του Ιωάννη Κουζίου, Ιστορικού ερευνητή, Π.Ε. Ελληνικού Πολιτισμού
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ή η Αγία και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, εδρεύει στην συνοικία Φανάρι της Κωνσταντινούπολης από το 1601. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (381 μ.Χ), ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, φέρει τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως και ταυτόχρονα διατηρεί τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη σύμφωνα με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπολης, ο Πατριάρχης έχει την πνευματική ευθύνη για τους ελληνορθόδοξους της Πόλης που το 1920 αριθμούσαν περί τους 350.000. Μετά την άλωση της Πόλης (1453),ο Πατριάρχης αναγνωρίστηκε ως ο Εθνάρχης (millet bashi), όλων των ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε αυτό το πλαίσιο το Πατριαρχείο απέκτησε προνόμια (διοικητικά, οικονομικά, εκπαιδευτικά), που διατηρούσε ως την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αλεξανδρής Α., 2021, σελ:123-124), (Τσαπαλιάρης Β., 2002, σελ:170).
Μετά όμως από την Συνθήκη της Λωζάνης (1923) και την ανταλλαγή των πληθυσμών, δεν μειώθηκε μόνο ο πληθυσμός των ελληνορθοδόξων, αλλά μειώθηκαν ακόμα περισσότερο τα προνόμια του Πατριαρχείου και η δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής, που περιορίστηκε στους 110.000 περίπου εναπομείναντες ελληνορθόδοξους. Επίσης το Πατριαρχείο απώλεσε το δικαίωμα ιδιοκτησίας τόσο επί της κοινοτικής περιουσίας όσο και των ελληνορθόδοξων βακουφίων, που του είχε αναγνωριστεί με βάση τον ν. 1328/1912 (Αλεξανδρής, Α., 2021, σελ: 124-125).
Ανάλογη εικόνα συρρίκνωσης παρουσιάζεται και τα επόμενα χρόνια κυρίως μετά τους διωγμούς που υπέστη η ελληνική μειονότητα ως αποτέλεσμα των ελληνοτουρκικών κρίσεων κατά διαστήματα από το 1923-1976. Σήμερα ο αριθμός των ελληνορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τένεδου, δεν ξεπερνά τους 3.500. Από τα ανωτέρω γίνεται κατανοητό ότι ο θεσμός του Πατριαρχείου, σε περιόδους ελληνοτουρκικών κρίσεων αντιμετώπιζε και αυτός όπως η ελληνορθόδοξη μειονότητα, ανθελληνικές πολιτικές διώξεων και πιέσεων, με στόχο την μείωση του κύρους και του ρόλου του. Μέχρι πρόσφατα το Πατριαρχείο είχε γίνει στόχος των φανατικών ισλαμιστών με βομβιστικές ενέργειες εναντίον εκκλησιών (Αγ Δημητρίου Πρίγκηπο 1996), σχολείων, ιδρυμάτων, συλήσεων κοιμητηρίων, ακόμα και δολοφονικών επιθέσεων όπως κατά του νεωκόρου Βασίλειου Χαβιαρόπουλου το 1998 (Αλεξανδρής Α., 2022, σελ:126), (Τσαπαλιάρης Β., 2002, σελ:172).
Από το 1923 το Κεμαλικό καθεστώς ζητούσε την απομάκρυνση του Πατριαρχείου από την Τουρκία καθώς πίστευε ότι λειτουργεί ενάντια στα τουρκικά συμφέροντα και υπέρ της Ελλάδας. Τελικά αυτό που πέτυχε η Τουρκία ήταν να μειώσει την οικουμενική διάσταση του Πατριαρχείου, καθώς από το 1925 αναγνωρίζεται μόνο ως ίδρυμα τουρκικού εσωτερικού δικαίου, με αρνητικές συνέπειες στην εκτέλεση των θρησκευτικών του καθηκόντων. Επίσης με το τεζκερέ του 1923 οι υποψήφιοι για τον πατριαρχικό θώκο πρέπει να είναι μόνο τούρκοι πολίτες, κληρικοί, γεγονός που θέτει περιορισμούς στην αναζήτηση υποψηφίων,(Αλεξανδρής Α., 2021, σελ:129), (Τσαπαλιάρης Β., 2002, σελ: 174).
Τόσο η ελληνορθόδοξη μειονότητα της Τουρκίας και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από τις εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία, και από την εσωτερική πολιτική της γείτονος χώρας. Καθώς σε περιόδους κρίσεων και έντασης μεταξύ των δύο χωρών, το τουρκικό κράτος εξαντλούσε την ανθελληνική του πολιτική στην ελληνορθόδοξη μειονότητα, μέσω διώξεων, απελάσεων, οικονομικής εξαθλίωσης, αφαίρεση των μειονοτικών δικαιωμάτων, ακόμα και δολοφονικών επιθέσεων, καταπατώντας την Συνθήκη της Λωζάνης αλλά και κάθε αίσθημα δικαίου. Ανάλογη είναι η κατάσταση και για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς η άσκηση πολιτικών περιορισμών και πιέσεων από την τουρκική δημοκρατία, δυσχεραίνουν σημαντικά την λειτουργία του και απειλούν τελικά την ύπαρξή του.