Η εφαρμογή της νέας διάταξης και στις εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες η παραγραφή της απαίτησης είχε ήδη επέλθει κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4139/2013, θα οδηγούσε, μέσω της αναδρομικής αυτής επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής, στην αναβίωση της παραγεγραμμένης απαίτησης
Αντισυνταγματική κρίθηκε από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 ν. 4139/2013, κατά το μέρος που ρυθμίζει τις εκκρεμείς υποθέσεις, στις οποίες δεν έχει μεν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, πλην όμως η παραγραφή της αξίωσης σε επιδικία έχει ήδη επέλθει κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4139/2013 (ΟλΑΠ 7/2022).
Πιο αναλυτικά, στην Ολομέλεια παραπέμφθηκε το ζήτημα ένα η διάταξη του άρθρου 101 παρ. 1 του ν. 4139/2013, με την οποία αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, κατά το μέρος που ρυθμίζει το θέμα των εκκρεμών υποθέσεων, για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, είναι αντισυνταγματική, στις περιπτώσεις που περιλαμβάνει και τις ήδη παραγεγραμμένες αξιώσεις.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, το άρθρο 261 ΑΚ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 ν. 4139/2013, προς αντιμετώπιση των δυσμενών για το δικαιούχο συνεπειών από την παραγραφή της αξίωσής του εν επιδικία, ιδίως επί βραχυχρόνιων παραγραφών. Στη διάταξη του νέου άρθρου 261 ΑΚ περιέχεται διάταξη διαχρονικού δικαίου (παρ. 3 αυτού), στην οποία ρυθμίζεται η εν επιδικία παραγραφή εκκρεμών δικών. Ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της νέας διάταξης στις εκκρεμείς δίκες τίθεται να μην έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ενώ δεν τίθεται, ως πρόσθετη προϋπόθεση, να μην έχει ήδη επέλθει εν επιδικία, κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4139/2013 (20-3- 2013) η παραγραφή της αξίωσης, με βάση τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε προηγουμένως. Έτσι, με τη διάταξη αυτή, της παραγράφου 3 του άρθρου 261 ΑΚ, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία της, εισάγεται εξαίρεση από τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου των παραγραφών, που θεσπίζεται με το άρθρο 18 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ.
Περαιτέρω, προβλέποντας ο ν. 4139/2013 ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται στις εκκρεμείς δίκες, για τις οποίες δεν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, επιτρέπει κατ’ αρχήν, σύμφωνα πάντα με τη γραμματική ερμηνεία του, την άσκηση έφεσης από το διάδικο του οποίου η αξίωση κρίθηκε πρωτοδίκως παραγεγραμμένη, με την επίκληση της επελθούσας νομοθετικής μεταβολής και κατ’ επέκταση της “εσφαλμένης” υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς απόρριψης της σχετικής αγωγής του, με τη συνδρομή βεβαίως των προϋποθέσεων του νέου άρθρου 261 ΑΚ. Επιβάλλεται, όμως, η έρευνα της, διά της αναδρομικής εφαρμογής του νέου άρθρου 261 ΑΚ, παραβίασης ή μη συνταγματικώς προστατευομένων δικαιωμάτων.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή της νέας διάταξης και στις εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν είχε μεν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, αλλά η παραγραφή της απαίτησης είχε ήδη επέλθει κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4139/2013 σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε, θα οδηγούσε, μέσω της αναδρομικής αυτής επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής, στην αναβίωση της παραγεγραμμένης απαίτησης και στην επαναφορά αυτής στην αρχική και πλήρη μορφή της, ενώ ήδη αυτή, λόγω της παραγραφής, υφίσταται μόνο ως φυσική ή ατελής ενοχή. Τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα την αλλοίωση της διαμορφωμένης περιουσιακής κατάστασης των μερών και την ανατροπή των δημιουργημένων με την επελθούσα παραγραφή νομικών καταστάσεων, περαιτέρω δε την περιέλευση του οφειλέτη σε δυσμενή θέση, αφού θα επέφερε την απώλεια του κεκτημένου με τη συμπληρωθείσα παραγραφή δικαιώματός του να αρνηθεί την παροχή (άρθρο 272 ΑΚ), κλονίζοντας τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του στη σταθερότητα της, διαμορφωμένης με την παραγραφή, νομικής κατάστασης.
Με τα δεδομένα αυτά, η εν λόγω ρύθμιση κρίθηκε ότι αντίκειται στην αρχή του κράτους δικαίου και, ειδικότερα, στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, που απορρέει ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Εξάλλου, το δικαστήριο επεσήμανε ότι με τη νέα διατύπωση του άρθρου 261 ΑΚ, ο νομοθέτης σκοπό είχε να καλύψει, εκτός από τις υποθέσεις που θα καταστούν μελλοντικά επίδικες (παρ. 1 και 2) και εκείνες που είναι εκκρεμείς (παρ. 3) και που επίσης κινδυνεύουν να παραγραφούν μετά τη θέση σε ισχύ της νέας διάταξης, αν εξακολουθούσε να ισχύει γι’ αυτές το άρθρο 261 ΑΚ, στην αρχική του διατύπωση.
Απόσπασμα απόφασης
Στην προκειμένη περίπτωση, η μεταβατική διάταξη της παραγράφου 3 του νέου άρθρου 261 ΑΚ, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία της, δεν εξαιρεί από την εφαρμογή της νέας διάταξης τις εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει μεν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, πλην όμως η παραγραφή της απαίτησης είχε ήδη επέλθει, κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4139/2013 (20-3-2013), σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε. Ωστόσο, η εφαρμογή της νέας διάταξης και στις εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν είχε μεν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, αλλά η παραγραφή της απαίτησης είχε ήδη επέλθει κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4139/2013 σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε, θα οδηγούσε στη, μέσω της αναδρομικής αυτής επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής, αναβίωση της παραγεγραμμένης απαίτησης και στην επαναφορά αυτής στην αρχική και πλήρη μορφή της, ενώ ήδη αυτή, λόγω της παραγραφής, υφίσταται μόνο ως φυσική ή ατελής ενοχή. Τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα την αλλοίωση της διαμορφωμένης περιουσιακής κατάστασης των μερών και την ανατροπή των δημιουργημένων με την επελθούσα παραγραφή νομικών καταστάσεων, περαιτέρω δε την περιέλευση του οφειλέτη σε δυσμενή θέση, αφού θα επέφερε την απώλεια του κεκτημένου με τη συμπληρωθείσα παραγραφή δικαιώματός του να αρνηθεί την παροχή (άρθρο 272 ΑΚ), κλονίζοντας τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του στη σταθερότητα της, διαμορφωμένης με την παραγραφή, νομικής κατάστασης. Με τα δεδομένα αυτά, η εν λόγω ρύθμιση αντίκειται στην προαναφερόμενη αρχή του κράτους δικαίου και ειδικότερα στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, που όπως προεκτέθηκε απορρέει ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Εξάλλου, με τη νέα διατύπωση του άρθρου 261 ΑΚ, ο νομοθέτης σκοπό είχε να καλύψει, εκτός από τις υποθέσεις που θα καταστούν μελλοντικά επίδικες (παρ. 1 και 2) και εκείνες που είναι εκκρεμείς (παρ. 3) και που επίσης κινδυνεύουν να παραγραφούν μετά τη θέση σε ισχύ της νέας διάταξης, αν εξακολουθούσε να ισχύει γι’ αυτές το άρθρο 261 ΑΚ, στην αρχική του διατύπωση.
Επομένως, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 ν. 4139/2013, κατά το μέρος που ρυθμίζει τις εκκρεμείς υποθέσεις, στις οποίες δεν έχει μεν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, πλην όμως η παραγραφή της αξίωσης σε επιδικία έχει ήδη επέλθει κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4139/2013, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με τον, ως άνω, νόμο (4139/2013), είναι αντισυνταγματική.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.