Δικαστήριο ΕΕ: Συνιστά “απόφαση” μία πράξη λύσεως γάμου που εκδίδεται από ληξίαρχο και περιλαμβάνει συμφωνία διαζυγίου μεταξύ των συζύγων που έχει επιβεβαιωθεί από αυτούς ενώπιον του εν λόγω ληξίαρχου
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 15-11-2022 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι μια πράξη λύσεως του γάμου η οποία εκδίδεται από ληξίαρχο κράτους μέλους και περιλαμβάνει συμφωνία διαζυγίου συναφθείσα μεταξύ των συζύγων και επιβεβαιωθείσα από αυτούς ενώπιον του εν λόγω ληξίαρχου σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους, συνιστά «απόφαση» κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 [κανονισμού για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας], γνωστού και ως “κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα”.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η TB, η οποία έχει διπλή ιθαγένεια, γερμανική και ιταλική, συνήψε γάμο με τον RD, ιταλικής ιθαγένειας, στις 20 Σεπτεμβρίου 2013 ενώπιον του Standesamt Mitte von Berlin (ληξιαρχείου Berlin-Mitte, Γερμανία). Ο γάμος αυτός καταχωρίστηκε στο μητρώο γάμων του Βερολίνου.
Στις 30 Μαρτίου 2017 οι TB και RD προσήλθαν, για πρώτη φορά, ενώπιον του ληξίαρχου Πάρμας (Ιταλία), προκειμένου να κινήσουν εξωδικαστική διαδικασία διαζυγίου βάσει του άρθρου 12 της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014. Στις 11 Μαΐου 2017 προσήλθαν για δεύτερη φορά ενώπιον του ως άνω ληξίαρχου, προκειμένου να επιβεβαιώσουν τη δήλωσή τους. Στις 15 Φεβρουαρίου 2018 οι TB και RD προσήλθαν για τρίτη φορά ενώπιον του ληξιάρχου και δήλωσαν, με παραπομπή στην από 30 Μαρτίου 2017 δήλωσή τους, την επιθυμία τους για λύση του γάμου τους, διευκρινίζοντας, επίσης, ότι δεν εκκρεμούσε καμία σχετική διαδικασία. Κατόπιν νέας επιβεβαίωσης των δηλώσεων αυτών ενώπιόν του στις 26 Απριλίου 2018, ο εν λόγω ληξίαρχος χορήγησε στις 2 Ιουλίου 2018 στην TB το προβλεπόμενο στο άρθρο 39 του κανονισμού Βρυξέλλες IIα πιστοποιητικό λύσης του γάμου της με τον RD, με ισχύ από τις 15 Φεβρουαρίου 2018.
Η TB ζήτησε από το ληξιαρχείο του Berlin-Mitte να καταχωρίσει την εν λόγω λύση στο μητρώο γάμων του Βερολίνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του PStG. Διερωτώμενη κατά πόσον η καταχώριση αυτή προϋπέθετε προηγούμενη αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 107 του FamFG, η εν λόγω υπηρεσία, μέσω της αρμόδιας για την εποπτεία των ληξιαρχείων αρχής, προσέφυγε ενώπιον του αρμόδιου για το ζήτημα αυτό Amtsgericht (ειρηνοδικείου, Γερμανία).
Με διάταξη της 1ης Ιουλίου 2019, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η καταχώριση στο μητρώο γάμων της λύσης του γάμου των TB και RD που επήλθε εξωδικαστικά ήταν δυνατή μόνον κατόπιν αναγνώρισης, σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του FamFG, από την αρμόδια δικαστική αρχή του ομόσπονδου κράτους, εν προκειμένω από το Senatsverwaltung für Justiz, Verbraucherschutz und Antidiskriminerung (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Προστασίας των Καταναλωτών και Καταπολέμησης των Διακρίσεων του Βερολίνου, Γερμανία).
Ωστόσο, το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Βερολίνου απέρριψε την αίτηση αναγνώρισης που η TB είχε υποβάλει ενώπιον αυτού, με την αιτιολογία ότι δεν επρόκειτο για απόφαση η οποία έχρηζε αναγνώρισης. Η αγωγή που άσκησε η TB κατά της απορρίψεως της ανωτέρω αιτήσεως εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον του Kammergericht Berlin (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Βερολίνου, Γερμανία).
Εξάλλου, η TB άσκησε έφεση κατά της διατάξεως της 1ης Ιουλίου 2019, η οποία έγινε δεκτή από το Kammergericht Berlin (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Βερολίνου). Στο πλαίσιο αυτό, το ως άνω δικαστήριο απαγόρευσε στο ληξιαρχείο του Berlin-Mitte να εξαρτήσει την καταχώριση της επελθούσας στην Ιταλία λύσης του γάμου των TB και RD από προηγούμενη αναγνώριση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Βερολίνου.
Η αρμόδια για την εποπτεία των ληξιαρχείων αρχή άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία), ζητώντας την επαναφορά σε ισχύ της διατάξεως της 1ης Ιουλίου 2019.
Το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε αν, υπό το πρίσμα της έννοιας της «αποφάσεως» κατά το άρθρο 21 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού αυτού, οι κανόνες που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός σχετικά με την αναγνώριση των αποφάσεων διαζυγίου έχουν εφαρμογή στην περίπτωση διαζυγίου που επέρχεται βάσει συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ των συζύγων και το οποίο απαγγέλλεται από ληξίαρχο κράτους μέλους σύμφωνα με τη νομοθεσία του τελευταίου. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως και λαμβανομένου υπόψη ότι οι κανόνες αυτοί δεν θίγονται, σύμφωνα με το άρθρο 97, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του FamFG, από τους κανόνες της γερμανικής νομοθεσίας, καμία διαδικασία αναγνώρισης δεν θα είναι απαραίτητη στη Γερμανία. Επομένως, διαπίστωσε ότι θα πρέπει να καθοριστεί αν η έννοια της «αποφάσεως», κατά τις ανωτέρω διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, αφορά, κατ’ ορθή ερμηνεία, μόνον τις πράξεις που εκδίδονται από δικαστήριο ή αρχή επιφορτισμένη με την άσκηση δημόσιας εξουσίας και οι οποίες έχουν διαπλαστικό χαρακτήρα ή αν καλύπτει, επίσης, τις ιδιωτικές δικαιοπραξίες που εντάσσονται στο πλαίσιο της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης των μερών, οι οποίες εκδίδονται χωρίς τέτοια διαπλαστικού χαρακτήρα συμμετοχή δημόσιας αρχής, όπως συμβαίνει με τη διαδικασία που προβλέπει στην Ιταλία το άρθρο 12 της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 132/2014.
Το αιτούν δικαστήριο εκτίμησε ότι ούτε το γράμμα των εν λόγω διατάξεων ούτε τα διδάγματα που απορρέουν από την απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Sahyouni, C‑372/16, καθιστούν δυνατή την επίλυση του ζητήματος αυτού με σαφήνεια, έστω και αν μέρος της γερμανικής θεωρίας προβαίνει σε διασταλτική ερμηνεία του γράμματός τους, βάσει της οποίας θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι κανόνες που προβλέπει ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα σχετικά με την αναγνώριση των αποφάσεων διαζυγίου έχουν εφαρμογή στα διαζύγια που επέρχονται στο πλαίσιο εξωδικαστικής διαδικασίας, όπως αυτή η οποία προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη ιταλική ρύθμιση.
Καίτοι, κατά το ίδιο αυτό μέρος της θεωρίας, η ως άνω ερμηνεία δικαιολογείται από τον σκοπό του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της αναγνώρισης αποφάσεων σε γαμικές διαφορές εντός της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο έκλινε υπέρ της αντίθετης ερμηνείας. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα στηρίζεται στην παραδοχή ότι μόνον απόφαση διαζυγίου εκδιδόμενη από δημόσια αρχή και έχουσα διαπλαστικό χαρακτήρα διασφαλίζει την προστασία του «ασθενέστερου» συζύγου από τα μειονεκτήματα που συνδέονται με το διαζύγιο, κατά το μέτρο που μια τέτοια αρχή έχει τη δυνατότητα να εμποδίσει το διαζύγιο ασκώντας την αρμοδιότητά της ελέγχου. Τούτο, ωστόσο, δεν ισχύει στην περίπτωση που η νομική βάση για τη λύση του γάμου έγκειται στην αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης των συζύγων η οποία εκφράζεται με ιδιωτική δικαιοπραξία, η δε συμμετοχή της δημόσιας αρχής περιορίζεται στην παροχή προειδοποιήσεων, διευκρινίσεων, αποδείξεων ή συμβουλών, χωρίς καμία εξουσία ελέγχου επί της ουσίας.
Το αιτούν δικαστήριο πρόσθεσε ότι η προσέγγιση αυτή ενισχύεται, αφενός, από το γεγονός ότι, κατά την έκδοση του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, καμία εξωδικαστική διαδικασία διαζυγίου δεν υφίστατο στο ισχύον τότε δίκαιο των κρατών μελών, οπότε δεν ήταν δυνατό στον νομοθέτη της Ένωσης να λάβει υπόψη αυτή την περίπτωση. Αφετέρου, από τις διατάξεις του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ, ο οποίος κατήργησε και αντικατέστησε από 1ης Αυγούστου 2022 τον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙα, προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε, στο μεταξύ, κανόνες που καλύπτουν τα διαζύγια όπως αυτό το οποίο προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη ιταλική νομοθεσία, όπερ δεν συνέβαινε υπό το κράτος του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα.
Σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι, οσάκις πρόκειται περί διαζυγίων όπως αυτό το οποίο προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη ιταλική νομοθεσία, δεν υφίσταται «απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 21 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού αυτού, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να διευκρινιστεί αν η αναγνώριση ενός τέτοιου διαζυγίου είναι, εντούτοις, δυνατή βάσει του άρθρου 46 του εν λόγω κανονισμού. Το αιτούν δικαστήριο έτεινε να αποκλείσει τη δυνατότητα αυτή λόγω του ότι η ως άνω διάταξη, εν αντιθέσει προς την αντίστοιχη διάταξη του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙβ, μνημονεύει μόνον τα δημόσια έγγραφα και τις συμφωνίες μεταξύ των μερών οι οποίες είναι «εκτελεστές», γεγονός το οποίο δεν αφορά το ζήτημα του διαζυγίου, αλλά μόνον το ζήτημα της γονικής μέριμνας.
Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι, σύμφωνα με μέρος της γερμανικής θεωρίας, το άρθρο 46 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα έχει εφαρμογή στην περίπτωση διαζυγίων όπως αυτό το οποίο προβλέπεται από την επίμαχη στην κύρια δίκη ιταλική νομοθεσία.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 2, σημείο 4, του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, έχει την έννοια ότι, για τους σκοπούς, ιδίως, της εφαρμογής του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, πράξη περί λύσεως του γάμου η οποία εκδίδεται από ληξίαρχο κράτους μέλους και περιλαμβάνει συμφωνία διαζυγίου συναφθείσα μεταξύ των συζύγων και επιβεβαιωθείσα από αυτούς ενώπιον του εν λόγω ληξίαρχου σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους συνιστά «απόφαση» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, σημείο 4 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA