Αυξήσεις σε ενέργεια και τιμές: ο διαχρονικός πυλώνας μια κοινωνίας, η μεσαία τάξη, υφίσταται ισχυρούς κραδασμούς με συνέπεια να συρρικνώνεται συνεχώς. Τί πρέπει να γίνει;
Είναι πολλοί και μέχρι σήμερα ζούσαν καλά: Καθηγητές, μόνιμοι υπάλληλοι, τεχνίτες, η λεγόμενη ομάδα μεσαίου εισοδήματος, η μεσαία τάξη, που είναι πυλώνας της γερμανικής κοινωνίας και έχει στηρίξει τη χώρα εδώ και πολλά χρόνια. Υπάρχουν διάφοροι ορισμοί και έρευνες για το ποιος ανήκει ακριβώς σε αυτήν την ομάδα, αλλά σε γενικές γραμμές η ομάδα περιλαμβάνει άτομα που κερδίζουν το 80% έως 150% του μέσου εισοδήματος. Για εργένηδες μεταξύ 1.350 και 3.000 ευρώ καθαρά το μήνα, για οικογένειες μεταξύ 2800 και 5000 ευρώ καθαρά. Πρόκειται για το 50% του γερμανικού πληθυσμού, ένας στους δύο. Η μεσαία τάξη παράγει ένα μεγάλο τμήμα των φορολογικών εσόδων, είναι αυτή που εξασφαλίζει το κοινωνικό κράτος και την ευημερία, η τάξη που εμπιστεύεται τη Δημοκρατία και συμβάλλει σε κάποια σταθερότητα.
Για πολλές δεκαετίες ήταν ο επιθυμητός στόχος των ανθρώπων να ανήκουν στη μεσαία τάξη. Τόσο επιθυμητός που κάποιοι συγκαταλέγονται ανάμεσά τους, αν και στην πραγματικότητα δεν ανήκουν με όρους κοινωνικοοικονομικούς. Σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Bertelsmann και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το 73% των ανθρώπων στη Γερμανία περιγράφει τον εαυτό του ως τμήμα της μεσαίας τάξης
Ετερόκλητη ομάδα η μεσαία τάξη
“Υπάρχει ακόμη μια σχετικά ευρεία μεσαία τάξη στη Γερμανία, στην οποία ανήκει ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού ή τουλάχιστον μπορεί να ανήκει, αν καταβάλλει επιμελείς προσπάθειες. Ο μεσαίος κοινωνικά χώρος ήταν πάντα ένα είδος κέντρου, στο οποίο ήθελε κανείς να ανήκει”, λέει ο Πάτρικ Σάχβε από το Ερευνητικό Κέντρο για την Ανισότητα και την Κοινωνική Πολιτική στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης, σε συνέντευξη στη DW. Η μεσαία τάξη ως σκαλοπάτι ανόδου, είναι κάτι που ίσχυε στη Γερμανία για πολλά χρόνια. Και ακόμη σε ένα βαθμό και σήμερα: Η μεσαία τάξη στη Γερμανία είναι ελαφρώς αριθμητικά μεγαλύτερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Ωστόσο, σε ορισμένες χώρες, όπως στη Δανία ή η Σλοβακία, η μεσαία τάξη είναι αριθμητικά μεγαλύτερη. Αλλά οι πολύ ρόδινες εποχές φαίνεται να έχουν τελειώσει. Η κοινή μελέτη του ΟΟΣΑ και του Ιδρύματος Bertelsmann αναφέρει ότι “γίνεται όλο και πιο δύσκολο, κυρίως για τους νέους, να εξασφαλίσουν μια θέση στη μεσαία τάξη”. Αντίστοιχα, η πιθανότητα να ανήκουν στην ομάδα μεσαίου εισοδήματος είναι κατά μέσο όρο 10% χαμηλότερη από ό,τι ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Αλλά και μέσα στην μεσαία τάξη παρατηρείται συρρίκνωση. Το ποσοστό της ομάδας μεσαίου εισοδήματος στο συνολικό εισόδημα του πληθυσμού στη Γερμανία μειώθηκε από 74% στο 67% από το 1995 έως το 2018, με τη μείωση να σημειώνεται κυρίως μέχρι το 2005.
Και αν ρίξει κανείς μια πιο προσεκτική ματιά, η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης δεν επηρεάζει ολόκληρη την ομάδα. Γιατί η μεσαία τάξη δεν είναι σε καμία περίπτωση μια ομοιογενής ομάδα. Μεταξύ του κατώτερου και του ανώτερου ορίου υπάρχει εισοδηματική διαφορά αρκετών χιλιάδων ευρώ το μήνα. Η τάση μετακίνησης ή αποχώρησης από γειτονικές κοινωνικές ομάδες έχει επίσης αυξηθεί. “Έχουμε ακόμα μια ευρεία και σταθερή μεσαία τάξη”, λέει στο περιοδικό Der Spiegel η Ντόροτε Σπανάγκελ, επικεφαλής του τμήματος Αναδιανεμητικής Πολιτικής στο Ινστιτούτο Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών (WSI) του Ιδρύματος Hans Böckler, το οποίο πρόσκειται στα συνδικάτα. “Αλλα όμως χάνει την οικονομική της ισχύ στο κατώτερο επίπεδο”. Η αίσθηση που κυριαρχούσε παλιά, ότι με την κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση θα είχε κανείς ένα ασφαλές εισόδημα και ίσως μπορούσε να αντέξει οικονομικά κι ένα μικρό σπίτι, έχει σταδιακά εξαφανιστεί”. Συνέπεια αυτού είναι ο φόβος αντί η προσμονή ή υπόσχεση για πρόοδο. Αυτό αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα στην τρέχουσα κρίση.
Έχοντας μελετήσει πτυχές της φτώχειας, ο ερευνητής Κρίστοφ Μπουτερβέγκε είπε σε τηλεοπτική εκπομπή ότι η φτώχεια έχει πάψει εδώ και καιρό να είναι περιθωριακό φαινόμενο και επεκτείνεται σε κανονικές οικογένειες. Τα πρώτα στοιχεία αποδεικνύουν του λόγου το αληθές: Ποτέ στην ιστορία της η Εταιρεία για την Έρευνα Καταναλωτή (GfK) δεν μέτρησε χειρότερα ποσοστά σε σχέση με το αναμενόμενο εισόδημα των Γερμανών, αναφέρει η Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στην εκπαίδευση
Η πραγματικότητα μιλά από μόνη της. Οργανώσεις που έρχονται σε επαφή με ομάδες αυτού του κοινωνικού χώρου φοβούνται ότι δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες τιμές αγαθών και το ενεργειακό κόστος. „Μας τηλεφωνούν συνάδελφοι από τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας που θέλουν να εκπαιδευτούν στην αντιμετώπιση κοινωνικών κρίσεων. Πρέπει να αντιμετωπίσουν ανθρώπους που τους τηλεφωνούν απελπισμένα και φοβούνται” αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρμόδιος Μάρτιν Ντέμπενερ. Το επιβεβαιώνει και ο Μάικ Κορς από τη συμβουλευτική υπηρεσία σε θέματα χρέους. “Έχουμε ήδη παρατηρήσει ότι υπάρχουν πολλοί που, ας πούμε, ανήκουν στην κατώτερη μεσαία τάξη, δουλεύουν με αποδοχές που θα μπορούσαν πραγματικά να εξασφαλίσουν ευπρεπή διαβίωση, αλλά λόγω υποχρεώσεών τους, υψηλών ενοικίων, υψηλών τιμών ενέργειας και κόστους ζωής βρίσκονται σε μεγάλη πίεση”. Ας ρίξουμε μια ματιά στην κατώτερη μεσαία τάξη με εργένηδες και με αποδοχές γύρω στα 1.400 ευρώ τον μήνα. Το 2018 αριθμούσε 18 εκατομμύρια.
Ο κοινωνικός επιστήμονας Σάχβε θεωρεί ότι αυτή είναι μια ομάδα που θα μπορούσε να επηρεαστεί σοβαρά από τον πληθωρισμό και την ενεργειακή κρίση. Ο μέσος όρος εισοδήματος είναι 40.000 ευρώ, αλλά πολλοί είναι πιθανό να παίρνουν σημαντικά λιγότερα. Από αυτή την άποψη, δεν διαθέτουν πάρα πολλά αποθέματα, στα οποία θα μπορούσαν να στηριχθούν για να απορροφήσουν τις αυξήσεις των τιμών. Έρευνες του Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας (IW) έδειξαν ότι η λεγόμενη ενεργειακή φτώχεια χτυπά τις κατώτερες μεσαίες τάξεις.
Όταν ένα σπιτικό διαθέτει πάνω από το 10% του καθαρού εισοδήματός του για ενέργεια, θεωρείται φτωχό σε ενεργειακούς όρους. Ανάμεσα στο 2021 και τον Μάιο του 2022 διπλασιάστηκε το ποσοστό των νοικοκυριών σε ενεργειακή ένδεια. Που σημαίνει ότι πολλοί αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες, μην έχοντας αποθέματα να ξεπεράσουν το ενεργειακό κόστος. Είναι καθήκον της πολιτικής, σύμφωνα με τον Σάχβε, να μην ξεχάσει αυτούς τους ανθρώπους και να τους στηρίξει εξατομικευμένα. Αν και πιθανότατα η μεσαία και η κατώτερη μεσαία τάξη θα πληγεί λιγότερο από την ενεργειακή κρίσης και τον πληθωρισμό κατά τους επόμενους μήνες, ο κοινωνικός επιστήμονας βλέπει παρόλα αυτά μια διαφορά σε σχέση με προηγούμενες κρίσεις. Γιατί το αυτονόητο της ύπαρξης αυτού του πυλώνα της κοινωνίας θα μπορούσε να αλλάξει.
Μέχρι τώρα η μεσαία τάξη είχε ένα νοικοκυρεμένο στιλ ζωής, δηλαδή έδινε την εντύπωση ότι το εισόδημά του θα μπορούσε να επενδυθεί, αποφέροντας κέρδος, για παράδειγμά αγοράζοντας ένα ιδιόκτητο σπίτι. Αλλά με την αύξηση των επιτοκίων και τις ανοδικές τιμές αποτελεί επιλογή για όλο και λιγότερους από τη μεσαία τάξη. Για να μετριαστεί αυτό, η μεσαία τάξη θα μπορούσε να αλλάξει με τέτοιο τρόπο, ώστε να επενδύσει στο “ανθρώπινο κεφάλαιο” αντί σε υλικά πράγματα, λέει ο Σάχβε. Με άλλα λόγια: στην εκπαίδευση των παιδιών της. Με την ελπίδα ότι τα παιδιά θα μπορέσουν τότε να κάνουν αυτό που ήταν πάντα το δέλεαρ της μεσαίας τάξης: ευημερία, πρόοδος και μια μόνιμη θέση στην κοινωνία.