Ο νόμος με τις διατάξεις των άρθρων 78 έως 106 ΑΚ ρυθμίζει τα των σωματείων, ήτοι της ενώσεως είκοσι (20) τουλάχιστον φυσικών προσώπων που επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό και έχει νομική προσωπικότητα, την οποία αποκτά κατόπιν δικαστικής αποφάσεως και έφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις πού διαγράφονται από το νόμο, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 107 ρυθμίζει τα των ενώσεων προσώπων πού δεν αποτελούν σωματεία, η ύπαρξη των οποίων προβλέπεται από τη διάταξη του αρθ. 12 § 3 του Συντάγματος και η οποία (πρόβλεψη) προκαλεί και την ανάγκη ρυθμίσεως των εννόμων σχέσεων που η, παραδεκτή κατά το Σύνταγμα, ύπαρξη και δράση τους προκαλεί. Όμως η διάταξη αυτή του άρθρου 107 ΑΚ δεν προσδιορίζει επαρκώς την έκταση της δικαστικής προστασίας των μελών των ενώσεων αυτών προσώπων διότι προβλέπει μόνον ότι, εάν δεν ορίζεται άλλως, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις εταιρείες και ότι εάν ή ένωση αυτή μετατραπεί σε σωματείο η μεταβίβαση της περιουσίας στο τελευταίο γίνεται κατά τις κοινές διατάξεις και δεν θεωρείται ότι επήλθε καθολική διαδοχή.
Προϋπόθεση υπαγωγής νομικού μορφώματος στην έννοια της ενώσεως προσώπων του άρθρου 107 ΑΚ είναι η ένωση που στερείται νομική προσωπικότητα, απαρτίζεται από πλείονα του ενός πρόσωπα, να μην είναι ευκαιριακή, να επιδιώκει ορισμένο σκοπό, να έχει σωματειακή οργάνωση, να εμφανίζεται στις (υπό ευρεία έννοια) συναλλαγές ως ενότητα και κατά την δομή της η υπόσταση της να διατηρείται ανεξάρτητη από τις μεταβολές των προσώπων – μελών της. Το τελευταίο τούτο την αντιδιαστέλλει από την εταιρεία, επειδή επί εταιρείας οι συμβαλλόμενοι ως μέλη αποδίδουν προέχουσα σημασία στο προσωπικό στοιχείο των μελών της και συνεπώς, κατά κανόνα (άρθρα 773, 775, 766 ΑΚ), οι μεταβολές πού επέρχονται στο πρόσωπο εταίρου ή και η δια καταγγελίας αποχώρηση του, επιφέρουν τη λύση της εταιρείας (ενώ στην απλή ένωση προσώπων η σχέση των μελών μεταξύ τους είναι σωματειακής υφής και συνεπώς ο θάνατος, η δικαστική συμπαράσταση, η πτώχευση ή η αποχώρηση του μέλους δεν επηρεάζει την υπόσταση της ενώσεως αλλά περιορίζεται μόνο στο μέλος αυτό), πέραν του ότι στην εταιρεία δημιουργείται ενοχικός δεσμός μεταξύ των μελών της, ο οποίος δεν είναι διακριτός, αλλ ούτε και ευχερώς νοητός στην ένωση προσώπων, όπου ο δεσμός έχει σωματειακή υφή, ακριβώς λόγω της μακροχρονίου διαρκείας του και της κατά τα ανωτέρω επιβιώσεως του νομικού μορφώματος και πέραν της ιδιότητος των ιδρυτικών μελών ως τοιούτων, ακόμη δε και μετά τον θάνατο των τελευταίων.
Όμως πέραν των ανωτέρω η κεφαλαιώδης διαφορά του προβλεπομένου από το άρθρο 78 ΑΚ σωματείου και της άνω ενώσεως προσώπων είναι η νομική προσωπικότητα του πρώτου και συνεπώς η ένωση προσώπων στερείται παν ό,τι προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής προσωπικότητας, ενώ κατά τα λοιπά ή ένωση προσώπων αναγκαίως έχει εσωτερική οργάνωση και συνεπώς διατάξεις πού αφορούν τα σωματεία, κατ’ αρχήν, εφαρμόζονται αναλογικά και στην ένωση προσώπων, εκτός εκείνων πού προϋποθέτουν νομική προσωπικότητα.
Και ναι μεν η διάταξη του άρθρου 107 ΑΚ ορίζει και μάλιστα αδιαστίκτως ότι επί ενώσεως .προσώπων εφαρμόζονται οι διατάξεις περί των εταιρειών, εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο, αλλά βάσει των ανωτέρω παραδοχών η ένωση προσώπων ρυθμίζεται βάσει των διατάξεων περί σωματείων, περί εταιρειών και των σχετικών συμφωνιών των μερών, ως εκ της φύσεως της ενώσεως προσώπων ως ενός μορφώματος μεταξύ σωματείου και εταιρείας.
Επειδή για τη σύσταση της ενώσεως δεν απαιτούνται μεν οι αναγκαίες διατυπώσεις συστάσεως σωματείου (συστατική πράξη, καταστατικό και δικαστική απόφαση), αλλ’ αρκεί η συμφωνία των ιδρυτών στην οποίο περιέχονται οι κανόνες οργανώσεως (όργανα της ενώσεως και καταστατικό λειτουργίας της), η ιδιότητα του μέλους, από την οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, αποκτάται είτε από την αρχή κατά τη σύσταση είτε με μεταγενέστερη προσχώρηση κατά τους όρους του αναγκαίως εν τοις πράγμασι συμφωνηθέντος καταστατικού. Δηλαδή, αναγνωριζομένη από το Σύνταγμα, οργάνωση της ενώσεως προσώπων έχει ως θεμέλιο τη σχετική συμφωνία των ιδρυτικών μελών (περί την ίδρυση και τη λειτουργία της, περί την επωνυμία, περί την συγκρότηση της διοικήσεως αλλά και περί την πειθαρχική διαδικασία) αλλά και τις “οιονεί προσχωρήσεις” των επιγενομένων τοιούτων. Αν δεν προβλέπεται ειδικώς άλλος τρόπος οργανώσεως, τα όργανα της ενώσεως είναι η συνέλευση των μελών (ως βουλευόμενο όργανο που έχει και το τεκμήριο αρμοδιότητος για όσα δεν γίνεται ειδική πρόβλεψη στο καταστατικό, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 93 ΑΚ), το διοικητικό συμβούλιο (ως εκτελεστικό όργανο) και κάθε άλλο όργανο που προβλέπεται από το καταστατικό.
Τα μέλη για τα διαπραττόμενα παραπτώματα υπόκεινται στην πειθαρχική εξουσία που ασκείται από τα προβλεπόμενα από το καταστατικό όργανο εν ελλείψει δε σχετικής προβλέψεως στο καταστατικό από τη συνέλευση. Η πειθαρχική εξουσία κατ αρχήν ελέγχεται από τα δικαστήρια, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 88 και 101 ΑΚ, κυρίως μεν διότι έλεγχος δεν συνάπτεται με την νομική προσωπικότητα, εν πάση δε περιπτώσει διότι οι έννομες σχέσεις μεταξύ των μετεχόντων στα αναγνωριζόμενα από το Σύνταγμα νομικά αυτά μορφώματα δεν είναι νοητό να παραμένουν εκτός εννόμου προστασίας των μετεχόντων αυτά.
Η προστασία αυτή όμως δεν μπορεί παρά να έχει περιορισμένη εμβέλεια εξ απόψεως αποτελεσμάτων, διότι οι δεσμοί αυτών των ενώσεων δεν έχουν την επικύρωση των τοιούτων των σωματείων, η δε συνταγματικώς παρεχομένη ευχέρεια συμμετοχής σε νομικά μορφώματα σκοπού μη ελεγχθέντος υπό του δικαιϊκού συστήματος, (ως ελέγχεται επί σωματείων) δεν επάγεται άνευ ετέρου και αντίστοιχη υποχρέωση της εννόμου τάξεως να εφαρμόσει αδιαστίκτως και σε κάθε περίπτωση αναλογικώς και καθ’ όλη της την έκταση την περί σωματείων νομοθεσία, παρά μόνον εκεί όπου η φύση και ο σκοπός της ενώσεως προσώπων προσιδιάζουν. Όμως επί νομικών μορφωμάτων προσιδιαζόντων σε κοινά σωματεία, ουδείς τοιούτος λόγος συντρέχει ώστε να μη παρασχεθεί και επ’ αυτών αντίστοιχη δικαστική προστασία.
Σημειώνεται δε ότι η σύσταση και η ύπαρξη της ενώσεως προσώπων αλλά και το περιεχόμενο του καταστατικού (το οποίο δεν είναι ανάγκη να είναι γραπτό) αποτελεί αντικείμενο ισχυρισμού και αποδείξεως κατά τις κοινές διατάξεις.
(Ανάλυση από το σκεπτικό της απόφασης 511/2008 του Αρείου Πάγου)
Κυριάκος Κόκκινος, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διαμεσολαβητής – Διαπραγματευτής, CSAP Συστημικός Αναλυτής, Coach, Εκπαιδευτής Ενηλίκων