρον όλων των εθνών να τεθεί τέρµα στην υπάρχουσα µεταξύ Γερµανίας και Βρετανίας εµπόλεµο κατάσταση και ότι θα καταβαλλόταν κάθε προσπάθεια προς την επίτευξη αυτού του σκοπού. ∆ηλωνόταν όµως σαφώς ότι σε περίπτωση αποτυχίας της προσπάθειας αυτής θα θεωρούνταν υπεύθυνες για τη συνέχιση του πολέµου η Βρετανία και η Γαλλία, και η Γερµανία και η Σοβιετική Ένωση θα συνεννοούνταν περί των ληπτέων µέτρων.
Η Ιταλία δεν ήταν εµπόλεµος το Σεπτέµβριο του 1939, αλλά δεν ήταν και ουδέτερη. Η µεσογειακή αυτή δύναµη διατηρούσε σηµαντικές δυνάµεις στις αφρικανικές της κτήσεις και υποχρέωνε τις δυτικές δυνάµεις να ακινητοποιούν επίσης σοβαρές δυνάµεις στην ήπειρο αυτή.
Αν η Ιταλία εισερχόταν στον πόλεµο, θα συνέπραττε µε τη Γερµανία, µε την οποία συνδεόταν µε συµµαχία και η είσοδός της στον πόλεµο, εκτός του ότι θα καθιστούσε τις στη Μεσόγειο συγκοινωνίες των δυτικών δυνάµεων δυσχερείς και επικίνδυνους, θα τις ανάγκαζε επιπλέον να αντιµετωπίσουν και πλήθος νέων αναγκών για τα αφρικανικά θέατρα πολέµου. Σε περίπτωση που η Ιταλία, µετά την κατάληψη της Αλβανίας επετίθετο εναντίον ενός από τα όµορα πλέον βαλκανικά κράτη, η βαλκανική σύρραξη θα είχε τοπικό µόνο χαρακτήρα, βάσει των υπαρχόντων πολιτικών συνθηκών.
Συγκεκριµένα, αν η Ιταλία επετίθετο µόνη ή µαζί µε τη Βουλγαρία εναντίον της Ελλάδας, ναι µεν θα ετίθεντο σε εφαρµογή οι αγγλογαλλικές εγγυήσεις και οι αγγλοτουρκικές συµφωνίες, η συµµαχική όµως ενέργεια, έστω και στην περίπτωση επιτυχούς αντιµετώπισης της ιταλικής επίθεσης, δεν θα µπορούσε να είναι τέτοια που να απειλήσει σοβαρά τη Γερµανία, αφού η Γιουγκοσλαβία και η Ρουµανία, όπως επίσης και η Ουγγαρία και η Βουλγαρία -εφόσον δεν συνέπραττε µε την Ιταλία- θα τηρούσαν ουδετερότητα.
Απόπειρα βίαιου προσεταιρισµού τους θα ανάγκαζε τα κράτη αυτά να προασπίσουν την ουδετερότητά τους και θα τα έριχνε στην αγκαλιά της Γερµανίας. Η Ρωσία -σύµφωνα µε τις τότε συµβατικές της υποχρεώσεις προς τη Γερµανία- δεν θα παρέµενε αδιάφορη εναντίον της διαµορφούµενης κατάστασης στα Βαλκάνια.
Αφετέρου, αν η Ιταλία επετίθετο στη Γιουγκοσλαβία, η Ελλάς θα παρέµενε ουδέτερη, αφού δεν είχε καµία συµβατική υποχρέωση να βοηθήσει τη γείτονά της και δεν θα επέτρεπε να χρησιµοποιηθεί το έδαφός της ως βάση επιχειρήσεων των δυτικών δυνάµεων προς ενίσχυση της Γιουγκοσλαβίας.
Από τα ανωτέρω διαφαίνεται ότι, όπως είχαν κατά το Σεπτέµβριο του 1939 οι πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες, δεν υπήρχαν ούτε οι πιθανότητες ούτε οι δυνατότητες -πρωτοβουλία των δυτικών δυνάµεων- δηµιουργίας βαλκανικού θεάτρου πολέµου, το οποίο θα µπορούσε να απειλήσει σοβαρά τη Γερµανία.
Μόνο αν τα τέσσερα βαλκανικά κράτη ασκούσαν κοινή εξωτερική πολιτική, είτε τασσόµενα αυτοβούλως παρά το πλευρό της Αγγλίας και της Γαλλίας είτε αντιµετωπίζοντας από κοινού οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια του Άξονα εναντίον ενός από αυτά και εξουδετερώνοντας ταχέως και σε αµφότερες τις περιπτώσεις τη Βουλγαρία, αν αυτή δεν τασσόταν στο πλευρό τους, θα ήταν δυνατό να δηµιουργηθεί Βαλκανικό Θέατρο Πολέµου ικανό να εξασκήσει επίδραση επί της όλης έκβασης της σύρραξης. Αλλά η πολιτική των τεσσάρων βαλκανικών κρατών κατά το Σεπτέµβριο του 1939 ήταν διαφορετική και όχι ευµενής για τη δηµιουργία συµπαγούς και πλήρους Βαλκανικού Μετώπου».
Προσπάθειες δηµιουργίας Βαλκανικού Μετώπου
Η πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας κατά το 1939 απέβλεπε στο να παραµείνουν ουδέτεροι τόσο η Ιταλία όσο και τα κράτη της Βαλκανικής Συνεννόησης. Κατά την εποχή εκείνη ήταν πρόδηλο ότι η Γερµανία και ενδεχοµένως η ΕΣΣ∆ θα ασκούσαν πολιτική διείσδυσης στα Βαλκάνια. Αντικειµενικός σκοπός της Γερµανίας ήταν ο έλεγχος της Ρουµανίας, και συνεπώς απειλούνταν τα βρετανικά στρατηγικά συµφέροντα στη Μέση Ανατολή. Μια τέτοια, όµως, διαταραχή θα ενέπλεκε πιθανώς και την Ιταλία, η οποία ενδιαφερόταν για την προστασία των συµφερόντων στη Βαλκανική.
Ως µέτρο αντιµετώπισης της απειλής αυτής, η Μεγάλη Βρετανία είχε προσεταιριστεί την Τουρκία, η οποία κατ’ αυτή αποτελούσε τη δικλίδα ασφαλείας για τη θέση των Συµµάχων στην περιοχή, δεδοµένου ότι το έδαφός της µαζί µε αυτό του Ιράκ παρείχαν το αναγκαίο στρατηγικό βάθος για την προάσπιση του Σουέζ και των πετρελαιοπηγών του Περσικού Κόλπου, όπως και του άξονα συγκοινωνιών Ιράκ-Παλαιστίνης.
Η ενίσχυση της Τουρκίας µε πολεµικό υλικό κρίθηκε απαραίτητη. Μελετήθηκε, επίσης, η ενίσχυσή της µε συµµαχικές δυνάµεις από την Αίγυπτο, οι οποίες, χάρη στην ιταλική ουδετερότητα, µπορούσαν να αποδεσµευτούν, αν τυχόν η Τουρκία δεχόταν επίθεση.
Οι Σύµµαχοι, και ιδίως οι Γάλλοι, εξάντλησαν την περίοδο Οκτωβρίου- ∆εκεµβρίου 1939 την ενεργητικότητά τους στην προσπάθεια να βρεθούν τρόποι ενίσχυσης της Τουρκίας από τις συµµαχικές δυνάµεις της Μέσης Ανατολής. Ωστόσο, όλες οι συµµαχικές κινήσεις γίνονταν µε «τακτ», ώστε να µην προκληθεί ιταλική αντίδραση. ∆εν πρέπει να ξεχνάµε ότι η Ιταλία, αν και σύµµαχος της Γερµανίας, δεν ήταν την περίοδο εκείνη εµπόλεµη. Οι, δε, εκτιµήσεις της συµµαχικής ηγεσίας στηρίχθηκαν στη βεβαιότητα ότι η Ιταλία θα παρέµενε ουδέτερη.
Έτσι, τα συµµαχικά επιτελεία της Μέσης Ανατολής άρχισαν επαφές µε το τουρκικό ΓΕΣ. Στα τέλη Νοεµβρίου 1939 έφθασαν στην Αθήνα δύο Τούρκοι επιτελείς και συναντήθηκαν µε τον Έλληνα αρχηγό ΓΕΣ αντιστράτηγο Παπάγο. Οι Τούρκοι ενηµέρωσαν τον Παπάγο για τις επαφές τους µε τους Συµµάχους και ζήτησαν την άποψή του. Αναφέρει ο Παπάγος: «∆ιά της ανακοίνωσης των δύο αξιωµατικών και εξ όσων προφορικά µου εξέθεσαν, µου γνωστοποιήθηκε ότι οι κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας είχαν πληροφορήσει τη σύµµαχό τους Τουρκία ότι, σε περίπτωση που η Ελλάδα θα δεχόταν επίθεση, προτίθεντο να την ενισχύσουν µε 4-5 µεραρχίες και ότι η τουρκική κυβέρνηση είχε αποδεχθεί τη διά του εδάφους της µεταφορά των δυνάµεων αυτών προς Θεσσαλονίκη και τη χρησιµοποίηση των τουρκικών σιδηροδρόµων και λιµανιών, σε περίπτωση που η απευθείας προς την Ελλάδα θαλάσσια µεταφορά παρουσίαζε δυσχέρειες.
Μου γνωστοποιήθηκε επίσης ότι τα συµµαχικά επιτελεία κατά τις τελευταίες στην Άγκυρα συσκέψεις είχαν παρακαλέσει τον Τούρκο Αρχηγό ΓΕΣ να αναλάβει να πληροφορήσει το ελληνικό ΓΕΣ περί των προθέσεών τους και να ζητήσει να προπαρασκευαστούν και να διατεθούν και άλλα λιµάνια πέραν της Θεσσαλονίκης, µεταξύ Θεσσαλονίκης και Αλεξανδρούπολης. Αφετέρου δε να ζητήσει να επιτρέψει η Ελλάδα την από τότε µεταφορά και αποθήκευση των εφοδίων και υλικών του εκστρατευτικού σώµατος, τη φύλαξη και διευθέτηση των οποίων θα αναλάµβαναν δύο αξιωµατικοί επιτελείς, τους οποίους οι Σύµµαχοι θα έστελναν µε πολιτικά στην Ελλάδα εν πλήρη µυστικότητα.
Οι Σύµµαχοι ζητούσαν, επίσης, µέσω του τουρκικού ΓΕΣ, πληροφορίες από το ελληνικό ΓΕΣ που αφορούσαν την αποβίβαση των συµµαχικών στρατευµάτων, και κυρίως τον Ελληνικό Στρατό». Επίσης, οι Τούρκοι αξιωµατικοί πληροφόρησαν τον Παπάγο ότι σε περίπτωση πολέµου η Γαλλία ήταν διατεθειµένη να αποστείλει στην Ελλάδα «υψηλή στρατιωτική προσωπικότητα», όπως αυτολεξεί αναφέρει ο Παπάγος.
Συνεχίζοντας, ο Έλληνας αρχιστράτηγος αναφέρει: «Οι Τούρκοι αξιωµατικοί έθιξαν και γενικότερα το ζήτηµα της επέκτασης του πολέµου στα Βαλκάνια. Είχαν την αντίληψη ότι η σύρραξη θα έφθανε σύντοµα και στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Αν και παραξενεύτηκα κάπως, διότι οι αγγλογαλλικές απόψεις όσον αφορά την παρασχεθείσα βοήθεια µου διαβιβάζονταν µέσω του τουρκικού ΓΕΣ, ανέπτυξα προφορικά τις ελληνικές αντιλήψεις… Οι εν λόγω απόψεις µου ήταν οι εξής:
Σε περίπτωση επίθεσης µεγάλης δύναµης εναντίον της Ελλάδος, η βοήθεια 4-5 µεραρχιών δεν θα ήταν αρκετή. Κατά πρώτο λόγο, θα έπρεπε να ενισχυθούµε µε συµµαχικές αεροπορικές µονάδες και µε αντιαεροπορικό πυροβολικό, ώστε όχι µόνο να εξασφαλιστεί η ακόλλητη διεξαγωγή της επιστράτευσής µας, αλλά και να εκτελεστεί υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες η µετέπειτα απόβαση συµµαχικών στρατευµάτων στη Θεσσαλονίκη ή αλλού ή η µεταφορά τους στο ελληνικό έδαφος µέσω του τουρκικού εδάφους. Οµοίως, θα έπρεπε να εξασφαλιστεί η συνεργασία του συµµαχικού στόλου…
Έγραφα εποµένως προς τον Αρχηγό του τουρκικού ΓΕΣ ότι, αν οι κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας είχαν απευθείας αποταθεί στην Ελλάδα για τις απαραίτητες συνεννοήσεις, βάσει των εγγυήσεων που είχαν οι κυβερνήσεις αυτές δώσει, η Ελλάδα θα απαντούσε ως εξής: «“Είναι απαραίτητο η Μ. Βρετανία και η Γαλλία να βοηθήσουν την Ελλάδα, όπως επιταχυνθεί ο ρυθµός της στρατιωτικής της προπαρασκευής”. Προς τούτο θα έπρεπε αφενός να εγκριθεί το ταχύτερο η παράδοση των αεροπλάνων, τα οποία η ελληνική κυβέρνηση διά των ίδιων οικονοµικών µέσων είχε παραγγείλει στις αγγλικές και γαλλικές βιοµηχανίες και τα οποία είχαν δεσµευτεί µε την κήρυξη του πολέµου από τις κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας…».
Νέες διαπραγµατεύσεις και επαφές
Στις 23 ∆εκεµβρίου 1939 έφθασε στην Αθήνα Γάλλος αξιωµατικός, απεσταλµένος του Γάλλου αρχιστρατήγου του γαλλικού Στρατού στρατηγού Μορίς Γκαµελέν. Επρόκειτο για τον αντισυνταγµατάρχη Μαριό, ο οποίος είχε υπηρετήσει παλαιότερα στη γαλλική στρατιωτική αποστολή στην Ελλάδα. Η συνάντηση Παπάγου-Μαριό έγινε αργά την ίδια νύχτα.
Ο Γάλλος παρέδωσε στον Παπάγο ιδιόχειρη επιστολή του Γκαµελέν. Στην επιστολή ο τελευταίος, αφού διαβεβαίωνε τον Παπάγο ότι κατόπιν των εγγυήσεων προς την Ελλάδα η Βρετανία και η Γαλλία θα παρείχαν βοήθεια στην Ελλάδα, ζητούσε από τον Παπάγο να του εκθέσει τις δικές του απόψεις επί της στρατιωτικής και πολιτικής κατάστασης στα Βαλκάνια, καθώς και σχετικά µε τη συµµαχική βοήθεια και την προπαρασκευή της.
Ο Παπάγος, εκθέτοντας τις απόψεις του, επέµεινε ιδιαίτερα στην ανάγκη εκ των προτέρων κατάρτισης γενικού σχεδίου ενέργειας, το οποίο θα αναφερόταν στις επιµέρους περιπτώσεις επέκτασης του πολέµου στα Βαλκάνια – σε περίπτωση ελληνικής, γιουγκοσλαβικής ή/και βουλγαρικής εµπλοκής.
Στο γενικό σχέδιο θα έπρεπε να αναφέρονται και οι αποστολές που ο κάθε συµµαχικός Στρατός θα αναλάµβανε και θα έπρεπε, επίσης, να υπάρξει σχεδιασµός εξουδετέρωσης της Βουλγαρίας, σε περίπτωση που αυτή είτε συµµετείχε στην επίθεση κατά των άλλων βαλκανικών δυνάµεων µε τη συνεργασία Ιταλίας ή Γερµανίας είτε την επέτρεπε µέσω του εδάφους της.
Ο Παπάγος τόνισε στον Γάλλο συνοµιλητή του: «Η αποτελεσµατικότερη βοήθεια που θα µπορούσαν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι να µας προσφέρουν θα ήταν να µας βοηθήσουν το ταχύτερο προ της τυχόν εις πόλεµο ανάµειξής µας να επισπεύσουµε το ρυθµό της στρατιωτικής µας προπαρασκευής».
Ο Παπάγος είχε δύο ακόµη συναντήσεις µε τον Μαριό. Στην τελευταία συνάντηση παρέδωσε επιστολή προς τον στρατηγό Γκαµελέν, µε την οποία τον παρακαλούσε να µεσολαβήσει, ώστε να ικανοποιηθούν τα ελληνικά αιτήµατα παράδοσης οπλισµού. Τελικά, φυσικά, σχεδόν τίποτα από τα αιτούµενα όπλα δεν παραδόθηκε.
Ο Παπάγος, µε πικρία, αναφέρει: «Στις ελληνικές απόψεις που εκτέθηκαν λεπτοµερώς και επακριβώς στις κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας (…) ουδεµία σαφής και συγκεκριµένη απάντηση δόθηκε ποτέ και ουδεµία σοβαρή εργασία προπαρασκευής έγινε στη βάση αυτή. Οι στην Αθήνα στρατιωτικοί ακόλουθοι των δύο δυτικών δυνάµεων περιορίζονταν µόνο να ζητούν πληροφορίες που αφορούσαν την απόδοση του σιδηροδροµικού µας δικτύου, των λιµένων µας, τις οδικές µας συγκοινωνίες, το τηλεφωνικό και ραδιοτηλεγραφικό δίκτυο της χώρας, τα υπάρχοντα αεροδρόµια, τις στρατιωτικές βιοµηχανίες, τα υπάρχοντα στην Ελλάδα µέσα διατροφής και περίθαλψης και διάφορες άλλες πληροφορίες… Με το τουρκικό ΓΕΣ και την ανώτατη συµµαχική διοίκηση ουδεµία άλλη σχετική επαφή ή συνεννόηση έγινε. Μόνο περί τα τέλη Φεβρουαρίου 1940, ο στρατηγός Βεϊγκάν ζήτησε να εγκριθεί η αποστολή στην Ελλάδα δύο αξιωµατικών της γαλλικής Αεροπορίας από τη Συρία, για την αναγνώριση των αεροδροµίων εκείνων τα οποία εν ώρα πολέµου θα διέθετε η Ελληνική ∆ιοίκηση διά τη συµµαχική εις Αεροπορία ενίσχυση. Μετά από έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης έφθασαν, στις αρχές Μαρτίου 1940, δύο Γάλλοι αεροπόροι µε πολιτική περιβολή (…) στους οποίους υποδείχθηκαν τα κατάλληλα αεροδρόµια για την ανάπτυξη συµµαχικών αεροπορικών ενισχύσεων».
Ναυάγιο
Ακολούθησε και νέα ανταλλαγή επιστολών µεταξύ Βεϊγκάν και Παπάγου εντός του Μαρτίου του 1940, αλλά πέραν τούτου τίποτα. Οι αναγνωρίσεις στα ελληνικά αεροδρόµια εκτελέστηκαν και η αναφορά των Γάλλων αεροπόρων ήταν θετική.
Το γαλλικό ΓΕΣ κατόπιν τούτου συνέχισε να ονειροβατεί σχετικά µε το θέµα της δηµιουργίας Βαλκανικού Μετώπου.
Στις 6 Μαρτίου 1940 σε αναφορά του Γκαµελέν περί της συµµαχικής πολιτικής στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή τονιζόταν: «Το βαλκανικό πρόβληµα ενδιαφέρει προ πάντων τη Γαλλία, γιατί η Γαλλία θεωρεί δυνατό και ευκταίο:
1. Να αποκλειστεί για τη Γερµανία και τη Σοβιετική Ένωση η κάθοδος µέσω των Στενών [του Βοσπόρου] και του Αιγαίου Πελάγους, διαµέσου των Βαλκανίων.
2. Να αντιπαραταχθούν έναντι των γερµανικών και σοβιετικών στρατευµάτων οι στρατιές των βαλκανικών χωρών σε ένα τεράστιο µέτωπο τριβής.
Εξάλλου, το ζήτηµα αυτό συνδέεται στενά µε τη στάση της Ιταλίας, άνευ της ρητής ή σιωπηλής συγκατάθεσης της οποίας δεν µπορούµε να διαθέσουµε στρατεύµατα στη Θεσσαλονίκη.
Εκτός αυτού, ο γαλλικός Στρατός διατηρεί ανέκαθεν κανονικές σχέσεις µε τους Στρατούς της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουµανίας, ακόµα δε και της Ελλάδος. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Ανώτατο Γαλλικό Αρχηγείο προτίθεται να χρησιµοποιήσει στην περιοχή της Θεσσαλονίκης το κύριο σώµα των γαλλικών δυνάµεων, προκειµένου είτε να εµποδίσουν οι Σύµµαχοι στους αντιπάλους τους να κατέλθουν στο Αιγαίο Πέλαγος είτε και να σπεύσουν σε βοήθεια της Γιουγκοσλαβίας ή της Ρουµανίας είτε να διακανονίσουν προηγουµένως σε συνεννόηση µε τα λοιπά βαλκανικά κράτη το βουλγαρικό πρόβληµα».
Ο Γκαµελέν, σε άλλη αναφορά του, συνδυάζοντας το σχεδιασµό διεξαγωγής επιχειρήσεων τόσο στη Φινλανδία όσο και στα Βαλκάνια, έγραφε: «Η δηµιουργία ενός βόρειου πολεµικού µετώπου παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Εκτός των ηθικών πλεονεκτηµάτων, ο αποκλεισµός (της Γερµανίας) θα καταστεί στενότερος, προπάντων όµως έχει σηµασία η παρεµπόδιση της µεταφοράς του χαλκού στη Γερµανία.
Υπό την έννοια αυτή, µια ενέργεια στα Βαλκάνια συνδυαζόµενη µε την επιχείρηση στη Σκανδιναβία θα ήταν κατάλληλη, για να επεκτείνει την οικονοµική περίσφιγξη του Ράιχ. Η Γερµανία κατόπιν τούτου θα διέθετε ακόµη µία µοναδική διέξοδο διά των συνόρων της µε τη Σοβιετική Ρωσία…
Επί του στρατιωτικού επιπέδου, µια επιχείρηση στα Βαλκάνια θα ήταν πάντοτε περισσότερο πλεονεκτική για τη Γαλλία από µια επιχείρηση στη Σκανδιναβία.
Το πολεµικό µέτωπο θα διευρυνόταν, η Γιουγκοσλαβία, η Ρουµανία, η Ελλάδα και η Τουρκία θα µας πρόσφεραν µια ενίσχυση 100 περίπου µεραρχιών.
Η Σουηδία και η Νορβηγία θα µας παρείχαν µόνο την ασθενή υποστήριξη δέκα περίπου µεραρχιών. Η δύναµη των στρατευµάτων, την οποία οι Γερµανοί θα υποχρεώνονταν να αποσύρουν από το δυτικό µέτωπο, για να αντιµετωπίσουν τις νέες επιχειρήσεις, θα ήταν αναµφίβολα ανάλογο».
Από τα παραπάνω φαίνεται ξεκάθαρα ότι η συµµαχική και κυρίως η γαλλική στρατιωτική ηγεσία δεν είχε καµία συναίσθηση των στρατιωτικών και πολιτικών συνθηκών που είχαν διαµορφωθεί στα Βαλκάνια εκείνη την περίοδο, ονειρευόµενη τεράστιες συµµαχικές στρατιές που θα πολεµούσαν ουσιαστικά για τη Γαλλία, οι κάτοικοι της οποίας αρνούνταν οι ίδιοι να πολεµήσουν για την πατρίδα τους.
Το γεγονός αυτό είχε -όπως αναφέρθηκε- τονιστεί ιδιαίτερα στους Συµµάχους από το ελληνικό ΓΕΣ, αλλά κανείς δεν έδωσε σηµασία στις ελληνικές αιτιάσεις. Αντίθετα, οι Γάλλοι φρόντισαν να διατηρήσουν στα αρχεία τους τη σχετική αλληλογραφία. Φρόντισαν, επίσης, να περιέλθει άθικτη στα χέρια των Γερµανών, δίνοντας στους τελευταίους τη δικαιολογία για την κατά της Ελλάδας επίθεση.
Μετά τις άκαρπες, πάντως, επαφές του µε τους Συµµάχους, ο απογοητευµένος Παπάγος, γνωρίζοντας πλέον ότι η Ελλάδα ήταν µόνη, προετοιµάστηκε όσο µπορούσε καλύτερα.
Αξίζει, τέλος, να σηµειωθεί η απόλυτα καιροσκοπική στάση της Τουρκίας, «φίλης» τότε της Ελλάδος και συµµάχου Βρετανών και Γάλλων, η οποία όµως αθέτησε όλες τις διαβεβαιώσεις που είχε παράσχει και έφθασε να κηρύξει τον πόλεµο στη Γερµανία το Μάρτιο του 1945, όταν οι Ρώσοι βρίσκονταν έξω από το Βερολίνο.
Παρ’ όλα αυτά, οι µεγάλοι «σύµµαχοί» µας, την Ελλάδα -που µε τόσες θυσίες πρόσφερε στο συµµαχικό αγώνα- αρνήθηκαν να την ανταµείψουν όπως θα έπρεπε, προς τιµήν των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων νεκρών του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου.
Απόσπασµα από τη µυστική έκθεση του Γερµανού πρεσβευτή στην Αθήνα πρίγκιπα Φον Έρµπαχ, που στάλθηκε στον Χίτλερ στις 15 Νοεµβρίου 1940
«Ο Μεταξάς έδωσε τη µόνη απάντηση την οποία θα µπορούσε να δώσει, δηλαδή να θεωρήσει το τελεσίγραφο ως κήρυξη πολέµου… Ο Μεταξάς µπορεί δικαίως να ισχυρισθεί ότι µε το βιβλικό τρόπο, µε τον οποίο µίλησε, εκπροσώπησε και τον τελευταίο υποδηµατοκαθαριστή της Αθήνας.
Οι κληθέντες υπό τα όπλα άνδρες έφθαναν το πρώτο πρωί της επιστράτευσης στα ορισµένα κέντρα κατά πυκνές οµάδες. Μπορούσε κανείς να παρατηρήσει απερίγραπτες σκηνές ενθουσιασµού στα κέντρα αυτά, και µάλιστα ενθουσιασµού από τον οποίο έλειπε κάθε νότιος θεατρινισµός και κάθε συναισθηµατική επιπολαιότητα.
Μεταξύ των εκατοντάδων που είχαν ντυθεί στο χακί και τους οποίους είδα µε τα µάτια µου, µόνο έναν είδα δακρυσµένο. Αποχαιρετούσε τους γονείς του που είχαν έλθει ως τον στρατώνα και έφευγε για το µέτωπο. Ο πατέρας του, ένας χωρικός, του έδωσε το χέρι και τον άκουσα να του λέει: “Μην κλαις. Αποφάσισε ήσυχα ότι θα σκοτωθείς. Αν πεθάνεις, επειδή δεν έχω άλλο παιδί, θα πάρω εγώ τη θέση σου στο µέτωπο”.
Παρόµοιες ιστορίες ακούγονται παντού στους δρόµους, όλες αυθόρµητες.
Αν οι Ιταλοί είχαν στηρίξει τις πληροφορίες τους σε ανάλογες µικρές ιστορίες του λαού και δεν βασιζόταν στις “βόµβες” των νεήλυδων πρακτόρων τους, δεν θα είχαν βρεθεί ενώπιον τόσων εκπλήξεων από τη στάση των Ελλήνων. ∆εκατέσσερις ηµέρες µετά την έναρξη του πολέµου, η ατµόσφαιρα ενθουσιασµού εξακολουθεί να υπάρχει στην Αθήνα.
∆εν υπάρχει η παραµικρή αµφιβολία ότι ο λαός χαρακτηρίζει αυτόν τον πόλεµο ως δικό του πόλεµο και κατέχεται από το αίσθηµα ότι αγωνιζόµενος υπηρετεί το ∆ίκαιο.
Για έναν φτωχό λαό, ο οποίος µόλις πριν από 100 έτη θυσιάστηκε σύσσωµος και προτίµησε την πλήρη αθλιότητα, προκειµένου να ζήσει ελεύθερος, η εθνική του ανεξαρτησία, όσο και αν αυτό φαίνεται άποψη αναχρονιστική, δεν είναι έννοια χωρίς περιεχόµενο, ιδιαίτερα απέναντι σε έναν εχθρό όπως οι Ιταλοί».