Η Ευρώπη αντιμετωπίζει έναν κρύο, σκοτεινό χειμώνα, γράφει ο Economist
Η Ευρώπη βρίσκεται στη δίνη της ενεργειακής κρίσης, με τους αναλυτές να προειδοποιούν ότι η οικονομική ζημιά από την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο μπορεί να προκαλέσει μια κρίση που θα επισκιάσει ακόμα και την χρηματοπιστωτική κρίση του 2009.
Τονίζουν μάλιστα, ότι παρά τα μέτρα που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις, η ύφεση σε ολόκληρη την ήπειρο είναι πλέον φαινομενικά αναπόφευκτη, προσθέτοντας ότι έρχεται ένας δύσκολος χειμώνας για τις βιομηχανίες που αναζητούν βασικές πρώτες ύλες, οι οποίες μαζί με τα νοικοκυριά κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τους λογαριασμούς ενέργειας που είναι στα ύψη.
Καθώς πλησιάζει ο χειμώνας, η ενεργειακή κρίση της Ευρώπης αρχίζει να δείχνει το τραγικό της πρόσωπο. Οι καταναλωτές ανησυχούν ότι θα παγώσουν και οι έρευνες δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις πλήττονται ολοένα και περισσότερο από το αυξανόμενο κόστος ενέργειας και την εξασθένηση της ζήτησης.
Η ύποπτη δολιοφθορά των αγωγών φυσικού αερίου στη Βαλτική Θάλασσα, πιθανώς από τη Ρωσία, έδειξε πόσο ευάλωτες παραμένουν οι ενεργειακές προμήθειες της Ευρώπης. Και όλα αυτά δημιουργούν προβλήματα στην οικονομία.
Μπαράζ πτωτικών αναθεωρήσεων
Όπως αναφέρει ο Economist, στις 11 Οκτωβρίου το ΔΝΤ μείωσε την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη για το 2023 για τη ζώνη του ευρώ στο 0,5%, από 2,5% στην αρχή του έτους. Αναμένει ότι η οικονομία της Βρετανίας θα αναπτυχθεί μόλις κατά 0,3%. Ο ΟΟΣΑ, μια ομάδα κυρίως πλούσιων χωρών, προέβλεψε ακόμη χειρότερα στοιχεία τον περασμένο μήνα.
Ελλείψεις
Σύμφωνα με τον Economist, ο άμεσος αντίκτυπος των πιθανών ελλείψεων φυσικού αερίου και ενέργειας θα μπορούσε να αναγκάσει τις βιομηχανίες έντασης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των χημικών εργοστασίων και της βαριάς βιομηχανίας, να κλείσουν προσωρινά. Χώρες με ανεπαρκείς δυνατότητες εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου, όπως η Γερμανία, και χώρες που στο παρελθόν βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό σε αγωγούς αερίου από τη Ρωσία, όπως η Τσεχική Δημοκρατία και η Σλοβακία, θα πληγούν περισσότερο. Οι χώρες που συνήθως βασίζονται στις εισαγωγές για να καλύψουν τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούσαν επίσης να διατρέχουν κίνδυνο εάν οι ελλείψεις ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη εξαπλωθούν πέρα από τα σύνορα.
Τα περιορισμένα αποθέματα αναμένεται να προκαλέσουν ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα. Οι παγκόσμιες προμήθειες φυσικού αερίου θα περιοριστούν αρκετά μέχρι το 2024, ωθώντας τις τιμές υψηλότερα. Αυτό θα πλήξει τα εισοδήματα των νοικοκυριών, μειώνοντας τη ζήτηση στην οικονομία. Οι επιχειρήσεις μπορούν να επιλέξουν να μειώσουν την παραγωγή για να περιορίσουν το ενεργειακό κόστος, το οποίο στη συνέχεια θα εξαπλωθεί κατά μήκος των αλυσίδων εφοδιασμού σε άλλους τομείς και χώρες. Για παράδειγμα, μια επιβράδυνση στη Γερμανία, τη βιομηχανική καρδιά της Ευρώπης, θα γίνει αισθητή και από τους προμηθευτές της στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έσπευσαν να αντιδράσουν στην κρίση, αλλά κινδυνεύουν να κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό. Με την εισαγωγή ανώτατων ορίων τιμών και προγραμμάτων διάσωσης, οι πολιτικοί προσπαθούν να προστατεύσουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις από τον πλήρη αντίκτυπο των υψηλών τιμών της ενέργειας. Αλλά εάν ο σχεδιασμός των πολιτικών μειώνει τα κίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας, το αποτέλεσμα μπορεί κάλλιστα να είναι υψηλότερες τιμές ενέργειας για όλους και αυξημένος κίνδυνος ελλείψεων. «Όπως και να το δει κανείς, οι οικονομικές προοπτικές για την Ευρώπη είναι ζοφερές» τονίζει χαρακτηριστικά ο Economist.
Χαμηλή εξάρτηση της Ελλάδας
Την εξάρτηση πέντε χωρών – της Τσεχίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Ελλάδας – από το ρωσικό εισαγόμενο αέριο μελέτησε πρόσφατα η UBS σε έκθεσή της, προκειμένου -όπως αναφέρει- να αξιολογήσει τα τρωτά σημεία που σχετίζονται με πιθανή διακοπή των ροών ρωσικού αερίου.
Σύμφωνα με την UBS οι χώρες αυτές εμφανίζουν ένα πολύ αποκλίνον μείγμα διαθέσιμης ενέργειας.
Με βάση τα στοιχεία του 2020, η Ουγγαρία ξεχωρίζει με τη μεγαλύτερη εξάρτηση από εισαγόμενο αέριο από τη Ρωσία – με το ρωσικό αέριο να αντιπροσωπεύει το 27% της εγχώριας
χρήσης ενέργειας. Η δεύτερη πιο εκτεθειμένη χώρα είναι η Τσεχία , όπου το 18% των ενεργειακών αναγκών καλύπτεται από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου.
Η Ρεβυθούσα
Οι υπόλοιπες χώρες εμφανίζουν πολύ μικρότερη έκθεση: η Ρουμανία, η Πολωνία και η Ελλάδα καλύπτουν μόνο το 7-9% των ενεργειακών τους αναγκών από ρωσικό αέριο – έτσι αυτές οι οικονομίες έχουν μεγαλύτερη ικανότητα να προσαρμοστούν αν σταματήσουν οι ροές ρωσικού φυσικού αερίου.
Η τράπεζα υπενθυμίζει ότι η Πολωνία δεν λαμβάνει πλέον απευθείας ρωσικό αέριο από τα τέλη Απριλίου, προσθέτοντας ότι υπάρχουν δύο χώρες με πλωτούς τερματικούς σταθμούς LNG: η Πολωνία και η Ελλάδα (Świnoujście και Ρεβυθούσα), οι οποίες ήδη λαμβάνουν LNG από τις ΗΠΑ και το Κατάρ.
«Τονίζουμε τη σχετικά υψηλή εξάρτηση από στερεά καύσιμα στο συνολικό ενεργειακό μείγμα στην Πολωνία και την Τσεχία (30-40%) δεδομένου του ρόλου του άνθρακα. Η Τσεχία και η Ουγγαρία έχουν το υψηλότερο μερίδιο πυρηνικής ενέργειας (16-19%), ενώ η Ελλάδα καλύπτει περισσότερο από το 50% των ενεργειακών της αναγκών από προϊόντα πετρελαίου» προσθέτουν οι αναλυτές της τράπεζας, αναφέροντας ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας διαδραματίζουν τον μεγαλύτερο ρόλο στη Ρουμανία (19%).
Ύφεση
Οι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου είτε βρίσκονται σε ύφεση, είτε φαίνονται να πλησιάζουν απειλητικά κοντά.
Για εβδομάδες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και η Παγκόσμια Τράπεζα έχουν προειδοποιήσει ότι μια παγκόσμια ύφεση είναι τώρα πιο πιθανή από ποτέ. Οι προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη έχουν επιδεινωθεί και ο αυξανόμενος πληθωρισμός αναγκάζει τις κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο να σφίξουν τις χρηματοοικονομικές συνθήκες και να επιβραδύνουν τις οικονομίες τους, απειλώντας να οδηγήσουν πολλές χώρες σε ύφεση.
Ωστόσο, το επιχείρημα σχετικά με το αν υπάρχει ή όχι μια παγκόσμια οικονομική συρρίκνωση μπορεί να είναι ήδη ξεπερασμένο, σύμφωνα με τον Τζόναθαν Γκάρνερ, στρατηγικό αναλυτή της Morgan Stanley . Υποστηρίζει ότι οι πιθανότητες ύφεσης είναι ήδη εξασφαλισμένες στην Κίνα, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, και τα υπόλοιπα ερωτήματα αφορούν το πότε θα ξεκινήσουν οι οικονομικοί κλυδωνισμοί και πόσο δυνατοί θα είναι.
«Αυτή η συζήτηση σε κάποιο βαθμό έχει τελειώσει. Είμαστε σε κάποιο είδος παγκόσμιας ύφεσης από το τρίτο τρίμηνο», δήλωσε ο Garner προσθέτοντας: «Το ερώτημα είναι πώς θα βγούμε από αυτό κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους;»