Του Νίκου Σακελλαρίου, συνεργάτη του Taxheaven
Τα μηνύματα που φτάνουν προς τα οικονομικά υπουργεία είναι ότι παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (περίπου 6%) που καταγράφει το ελληνικό ΑΕΠ το 2022, υπάρχει ο φόβος για το 1% των προβλέψεων κάποιων οίκων για το 2023 που θα είναι και εκλογική χρονιά. Οι πιο ευάλωτες επιχειρήσεις στην αύξηση του ενεργειακού κόστους και στην μείωση των τζίρων είναι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στους κλάδους εμπορίου και εστίασης.
Με δεδομένο ότι υπάρχει υπερπροσφορά προϊόντων και υπηρεσιών στους κλάδους αυτούς, η ζήτηση προέρχεται κυρίως από χαμηλά διαθέσιμα εισοδήματα υπάρχει ταυτόχρονα αύξηση κόστους και μείωσης κατανάλωσης με αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη να αδυνατούν να συνεχίζουν. Χωρίς να υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία ακόμη για τον Οκτώβριο, διαφαίνεται ότι υπάρχει αυξημένη τάση πτωχεύσεων στα αστικά κέντρα, καθώς οι καταναλωτές αναζητούν ευκαιρίες αγορών που τους προσφέρουν οι υπεραγορές. Αυτά γίνονται με τις εφεδρείες της μεγάλης ανάπτυξης του 2022. Όμως στην περίπτωση που η ανάπτυξη το 2023 υποχωρήσει κάτω από 2% (μέχρι το καλοκαίρι) η κατάσταση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα γίνει αρκετά δύσκολη.
Τα επιμελητήρια που παίρνουν αυτά τα μηνύματα από την αγορά, τονίζουν ότι εάν πρέπει να παραμείνει ζωντανή η μικρο-μεσαία επιχειρηματικότητα και να μην υπάρχει συγκέντρωση μόνο στους μεγάλους ομίλους, θα πρέπει να δοθούν φορολογικά και ασφαλιστικά κίνητρα με κλιμακωτές φορολογήσεις. Οι επιστρεπτέες προκαταβολές, δούλεψαν κυρίως για μεσαίες επιχειρήσεις ενώ και οι χρηματοδοτήσεις από τα κοινοτικά κονδύλια απορροφώνται σε ποσοστά άνω του 70% από επιχειρήσεις άνω των 200 εργαζομένων.
Όπως έγραφε πρόσφατα ο Πρόεδρος τους ΕΕΑ κ. Χατζηθεοδοσίου, «το ράλι της ανόδου των τιμών αναμένεται να συνεχιστεί, μην επιτρέποντας να γεμίζει το καλάθι της νοικοκυράς, αποφέροντας παράλληλα περισσότερα κέρδη σε πολύ συγκεκριμένες μεγάλες επιχειρήσεις όπως τα σούπερ μάρκετ. Και βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεγάλες αλυσίδες του κλάδου κέρδισαν πολλά χρήματα κατά την περίοδο της πανδημίας, ενώ ενισχύθηκαν και πολύ από τις Επιστρεπτέες Προκαταβολές. Ουσιαστικά 6 μεγάλες αλυσίδες του κλάδου έχουν το 85% του τζίρου στα τρόφιμα. Βλέπουμε δηλαδή τον σχηματισμό ενός ολιγοπωλίου, που βέβαια λειτουργεί σε βάρος των καταναλωτών.
Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις οφείλουν να συγκρατήσουν τις τιμές για να αντέξουν τα νοικοκυριά και η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, ενώ και η Πολιτεία πρέπει να κινηθεί για την επίτευξη αυτού του στόχου. Για τη διάσωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και βέβαια για τη στήριξη των καταναλωτών είναι αναγκαία η ισότιμη μεταχείριση. Όχι δύο μέτρα και δύο σταθμά, γιατί έτσι μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων.
Όσο για το θέμα του ωραρίου λειτουργίας των επιχειρήσεων, σε μία προσπάθεια εξοικονόμησης ενέργειας, υπάρχει η πρόθεση της Πολιτείας να μην αλλάξει κάτι, όπως εκφράστηκε μέσω του υπουργού Ανάπτυξης. Επειδή όμως έχουμε δει αρκετές φορές τα δεδομένα να αλλάζουν, το Ε.Ε.Α. τονίζει ότι αν υπάρξει η παραμικρή πιθανότητα αλλαγής στο μέλλον, αυτή θα πρέπει να αφορά το σύνολο των επιχειρήσεων και όχι μόνο των μικρομεσαίων. Δηλαδή να περιλαμβάνει και τα σούπερ μάρκετ και τα πολυκαταστήματα», καταλήγει ο κ. Χατζηθεοδοσίου.