Για την κτήση της κυριότητας ακινήτου στα νησιά του Ιονίου διά τριακονταετούς παραγραφής, αφενός μεν η καλή πίστη του διακατέχοντος είναι αδιάφορη, αφετέρου δε απαιτείται διακατοχή συνεχής και αδιάκοπος, ειρηνική, δημόσια, αναμφίβολος. Τα στοιχεία αυτά προκειμένου για κτήση κυριότητας σε ακίνητο υπό την ισχύ του Ιονίου ΑΚ με παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία) πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή, διαφορετικά αυτή είναι αόριστη. Αδέσποτα ακίνητα. Κατάργηση νόμου περί διακρίσεως κτημάτων. Ισχύς του άρθρου 972 ΑΚ. Τα αδέσποτα ακίνητα καθώς και οι περιουσίες όσων πεθαίνουν χωρίς κληρονόμους ανήκουν στο Δημόσιο. Δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο υπήρξε αδέσποτο ή ανεξούσιο.
Αριθμός 170/2018
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Ιωάννη Δουρουκλάκη Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Γαϊτάνη, Παναγιώτη Κωστή, Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 8 Μαρτίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών , που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (ΑΦΜ …), το οποίο παραστάθηκε δια της Δικαστικής Πληρεξούσιας του Ν.Σ.Κ. Μαύρας Γλένη.
Των εφεσίβλητων 1) … οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Βασιλείου Γαλανόπουλου.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας άσκησαν οι αιτούντες -εφεσίβλητοι την από 27-8-2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 250/3-9-2008 αίτηση τους και το κυρίως παρεμβαίνον – εκκαλούν την από 1-12-2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 356/1-12-2008 κύρια παρέμβαση του, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 96/2009 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, που έκανε εν μέρει την αίτηση και απέρριψε την κύρια παρέμβαση.
Την απόφαση αυτή προσβάλει το εκκαλούν – κυρίως παρεμβαίνον με την από 21-9-2010 έφεση του, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 86/21-9-2010, για την οποία ορίσθηκε με την υπ’ αριθ. 469/22-6-2011 πράξη της Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου δικάσιμος η 18η Οκτωβρίου 2012, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως για την δικάσιμο της 20ης Νοεμβρίου 2014, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως για την δικάσιμο της 12ης Νοεμβρίου 2015, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως για την δικάσιμο της 18ης Μαΐου 2017, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε και συζητήθηκε, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή.
Κατά την συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις, στις οποίες αναφέρθηκαν, και ζήτησαν όσα αναφέρονται σ’ αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση του κυρίως παρεμβαίνοντος, ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ’ αριθμ. 96/2009 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε από τους αιτούντες – καθ’ ων η κύρια παρέμβαση και ήδη εφεσίβλητους στο κυρίως παρεμβαίνον και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο την 15-7-2010 (βλ. την υπ αριθμ. 5271/15-7-2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …), η δε έφεση ασκήθηκε (κατατέθηκε) την 21-9-2010, ήτοι εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ. τασσόμενης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμενης απόφασης, δεδομένου ότι κατά την διάρκεια των δικαστικών διακοπών καμία προθεσμία δεν τρέχει σε βάρος του δημοσίου κατ άρθρο 11 του ΚΔ 26/1944 (Κώδικας Νόμων Δικών Δημοσίου), ενώ σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 1756/1988 (ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ, ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ) «Οι δικαστικές διακοπές αρχίζουν την 1 Ιουλίου και λήγουν στις 15 Σεπτεμβρίου.». Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Οι αιτούντες με την από 27-8-2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 250/3-9-2008 αίτηση τους εξέθεσαν ότι είναι συγκύριοι κατά τα αναφερόμενα στην αίτηση ποσοστά του αναφερόμενου στην αίτηση ακινήτου με ΚΑΕΚ … Ότι το ακίνητο αυτό φαίνεται στις αρχικές εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αργοστολίου ως αγνώστου ιδιοκτήτη στο ποσοστό 33,34%. Ενόψει των ανωτέρω ζήτησαν να διορθωθεί η αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αργοστολίου που αφορά το άνω ακίνητο έτσι ώστε να καταχωρηθεί το δικαίωμα κυριότητα τους στο άνω ποσοστό του άνω ακίνητου αντί του εσφαλμένου άγνωστος. Επίσης το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο με την από 1-12-2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 356/1-12-2008 κύρια παρέμβαση του εξέθεσε ότι το επίδικο ακίνητο είναι δασική έκταση και ανήκει στην κυριότητα του ως εξ υπαρχής αδέσποτο Ενόψει των ανωτέρω το κυρίως παρεμβαίνον ζήτησε να απορριφθεί η άνω αίτηση και να διορθωθεί η αρχική κτηματολογική εγγραφή που αφορά το επίδικο ακίνητο ώστε να καταχωρηθεί αυτό ως κύριο του ακινήτου κατά το άνω ποσοστό. Επί των άνω αιτήσεως και κυρίας παρεμβάσεως το Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας εξέδωσε την υπ’ αριθ. 96/2009 εκκαλουμένη απόφαση του με την οποία απέρριψε την κύρια παρέμβαση και έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη το εκκαλούν, με την κρινόμενη έφεση του, για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.
Από το συνδυασμό των ορισμών του από 13/29 Δεκεμβρίου 1817 “Συντάγματος του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων” (Κεφ. Α άρθρο 2 Κεφ. Δ Τμήμα α’ άρθρο 1, 2, 4 και 6 και Τμήμα β’ άρθρο 6) των από 6 Ιουνίου και 7 Ιουνίου 1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, της από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως του ν. ΡΝ/1866 “περί εισαγωγής εν Επτανήσω της εν τω λοιπώ Βασιλείω ισχυούσης νομοθεσίας” (άρθρο 10.11.13 και 14) του ν. ΣΟΕ/1868 και του ΝΑΦΙ/1887, συνάγεται ότι επί των στην Επτάνησο δασών το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαιώματα κυριότητας, αφού κατά την ένωση αυτής με την Ελλάδα, ουδέν έλαβε, ούτε σαν διάδοχο του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, το οποίο δεν είχε δημόσια κτήματα και μάλιστα δάση στην ιδιοκτησία του, ούτε στη συνέχεια από την επιχώριο (ή εγχώρια ή κοινή) καθεμιάς Νήσου περιουσία δεδομένου ότι αυτή διανεμήθηκε μεταξύ των δήμων καθεμιάς Νήσου. Πράγματι δε, περί της, διανομής των εγχωρίων περιουσιών του ν. ΡΝ/1866 μερίμνησαν ακολούθως ο ν. ΥΙΓ/1871 για την Ζάκυνθο, ο ν. ΨΙ/1878 για την Κεφαλληνία, ο ν. ΨΞΣΤ/1879 για την Λευκάδα, ο ν. ΑΦΙ/1887 για την Κέρκυρα (η διαχείριση της εγχωρίου περιουσίας της οποίας είχε ρυθμισθεί ειδικότερα με το ν. ΣΟΕ/1868 “περί της διαχειριστικής επιτροπής της κοινής της νήσου Κερκύρας περιουσίας”), και ο ν. 2355/1920 για τα Κύθηρα. Συνεπώς, επί των στην Επτάνησο Δασών, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή του υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, που θεσπίστηκε από το β.δ. της 16-11-1836 “περί ιδιωτικών δασών”, με το άρθρο 1 σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2 και 3 του οποίου αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των αποτελουσών δάση εκτάσεων, από την έναρξη της ισχύος του, με εξαίρεση τα δάση, τα οποία προ της ενάρξεως του απελευθερωτικού αγώνα ανήκουν σε ιδιώτες βάσει εγγράφου αποδείξεως της Τουρκικής Αρχής, ή σε ιδιωτικά χωριά, των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από την επί των Οικονομικών Γραμματεία, στην οποία έπρεπε να υποβληθούν εντός του έτους από τη δημοσίευση του β.δ. αυτού. Τούτο άλλωστε καθιερώθηκε νομοθετικώς με το άρθρο 62 παρ. 1 εδαφ. β’ του Ν. 998/1979 “Περί προστασίας των δασών…”, στο οποίο ορίζεται ότι: “Κατ” εξαίρεσιν η διάταξις της παρ. 1 εδαφ. α’ του ίδιου άρθρου (που καθιερώνει τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των δασών και των εν γένει δασικών εκτάσεων) δεν ισχύει εις τας περιφερείας των Πρωτοδικείων των Ιονίων νήσων…”. Συνεπώς, προκειμένου περί δασών στα Επτάνησα μόνη η υπό του Δημοσίου επίκληση και σε περίπτωση αμφισβήτησης, απόδειξη της δασικής μορφής της διεκδικούμενης έκτασης, δεν αρκεί προς θεμελίωση δικαιώματος κυριότητας επ’ αυτής, αλλά απαιτείται, προς παραδοχή τέτοιας κυριότητας του Δημοσίου, η επίκληση και σε περίπτωση αμφισβήτησης, απόδειξη της κτήσεως κατά έναν από τους προβλεπόμενους από τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα ή από τις 23-2-1946, του Αστικού Κώδικα, ή ενδεχομένως κάποιου ειδικού νόμου, τρόπου κτήσεως κυριότητας (Α.Π. 340/1985 ΝοΒ 34.76). Περαιτέρω κατά το άρθρο 51 Εισ.Ν.Α.Κ., η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτηση τους. Έτσι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 593, 2092 και 2063 του Ιονίου Αστικού Κώδικα, που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 64 και 65 του Εισ.Ν.Α.Κ. στην έκτακτη χρησικτησία, όταν αυτή συμπληρώνεται πριν την εισαγωγή του ΑΚ ή μετά την εισαγωγή του ΑΚ, πριν όμως συμπληρωθεί εικοσαετία, προς κτήση κυριότητας ακινήτου με παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία), απαιτείται διακατοχή συνεχής, αδιάκοπος, ειρηνική, δημοσία, αναμφίβολος και επί λόγω κυριότητας για μια τριακονταετία. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1095 του Ιονίου Α.Κ., ο αποκτών με καλή πίστη και “δικαίω λόγω” ακίνητο, παραγράφει την κυριότητα αυτού διά της παρελεύσεως δεκαετίας, αν ο αληθής κύριος κατοικεί στη νήσο ή τα εξαρτήματα αυτής, όπου κείται το ακίνητο, διά παρελεύσεως δε είκοσι ετών αν κατοικεί εκτός της ως άνω νήσου ή των εξαρτημάτων αυτής. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι προς κτήση της κυριότητας ακινήτου στα νησιά του Ιονίου διά τριακονταετούς παραγραφής, αφ’ ενός μεν η καλή πίστη του διακατέχοντος είναι αδιάφορη, διότι διαφορετικά θα περιλαμβάνονταν και στο άρθρο 2063 του Ιονίου Α.Κ. οι όροι καλή πίστη, οι οποίοι περιέχονται στο άρθρο 2095 αυτού, αφ’ ετέρου δε απαιτείται διακατοχή συνεχής και αδιάκοπος, ειρηνική, ήτοι ήσυχη και απηλλαγμένη βίας, δημόσια, ήτοι φανερώς ασκούμενη έναντι εκείνων, οι οποίοι έχουν συμφέρον να γνωρίζουν (για να αντιλέξουν) την ενέργεια των πράξεων διακατοχής, αναμφίβολος, ήτοι ασκούμενη όχι με πράξεις, που επιδέχονται διπλή ερμηνεία ως προς το χαρακτήρα τους και επί λόγω κυριότητας, ήτοι ασκούμενη με διάνοια κυρίου. Τα στοιχεία αυτά, προκειμένου για κτήση κυριότητας σε ακίνητο υπό την ισχύ του Ιονίου Α.Κ. με παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία) πρέπει να αναφέρονται, κατ’ άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ., στην αγωγή, διαφορετικά αυτή είναι αόριστη (Α. Π. 1346/ 2010 ΝΟΜΟΣ , Α.Π. 384/2010 ΝΟΜΟΣ ). Εξ’ άλλου κατά τα άρθρα 2, 13, 14 και 16 του περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων του νόμου της 21.6.1837, που ίσχυε στα Ιόνια Νησιά μετά την έκδοση του ν. ΡΝ/1866, με το άρθρο 2 του οποίου καταργήθηκαν τα έχοντα το ίδιο αντικείμενο άρθρα 402 -409 του Ιόνιου Πολιτικού Κώδικα, δημόσια κτήματα είναι όσα ανήκουν στην Επικράτεια, όλα τα από ιδιώτες ή Κοινότητες μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα και τα κτήματα των αποθανόντων ακλήρων ή εγκαταλελειμμένα από τους κληρονόμους κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένες απαιτήσεις και συνεπώς και τα αδέσποτα δάση και εν γένει δασικές εκτάσεις ανήκουν στο Δημόσιο (σχετ. Α.Π. 1478/2000). Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι τα κατά την εισαγωγή του νόμου αυτού υπάρχοντα αδέσποτα περιήλθαν ex lege στο Δημόσιο, στο οποίο περιέρχονται και τα εκάστοτε καθιστάμενα αδέσποτα ακίνητα εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες , καθώς και εκείνα των αποβιωσάντων χωρίς διαθήκη και κληρονόμους. Έπεται ότι τα αδέσποτα ακίνητα πρέπει να διακρίνονται από τα εγκαταλελειμμένα, τα οποία εξακολουθούν να ανήκουν στην κυριότητα κάποιου προσώπου αλλά ο κύριος αυτών εγκατέλειψε τη νομή ή κατοχή τους (δεδομένου ότι η κυριότητα ως απεριόριστο δικαίωμα περιλαμβάνει ακόμα και την ευχέρεια του κυρίου να μην κάνει καμία χρήση του ακινήτου) και είτε ουδείς τα κατέχει είτε κάποιος τρίτος τα κατέλαβε και τα κατέχει, χωρίς όμως ο κύριος να ασκήσει αγωγή κατά του κατόχου αυτού καθώς αυτά είναι δυνατόν να επανέλθουν στην ενεργό κυριότητα των εγκαίρως εμφανιζομένων ιδιοκτητών, είτε περιέρχονται στην κυριότητα των αληθώς και νομίμως χρησιδεσποσάντων αυτά, είτε τέλος καταλαμβάνονται από το δημόσιο προς δεκαετή διαχείριση, κατά τους όρους του σχετικού άρθρου 334 του α.ν. 1539/1938. Με το άρθρο 49 του ΕισΝΑΚ ο εν λόγω νόμος “περί διακρίσεως κτημάτων” καταργήθηκε, αντ’ αυτού δε ισχύει η αποδίδουσα όμοιο δίκαιο διάταξη του άρθρου 972 Α.Κ., με την οποία ορίζεται ότι τα αδέσποτα ακίνητα καθώς και οι περιουσίες όσων πεθαίνουν χωρίς κληρονόμους ανήκουν στο Δημόσιο. Τέλος κατά το σύστημα του προαναφερόμενου νόμου “περί διακρίσεως κτημάτων” καθώς και εκείνο του Αστικού Κώδικα, τα αδέσποτα ακίνητα διακρίνονται: α) σε εκείνα τα οποία δεν υπήρξαν ποτέ στην κυριότητα κανενός, δηλ. τα εξ αρχής αδέσποτα και β) σε εκείνα τα οποία έγιναν μεταγενέστερα αδέσποτα με εγκατάλειψη του προηγουμένου κυρίου, οπότε, για το νομότυπο της εγκατάλειψης αυτής απαιτείται μονομερής δήλωση του κυρίου με συμβολαιογραφικό έγγραφο ότι παραιτείται από την κυριότητα επί ορισμένου ακινήτου και μεταγραφή αυτής, δοθέντος ότι υπόκειται δικαιοπραξία που περιέχει κατάργηση της κυριότητας (Α.Π. 957/2015 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται και ειδικότερα από την κατάθεση του μάρτυρα των αιτούντων – καθ ων η κύρια παρέμβαση και ήδη εφεσίβλητων, που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου εκείνου, τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, καθώς και την υπόλοιπη διαδικασία αποδεικνύονται σε σχέση με τους λόγους της έφεσης τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στην θέση «Αγγουρόκηποι» της κτηματικής περιφέρειας του οικισμού Δαυγάτων του Δήμου Αργοστολίου του Νομού Κεφαλληνίας, έχει ΚΑΕΚ …, εμβαδό σύμφωνα με το Εθνικό Κτηματολόγιο 946 τ.μ. και κατά ποσοστό 33,34% εξ αδιαιρέτου φέρεται ως ιδιοκτήτης άγνωστος. Όμως από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε, ότι το επίδικο υπήρξε ποτέ από το έτος 1864 μέχρι την έναρξη του Αστικού Κώδικα (23-2-1946) αδέσποτο ή ανεξούσιο ή και ότι το κυρίως παρεμβαίνον απέκτησε κυριότητα επ’ αυτού κατ’ άρθρο Α.Κ. 972, όπως ισχυρίζεται μάλιστα και με τον μοναδικό λόγο εφέσεως, αφ’ ης στιγμής μάλιστα δεν προσκομίζει κανένα έγγραφο προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού του, ούτε επιμελήθηκε την ένορκη επ’ ακροατηρίω εξέταση κάποιου μάρτυρα. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ίδια δεν έσφαλε σωστά εφάρμοσε το νόμο και ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις.
Κατ% ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατουσίαν αβάσιμη.
Τέλος πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 Ν. 3693/1957 (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.
Καταδικάζει το εκκαλούν να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, που ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Πάτρα την 20 Ιουλίου 2018, δημοσιεύτηκε δε στο ίδιο μέρος, την 13-9-2018 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»