- ΑΠΟΦΑΣΗ
Bierski κατά Πολωνίας της 20.10.2022 (αρ. προσφ. 46342/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, πολωνός υπήκοος, απέκτησε με την σύζυγό του έναν γιο, ο οποίος έπασχε από σύνδρομο Down. Μετά το διαζύγιο του ζευγαριού, η επικοινωνία του προσφεύγοντος με τον γιο του ήταν περιορισμένη. Λόγω της δικαιοπρακτικής ανικανότητας του γιου του προσφεύγοντος, διορίστηκε δικαστικός συμπαραστάτης μέχρι την ηλικία των 18 ετών. Η υπόθεση αφορούσε τις προσπάθειες του προσφεύγοντος να ρυθμιστούν τα δικαιώματα επικοινωνίας από τα εθνικά δικαστήρια με τον ενήλικο πλέον γιο του, σχετικά με τα οποία τα δικαστήρια έκριναν ότι αυτός δεν είχε νομική υπόσταση για να υποβάλει τέτοια αίτηση.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε, ειδικότερα, για τον αντίκτυπο που θα έχει στην οικογενειακή του ζωή μια υποτιθέμενη άρνηση από τα δικαστήρια να ρυθμίσουν τα δικαιώματα επικοινωνίας του με τον γιο του και ότι η άρνηση θα είχε ως αποτέλεσμα την στέρηση του δικαιώματός του σε ουσιαστική πρόσβαση σε δικαστήριο.
Κατά το ΕΔΔΑ δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι ο εν λόγω περιορισμός επιδίωκε κάποιο νόμιμο σκοπό ή ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία». Ο προσφεύγων, ως βιολογικός πατέρας με εδραιωμένη σχέση με τον γιο του, είχε σαφώς συμφέρον να διατηρήσει τη σχέση όταν ο D.B. ενηλικιώθηκε και δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει ότι αυτό δεν θα ήταν προς όφελος του γιου του. Τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν εξετάσει καθόλου το αίτημα του προσφεύγοντος. Ως αποτέλεσμα, ο τελευταίος είχε στερηθεί την επικοινωνία με τον γιο του για περισσότερα από δύο χρόνια.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8) και επιδίκασε 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.860 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Stanisław Bierski, είναι πολωνός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1949 και ζει στο Wrocław (Πολωνία).
Το 1999 ο προσφεύγων παντρεύτηκε την A.R. και την ίδια χρονιά γεννήθηκε ο γιος τους, D.B., o οποίος πάσχει από σύνδρομο Down. Το 2001 ο προσφεύγων χώρισε και το παιδί έμενε με τη μητέρα του. Διορίστηκε δικαστικός συμπαραστάτης και ο προσφεύγων διατήρησε επικοινωνία με τον γιο του. Τον Οκτώβριο του 2017 ο προσφεύγων υπέβαλε επιτυχώς Αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για λήψη προσωρινών μέτρων για τη ρύθμιση της επικοινωνίας με τον γιο του, καθώς τον επόμενο μήνα ο D.B. θα συμπλήρωνε την ηλικία των 18 ετών και ο δικαστικός συμπαραστάτης δεν θα ασκούσε πλέον τα καθήκοντά του.
Τον Φεβρουάριο του 2018 το Περιφερειακό Δικαστήριο κήρυξε τον γιο του προσφεύγοντος ως μη έχοντας δικαιοπρακτική ικανότητα και τον Μάιο του 2018 η μητέρα ορίστηκε κηδεμόνας του, αλλά εκείνη αρνήθηκε να συνεργαστεί για να διατηρηθεί η επικοινωνία μεταξύ του προσφεύγοντος και του γιου του. Στις 4 Οκτωβρίου 2018 το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος για ρύθμιση των δικαιωμάτων επικοινωνίας με τον D.B. και ακύρωσε την απόφαση προσωρινών μέτρων. Έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν είχε το δικαίωμα να ζητήσει και λάβει δικαιώματα επικοινωνίας αναφορικά με τον ενήλικο γιο του, παραπέμποντας στο ψήφισμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 17 Μαΐου 2018 για το σκοπό αυτό. Σύμφωνα με το τελευταίο, μόνο ο δικαστικός συμπαραστάτης που είχε ορίσει το δικαστήριο μπορούσε να ζητήσει από το οικογενειακό δικαστήριο να προβεί στις σχετικές ρυθμίσεις. Η έφεση του προσφεύγοντος απορρίφθηκε.
Τον Φεβρουάριο του 2019 ο προσφεύγων ζήτησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο να αλλάξει ο δικαστικός συμπαραστάτης του D.B. και να ρυθμίσει τα δικαιώματα επικοινωνίας με τον τελευταίο. Το δικαστήριο ενημέρωσε τον αρμόδιο εισαγγελέα για τη διαδικασία, ο οποίος ζήτησε επίσης ρυθμιζόμενη επικοινωνία μεταξύ του προσφεύγοντος και του γιου του. Στις 17 Νοεμβρίου 2020 το Επαρχιακό Δικαστήριο χορήγησε ρυθμιζόμενα δικαιώματα επικοινωνίας βάσει αιτήματος του εισαγγελέα. Απέρριψε τα αιτήματα του προσφεύγοντος.
ΤΟ ΣΤΡΑΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο εξέτασε τις καταγγελίες του προσφεύγοντος σχετικά με τη συγκεκριμένη περίοδο μεταξύ 4 Οκτωβρίου 2018 και 17 Νοεμβρίου 2020, όπου δεν υπήρχαν ρυθμίσεις επικοινωνίας. Καθώς ο γιος του προσφεύγοντος ήταν ήδη ενήλικος, προέκυψε το ερώτημα εάν υπήρχε μεταξύ τους «οικογενειακή ζωή». Το Δικαστήριο απάντησε καταφατικά. Μετά το διαζύγιο, ο προσφεύγων και ο γιος του είχαν διατηρήσει τακτική επικοινωνία σε όλη την παιδική ηλικία του D.B. και απολάμβαναν σχέση πατέρα – γιου. Ο προσφεύγων συνέχισε να έχει επικοινωνία μαζί του και μετά την συμπλήρωση των 18 ετών, έχοντας λάβει τις απαραίτητες ενέργειες, με την μορφή προσωρινών μέτρων, έως ότου η μητέρα ορίστηκε δικαστική συμπαραστάτρια του D.B. και το μέτρο αυτό είχε αρθεί. Έτσι, ακόμη και αφού είχε συμπληρώσει τα 18, ο D.Β. ήταν μέλος της βασικής οικογένειας του προσφεύγοντος. Λόγω του γεγονότος ότι έπασχε από σύνδρομο Down και ήταν πλήρως δικαιοπρακτικά ανίκανος, υπήρχαν επίσης «πρόσθετοι παράγοντες εξάρτησης» μεταξύ του προσφεύγοντος και του γιου του, καθώς ο προσφεύγων ήταν ένα από τα στενά πρόσωπα που μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τον D.B.. Επομένως, το άρθρο 8 ήταν εφαρμοστέο.
Από τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων και το ψήφισμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου προέκυψε ότι ο προσφεύγων δεν είχε το δικαίωμα να κινήσει διαδικασία για τον καθορισμό διευθετήσεων επικοινωνίας με τον ενήλικο γιο του. Το Επαρχιακό Δικαστήριο που εξέτασε το πρώτο αίτημά του δεν είχε ενημερώσει τον αρμόδιο εισαγγελέα για την εν εξελίξει διαδικασία.Ομοίως, δεν είχε προβεί σε καμία ενέργεια αυτεπαγγέλτως. Μόνο όσον αφορά το δεύτερο αίτημα το Επαρχιακό Δικαστήριο γνωστοποίησε τη διαδικασία στον εισαγγελέα. Ωστόσο, τόσο τα δικαστήρια όσο και ο εισαγγελέας είχαν πλήρη διακριτική ευχέρεια ως προς αυτό και μπορούσαν να επιλέξουν να μην παρέμβουν, χωρίς να αιτιολογήσουν στον ενδιαφερόμενο την απόφασή τους. Έτσι, ο προσφεύγων δεν είχε πού να στραφεί για να διασφαλίσει τα δικαιώματα επικοινωνίας με τον γιο του, καθώς δεν υπήρχε κανονιστικό πλαίσιο για την προστασία των οικογενειακών του δικαιωμάτων. Πράγματι, το ψήφισμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέκλειε ρητά ένα τέτοιο δικαίωμα.
Δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι ο εν λόγω περιορισμός επιδίωκε κάποιο νόμιμο σκοπό ή ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία» και το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να δει ποια ανταγωνιστικά συμφέροντα διακυβεύονταν. Ο προσφεύγων, ως βιολογικός πατέρας με εδραιωμένη σχέση με το γιο του, είχε σαφώς συμφέρον να διατηρήσει τη σχέση όταν ο D.B. ενηλικιώθηκε και δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει ότι αυτό δεν θα ήταν προς όφελος του γιου του. Δεν είχε επιδιώξει επικοινωνία με το γιο του χωρίς τη θέληση του τελευταίου ούτε αναγκαστική επικοινωνία μαζί του γενικά, αλλά είχε ζητήσει διαδικασίες για τον προσδιορισμό του εύρους και της συχνότητας των επικοινωνιών μεταξύ τους αφού η μητέρα είχε αρνηθεί να συνεργαστεί.
Τα εθνικά δικαστήρια, ωστόσο, δεν είχαν εξετάσει καθόλου το αίτημά του. Ως αποτέλεσμα, ο προσφεύγων είχε στερηθεί την επικοινωνία με τον γιο του για περισσότερα από δύο χρόνια. Ο χρόνος ήταν σημαντικός παράγοντας στις διαδικασίες που αφορούσαν τα παιδιά, καθώς οποιαδήποτε καθυστέρηση μπορεί να οδηγήσει σε ένα ορισμένο επίπεδο αποξένωσης. Το ίδιο ήταν πιθανό να συμβεί σε σχέση με ένα νεαρό ενήλικο άτομο με σοβαρές νοητικές αναπηρίες.
Συνεπώς, οι αρχές δεν είχαν εκπληρώσει τη θετική τους υποχρέωση να λάβουν μέτρα που αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της επικοινωνίας μεταξύ του προσφεύγοντος και του γιου του. Ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης του κράτους, υπήρχε έλλειψη ρυθμιστικού πλαισίου για την προστασία του δικαιώματος του προσφεύγοντος στην οικογενειακή του ζωή, σε μια κατάσταση όπου ο ενήλικος γιος του ήταν πλήρως δικαιοπρακτικά ανίκανος.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.860 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).