Αδικαιολόγητος πλουτισμός – Ελεύθερη ένωση -.
Συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό συντρόφου ελεύθερης ένωσης η αγορά διαμερίσματος με χρήματα που η σύντροφός του εισήγαγε από το εξωτερικό και δραχμοποίησε, λόγω του μεταξύ τους δεσμού εμπιστοσύνης, επειδή η ενάγουσα πίστευε βάσιμα ότι παρέχοντας τα χρήματα στον σύντροφό της θα εξασφαλιζόταν η συμβίωση και η διαμονή τους εφ όρου ζωής ως ζευγάρι στο διαμέρισμα αυτό, κατά δε την ημέρα του θανάτου του συντρόφου της έληξε η νόμιμη αιτία, για την οποία δόθηκαν τα χρήματα. Η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι κληρονομητή.
Αριθμός 2/2017
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Χαράλαμπο Παπακώστα, Πρόεδρο Εφετών, Φωτεινή Μηλιώνη, Εφέτη και Χρήστο Τσάκα, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Ευανθία Βλαχοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Κοζάνη την 5η Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ: …, κατοίκου Αθήνας, οδός …, Κουκάκι, η οποία παραστάθηκε με δήλωση κατ’ αρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Παναγιώτη Νικολόπουλου, του Δ.Σ Αθηνών, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΚΛΗΣΗ: …, κατοίκου Κοζάνης, οδός …, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Μπίκα Κωνσταντίνου του ΔΣ Κοζάνης, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη-καλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 201/5-9-2007 αγωγή της κατά της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας-καθής η κλήση, ζητώντας τα σε αυτήν αναφερόμενα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 163/2008 απόφαση του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα-καθής η κλήση με την υπ’ αριθμ. 14/22-5-2009 έφεση της κατά της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης-καλούσας, η οποία προσδιορίστηκε να δικαστεί (αριθμ. εκθ. κατ. προσδιορισμού στο Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας 120/19-6-2009) στη δικάσιμο της 14-4-2010, και μετά από νόμιμη αναβολή στη δικάσιμο της 2-2-2011 και μετά από νόμιμη αναβολή στην δικάσιμο της 1-2-2012, κατά την οποία τελευταία αυτή δικάσιμο συζητήθηκε η υπόθεση και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 68/26-4-2012 απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, η οποία δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη και δικάζοντας την από 6-9-2007 αγωγή απέρριψε αυτήν, Την αναίρεση της τελευταίας αυτής απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα και ήδη καλούσαμε την από 30-1-2013 αίτηση της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1751/2014 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Α2 Πολιτικό Τμήμα) η οποία αναίρεσε την 68/2012 απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας και καθής η κλήση προσδιορίσθηκε να συζητηθεί αρχικά για την δικάσιμο της 13-1 -201β μετά από νόμιμη αναβολή για την 11-5-2016 και μετά από νόμιμη αναβολή για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παρουσιάστηκαν όπως παραπάνω αναφέρεται. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθής η κλήση ανέπτυξε και προφορικά τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται στις προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 10-3-2015 κλήση της εφεσίβλητης επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου της παραπομπής που απαρτίζεται από άλλους Δικαστές (άρθρα 580 παρ.3, 581 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ) η υπόθεση μετά την έκδοση της 1751/2014 απόφασης του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου που ανήρεσε την 68/2012 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο.
Η ενάγουσα … άσκησε κατά της εναγομένης … την αρ. καταθ. 201/2007 αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κοζάνης με την οποία ισχυρίστηκε ότι από του έτους 1983 συζούσε σε ελεύθερη ένωση με τον αποβιώσαντα στις 27-11-1997 … του οποίου η εναγομένη τυγχάνει αδελφή και μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος. Ότι μεταξύ αυτής και του … εξ αφορμής της συμβίωσης αναπτύχθηκε δεσμός εμπιστοσύνης με περιεχόμενο προσφορά χρηματικών παροχών και προσωπικών υπηρεσιών από την ίδια στο σύντροφο της με την προϋπόθεση της μονιμότητας της συμβίωσης. Ότι εκ της λόγω του θανάτου αθέτησης του συνδέσμου, έληξε η νόμιμη αιτία για την οποία προσφέρθηκαν τα χρηματικά αυτά ποσά και οι υπηρεσίες της προς τον συμβίο της και με τον τρόπο αυτό η εναγόμενη ως κληρονόμος του πλούτισε χωρίς νόμιμη αιτία αδικαιολόγητα σε βάρος της δικής της περιουσίας, αφού απέκτησε περιουσιακά στοιχεία για τα οποία υφίστατο η αξίωση της κατά του θανόντος. Ειδικότερα ότι από το 1983 έως το 1987 δραχμοποίησε 27.448,79 ελβετικά φράγκα (19.405 ευρώ) για την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών. Ότι το 1988 εισήγαγε και δραχμοποίησε 30.000 ελβετικά φράγκα (18.742 ευρώ) με τα οποία ο … αγόρασε διαμέρισμα αξίας 69.414 ευρώ στο χρόνο θανάτου του. Επίσης απέκτησε στον ίδιο χρόνο 1/2 εξ αδιαιρέτου οικοπέδου αξίας 28.923 ευρώ και αυτοκίνητο αξίας 2.893 ευρώ, δηλαδή περιουσιακά στοιχεία αξίας 101.230 ευρώ συνιστώντα τον σωζόμενο στο πρόσωπο της εναγόμενης πλουτισμό που αποκτήθηκε σε βάρος της περιουσίας της αφού η ίδια συνέβαλε με τα άνω ποσά και την εργασία της με οικιακή απασχόληση και φροντίδα το χρονικό διάστημα της συμβίωσης και ιδιαίτερα της ασθένειας του …. Ότι η συμβολή της ανέρχεται σε ποσοστό 95% και υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των χρημάτων και της ζημίας που υπέστη με το θάνατο του. Ζήτησε δε να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της μεταβιβάσει κατά κυριότητα τα δύο αναλυτικώς περιγραφόμενα στην αγωγή ακίνητα, άλλως να αναγνωρισθεί η υποχρέωση να της καταβάλει την αξία του ύψους 96.158 ευρώ με το νόμιμο τόκο σύμφωνα με τις διακρίσεις της αγωγής.
Επ’ αυτής εκδόθηκε η 163/2008 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης που δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να μεταβιβάσει στην ενάγουσα το διαμέρισμα της οδού στο δεύτερο υπέρ του ισογείου όροφο της περιοχής Ακροπόλεως Αθηνών.
Κατά της ανωτέρω απόφασης η εναγομένη άσκησε την κρινόμενη από 21-5-2009 έφεση της, παραπονούμενη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησε την εξαφάνιση της και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολο της. Συζητήσεως γενομένης επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η 68/2012 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία την έκανε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, εξαφάνισε την εκκαλουμένη και απέρριψε την από 6-9-2007 ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη με την αιτιολογία ότι η εξώγαμη συμβίωση και η σιωπηρώς ενυπάρχουσα συμφωνία για την αμοιβαία, μέσα στο πλαίσιο της δημιουργούμενης σχέσης εμπιστοσύνης, παροχή υπηρεσιών ή περιουσιακή επίδοση μεταξύ των συμβιούντων αποτελεί αιτία διατηρήσεως των περιουσιακών ωφελειών του ενός προς τον άλλο που αποκλείουν την αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Την αναίρεση της αποφάσεως αυτής ζήτησε με την από 30-1-2013 αίτηση της η εφεσίβλητη – ενάγουσα. Επ’ αυτής εκδόθηκε η προεκτεθείσα απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου που ανήρεσε την πιο πάνω 68/2012 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου με την αιτιολογία ότι αντίθετα με τις παραδοχές της αναιρεθείσας είναι νόμιμη η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού όταν αυτός προέρχεται από εξώγαμη συμβίωση με σιωπηρώς ενυπάρχουσα συμφωνία για την αμοιβαία, στο πλαίσιο της εμπιστοσύνης, παροχή υπηρεσιών ή περιουσιακών επιδόσεων μεταξύ των συμβιούντων και αποτελεί αιτία μη διατήρησης των εντεύθεν περιουσιακών ωφελειών που δικαιολογούν την άνω αξίωση, και ότι με τον τρόπο αυτό υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Παρέπεμψε δε την υπόθεση προς εκ νέου εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο με διαφορετική σύνθεση. Συνεπώς, πρέπει η κρινόμενη έφεση, που έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρ. 495, 548 παρ. 2 ΚΠολΔ), να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγω της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα πρακτικά συνεδρίασης του, όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (μεταξύ των οποίων οι καταθέσεις μαρτύρων στα πλαίσια άλλων δικαστηρίων μεταξύ των διαδίκων βλ. ΑΠ 186/1978 No Β 1971,40, ακόμη και οι ημιτελείς βλ. ΑΠ 714/1993 Ελλ. Δνη 1995/95, αλλά και οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων των διαδίκων σε άλλες δίκες καθόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν έγιναν με το σκοπό να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη ΑΠ 55/1995 ΕΕΝ 96/101) από τις με αριθμούς 2459, 2460,2461/22-9-2008 ένορκες βεβαιώσεις της συμβολαιογράφου Αθηνών … των μαρτύρων …, οι οποίες λήφθησαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. την 416 Δ/17-9-2008 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κοζάνης …), από τη με αριθμό /24-9-2008 πράξη κατάθεσης του συμβολαιογράφου Κοζάνης … του μάρτυρος … που λήφθηκε κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. την 6640Β/19-9-2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …), τα δημόσια – τιμολόγια του κρατικού νοσοκομείου Καντόσπιταλ Βασιλείας-Ελβετίας τα οποία έχουν εκδοθεί στη γερμανική γλώσσα και συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση τους (ΑΠ 464/1985 ΝοΒ 1986/193), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα Ελβετίδα υπήκοος και ο …, αδελφός της εναγόμενης κατόπιν γνωριμίας τους το έτος 1981 αποφάσισαν να ζήσουν μαζί σε ελεύθερη ένωση ως ζευγάρι κατά το έτος 1983 και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Ο δεσμός μεταξύ τους ήταν ισχυρός και η απόφαση τους για συμβίωση σοβαρή ως δύο άτομα που επιλέγουν τυπική τέλεση γάμου. Έζησαν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους μέχρι την 27-11-1997 κατά την οποία ο … απεβίωσε λόγω καρδιακού προβλήματος. Το 1990 ο … υπέστη έμφραγμα μυοκαρδίου και τότε και το 1991 μετέβη με την ενάγουσα στο νοσοκομείο Καντόσπιταλ της Βασιλείας-Ελβετίας και σύμφωνα με την ληξιαρχική πράξη θανάτου αυτός συνέβη λόγω καρδιακού κολποκοιλιακού διαχωρισμού, καρδιακής ανεπάρκειας, νεφρικής ανεπάρκειας και ισχαιμικής μυοκαρδιοπάθειας. Σε όλο αυτό το διάστημα η ενάγουσα του συμπαραστάθηκε ως συμβία. Η ενάγουσα που διέθετε περιουσία στην Ελβετία, συντηρούνταν αρχικά με …. που δραχμοποιούσε σταδιακά και από το 1985 εργαζόταν ως λογοθεραπεύτρια στην ΕΛΕΠΑΑΠ λαμβάνοντας ικανοποιητικές αποδοχές(60.000 δρχ./μήνα το 1985, 297.000 δρχ./μήνα το 1998) και διατηρούσε ιδιωτικό γραφείο, ποσά που επαρκούσαν για τις προσωπικές της ανάγκες. Ο συμβίος της εργαζόταν ως αρχιτέκτονας μηχανικός και δεν είχε στην Ελλάδα κανένα περιουσιακό στοιχείο κατά την έναρξη της συμβίωσης. Από την εργασία του απεκόμιζε σημαντικά ποσά που επαρκούσαν για τις προσωπικές του ανάγκες από δε του 1990 έτους ανέστειλε τις επαγγελματικές του δραστηριότητες λόγω του προβλήματος υγείας. Με το …/10-6-1988 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών … ο … αγόρασε ένα διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου οικοδομής στην οδό … στην Αθήνα, εμβαδού 71 τ.μ. αποτελούμενου από τρία κύρια δωμάτια, χωλ, κουζίνα και λουτρό, αντικειμενικής αξίας 2.362.800 δραχμών έναντι αναγραφομένου τιμήματος 2.400.000 δραχμών και πραγματικά καταβληθέντος τιμήματος 6.500.000 δραχμών, εκ του οποίου 500.000 δραχμές πιστώθηκαν και εξοφλήθηκαν στην πωλήτρια με την …/2-12-1988 πράξη της άνω συμβολαιογράφου. Το τίμημα δόθηκε αποκλειστικά από την ενάγουσα η οποία εισήγαγε στις 29-4-1988 30.000 ελβετικά φράγκα και έλαβε ποσό 6.480.000 δραχμών, όπως προκύπτει από σχετικό παραστατικό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Στην ενέργεια αυτή προέβη η ενάγουσα ενόψει του μεταξύ τους δεσμού εμπιστοσύνης με περιεχόμενο την προσφορά απ’ αυτήν προσωπικών υπηρεσιών και της παροχής αυτής για την απόκτηση του διαμερίσματος, στο οποίο θα ζούσαν και οι δύο στα πλαίσια μονιμότητας. Δηλαδή η ενάγουσα βάσιμα πίστευε όταν παρείχε τα χρήματα στον …, για την αγορά του διαμερίσματος, ότι θα εξασφαλιζόταν η συμβίωση τους και η διαμονή της εφ’ όρου ζωής στο διαμέρισμα αυτό, ως ζευγάρι και με αυτήν την προοπτική ενήργησε. Στην κρίση αυτή άγεται το δικαστήριο ιδιαίτερα από την όλη πορεία του ζευγαριού, το γεγονός της δραχμοποίησης των χρημάτων αμέσως πριν την αγορά του διαμερίσματος και την κατάθεση της μάρτυρος … ως και τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων … στους οποίους είχε εκμυστηρευτεί ότι η ενάγουσα είχε δώσει τα χρήματα για την αγορά του ακινήτου. Η κατάθεση του μάρτυρα και συζύγου της εναγομένης δεν κρίνεται ικανή να εισφέρει κάτι το αντίθετο ενόψει του ότι οι σχέσεις τους ως αδελφών δεν ήταν στενές, ουδέποτε η εναγόμενη μετέβη ούτε φιλοξενήθηκε στην Αθήνα ούτε επισκέφθηκε τον αδελφό της όσο αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας. ʼλλωστε τη σχέση του ο … γνωστοποίησε στον μάρτυρα (γαμβρό επ’ αδελφή) το 1995 έτος, ώστε να μην γνωρίζει αυτός την σοβαρότητα της σχέσης τους. Ούτε κανείς εκ των λοιπών μαρτύρων της εναγομένης γνώριζε εξ ιδίας αντιλήψεως περί του στενού της σχέσεως, της παροχής των χρημάτων και της εν γένει καταστάσεως. Συνεπώς με την παροχή, αυτή υπήρξε αδικαιολόγητος πλουτισμός εκ μέρους της εναγόμενης, μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου του …, καθόσον κατά την ημερομηνία θανάτου αυτού έληξε η νόμιμη αιτία για την οποία είχαν δοθεί τα χρήματα, η οποία ήταν η μονιμότητα της συμβίωσης ή έστω η εξακολούθηση της σε μακρό χρόνο και η δυνατότητα εκ μέρους της της συντροφικότητας και του δικαιώματος διαμονής στην οικία ως συμβίας του. Ο πλουτισμός αυτός σωζόταν μέχρι την ημερομηνία θανάτου και διασώζεται και σήμερα, ενώ η αξίωση της ενάγουσας και αντίστοιχα η υποχρέωση της εναγόμενης εναντίον της από την αιτία αυτή τυγχάνει κληρονομητή. Εφόσον η εναγόμενη κατέστη πλουσιότερη κατά το επίδικο διαμέρισμα, αξίας στο χρόνο θανάτου 69.000 ευρώ, πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να το μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα στην ενάγουσα, κατά παραδοχή της αγωγής ως εν μέρει βασίμου στην ουσία της. Με το να δεχθεί τα ανωτέρω, ουδόλως έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά αντίθετα ορθά το νόμο εφήρμοσε και σωστά εξετίμησε το εν γένει αποδεικτικό υλικό. Τα αντίθετα δε υποστηριζόμενα με την έφεση και τους λόγους της τυγχάνουν απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα στο σύνολο τους. Επομένως πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, βαρύνουν την εκκαλούσα που ηττάται (αρθ. 176, 183, 189, 191 παρ.2 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Κοζάνη την 11η Ιανουαρίου 2017 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στην Κοζάνη, την 25η Ιανουαρίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ