Εισήγηση στην εκδήλωση e-Themis «Δικαιοσύνη 2022 – Παρόν & Μέλλον».
Σε μια ευνομούμενη πολιτεία η δικαστική εξουσία με τους συνταγματικά θωρακισμένους λειτουργούς της απονέμει δικαιοσύνη στους πολίτες με σκοπό την διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης και την καταπολέμηση της ασυδοσίας, της παρανομίας και της εγκληματικότητας. Ο πολίτης, με την σειρά του έχοντας εμπιστοσύνη στον νομοθέτη και στην δικαστική εξουσία καταφεύγει στην δικαιοσύνη για να επιλύσει ειρηνικά τις διαφορές του και να προστατευθεί από κάθε μορφή αυθαιρεσίας αποφεύγοντας συνάμα την αυτοδικία. Βασικά προβλήματα της απονομής ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας αποτελούν η μεγάλη διάρκεια της ποινικής δίκης, οι πολλές αναβολές, η αναγνώριση ή μη ελαφρυντικών και η επιβολή θεατρικών, κατά τον καθηγητή Χρ.Μυλνόπουλο, ποινών που στην πραγματικότητα δεν εκτίονται.
Οι διακεκριμένοι επιστήμονες Νικ. Χωραφάς, Αγγ.Μπουρόπουλος, Ηλ. Γάφος και Ιακ. Ζαγκαρόλας, των οποίων η νομική σκέψη και η θεωρητική προσέγγιση του ποινικού δικαίου αποτελούν μέχρι σήμερα πολύτιμες προσφυγές στην κατανόηση και επίλυση διαφόρων νομικών ζητημάτων, με ανιδιοτέλεια και υψηλό αίσθημα ευθύνης απέναντι στον ελληνικό λαό συνέταξαν τον Ποινικό Κώδικα του 1950. Αυτός ο Κώδικας παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 2019 αλλά οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις κάποιων σημαντικών άρθρων, με την πάροδο των ετών, είχαν αλλοτριώσει τη φιλοσοφία του αλλά και τον σκοπό που κλήθηκε να υπηρετήσει που δεν είναι άλλος από τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, της δημόσιας τάξης αλλά και της υποχρέωσης της Πολιτείας να προστατεύει τους νομοταγείς πολίτες .
Σύμφωνα με το άρθρο 83 του Π.Κ του 1950 «όπου στο γενικό μέρος προβλέπεται ποινή ελαττωμένη χωρίς άλλο προσδιορισμό, η επιβλητέα ποινή επιμετρείται ως ακολούθως: α) αντί της ποινής του θανάτου ή της ισοβίου καθείρξεως καταγιγνώσκεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αντί της ποινής καθείρξεως ανωτέρας των δέκα ετών καταγιγνώσκεται κάθειρξη μέχρι δέκα έτη ή φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) αντί της ποινής καθείρξως μέχρι δέκα ετών καταγιγνώσκεται ποινή κάθειρξης μέχρι έξι ετών ή φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, δ) σε πάσα άλλη περίπτωση η ποινή μειώνεται ελεύθερα από τον δικαστή μέχρι το ελάχιστο όριο του είδους της ποινής ε) εάν στον νόμο απειλούνται αθροιστικά ποινή στερητική της ελευθερίας και ποινή σε χρήμα, δυναται να καταγνωσθεί και μόνη η τελευταία αύτη». Οπως όριζε το προισχύον άρθρο 84 Π.Κ « 1. Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις. 2. Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, γ) το ότι στην πράξη ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και ε) το ότι ο υπάιτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του». Σύμφωνα με το άρθρο 85 Π.Κ του προισχυσαντος Κώδικα: «Οταν συντρέχουν περισσότεροι από ένας λόγοι για τη μείωση της ποινής κατά το άρθρο 83 ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρο 84), εφαρμόζεται μόνο μια φορά η μείωση της ποινής σύμφωνα με το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83. Στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνονται υπόψη όλοι οι πιο πάνω λόγοι και ελαφρυντικές περιστάσεις».
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι όταν ίσχυσε για πρώτη φορά ο προισχύσας Ποινικός Κώδικας η καταγνωσθείσα ποινή που δεν υπερέβαινε τους 6 μήνες μπορούσε να μετατραπεί σε χρηματική ποινή αν ο δικαστής με αιτιολογημένη απόφαση έκρινε, από την διερεύνηση του χαρακτήρα του δράστη αλλά και τις περιστάσεις τέλεσης του αδικήματος, ότι η μετατροπή αυτή θα απέτρεπε αυτόν από την τέλεση νέων άλλων αξιοποίνων πράξεων. Λϊγα χρόνια αργότερα η μετατροπή της ποινής σε χρήμα μπορούσε να μετατραπεί και σε ποινές που δεν υπερβαίνουν το ένα έτος. Δεκαετίες αργότερα και με αλλεπάλληλες τροποποιήσεις η μετατροπή της ποινής μπορούσε να δοθεί ακόμα και σε στερητικές της ελευθερίας ποινές που δεν υπερβαίνουν τα 5 έτη και μάλιστα χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Με σχετική απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου αποσαφηνίστηκε ότι ποινές κάθειρξης 5 ετών δεν μετατρέπονται σε χτηματική ποινή. Ο νέος Ποινικός Κώδικας (ν.4619/2019) κατάργησε την μετατροπή της ποινής. Στο άρθρο 99 Π.Κ του Ποινικού Κώδικα του 1950 προβλεπόταν ότι η καταγνωσθείσα ποινή που δεν υπερβαίνει το έτος μπορούσε να ανασταλεί για τρία έως πέντε έτη αν ο καταδικασθείς δεν είχε στο παρελθόν καταδικαστεί για πλημμέλημα ή κακούργημα. Η αναστολή κατ’ άρθρο 100 Π.Κ χορηγείτο αν οι περιστάσεις τέλεσης της πράξης, ο πρότερος βίος, ο χαρακτήρας του δράστη αλλά και η συμπεριφορά του μετά την τέλεση αυτής οδηγούσαν τον δικαστή στην κρίση ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων. Οι ρυθμίσεις αυτές ίσχυσαν για δεκαετίες και έως ότου με αλλεπάλληλες τροποιήσεις του Π.Κ δοθεί η δυνατότητα αναστολής της ποινής, ακόμα και σε ποινές φυλάκισης πέντε ετών. Επιπρόσθετα αναστολή της ποινής διδόταν, με το άρθρο 99 Π.Κ όπως τροπ. με τον ν.4619/2019, αν καταδικαζοταν κάποιος σε ποινή φυλάκισης μέχρι 3 χρόνια ακόμα και αν το ποινικό του μητρώο ήταν γεμάτο με καταδίκες, εκτός αν το δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφαση επέβαλε διαφορετικά. Ηδη και σύμφωνα με το άρθρο 99 Π.Κ όπως τροπ. με τον ν. 4855/2021, αναστολή δίδεται αν ο καταδικασθείς έχει στο παρελθόν καταδικαστεί αμετάκλητα σε μία ή περισσότερες ποινές που δεν υπερβαίνουν τα 3 έτη. Μόνο με ειδική αιτιολογία το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει, σύμφωνα με τα άρθρα 99 και 100 Π.Κ, την έκτιση μέρους ή όλης της ποινής. Παρά τις πρόσφατες τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 4855/2021 παραμένει εξαιρετικά δύσκολη η επιβολή ποινών φυλάκισης χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα σε διάφορα σοβαρά πλημ/τα και παρά τα αντιθέτως διεθνώς κρατούντα.
Πέραν αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 105 Π.Κ του Ποινικού Κώδικα του 1950, υφόρον απόλυση χορηγείτο αν ο κατάδικος είχε εκτίσει τα 2/3 της ποινής του αλλά κατ’ ελάχιστον όριο ένα έτος. Επί ισοβίου καθείρξεως έπρεπε να έχουν εκτιθεί τουλάχιστον 20 έτη. Οπως όριζε το άρθρο 106 Π.Κ για να τύχει υπό όρους απόλυση ο κατάδικος θα έπρεπε, μεταξύ άλλων, να προκύπτει, από τον παρελθόντα βίο του από την διάγνωση του χαρακτήρα του, προσδοκία εντίμου βίου στο μέλλον.. Με την τροποποίηση του ν. 2408/1996 αλλά και τις υπόλοιπες αλλεπάλληλες τροποιήσεις, επήλθε κατ’ ουσίαν το τέλος του θεσμού αυτού και η υπό όρους απόλυση χορηγείτο σκανδαλωδώς γρήγορα και εύκολα. Σαν να μην έφτανε αυτό, θεσπίστηκαν διατάξεις περί αποσυμφορήσεως των φυλακών με βάση τις οποίες κατάδικοι με πολυετείς καθείρξεις απολύονταν των φυλακών μετά από έκτιση ελάχιστης ποινής.
Το άρθρο 83 του νέου ποινικού κώδικα είναι ευμενέστερο του ιδίου άρθρου του προϊσχύσαντος ποινικού κώδικα. Ειδικότερα, όπου προβλέπεται επιβολή μειωμένης ποινής, πλέον αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή κάθειρξη οκτώ ετών. Στον προϊσχύσαντα ποινικό κώδικα επιβαλόταν κάθειρξη έως 12 έτη. Πέραν αυτού στο ίδιο άρθρο προβλέπεται ότι, αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης επιβάλλεται πλέον ποινή κάθειρξης 5-15 ετών ενώ στον προϊσχύσαντα κώδικα επιβαλλόταν κάθειρξη 10-20 ετών. Περαιτέρω, το άρθρο 84 του νέου ποινικού κώδικα αναφέρει ότι: « ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρύ πλημμέλημα, β) το ότι στην πράξη ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή από την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με τον οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος η παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, ε) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του». Ως ελαφρυντική περίπτωση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου». Αν συγκρίνουμε το άρθρο 84 του Π.Κ με το προισχύον άρθρο διαπιστώνουμε ότι εισήχθη ο όρος «σύννομος βίος» προκειμένου να απονέμεται ευκολότερα το ελαφρυντικό αυτό. Ειδικότερα απονέμεται ακόμα και αν υπάρχει αμετάκλητη καταδίκη για ελαφρύ πλημμέλημα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για ειδεχθή πλημμελήματα ή κακουργήματα, για δεκαετίες, κατά κανόνα, δεν χορηγούνταν ελαφρυντικά. Τα πρόσφατα χρόνια άρχισε μια αδικαιολόγητα ευρεία χορήγηση ελαφρυντικών που οδήγησε στην επιβολή αικαιολόγητα και ασυγχώρητα για τον νομικό μας πολιτισμό επιεικών ποινών. Σε περίπτωση μη αναγνώρισης των ελαφρυντικών η ποινή «έπεφτε» σχετικά εύκολα στον Αρειο Πάγο λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησης του λόγου για τον οποίο δεν χορηγήθηκαν ελαφρυντικά. Η κατάσταση αυτή χειροτέρευσε με τους νέους ποινικούς κώδικες. Για παράδειγμα κατηγορουμένη που με κακουργηματική απάτη περιποίησε στον εαυτό της περιουσιακό όφελος σε βάρος της Τράπεζας που εργαζόταν ποσού 4.000.000 ευρώ έλαβε ποινή από το Πενταμελές εφετείο κακουργημάτων 5 ετών κάθειρξης. Αρχικά η δίωξη είχε ασκηθεί για απάτη με τον ν.1608/1950. Ο νόμος αυτός επέβαλε ισόβια κάθειρξη σε όσους τον παρέβαιναν. Στην πράξη αναγνωριζόταν κάποιο ελαφρυντικό και επιβαλόταν μια κάθειρξη που μπορούσε να φτάσει τα 20 έτη. Με τον ν 4619/2019 όχι μόνο καταργήθηκε η παραπάνω διάταξη αλλά το ανώτατο όριο κάθειρξης μειώθηκε από 20 έτη στα 15 έτη και η συγχώνευση ποινών από τα 25 έτη στα 20 έτη. Μετά την κατάργησή του ν. 1608/1950 η ως άνω πράξη πληρεί την αντικειμενική υπόσταση της κακουργηματικής απάτης (άρθρο 386 Π.Κ) που επαπειλεί ποινή μέχρι 10 χρόνια κάθειρξη. Αναγνωρίστηκαν στο πρόσωπό της τα ελαφρυντικά του συννόμου βίου και της μεγάλης διάρκειας της δίκης με αποτέλεσμα το δικαστήριο μετά δυσκολίας να καταφέρει να επιβάλει για την πράξη αυτή κάθειρξη 5 ετών προκειμένου να οδηγηθεί έστω και για λίγο στην φυλακή και διατηρηθεί το κύρος της ελληνικής δικαιοσύνης. Πρόσφατα εξάλλου παρατηρούνται δικαστικές αποφάσεις που για υπεξαιρεθέντα ποσά 200-400000 ευρώ ή απάτες ιδίου ύψους επιβάλλονται, μετά την χορήγηση σωρείας ελαφρυντικών, ποινές που αναστέλλονται επί τριετία χωρίς, με άλλα λόγια ο καταδικασθεις να υποστεί κάποια ουσιαστική κύρωση για τις πράξεις που τέλεσε, Η παράγραφος 2 του άρθρου 84 Π.Κ προσθέτει και άλλη, πέραν των ήδη υπαρχουσών, ελαφρυντική περίσταση και δη αυτή της μη εύλογης διάρκειας της δίκης. Δηλαδή πλέον, ο καταδικασθείς όχι μόνον μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να ζητήσει αποζημίωση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης αλλά δύναται να ζητήσει και να λάβει μικρότερη ποινή για τον ίδιο λόγο, λες και το έγκλημα που τέλεσε ξαφνικά και λόγω της αργοπορίας της ελληνικής δικαιοσύνης πρέπει να υποβαθμιστεί σε βάρος των θυμάτων και της δημόσιας τάξης. Η κατάσταση επιδεινώνεται έτι περαιτέρω με την προσθήκη στο έδάφιο ε της παραγράφου 1 του άρθρου 84 Π.Κ εδαφίου που με βάση το οποίο αναγνωρίζεται ελαφρυντικό λόγω καλής συμπεριφοράς, μετά την τέλεση της πράξης, ακόμα και σε καταδικασθέντες που εκτίουν την ποινή τους στις φυλακές. Η καλή συμπεριφορά στην φυλακή θα έπρεπε, όπως ίσχυε επί δεκαετίες, να λαμβάνεται υπόψη μόνο για την υφ’ όρον απόλυση καταδίκων από την φυλακή. Πρόσφατα αναιρέθηκε απόφαση Πενταμελούς εφετείου Αθηνών που επέβαλε ισόβια κάθειρξη σε διαβόητο κατάδικο που, ευρισκόμενος για πολλά χρόνια στη φυλακή, οργάνωνε και εκτελούσε μέσα από τα σωφρονιστικά καταστήματα ιδιαζόντως ειδεχθή εγκλήματα και κινηματογραφικές αποδράσεις. Ο Αρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου που δεν χορήγησε ελαφρυντικό καλής διαγωγής στις φυλακές για ελειπή αιτιολογία αφού δέχτηκε ότι τα τελευταία χρόνια πήγαινε σχολείο δεύτερης ευκαιρίας στη φυλακή και δεν είχε υποπέσει σε πειθαρχικό αδίκημα. Μετ΄ αναίρεση το Πενταμελές εφετείο διατήρησε και πάλι την ισόβια καταδίκη διότι δεν δέχτηκε ότι η φοίτηση σε σχολείο στην φυλακή αλλά και η έλλειψη πρόσφατων πειθαρχικών ποινών αρκούν από μόνα τους για την χορήγηση του συγκεκριμένου ελαφρυντικού. Κατά μία άποψη, το συγκεκριμένο ελαφρυντικό χορηγήθηκε κάποτε σε μία-δύο αμφιλεγόμενες αποφάσεις του Αρείου Πάγου λόγω καλής συμπεριφοράς του καταδίκου στην φυλακή. Επομένως ο νομοθέτης, σύμφωνα με την άποψη αυτή, θεσμοθέτησε ότι ανέφεραν αυτές οι σπάνιες δικαστικές αποφάσεις αποτυπώντας δήθεν ότι δέχτηκε ο Αρειος Πάγος νομολογιακά. Ηδη με την υπ.αρ 2/2022 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου « η περί ποινής κρίση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας αλλά επιβάλλεται να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ αξιόποινης πράξης και ποινής για σωφρονισμό του δράστη (ειδική πρόληψη) και να συμβάλλει στη σταθερότητα και ειρήνευση της κοινωνικής ζωής με την παροχή στους πολίτες της επιβεβαίωσης ότι καλώς πράττουν όταν συμπεριφέρονται συννόμως (γενική πρόληψη) με παράλληλη ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος του κοινωνικού συνόλου. Ετσι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση υποταγή στην νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Συνακόλουθα αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται τους κανόνες η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε ποινικό μητρώο συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που οριζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177-178 ΚΠΔ για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του συννόμου βίου προκειμένου να αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Από τον συνδυασμό όσων προεκτέθησαν είναι φανερό πως για την θεμελίωση του συννόμου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και επιπλέον προυπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας». Κάποιες από τις παραδοχές αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, και για την χορήγηση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς για μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξης. Με άλλα λόγια δεν πρέπει με κανένα τρόπο να ευτελίζεται η ποινή στα πλαίσια της διαχρονικής υποβάθμισης της καταστολής στην χώρα μας γεγονός που οδήγησε σε ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, όσων εκτέθησαν πιο πάνω, είναι το γεγονός ότι στην εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών στα μέσα της δεκαετίας του 1980 έρχονταν γύρω στις 5-10 συνοδείες με την αυτόφωρη διαδικασία. Γύρω στο 2010 οι συνοδείες μπορούσαν να ξεπερνούν τις 120 ημερησίως. Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα των ερμηνειών που δίνει η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, τα άρθρα 83-85 Π.Κ πρέπει να εκλογικευτούν και τροποποιηθούν άμεσα σε συνάρτιση πάντα με τα ισχύοντα στις πολιτισμένες χώρες του κόσμου.
Η εισαγωγή, εξάλλου, του άρθρου 85 Π.Κ του νέου ποινικού κώδικα καθιερώνει περαιτέρω μείωση ή άλλως διπλή μείωση του κατώτερου ορίου της μειωμένης κατά το άρθρο 83 Π.Κ ποινής αν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας οι περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μείωσης της ποινής μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις. Συγκεκριμένα όπως προβλέπεται στο άρθρο 85 ΠΚ: α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία, β) τα δύο έτη σε ένα, γ) το ένα έτος σε έξι μήνες και δ) η μειωμένη ποινή φυλάκισης σε παροχή κοινωνικής εργασίας ή χρηματική ποινή. Σύμφωνα με τον προϊσχύσαντα ποινικό κώδικα, σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, το δικαστήριο μείωνε άπαξ την ποινή στον καταδικασθέντα. Το άρθρο αυτό προβλέπει επίσης ότι οι ελαττωμένες ποινές που αναφέρει επιβάλλονται και όταν ο κατηγορούμενος έχει ομολογήσει την ενοχή του κατά την προδικασία, συμβάλλοντας έτσι στην έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης. Στο σημείο αυτό δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό για ποιο νομικό λόγο δεν πρέπει να επαφίεται στον φυσικό δικαστή, όπως γινόταν στην πράξη μέχρι την ισχύ του νέου ποινικού κώδικα, να μειώσει ελεύθερα, κατά την δικαιοδοτική του κρίση την ποινή στον καταδικασθέντα στον οποίο αναγνωρίστηκαν περισσότεροι του ενός λόγοι μείωσης της ποινής ή ελαφρυντικές περιστάσεις. Ο νομοθέτης ανεπίτρεπτα υποχρεώνει τον δικαστή να μειώσει την ποινή, μέσα στα όρια που θέτει εκ των προτέρων ο ίδιος, χωρίς να τον αφήνει να την μειώσει, κατά περίπτωση, αφού λάβει υπόψη του τα χαρακτηριστικά της πράξης που τέλεσε ο καταδικασθείς και την προσωπικότητα αυτού. Ολες αυτές οι νέες ρυθμίσεις περί μείωσης της ποινής που θα επιβληθεί αφορούν λόγους μείωσης της ποινής και ελαφρυντικές περιστάσεις που ο δικαστής δύναται και δεν υποχρεώνεται να αναγνωρίσει. Πέραν αυτών, μερικές φορές, η χορήγηση μειωμένης ή μη ποινής ερμηνεύεται νομολογιακά ως η χορήγηση ελαφρυντικών και λόγων μείωσης της ποινής να είναι υποχρεωτική. Κατ’ αυτό τον τρόπο επιδικάζονται ποινές μειωμένες που προκαλούν το δημόσιο αίσθημα. Επιπρόσθετα ο νομοθέτης στον ισχύοντα ποινικό κώδικα μείωσε το ανώτατο όριο της πρόσκαιρης κάθειρξης στα 15 από τα 20 έτη και το όριο φυλάκισης στα 8 έτη από 10 έτη, περιόρισε το ανώτατο όριο εκτιτέας συνολικής ποινής κάθειρξης και φυλάκισης σε περιπτωση συρροής ή συγχώνευσης ποινών και παρέσχε, καθ’ υπερβολήν, την δυνατότητα, κατ’ άρθρο 133 ΠΚ, επιβολής μειωμένης ποινής στον μετεφηβικής ηλικίας αυτουργό η συνεργό που δεν έχει συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του (ενώ παλαιότερα το όριο αυτό δεν ξεπερνούσε τα 18 και αργότερα τα 21 έτη της ηλικίας). Οι ρυθμίσεις αυτές, του ισχύοντα ποινικού κώδικα, στην ουσία μειώνουν πολλαπλώς, σε σχέση με τον προϊσχύσαντα ποινικό κώδικα, την αρχικά προβλεπομένη ποινή στον δράστη μιας αξιόποινης συμπεριφοράς και συνεπάγονται την ανεπίτρεπτα «επιεική» μεταχείριση του καταδικασθέντα σε βάρος της προστασίας των θυμάτων και της κοινωνίας. Στην προνομιακή μεταχείριση του εγκληματία κατατείνουν η μετατροπή πολλών σοβαρών εγκλημάτων σε πλημμελήματα από κακουργήματα για τα οποία στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τα άλλα κράτη, δεν εκτίεται κατά κανόνα η ποινή πραγματικά, η εκτεταμένη μείωση των προβλεπομένων ποινών σε διάφορες σοβαρές εγκληματικές συμπεριφορές, η αποποινικοποίηση σοβαρών αδικημάτων, οι συχνοί νόμοι περί δήθεν αποσυμφορήσης των φυλακών και περί επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας, η ανεπίτρεπτα «σύντομη» υπό όρους απόλυση από την φυλακή που προκαλεί συχνά το κοινό περί δικαίου αίσθημα, η αναστολή από το πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο ουσίας, της ποινής και δη μεγάλων ποινών κάθειρξης, από το 2010 και επέκεινα, ενόψει της εκδίκασης λόγω άσκησης έφεσης ή αναίρεσης της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό ή ακόμα και στον Αρειο Πάγο, ή από το Πενταμελές αναστολών, κατ’ άρθρο 497 ΚΠΔ, ακόμα και αν το πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο για τους ίδιους προταθέντες λόγους δεν χορήγησε αναστολή στον καταδικασθέντα και τέλος η αναστολή της ποινής, αν δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία περί του αντιθέτου στην δικαστική απόφαση, σε ποινές φυλάκισης μέχρι 3 έτη. Ετσι παρατηρήθηκε η ουτοπική τάση του νομοθέτη, που αποτυπώθηκε και στο προοίμιο του ισχύοντα ποινικού κώδικα του ν.4619/2019, να περιοριστούν οι πιθανότητες που ο δράστης ενός εγκλήματος θα βρεθεί στη φυλακή. Οι τόσες πολλές ευεργετικές για τον καταδικασθέντα, αυτουργό ή συνεργό, ρυθμίσεις δεν απαντώνται σε κανένα δίκαιο προηγμένων κρατών και οδηγούν, σε συνδυασμό και με τις λοιπές παθογένειες της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, στην απαξίωση της ποινικής καταστολής και στην αίσθηση ότι ο νομοταγής πολίτης είναι αβοήθητος σε κάθε μορφή εγκληματικής συμπεριφοράς. Hκατάργηση εξάλλου της δικαστικής απέπασης δημιουργεί κύμα ανασφάλειας.
Τα τελευταία χρόνια ο νομοθέτης προσπαθεί με αλλεπάλληλες τροποποιήσεις των ποινικών κωδίκων του ν.4619/2019 και ν. 4620/2019 να επαναφέρει την κανονικότητα στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Πρόσφατα η μείωση της ποινής λόγω μετεφηβικού εγκληματία απονέμεται δυνητικά και όχι υποχρεωτικά να οδηγήσει στην μείωση της ποινής. Παρόλα αυτά είναι αδιανόητη η χορήγηση του ελαφρυντικού μετεφηβικής ηλικίας σε ανθρώπους που τελούν έγκλημα όντας 25 ετών που μπορεί να είναι ακόμα και δικηγόροι, γιατροί και επαγγελματίες. Πέραν αυτού είναι αδιανόητο σε πολιτισμένο κράτος να βανδαλίζονται πρεσβείες, δημόσια κτήρια, νεκροταφεία και χώροι λατρείας οποιασδήποτε θρησκείας, να βεβηλώνεται ακόμα και αυτή η βουλή των Ελλήνων που αποτελεί το λίκνο της δημοκρατίας στην χώρα που την γέννησε, να γίνονται επιθέσεις με βάσηρατσιστικά και ομοφοβικά κίνητρα, να διαπράττονται συχνά εμπρησμοί, να ασκείται βία εντός και εκτός των αθλητικών χώρων και των Πανεπιστημίων και οι δράστες να κυκλοφορούν, μέσα σε ελάχιστες ώρες μετά την σύλληψή τους, ελεύθεροι. Ανεξάρτητα αν ασκήθηκε ποινική δίωξη για πλημ/μα ή κακούργημα, είναι αδιανόητο να μην έχει εγκλειστεί ο δράστης στην φυλακή μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα από την τέλεση της πράξης του. Η πρόσφατη αλλαγή στο άρθρο 187 Π.Κ αλλά και του νόμου περί αθλητικής βίας τείνει να εναρμονήσει τις ποινικές διατάξεις του ελληνικού ποινικού κώδικα με ότι ισχύει στον πολιτισμένο κόσμο. Πέραν αυτού είναι εντελώς αχαρακτήριστη η κατάργηση της δικαστικής απέλασης σε αλλοδαπούς καταδίκους τρίτων χωρών.
Συμφωνα με Απόφαση Πλαίσιο της Ευρωπαικής Ενωσης , επιτρέπεται η διακομιδή καταδίκων, με την συναίνεσή τους, στην χώρα τους για να εκτίσουν την ποινή που τους επιβλήθηκε σε ένα άλλο κράτος. Στην Ελλάδα αυτό δεν συμβαίνει γιατί όλες οι ευργετικές διατάξεις για τον καταδικασθέντα οδηγούν στην πρόωρη αποφυλάκισή του. Εάν εκτιόταν η ποινή στην χώρα καταγωγής του ο κατάδικος δεν θα απολύετο των φυλακών τόσο γρήγορα. Το Τμήμα εξάλλου Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών συχνά δέχεται την οργή και τις επικρίσεις αλοδαπών δικαστικών αρχών για την πρόωρη απόλυση με όρους από την φυλακή καταδικασμένων στην αλλοδαπή που εκτίουν την ποινή τους στην ημεδαπή. Τα παραπάνω είναι και ο μόνιμος προβληματισμός των διεθνών οργανισμών που κατά καιρούς αξιολογούν την εφαρμογή των Αποφάσεων Πλαίσιο στην χώρα μας. Ο νόμος 4619/2019 τροποποίησε, εξάλλου ανεπίτρεπτα, κάποιες διατάξεις για την έκδοση εγκληματιών με αποτέλεσμα οι ξένες αρχές να έχουνεκφράσει, κατ΄ιδιαν αλλά και σε διεθνή fora, την δυσφορία τους για την μη έκδοση εγκληματιών στις χώρες τους. Ειδικότερα οι νέες διατάξεις του άρθρου 437 ΚΠΔ περί έκδοσης εκζητουμένου μόνο αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη ποινή κλπ έχουν δημιουργήσει προβλήματα.
Στην Βρετανία πρόσφατα κάποιος «φίλαθλος» εισέβαλε στο Μπέρμιγχαμ στον αγωνιστικό χώρο και χειροδίκησε σε βάρος ποδοσφαιριστή της αντίπαλης ομάδας. Συνελήφθη αμέσως, προσήχθη ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου μέσα σε 2-3 ημέρες, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 35 ημερών, παραδόθηκε στον διευθυντή των φυλακών και ήδη έχει εκτίσει την ποινή του. Λίγες ημέρες αργότερα, κάποιος άλλος Βρετανός πέταξε ένα αυγό στο ηγέτη των εργατικών. Συνελήφθη και μετά πάροδο δύο ημερών καταδικάστηκε από τον φυσικό του δικαστή σε ποινή φυλάκισης 25 ημερών και οδηγήθηκε στην φυλακή. Δεν υπήρξαν στις πιο πάνω περιπτώσεις, αναβολές στην εκδίκαση, αναστολή της ποινής, μετατροπή της ποινής σε χρήμα ή σε πραγματική ή δήθεν κοινωνική εργασία. Αμεσα εξάλλου οδηγήθηκε στην φυλακή ο δράστης οικογενειακής βίας που χτύπησε στην σύζυγό του με αποτέλεσμα να κληθεί, από τους γείτονες που άκουγαν τις απεγνωσμένες εκκλήσεις για βοήθεια του θύματος, η βρετανική αστυνομία για να επέμβει. Ούτε βέβαια τέθηκαν ζητήματα αναλογικότητας της ποινής αφού οι καταδικασθέντες στα κράτη του commonlaw αλλά και της ηπειρωτικής Ευρώπης δεν έχουν ουσιαστικά αποποινικοποιήσει με την μη επιβολή ποινών που να εκτίονται τα πλημ/τα. Ουτε βέβαια το τεκμήριο αθωότητας ερμηνεύενται στις πολιτισμένες χώρες με τον τρόπο που τεχνηέντως ερμηνεύεται από τα συμφέροντα στη χώρα μας. Πρόσφατα μάλιστα το Ευρωπαικό δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα γιατί επέβαλε αδικαιολόγητα μικρή ποινή σε αδίκημα που ως εκ της φύσεώς του ο κατάδικος έπρεπε να τιμωρηθεί βαρύτερα και να εκτίσει πραγματικά την ποινή του.
H μείωση του ανωτάτου ορίου επιβολής ποινών αλλά και η από το έτος 2010 δύσκολη επιβολή προσωρινής κράτησης σε κακουργήματα κατά των οποίων επαπειλείται ποινή κάθειρξης μέχρι 10 έτη δημιουργούν τον κίνδυνο να ασκούνται υπερβολικές ποινικές διώξεις προκειμένου να επιτρέπεται προσωρινή κράτηση και να ικανοποιείται το κοινό περί δικαίου αίσθημα σε υποθέσεις που απασχολούν έντονα την κοινή γνώμη. Με τον τρόπο όμως αυτό απλά το πρόβλημα κρύβεται κάτω από το χαλί. Οπως είναι εξάλλου γνωστό πολλές υποθέσεις διαφθοράς που ταλάνισαν την κοινή γνώμη παραγράφησαν αφενός λόγω της μετατροπής με τον ν.4619/2019 του κακουργήματος της ενεργητικής δωροδικίας σε πλμ/μα και αφετέρου της κατάργησης του ν. 1608/1950 που προέβλεται ότι σε διακεκριμένες περιπτώσεις η παραγραφή συμπληρωνόταν στα 25 έτη και όχι όπως προβλέπεται σήμερα στα 20 έτη από την τέλεση της πράξης. Η κατάργηση της άμεσης συνέργειας και η τροποποίηση της διάταξης για την απόπειρα σε συνδυασμό με την επιβολή, με τον ν.4619/2019, μικροτέρων ποινών στις εγκληματικές αυτές συμπεριφορές, η αδικαιολόγητα μεγάλη διάσταση ως προς τηνδικανική κρίση μεταξύ των πρωτοβαθμίων και δευτεροβαθμίων δικαστηρίων επί της ενοχής και της ποινής αλλά και η πολύ εύκολη, για τα ευρωπαικά δεδομένα, αναίρεση ποινικών αποφάσεων κατατείνουν στην δημιουργία ανασφάλειας δικαίου.
Η κατάσταση στην ποινική δικαιοσύνη στη χώρα μας επιδεινώνεται με τις αδιάκοπες αναβολές των δικών λόγω απασχόλησης των δικηγόρων σε άλλες δίκες ή λόγω αποχής μετά την δεύτερη διακοπή της δικασίμου. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να ανατρέξουμε στα δικαικά συστήματα προηγμένων χωρών για να διαπιστώσουμε και εφαρμόσουμε στην ημεδαπή τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται το πρόβλημα αυτό στην αλλοδαπή.
Είναι προφανές ότι η αντίδραση της έννομης τάξης πρέπει να υπάρξει κάποια στιγμή και στην Ελλάδα. Από τον Ιούνιο του 2019 μέχρι σήμερα έχουν γίνει πάνω από 200 αλλαγές στους ποινικούς κώδικες λόγω των αδιεξόδων και της προφανούς ανεπάρκειας που επέφερε στους Ποινικούς Κώδικες ο ν. 4619/2019.
Είναι σίγουρο ότι υπάρχουν ακόμα πολλά άρθρα που πρέπει να αλλάξουν αλλά πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο νομοθέτης προσπαθεί, έστω με δειλά βήματα, να γιατρέψει τις πληγές που ο ίδιος διαχρονικά δημιούργησε.
*Γεώργιος Βούλγαρης, Εισαγγελέας Εφετών