Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, το πρόγραμμα «Φθηνή Στέγη» δεν περιλαμβάνει μέτρα που θα αναχαιτίσουν άμεσα το κόστος στέγασης που διέπει τη χώρα μας τουλάχιστον την τελευταία διετία, αλλά μέτρα που απαιτούν χρόνο υλοποίησης.
To υψηλό κόστος στέγασης απασχολεί όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως και τη χώρα μας. Επισήμανση για το αυξημένο κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει κάνει τόσο το ΔΝΤ όσο και η Eurostat το 2020, όπου το 36,9% των Ελλήνων ζούσαν σε νοικοκυριά με καθυστερήσεις σε στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς κοινής ωφέλειας.
Η Ελλάδα έκανε ένα σημαντικό βήμα, υιοθετεί στεγαστικές πολιτικές και δεν μένει πλέον μόνο στις εξαγγελίες. Το γεγονός ότι από τα μέσα Σεπτεμβρίου αναφερόμαστε σε συγκεκριμένα μέτρα που στοχεύουν στην αναχαίτιση του κόστους στέγασης και στην πρόσβαση των νέων σε αγορά ή/και ενοικίαση κατοικίας σε προσιτή τιμή είναι θετικό.
Τα «αντανακλαστικά» της πολιτείας καθυστέρησαν τουλάχιστον 2-3 χρόνια σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Κύπρος, που εφαρμόζουν από το 2018-2019 μέτρα και πολιτικές με στόχο να αναχαιτίσουν τη ραγδαία αύξηση του κόστους στέγασης.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, το πρόγραμμα «Φθηνή Στέγη» δεν περιλαμβάνει μέτρα που θα αναχαιτίσουν άμεσα το κόστος στέγασης που διέπει τη χώρα μας τουλάχιστον την τελευταία διετία, αλλά μέτρα που απαιτούν χρόνο υλοποίησης.
Μέτρα που σε μεγάλο ποσοστό και σύμφωνα με τις συνθήκες ενδέχεται να καταγράψουν μικρότερο αριθμό πραγματικών δικαιούχων σε σχέση με τις αρχικές εξαγγελίες και τις πραγματικές ανάγκες.
Απαιτείται να λάβουμε σοβαρά υπόψη και να κατανοήσουμε ότι το προσαυξημένο κόστος στέγασης πλέον δεν αφορά αποκλειστικά τα κατώτερα οικονομικά στρώματα που βρίσκονται κοντά στον κίνδυνο φτώχειας ή/τα ευάλωτα οικονομικά νοικοκυριά ή μόνο τους νέους ηλικιακά, πλήττει και άτομα των οποίων τα εισοδήματα είναι αφενός υψηλότερα, αφετέρου όμως πολύ χαμηλά για να μπορούν να στεγαστούν υπό τις συνθήκες της ιδιωτικής αγοράς.
Σήμερα, οι οικονομικές προκλήσεις (κόστος ενέργειας, αύξηση των ενοικίων, πληθωρισμός, αύξηση των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια) επηρεάζουν άμεσα το κόστος διαβίωσης. Ο ενοικιαστής στη χώρα μας δαπανά το 60%-70% του μέσου μηνιαίου μισθού σύμφωνα με τα ζητούμενα μισθώματα, ενώ αν πρόκειται για οικογένεια ακόμα και έναν ολόκληρο «καλό» μισθό.
Το κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει εκτιναχθεί σε τέτοια επίπεδα που μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας αναγκάζεται να κάνει περικοπές ακόμα και σε βασικές ανάγκες του. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το 76,9% των ενοικιαστών, εφόσον πληρώσουν τα έξοδα του σπιτιού, κάνει περικοπές ή λαμβάνει οικονομική βοήθεια από τρίτους.
Απαιτούνται άμεσα μέτρα που θα στοχεύσουν στην αναχαίτιση του κόστους στέγασης την επόμενη μέρα, μέτρα που θα ελαφρύνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό της οικογένειας που μισθώνει την κύρια κατοικία της, που πληρώνει ενοίκιο για τον φοιτητή της αλλά δεν δικαιούται το φοιτητικό επίδομα, στους νέους έως 39 ετών που δεν εμπίπτουν στο πρόγραμμα αγοράς κατοικίας έως 150.000 ευρώ, διότι έχουν υψηλότερες αποδοχές, που θέλουν να αγοράσουν σπίτι αλλά δεν διαθέτουν το ποσοστό της ιδίας συμμετοχής (δεν διαθέτουν αποταμιεύσεις) που ζητούν τα τραπεζικά ιδρύματα, τους νέους έως 39 ετών που διαμένουν στην επαρχία και μπορούν να βρουν οικονομικότερα ακίνητα, αλλά τα εισοδήματά τους είναι κάτω των 10.000 ευρώ, τον 28χρονο του 2010 και πλέον 40χρονο που χάνει το όριο ηλικίας για μόλις ένα έτος.
Το πρώτο βήμα έγινε, και είναι σημαντικό. Πλέον απαιτούνται κι άλλα, που θα διευρύνουν τους δικαιούχους και θα στοχεύουν τόσο στην ανάγκη του σήμερα όσο και στις προκλήσεις του αύριο.
Ο Θεμιστοκλής Μπάκας είναι πρόεδρος του Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates