ΑΠ 855/2020
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας – Μόνη η μακρά διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητούνται αποδοχές υπερημερίας, χωρίς παράλληλα να είναι δόλια και κακόβουλη η αποφυγή του εργαζομένου προς ανεύρεση εργασίας, δεν καθιστά την άσκηση της σχετικής αξίωσης καταχρηστική.
Απόφαση 855 / 2020 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Κατά το άρθρο 656 ΑΚ “Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε.
Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού”. Υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας καθίσταται και ο εργοδότης που κατήγγειλε ακύρως (για οποιοδήποτε λόγο) την εργασιακή σύμβαση, εφόσον πλέον δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού (ΑΠ 118/2017, ΑΠ 440/2016, ΑΠ 414/2016, ΑΠ 359/2015).
Το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας κατά το άρθρο 656 ΑΚ υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει και όταν, κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του, ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, για να εισπράττει τους μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται.
Για να θεωρηθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχολήσεώς του και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια (ΑΠ 118/2017, ΑΠ 414/2016, ΑΠ 363/2015).
Ειδικότερα απαιτείται, για την ευδοκίμηση της ως άνω ενστάσεως του εργοδότη, όπως ο τελευταίος επικαλεσθεί και αποδείξει, α) την εργασία την οποία ο εργαζόμενος μπορούσε να εκτελέσει, χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης επιχείρησης, β) τους λόγους για τους οποίους είναι αδικαιολόγητη και κακόβουλη η μη απασχόληση του εργαζομένου αλλού, γ) την ωφέλεια την οποία θα αποκόμιζε από την άλλη εργασία, με αναφορά συγκεκριμένων αποδοχών που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή και δ) την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργαζόμενος, δηλαδή από το γεγονός ότι δεν απασχολήθηκε στην υπηρεσία του εργοδότη και διέθεσε το χρόνο που αποδεσμεύτηκε σε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ΑΠ 118/2017, ΑΠ 223/2014).
Μόνη η μακρά διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητούνται αποδοχές υπερημερίας, χωρίς παράλληλα να είναι δόλια και κακόβουλη η αποφυγή του εργαζομένου προς ανεύρεση εργασίας, δεν καθιστά την άσκηση της σχετικής αξίωσης καταχρηστική.
Αριθμός 855/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου, Θεόδωρο Μαντούβαλο – Εισηγητή και Πελαγία Ακάσογλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 11 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταύρο Καναβάρο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Α. του Δ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεράσιμο Ανδρικογιαννόπουλο, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/9/2016 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1588/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 141/2019 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 19/02/2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 19-2-2019 και με αριθ. κατάθεσης 1840/146/20-2-2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 141/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, το Εφετείο, μεταξύ των άλλων που δεν ενδιαφέρουν την παρούσα αναιρετική δίκη, έκανε δεκτή την από 5-1-2017 έφεση της αναιρεσείουσας Ανώνυμης Εταιρείας κατά της υπ’ αριθμ. 1588/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια, κρίνοντας επί της από 14-9-2016 αγωγής του ενάγοντος – αναιρεσιβλήτου κατά της εναγομένης -αναιρεσείουσας περί επιδικάσεως μισθών υπερημερίας, λόγω άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2004 έως 26-5-2011, δέχθηκε αυτή εν μέρει, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 μέχρι 26-5-2011, μέρος ως προς το οποίο η αναιρεσείουσα ως ηττημένη βάλλει με την αναίρεση. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 552, 553, 556, 558, 564 § 3, 566 § 1, 144). Είναι συνεπώς παραδεκτή (ΚΠολΔ 577 § 1) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (ΚΠολΔ 577 § 3).
Κατά το άρθρο 656 ΑΚ “Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού”. Υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας καθίσταται και ο εργοδότης που κατήγγειλε ακύρως (για οποιοδήποτε λόγο) την εργασιακή σύμβαση, εφόσον πλέον δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού (ΑΠ 118/2017, 440/2016, 414/2016, 359/2015). Το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας κατά το άρθρο 656 ΑΚ υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει και όταν, κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του, ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, για να εισπράττει τους μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται. Για να θεωρηθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχολήσεώς του και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια (ΑΠ 118/2017, 414/2016, 363/2015). Ειδικότερα απαιτείται, για την ευδοκίμηση της ως άνω ενστάσεως του εργοδότη, όπως ο τελευταίος επικαλεσθεί και αποδείξει, α) την εργασία την οποία ο εργαζόμενος μπορούσε να εκτελέσει, χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης επιχείρησης, β) τους λόγους για τους οποίους είναι αδικαιολόγητη και κακόβουλη η μη απασχόληση του εργαζομένου αλλού, γ) την ωφέλεια την οποία θα αποκόμιζε από την άλλη εργασία, με αναφορά συγκεκριμένων αποδοχών που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή και δ) την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργαζόμενος, δηλαδή από το γεγονός ότι δεν απασχολήθηκε στην υπηρεσία του εργοδότη και διέθεσε το χρόνο που αποδεσμεύτηκε σε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (ΑΠ 118/2017, 223/2014). Μόνη η μακρά διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητούνται αποδοχές υπερημερίας, χωρίς παράλληλα να είναι δόλια και κακόβουλη η αποφυγή του εργαζομένου προς ανεύρεση εργασίας, δεν καθιστά την άσκηση της σχετικής αξίωσης καταχρηστική. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε.
Όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρ. 561 § 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, το Εφετείο, δέχθηκε επί λέξει τα εξής: “Ο ενάγων προσελήφθη ως σερβιτόρος στις 5-5-2001 από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για εκ περιτροπής απασχόληση, και εργάστηκε σε αυτήν έως την 30-4-2003, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του. Ο ενάγων, άσκησε εναντίον της εναγομένης την από 1-7-2003 αγωγή του, με αίτημα α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 30-4-2003 καταγγελίας και β) να του καταβληθεί το ποσό 33.359,26 ευρώ… Ακολούθως το παρόν Δικαστήριο εξέδωσε, την υπ’ αριθμ. 2792/2015 απόφασή του με την οποία κρίθηκε, με ισχύ δεδικασμένου, ότι η από 30-4-2003 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του τότε ενάγοντος – νυν ενάγοντα – ήταν άκυρη διότι δεν του είχε καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση και ως εκ τούτου του επιδικάσθηκαν μισθοί υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από 1-5-2003 έως 31-12-2003… Ακολούθως ο ενάγων άσκησε την κρινόμενη από 14-9-2016 (αρ. εκθ. καταθ. 55052/1664/15-9-2016) αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η οποία επεδόθη στην εναγόμενη την 23-9-2016, διεκδικώντας την καταβολή αποδοχών υπερημερίας, από 1-1-2004 ως 26-5-2011… Οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντα που αφορούν μισθούς υπερημερίας από τον Οκτώβριο του 2005 έως και 31-12-2010 έχουν παραγραφεί, διότι από το τέλος των ετών 2005, 2006, 2007, 2008, 2009, 2010, κατά τα οποία γεννήθηκαν οι σχετικές αξιώσεις του ενάγοντα προς καταβολή των αποδοχών υπερημερίας, μέχρι και τις 23-9-2016, που επιδόθηκε η υπό κρίση αγωγή στην εναγομένη, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μείζον της πενταετίας….
Συνεπώς η κρινόμενη αγωγή, όσον αφορά τους μισθούς υπερημερίας μέχρι και το Δεκέμβριο του 2010 είναι απορριπτέα. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η εναγομένη με καταχωρηθείσα στα πρακτικά της εκκαλουμένης προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της προέβαλε πριν την έναρξη συζήτησης της αγωγής, τις ενστάσεις καταχρηστικής άσκησης της αγωγής και έκπτωσης της ωφέλειας που ο ενάγων παρέλειψε κακόβουλα να αποκομίσει… Ισχυρίστηκε ειδικότερα η εναγομένη, ότι η επίδικη αξίωση καταβολής μισθών υπερημερίας ασκείται από τον ενάγοντα καταχρηστικώς, καθόσον με δική του θέληση και προκειμένου να εισπράξει υψηλές αποδοχές υπερημερίας παρέμεινε άνεργος καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, αν και ευχερώς θα μπορούσε να ανεύρει άλλη εργασία ανάλογη προς την αναφερόμενη ειδικότητά του και με αποδοχές ανάλογες με αυτές που λάμβανε από αυτή (εναγομένη)… Τα όσα όμως ανωτέρω ισχυρίζεται η εναγομένη κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα που ενδιαφέρει εδώ ήτοι από 1-1-2011 μέχρι και 26-5-2011, ο ενάγων μπορούσε ευχερώς να εργαστεί σε άλλη παρόμοια εργασία και να λαμβάνει τις ίδιες περίπου αποδοχές, που ελάμβανε από την εναγομένη. Ούτε αποδείχθηκε ότι δόλια και κακόβουλα απέφυγε (αυτός) να εργαστεί, κατά το ως άνω διάστημα της υπερημερίας της εναγομένης, με αποκλειστικό σκοπό να εισπράξει από αυτήν μισθούς εργασίας. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, εκδήλωσε σχετικό ενδιαφέρον, και κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξεύρεση άλλης εργασίας, δεν κατέστη όμως εφικτό να προσληφθεί σε εργασία ισότιμη ή ανάλογη με την εργασία που παρείχε στην εναγομένη, ενόψει και του αυξημένου ήδη κατά το εν λόγω διάστημα ποσοστού της ανεργίας λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά κυρίως της ηλικίας του. Ειδικότερα ο ενάγων οχλούσε συνεχώς τον συνδικαλιστικό του φορέα αναζητώντας εργασία στον επισιτισμό… Ειδικότερα ο ενάγων προσπάθησε ανεπιτυχώς να ανεύρει εργασία, μετά την απόλυσή του, ανάλογη των ικανοτήτων και προσόντων του, υποβάλλοντας αιτήσεις προκειμένου να προσληφθεί ως σερβιτόρος σε ξενοδοχειακή μονάδα και γνωστοποιώντας άμεσα την ανεργία του στον ΟΑΕΔ στα μητρώα του οποίου φέρεται ως άνεργος συνεχώς μέχρι και το έτος 2018… Η εναγόμενη προς επίρρωση των ισχυρισμών της προσκομίζει αγγελίες πρόσληψης σερβιτόρων. Πλην όμως η μνεία εκ μέρους της πληθώρας αγγελιών εφημερίδων, ή ανηρτημένων σε ιστοσελίδες ευρέσεως εργασίας δεν συνιστά προσφορά εργασίας ισότιμης ή ανάλογης με την εργασία που παρείχε ο ενάγων στην εναγομένη ούτε αποδεικνύει ότι, δόλια και κακόβουλα απέφυγε ο ενάγων να εργαστεί, κατά το ως άνω διάστημα της υπερημερίας της εναγομένης, με αποκλειστικό σκοπό να εισπράξει από αυτήν μισθούς εργασίας, χωρίς να έχει εργαστεί, αφού, όχι μόνο δεν γίνεται επίκληση από την εναγομένη της γνώσης από τον ενάγοντα του περιεχομένου αυτών (αγγελιών), αλλά και δεν αποδείχθηκε ποια από τις θέσεις που περιείχαν οι αγγελίες θα μπορούσε να αντικαταστήσει εκείνη που αυτός κατείχε στην επιχείρηση της (εναγομένης), χωρίς να δημιουργεί δυσμενέστερες συνθήκες στην προσφορά της εργασίας του, ώστε η άρνηση του να εκφράζει κακόβουλη διάθεση εκ μέρους του. Η κακοβουλία εξάλλου είναι αυταπόδεικτη όταν προσφέρθηκε στον ακύρως απολυθέντα ομοειδής και με τους ιδίους όρους εργασία και αυτός την αποποιήθηκε αδικαιολόγητα. Όχι όμως, ως εν προκειμένω, ο εργοδότης απλώς ισχυρίζεται ότι η ανεύρεση εργασίας είναι ευχερής χωρίς να επικαλείται συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η δυνατότητα αυτή, εν όψει και της γνωστής σε όλους ανεργίας που μαστίζει του εργαζομένους… Εξάλλου, το ότι ο ενάγων κατέβαλε σοβαρή προσπάθεια για την εξεύρεση άλλης εργασίας, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αν και ήταν απόφοιτος σχολής με πολυετή πείρα στο αντικείμενο εργασίας του, ως καταδεικνύει ο αριθμός των ενσήμων του, εντούτοις εργάστηκε σε περίπτερο, εργασία, η οποία δεν ήταν ανάλογη με τις ικανότητες και τα προσόντα του, τους μήνες δε της απασχόλησής του αφαίρεσε από τους διεκδικούμενους με την υπό κρίση αγωγή μισθούς υπερημερίας. Αυτή δε ήταν και η μόνη εργασία που τελικώς απασχολήθηκε ο ενάγων κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, εργαζόμενος από τον Ιούλιο 2004 έως και το Σεπτέμβριο του 2005 απασχολούμενος ως πωλητής σε περίπτερο τη νύχτα.
Συνεπώς από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε η δυνατότητα απασχόλησης του ενάγοντος με την ίδια ειδικότητα σε συναφείς επιχειρήσεις. Μόνη δε η μακρά διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητούνται αποδοχές υπερημερίας, χωρίς παράλληλα να είναι δόλια και κακόβουλη η αποφυγή του εργαζομένου προς ανεύρεση εργασίας, δεν καθιστά την άσκηση της σχετικής αξίωσης καταχρηστική…
Συνεπώς δεν αποδείχθηκε ότι κατά την επίδικη χρονική περίοδο, κατά την οποία η εναγομένη ήταν υπερήμερη, ο ενάγων απασχολήθηκε σε έτερη εργασία από την οποία αποκόμισε ωφέλεια και ως εκ τούτου η ένσταση της τελευταίας περί έκπτωσης των αλλαχού κερδηθέντων πρέπει να απορριφθεί… Επίσης εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου δεν προέκυψε ότι ο ενάγων κατά το διάστημα της υπερημερίας της εναγομένης παρέμεινε θεληματικά άνεργος και απέφυγε αδικαιολόγητα και κακόβουλα την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορούσε να εξεύρει και να παράσχει ευχερώς, και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντα για λήψη των αιτούμενων μισθών υπερημερίας είναι καταχρηστική, διότι ο τελευταίος ηθελημένα παρέμεινε άνεργος προκειμένου να εισπράξει τους αιτούμενους μισθούς υπερημερίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος”.
Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο και όσον αφορά το επίδικο χρονικό διάστημα (1-1-2011 έως 26-5-2011) απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την καταλυτική της αγωγής ένσταση της εναγομένης -αναιρεσείουσας εκ του άρθρου 281 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο ενάγων -αναιρεσίβλητος, κατά το διάστημα αυτό της υπερημερίας της εργοδότριας αυτού εναγομένης -αναιρεσείουσας, παρέμεινε θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορούσε να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, προκειμένου να εισπράττει τους μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται και δέχθηκε την αγωγή κατά την προσβαλλόμενη διάταξή του. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το ουσιώδες ζήτημα αν η άσκηση του δικαιώματος του αναιρεσίβλητου για λήψη των αιτούμενων μισθών υπερημερίας είναι καταχρηστική, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της παραπάνω ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, την οποία δεν εφάρμοσε. Ειδικότερα στην προσβαλλομένη απόφαση, αναφέρεται ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1-1-2011 έως 26-5-2011) εκδήλωσε σχετικό ενδιαφέρον και κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξεύρεση άλλης εργασίας χωρίς να καταστεί εφικτό να προσληφθεί σε εργασία ισότιμη ή ανάλογη με την εργασία που παρείχε στην εναγομένη. Το γεγονός αυτό, το Εφετείο, το στηρίζει στο ότι “οχλούσε συνεχώς τον συνδικαλιστικό του φορέα αναζητώντας εργασία στον επισιτισμό”, στο ότι “υπέβαλλε αιτήσεις προκειμένου να προσληφθεί ως σερβιτόρος σε ξενοδοχειακή μονάδα και γνωστοποιώντας άμεσα την ανεργία του στον ΟΑΕΔ”. Τα περιστατικά όμως αυτά δεν είναι αρκετά για να στηρίξουν την παραπάνω παραδοχή της αναιρεσιβαλλομένης, αφού ο συνδικαλιστικός φορέας του αναιρεσίβλητου δεν είναι γραφείο ευρέσεως εργασίας, ούτε αναφέρεται κάποια συγκεκριμένη αίτηση εύρεσης εργασίας ή αποστολή βιογραφικού από τον αναιρεσίβλητο, πλην του αορίστου ότι υπέβαλε αιτήσεις προκειμένου να προσληφθεί ως σερβιτόρος σε ξενοδοχειακή μονάδα. Επίσης αντιφατικά δέχεται ως κύρια αιτία της αδυναμίας εύρεσης εργασίας του ενάγοντος την ηλικία του (53 ετών), ενώ δέχεται ότι προσλήφθηκε από την αναιρεσείουσα σε ηλικία 51 ετών. Οι ελλείψεις και η αντίφαση, σε συνδυασμό με το ότι ο αναιρεσίβλητος παρείχε στην αναιρεσείουσα όχι εργασία με πλήρη απασχόληση αλλά εκ περιτροπής, το πολύ μακρύ χρονικό διάστημα αδράνειας του αναιρεσίβλητου και του ότι ούτε με την πρώτη ούτε με την παρούσα αγωγή του ζήτησε από την αναιρεσείουσα να τον επαναπροσλάβει, παρά μόνο ζητεί μισθούς υπερημερίας, καθιστούν την παραδοχή της αναιρεσιβαλλομένης ότι ο αναιρεσίβλητος κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξεύρεση άλλης εργασίας, προκειμένου να απορρίψει την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση της αναιρεσείουσας, ατεκμηρίωτη.
Συνεπώς είναι βάσιμος ο πέμπτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δηλαδή της έλλειψης νόμιμης βάσης αυτής, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών ως προς το παραπάνω κρίσιμο ζήτημα. Κατόπιν αυτού παρέλκει περαιτέρω, η έρευνα των λοιπών λόγων του αναιρετηρίου, καθόσον η αναιρετική εμβέλεια του πιο πάνω λόγου, που έγινε δεκτός στο σύνολο της προσβαλλόμενης με την αναίρεση απόφασης, καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών λόγων, η παραδοχή των οποίων οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα (ΑΠ 55/2018, ΑΠ 204/2017). Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής που δέχθηκε την από 14-9-2016 αγωγή και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (ΚΠολΔ 580 § 3) και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος που ηττήθηκε, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183, 189 § 1, 191 § 2), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 141/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών κατά το κεφάλαιο αυτής που δέχθηκε την από 14-9-2016 αγωγή.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Ιουνίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Ιουλίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ