Αν είναι αναγκαίο, προηγείται μία νομική σκέψη, στην οποία υπάγεται το περιεχόμενο του λόγου της ανακοπής και έπειτα η κρίση περί του παραδεκτού και της νομικής βασιμότητας του λόγου.
Το διάγραμμα που ακολουθεί αναφέρεται στην τυπική δομή (διάρθρωση σε παραγράφους-σκέψεις) μίας δικαστικής απόφασης επί ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης. Σε αυτό περιλαμβάνονται περισσότερες εκδοχές με σκοπό την αντιμετώπιση ποικίλης περιπτωσιολογίας (ερημοδικία-συνεκδίκαση δικογράφων κλπ) στην πράξη. Γι’ αυτό είναι αρκετά αναλυτικό. Εάν κάποια περίσταση δεν συντρέχει, τότε ο/η δικαστής παραλείπει τις σχετικές παραγράφους. Επίσης, προς διευκόλυνση όσων αποφασίσουν να το συμβουλευθούν, περιλαμβάνει φράσεις διατυπώσεις τυπικού χαρακτήρα, οι οποίες επαναλαμβάνονται σε συγκεκριμένα μέρη των δικαστικών αποφάσεων, όπως επίσης και οδηγίες μεθοδολογικής φύσης και εμπειρικού χαρακτήρα. Ελπίζω να φανεί χρήσιμο στους νεότερους συναδέλφους και ιδίως σε όσους δεν έτυχε να ασχοληθούν ακόμη με την εκδίκαση ανακοπών.
Iα. Σκεπτικό ερημοδικίας (αν απαιτείται).
β. Σκεπτικό συνεκδίκασης δικογράφων, αν απαιτείται (περισσότερες ανακοπές, πρόσθετη παρέμβαση, δικόγραφο προσθέτων λόγων).
Π.χ: … Επειδή βάλλουν κατά των ιδίων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, εφ’ όσον έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επιτυγχάνεται η ενιαία αντιμετώπιση της διαφοράς ενώ παράλληλα επέρχεται και μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ.1 και 246 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Απόδοση του περιεχομένου της ανακοπής, δηλαδή τι εκτίθεται (όχι των λόγων), και εξέταση (συνδετική φράση: Με αυτό το περιεχόμενο η υπό κρίση ανακοπή …) των στοιχείων του παραδεκτού του δικογράφου (αρμοδιότητα, νομιμοποίηση, έννομο συμφέρον, ορισμένο, εμπρόθεσμη άσκηση της ανακοπής και του τυχόν υπάρχοντος δικογράφου των προσθέτων λόγων).
Σημειωτέον ότι το δικόγραφο των προσθέτων λόγων δεν περιέχει ίδιο-πρόσθετο αίτημα αλλά αποσκοπεί στην ενίσχυση του κυρίως δικογράφου με επιπλέον λόγους. Γι’ αυτό δεν τίθεται ζήτημα χωριστής εξέτασης του παραδεκτού του παρά μόνον ως προς την εμπρόθεσμη άσκηση.
Όταν το μέγεθος της νομικής σκέψης σχετικά με κάποια προϋπόθεση του παραδεκτού και της απόδοσης του περιεχομένου του δικογράφου είναι μεγάλο, τότε είναι δυνατή η δημιουργία δύο χωριστών παραγράφων: α: νομική σκέψη, β: Απόδοση περιεχομένου και υπαγωγή-κρίση επί του παραδεκτού. Επί ιδιαιτέρως μακροσκελούς κειμένου ενδέχεται: α: νομική σκέψη, β: απόδοση του περιεχομένου και γ: υπαγωγή-κρίση επί του παραδεκτού)1.
Πρώτη εκδοχή:
ΙΙ1: Μικρή ή και καθόλου νομική σκέψη για το ζήτημα του παραδεκτού, που μας απασχολεί (π.χ. τον υπολογισμό της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής), απόδοση του περιεχομένου του δικογράφου και κρίση επί του παραδεκτού της ανακοπής: Όλα αυτά σε μία παράγραφο.
Δεύτερη εκδοχή:
ΙΙ1α: Μεγάλη νομική σκέψη για το ζήτημα του παραδεκτού, που μας απασχολεί (α΄ παράγραφος).
β. Απόδοση του περιεχομένου του δικογράφου και υπαγωγή-κρίση επί του παραδεκτού της ανακοπής (β΄ παράγραφος).
Τρίτη εκδοχή:
ΙΙ1α: Μεγάλη νομική σκέψη για το ζήτημα του παραδεκτού, που μας απασχολεί (α΄ παράγραφος).
β. Απόδοση του περιεχομένου του δικογράφου (β΄ παράγραφος).
γ. Υπαγωγή-κρίση επί του παραδεκτού της ανακοπής (γ΄ παράγραφος).
-Η απόδοση του περιεχομένου της ανακοπής, στο μέτρο που είναι απαραίτητη για την κρίση επί του παραδεκτού της, αναφέρεται κατά κανόνα στο μέχρι την άσκησή της διαδικαστικό ιστορικό της αναγκαστικής εκτέλεσης και όχι στο ουσιαστικό υπόβαθρο της διαφοράς των διαδίκων. Γι’ αυτό μπορεί να είναι λιτή και περιεκτική και όχι μακροσκελής. Επομένως, τις περισσότερες φορές δεν είναι αναγκαία η διάσπαση του κειμένου σε τρεις παραγράφους (τρίτη εκδοχή).
-Αν το δικόγραφο της ανακοπής κρίνεται παραδεκτό στο σύνολό του:
Με αυτό το περιεχόμενο η υπό κρίση ανακοπή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, ανεξαρτήτως της αρίθμησης και του χαρακτηρισμού τους από τον ανακόπτοντα στο δικόγραφο της ανακοπής (ή του μοναδικού λόγου της, εάν ο λόγος είναι ένας).
-Αν η ανακοπή κρίνεται ως εν μέρει παραδεκτή, π.χ. το αίτημα ακύρωσης κάποιας πράξης είναι απαράδεκτο, η ανακοπή είναι παθητικά ανομιμοποίητη ως προς κάποιον από τους καθ’ ων ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων είναι εκπρόθεσμο, πρόκειται για εν μέρει παραδεκτή ανακοπή:
Με αυτό το περιεχόμενο η υπό κρίση ανακοπή είναι παραδεκτή πλην του αιτήματος …, το οποίο είναι απαράδεκτο, διότι… Επομένως, στο μέτρο που κρίθηκε παραδεκτή, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, ανεξαρτήτως της αρίθμησης και του χαρακτηρισμού τους από τον ανακόπτοντα στο δικόγραφο της ανακοπής (ή του μοναδικού λόγου της, εάν ο λόγος είναι ένας).
ΙΙΙ. Εξέταση κάθε λόγου της ανακοπής σε χωριστή παράγραφο ως προς το παραδεκτό κατ’ άρθρο 933 παρ.4, 5 ή 935 ΚΠολΔ (μόνον αν απαιτείται από το περιεχόμενο του λόγου) και τη νομική βασιμότητά του. Συνήθως η απόδοση του περιεχομένου των λόγων της ανακοπής αρχίζει με την τυπική φράση: Ο/Η ανακόπτων/ουσα με τον πρώτο/δεύτερο/τρίτο κλπ λόγο της ανακοπής του/της ισχυρίζεται τα ακόλουθα: … Η χρήση αυτής της φράσης αντί δευτερεύουσας ειδικής πρότασης (Ο/Η ανακόπτων/ουσα με τον πρώτο/δεύτερο/τρίτο κλπ λόγο της ανακοπής του/της ισχυρίζεται ότι …) έχει το πλεονέκτημα της απλούστερης γραφής, διότι αποφεύγεται η σύνταξη μακροσκελών και πολύπλοκων προτάσεων με την επανειλημμένη χρήση του συνδέσμου ότι. Σε κάθε περίπτωση αυτή η επιλογή εξαρτάται από το γλωσσικό αισθητήριο και ύφος του συντάκτη της απόφασης.
Αν είναι αναγκαίο, προηγείται μία νομική σκέψη, στην οποία υπάγεται το περιεχόμενο του λόγου της ανακοπής και έπειτα η κρίση περί του παραδεκτού και της νομικής βασιμότητας του λόγου. Εάν το μέγεθος είναι μικρό, η νομική σκέψη, η απόδοση του περιεχομένου του λόγου και η κρίση του Δικαστηρίου περιλαμβάνονται στην ίδια παράγραφο. Όταν το μέγεθος της νομικής σκέψης και της απόδοσης του περιεχομένου του λόγου είναι μεγάλο, τότε είναι δυνατή η δημιουργία δύο χωριστών παραγράφων: α: νομική σκέψη, β. Απόδοση περιεχομένου και υπαγωγή-κρίση επί της νομικής βασιμότητας. Επί ιδιαιτέρως μακροσκελούς κειμένου ενδέχεται: α: νομική σκέψη, β: απόδοση του περιεχομένου και γ: υπαγωγή-κρίση επί της νομικής βασιμότητας).
Πρώτη εκδοχή:
ΙΙΙ1: Μικρή ή καθόλου νομική σκέψη για το παραδεκτό και τη νομική βασιμότητα του α΄ λόγου της ανακοπής, απόδοση του περιεχομένου του και υπαγωγή-κρίση επ’ αυτών: Όλα σε μία παράγραφο.
Δεύτερη εκδοχή:
ΙΙΙ2α. Νομική σκέψη για το παραδεκτό/νομική βασιμότητα του β΄ λόγου της ανακοπής (α΄ παράγραφος).
β. Απόδοση του περιεχομένου του β΄ λόγου της ανακοπής και υπαγωγή-κρίση επί του παραδεκτού/νομικής βασιμότητας (β΄ παράγραφος).
Τρίτη εκδοχή:
ΙΙΙ3α: Μεγάλη νομική σκέψη για το παραδεκτό/νομική βασιμότητα του γ΄ λόγου της ανακοπής (α΄ παράγραφος).
β. Απόδοση του περιεχομένου του γ΄ λόγου (β΄ παράγραφος).
γ. Υπαγωγή-κρίση επί του παραδεκτού/νομικής βασιμότητας (γ΄ παράγραφος).
-Για κάθε λόγο, που κρίνεται νομικά βάσιμος, πρέπει να αναφέρονται οι νομικές διατάξεις, στις οποίες στηρίζεται η νομική βασιμότητα και ακολουθεί η φράση:
Με αυτό το περιεχόμενο ο πρώτος/δεύτερος κλπ (ή ο υπό εξέταση) λόγος της ανακοπής είναι νομικά βάσιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων ………. και επομένως πρέπει να εξετασθεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.
-Αν ο λόγος κρίθηκε εν μέρει νομικά βάσιμος:
Με αυτό το περιεχόμενο ο πρώτος/δεύτερος κλπ (ή ο υπό εξέταση) λόγος της ανακοπής είναι νομικά βάσιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων ………. πλην του/των στοιχείου/ων α) …, β) … και γ) …, ως προς το/α οποίο/α είναι νομικά αβάσιμος, διότι……………. Επομένως, στο μέτρο που κρίθηκε νομικά βάσιμος, πρέπει να εξετασθεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.
Οι διατάξεις, στις οποίες στηρίζεται η νομική βασιμότητα των λόγων της ανακοπής, μπορεί να ανήκουν στον ΚΠολΔ (χαρακτηριστικά: άρθρα 925 παρ.1, 929 παρ.3, 954 παρ.2ε, 993 παρ.2, 147 παρ.2 ΚΠολΔ ή σε άλλους νόμους (π.χ: άρθρα 10 ν.3156/2003, 1, 3 ν.4354/2015).
ΙΙΙ3. Αντιμετώπιση του δ΄, ε΄, στ΄ και λοιπών λόγων της ανακοπής, όπως τα ανωτέρω, αναλόγως της έκτασης της νομικής σκέψης και της απόδοσης του περιεχομένου τους.
ΙΙΙ4. Τα ίδια ισχύουν και για τους τυχόν υπάρχοντες πρόσθετους λόγους της ανακοπής.
-Το περιεχόμενο της νομικής σκέψης (μείζονας πρότασης) πρέπει να είναι σχετικό με την κρίση του δικαστηρίου επί του εξεταζόμενου λόγου της ανακοπής, δηλαδή η παρατιθέμενη νομική σκέψη πρέπει να είναι πρόσφορη για τη διατύπωση της δικαστικής κρίσης υπό τη μορφή της υπαγωγής σε αυτήν (τη νομική σκέψη) και όχι παρεμφερής, π.χ. γενικώς αναφερόμενη στο εξεταζόμενο ζήτημα. Προς το σκοπό αυτό πρέπει να αποφεύγεται η αντιγραφή και επικόλληση εκτεταμένων νομικών σκέψεων από άλλες αποφάσεις χωρίς επεξεργασία τους, ώστε το περιεχόμενό τους να ταιριάζει στην κάθε φορά συντασσόμενη απόφαση.
-Εάν δύο λόγοι (ή λόγος του κυρίως δικογράφου με λόγο του δικογράφου προσθέτων λόγων) είναι συναφείς ή το περιεχόμενό τους αλληλοεπικαλύπτεται, κατά τρόπο ώστε ο δικαστής να θεωρεί ότι πρέπει να εξετασθούν ενιαία, προβαίνει σε από κοινού απόδοση και εξέταση της νομικής βασιμότητας του περιεχομένου τους.
Π.χ.: Η ανακόπτουσα αναπτύσσει τους ανωτέρω ισχυρισμούς της χωριστά, αριθμώντας τους χωριστά και χαρακτηρίζοντάς τους ως δύο διαφορετικούς λόγους,
αλλά εφ’ όσον όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί περιστρέφονται γύρω από … π.χ. την παραβίαση του άρθρου 281 ΑΚ ή τον τρόπο υπολογισμού των τόκων υπερημερίας, συναπαρτίζουν έναν ενιαίο λόγο ανακοπής και πρέπει να εξετασθούν από κοινού.
-Εάν όλοι οι λόγοι της ανακοπής κριθούν αόριστοι και γενικώς απαράδεκτοι ή νομικά αβάσιμοι, τότε δεν μένει λόγος προς εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητάς του και η απόφαση κλείνει σε αυτό το σημείο με απόρριψη της ανακοπής. Πρόκειται για όχι σπάνιο ενδεχόμενο, η δε συνήθης διατύπωση είναι η ακόλουθη:
Μη υπάρχοντος άλλου λόγου της ανακοπής προς εξέταση, η ανακοπή είναι απορριπτέα στο σύνολό της. Μετά ταύτα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή και να καταδικασθεί ο/η ανακόπτων/ουσα στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης λόγω της ήττας του/της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
-Μερικές φορές σε αποφάσεις επί ανακοπών, στην εξέταση του παραδεκτού/νομικής βασιμότητας κάποιων λόγων, συναντάται η φράση: Με το ανωτέρω περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί νομικά βάσιμος, είναι αόριστος, επειδή δεν αναφέρεται … Η χρήση αυτής της διατύπωσης οφείλεται στο ότι μερικές φορές οι λόγοι της ανακοπής είναι διατυπωμένοι με τέτοιο τρόπο, που καθίσταται αβέβαιο, εάν είναι απορριπτέοι λόγω αοριστίας ή νομικής αβασιμότητας. Αυτή η αντιμετώπιση ορθό είναι να αποφεύγεται, διότι η πρόταξη της νομικής βασιμότητας έναντι της πληρότητας (ορισμένου) του λόγου της ανακοπής είναι εσφαλμένη. Το ορθό είναι ότι προηγείται η εξέταση της πληρότητας του περιεχομένου του λόγου της ανακοπής, δηλαδή η εκφορά της κρίσης εάν ο λόγος είναι ορισμένος ή αόριστος, και έπεται η κρίση για τη νομική βασιμότητα (σε όλα τα δικόγραφα πρώτα εξετάζεται το παραδεκτό και έπειτα η νομική βασιμότητα).
– Στα δικόγραφα των ανακοπών τόσο κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης όσο και κατά της διαταγής πληρωμής περιέχονται αρκετές φορές αιτήματα λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Εάν το αίτημα διατυπώνεται προς υποστήριξη λόγου, ο οποίος κρίνεται αόριστος ή νομικά αβάσιμος, τότε το αίτημα είναι απορριπτέο ως άνευ αντικειμένου στην ίδια σκέψη με τον λόγο, τον οποίο συνοδεύει και δεν απασχολεί το δικαστήριο περαιτέρω, δηλαδή στο τμήμα της ουσιαστικής εξέτασης των λόγων, που κρίνονται νομικά βάσιμοι. Εάν, αντίθετα, ο λόγος κριθεί νομικά βάσιμος, τότε ομοίως κρίνεται και το αίτημα διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης που τον συνοδεύει, το οποίο θα εξετασθεί επί της ουσίας μαζί με αυτό τον λόγο της ανακοπής στο τμήμα της απόφασης, το οποίο αναφέρεται στην απόδειξη των κρίσιμων για την έκβαση της δίκης γεγονότων, ήτοι των λόγων της ανακοπής, που κρίνονται νομικά βάσιμοι.
-Επίσης, συχνά στις ανακοπές κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης (όχι όμως και σε αυτές κατά του πίνακα κατάταξης) διατυπώνεται αίτημα αναστολής της προόδου της δίκης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, προκειμένου να περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα άλλη δίκη, η οποία συνήθως ανοίγεται με άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο της εκτέλεσης. Το αίτημα αυτό συνοδεύει κάποιο λόγο (συνήθως της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, στηριζόμενου στο ότι η επισπεύδουσα προβαίνει στην εκτέλεση χωρίς να αναμένει την τελεσίδικη δικαστική κρίση επί της εγκυρότητας του εκτελεστού τίτλου) ή διατυπώνεται αυτοτελώς. Σε κάθε περίπτωση το αίτημα αυτό μπορεί να εξετασθεί είτε στη σειρά που τίθεται μεταξύ των λόγων της ανακοπής είτε στην αρχή, δηλαδή μετά την εξέταση των προϋποθέσεων του παραδεκτού της ανακοπής και πριν από την εξέταση του πρώτου λόγου της. Εάν ο ανακόπτων χαρακτηρίζει το αίτημα αυτό ως λόγο ανακοπής, το δικαστήριο εκτιμώντας ορθά το δικόγραφο διευκρινίζει ότι δεν πρόκειται για λόγο ανακοπής.
- IV. Επί άσκησης επιπλέον ανακοπής, η οποία συνεκδικάζεται με την πρώτη (αυτό πολύ συχνά συμβαίνει με τις ανακοπές του άρθρου 979 ΚΠολΔ κατά του πίνακα κατάταξης των δανειστών αλλά όχι του άρθρου 933 ΚΠολΔ), μετά από την εξέταση της νομικής βασιμότητας όλων των λόγων της πρώτης ανακοπής και πριν από την ουσιαστική εξέτασή τους (τι αποδείχθηκε), εξετάζεται το παραδεκτό της δεύτερης ανακοπής και η νομική βασιμότητα των δικών της λόγων. Δηλαδή επαναλαμβάνεται για τη συνεκδικαζόμενη ανακοπή όλη η ακολουθία των σκέψεων, η οποία προεκτέθηκε. Αυτό συμβαίνει, διότι η ουσιαστική εξέταση των αποδεικτέων ζητημάτων είναι μεθοδολογικά ορθότερο να γίνει ενιαία για αμφότερες τις ανακοπές (άλλωστε υπάρχει κοινότητα αποδεικτικών μέσων για τα συνεκδιζόμενα ένδικα βοηθήματα). Επομένως, πρώτα κρίνεται ποιοι λόγοι κάθε ανακοπής είναι νομικά βάσιμοι, ήτοι κρατούνται προς επί της ουσίας εξέταση, και έπειτα ακολουθεί η ουσιαστική εξέταση τους. Δεν προηγείται η επί της ουσίας εξέταση των νομικά βάσιμων λόγων της μίας ανακοπής χωρίς να εξετασθεί το παραδεκτό της δεύτερης και η νομική βασιμότητα των δικών της λόγων.
- V. Επί άσκησης πρόσθετης παρέμβασης:
α) Παρατίθεται, αν απαιτείται, νομική σκέψη επί του παραδεκτού της παρέμβασης και της έννομης σχέσης, στην οποία θεμελιώνεται αυτή εν προκειμένω.
β) Αποδίδεται το περιεχόμενο της παρέμβασης και
γ) Κρίνεται εάν είναι παραδεκτή και νομικά βάσιμη ή όχι.
Αυτά μπορεί να εκτίθενται στην ίδια ή σε διαφορετικές παραγράφους, αναλόγως της έκτασής τους, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, οπότε η δομή μπορεί να έχει ως εξής:
1) V (νομική σκέψη + απόδοση περιεχομένου παρέμβασης + υπαγωγή-κρίση) 2) V1 (νομική σκέψη) – V2 (απόδοση περιεχομένου παρέμβασης + υπαγωγή-κρίση)
3) V1 (νομική σκέψη) – V2 (απόδοση περιεχομένου παρέμβασης) – V3 (υπαγωγή κρίση)
Η συνήθης διατύπωση για την κρίση επί του παραδεκτού και της νομικής βασιμότητας της παρέμβασης:
Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση παραδεκτώς ασκήθηκε και εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ως καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδίου (άρθρα 31, 76-78, 80, 83 και 225 παρ.2 ΚΠολΔ) και είναι νομικά βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, 10 ν.3156/2003, 225, 325 περ.2 και 182 ΚΠολΔ, εφ’ όσον οι έννομες συνέπειες της παρούσας απόφασης με αρχική διάδικο την καθ’ ης η ανακοπή, είναι δυνατό να αντιταχθούν κατά της παρεμβαίνουσας.
Κάποιες από τις ανωτέρω διατάξεις και ειδικότερα αυτές του ουσιαστικού δικαίου, π.χ. το προαναφερόμενο άρθρο 10 ν.3156/2003, μπορεί να είναι διαφορετικές αναλόγως του περιεχομένου του δικογράφου της παρέμβασης.
Μπορεί, εάν υπάρχει κάποιο ζήτημα προς ανάπτυξη, η κρίση επί της νομιμότητας να μην ακολουθεί σε εγγύτητα την κρίση επί του παραδεκτού αλλά να μεσολαβούν ορισμένες γραμμές προς εξέταση του κρίσιμου ζητήματος.
Π.χ.: … Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στην ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, παραδεκτώς ασκήθηκε και εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ως καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδίου (άρθρα 31, 76-78, 80 και 83 ΚΠολΔ). …
Ακολουθούν ορισμένες γραμμές και έπειτα:
Περαιτέρω, η υπό κρίση αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση είναι νομικά βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, 10 ν.3156/2003, 1 έως 3 ν.4354/2015, 3, 5 ν.2844/2000, 325 περ.2 και 182 ΚΠολΔ.
Στο τέλος: Επομένως, η υπό κρίση αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Αναλόγως διαμορφώνεται η διατύπωση της σκέψης, όταν η πρόσθετη παρέμβαση κρίνεται απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη.
Ας υπομνησθεί ότι η παρέμβαση δεν περιέχει λόγους ανακοπής. Αυτό είναι ευχερέστερα αντιληπτό, όταν ασκείται υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή.
Επίσης, ας σημειωθεί ότι στην ανακοπή δυσχερώς νοείται η άσκηση κύριας παρέμβασης, διότι λόγω του αντικειμένου της δίκης, δεν είναι νομικά δυνατός ο σφετερισμός του επιδίκου δικαιώματος από τον παρεμβαίνοντα παρά μόνον η υποστήριξη ενός των διαδίκων.
- VI. Ομοίως, στη σπάνια περίπτωση της άσκησης προσεπίκλησης από τον καθ’ ου η ανακοπή, με την οποία ζητείται η παρέμβαση τρίτου προσώπου στη δίκη:
α) Παρατίθεται, αν απαιτείται, νομική σκέψη επί του παραδεκτού της προσεπίκλησης και της έννομης σχέσης, στην οποία θεμελιώνεται αυτή εν προκειμένω,
β) Αποδίδεται το περιεχόμενο της προσεπίκλησης και
γ) Κρίνεται εάν είναι παραδεκτή και νομικά βάσιμη ή όχι.
Αυτά μπορεί να εκτίθενται στην ίδια ή σε διαφορετικές παραγράφους, αναλόγως της έκτασής τους, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, οπότε η δομή μπορεί να έχει ως εξής:
1) VI (νομική σκέψη + απόδοση περιεχομένου προσεπίκλησης + υπαγωγή-κρίση)
2) VI1 (νομική σκέψη) – VI2 (απόδοση περιεχομένου προσεπίκλησης + υπαγωγή κρίση)
3) VI1 (νομική σκέψη) – VI2 (απόδοση περιεχομένου προσεπίκλησης) – VI3 (υπαγωγή- κρίση)
Ενδεικτική διατύπωση: Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η ως άνω προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ως καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμοδίου, συνεκδικαζόμενη με την
ασκηθείσα ανακοπή (άρθρα 31 παρ.1 και 88 ΚΠολΔ). Παρά ταύτα, η προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση στην ανοιγείσα με την ανακοπή δίκη πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη, διότι το προσεπικαλούν δεν επικαλείται την ύπαρξη έννομης σχέσης μεταξύ αυτού και των προσεπικαλούμενων φυσικών/νομικών προσώπων, η οποία να προσδίδει σε αυτά την ιδιότητα των δικονομικών του εγγυητών, κατ’ άρθρο 88 ΚΠολΔ, ούτε οποιαδήποτε άλλη σχέση η οποία δικαιολογεί την προσεπίκλησή του κατά τις περιοριστικά αναφερόμενες στις διατάξεις των άρθρων 86-88 ΚΠολΔ περιπτώσεις.
Η θέση αυτών των σκέψεων βρίσκεται μετά από την εξέταση του παραδεκτού της ανακοπής ή και της νομιμότητας των λόγων της (αναλόγως της εκτίμησης κάθε φορά) και πριν από την ουσιαστική εξέτασή τους. Εάν η προσεπίκληση πρόκειται να κριθεί απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη, τότε είναι ευχερές να παρατεθούν οι ανωτέρω σκέψεις μετά το τμήμα της απόφασης επί του παραδεκτού της ανακοπής και πριν από την εξέταση της νομικής βασιμότητας των λόγων της, διότι το δεύτερο ένδικο βοήθημα δεν θα μας απασχολήσει ξανά. Εάν η προσεπίκληση πρόκειται να κριθεί νομικά βάσιμη, τότε προτιμότερο είναι πρέπει να παρατίθενται οι ανωτέρω σκέψεις μετά την εξέταση της νομικής βασιμότητας των λόγων της ανακοπής και πριν από την εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητάς τους, ώστε να τελούν σε εγγύτητα με το αποδεικτικό τμήμα της απόφασης.
VII. Μετά την εξέταση του παραδεκτού της ανακοπής και της νομικής βασιμότητας όλων των λόγων της και των άλλων ενδίκων βοηθημάτων, του ενδεχομένως έχουν ασκηθεί, ακολουθεί η επί της ουσίας εξέταση όσων λόγων κρίθηκαν νομικά βάσιμοι. Ομοίως και όσων ενδίκων βοηθημάτων (συνεκδικαζόμενη ανακοπή, πρόσθετη παρέμβαση) κρίθηκαν παραδεκτά και νομικά βάσιμα.
Το τμήμα αυτό της απόφασης αρχίζει με τη μνεία στα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα. Συνήθως τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα είναι λιγότερα από αυτά που αναγράφονται παρακάτω και επομένως η σχετική μνεία είναι συντομότερη:
Π.χ.: Από τη νομίμως ληφθείσα κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρα … (υιού της ανακόπτουσας), η οποία περιέχεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των προσκομισθέντων εγγράφων, έστω και αν δεν κατονομάζονται παρακάτω όλα ένα προς ένα, των ενόρκων βεβαιώσεων υπ’ αρ. … του … ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης … και υπ’ αρ. … της … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, για τη λήψη των
οποίων εκλήθη νόμιμα και εμπρόθεσμα η καθ’ ης η ανακοπή (εκθέσεις επίδοσης … και … του δικαστικού επιμελητή … του Εφετείου Θεσσαλονίκης) με τη σημείωση ότι οι ένορκες βεβαιώσεις υπ’ αρ. … του … και … της …, αμφότερες ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών … λαμβάνονται υπ’ όψιν ως τεκμήρια, διότι ελήφθησαν σε χρόνο ανύποπτο προς την παρούσα δίκη, τη θεώρηση των φωτογραφιών, που προσκομίσθηκαν, και από τις ομολογίες των διαδίκων ειδικά και μόνον ως προς τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία αναφέρονται, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα: …
-Σε αυτό το τμήμα της απόφασης εκτίθενται τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία είναι απαραίτητα, για να κριθεί η ουσιαστική βασιμότητα όσων λόγων κρίθηκαν νομικά βάσιμοι. Δεν είναι αναγκαία και πρέπει να αποφεύγεται η μνεία αδιάφορων νομικά γεγονότων. Το αποδεικτικό τμήμα της απόφασης πρέπει να είναι γραμμένο έτσι, ώστε να γίνεται κατανοητό με σχετική ευχέρεια. Επομένως, τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά πρέπει να εκτίθενται ως ένα ιστορικό με αρχή μέση και τέλος, δηλαδή ως μια εύληπτη αφήγηση, τα επιμέρους τμήματα της οποίας είναι τα αποδεικτέα ζητήματα. Μετά την εξέταση των ζητημάτων, που αναφέρονται σε κάθε λόγο, πρέπει να γράφεται εάν ο συγκεκριμένος λόγος αποδεικνύεται ουσιαστικά βάσιμος ή αβάσιμος. Έπειτα, η εξέταση προχωρεί στον επόμενο λόγο μέχρι την εξάντληση όλων των λόγων. Αντίθετα, οι λόγοι, που κρίθηκαν αόριστοι, απαράδεκτοι για άλλο λόγο ή νομικά αβάσιμοι δεν απασχολούν το τμήμα αυτό της απόφασης.
-Όπως προαναφέρθηκε, η αντιμετώπιση των αιτημάτων διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης (κυρίως λογιστικής) εξαρτάται από την αντιμετώπιση του λόγου της ανακοπής, τον οποίο συνοδεύουν. Εάν το αίτημα υποβάλλεται προς υποστήριξη λόγου, ο οποίος κρίθηκε νομικά βάσιμος και εξετάζεται επί της ουσίας, τότε και το αίτημα αυτό θα εξετασθεί κατά την ουσιαστική εξέταση του λόγου αυτού.
-Δεν πρέπει να διαφεύγει η εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της τυχόν συνεκδικαζόμενης ανακοπής, όπως επίσης και της ουσιαστικής βασιμότητας του τυχόν άλλου ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος, π.χ. της πρόσθετης παρέμβασης.
-Ενίοτε, ιδίως όταν μία ανακοπή περιλαμβάνει πολλούς λόγους, υπάρχει η τάση να εξετάζεται η ουσιαστική βασιμότητα κάποιων λόγων στην ίδια παράγραφο με τη νομική βασιμότητά τους. Αυτή η πρακτική εκφεύγει του συνήθους προτύπου δικαστικής απόφασης και γίνεται προς οικονομία δικαστικού χρόνου και ενέργειας, όταν ένας λόγος της ανακοπής είναι ευχερώς απορριπτέος επί της ουσίας, π.χ. από την ανάγνωση ενός μόνο εγγράφου. Τότε, η χρησιμοποιούμενη διατύπωση είναι η εξής:
Με το παραπάνω περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νομικά βάσιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων … πλην όμως είναι ουσιαστικά αβάσιμος, διότι από το έγγραφο τάδε (σύμβαση, αναγνώριση οφειλής, έκθεση επίδοσης κλπ) αποδεικνύεται ότι …
-Εάν όλοι οι νομικά βάσιμοι λόγοι της ανακοπής είναι δυνατό να απορριφθούν επί της ουσίας κατ’ αυτό τον τρόπο, τότε εκ των πραγμάτων δεν θα υπάρχει χωριστό τμήμα της απόφασης, αφιερωμένο στην απόδειξη. Μάλλον δυσχερέστερο είναι να χρησιμοποιηθεί αυτή η συμπυκνωμένη μέθοδος γραφής για την αποδοχή ως ουσιαστικά βάσιμου κάποιου λόγου της ανακοπής. Εάν για την αντιμετώπιση κάποιων λόγων είναι απαραίτητη η εκτενέστερη παράθεση, εκτίμηση και σχολιασμός των αποδεικτικών μέσων, αυτή η μέθοδος δεν προσφέρεται. Βασικό μειονέκτημά της είναι ότι λόγω της συμπυκνωμένης γραφής δεν παρατίθενται με τον ενδεδειγμένο τρόπο όλα τα αποδεικτικά μέσα (έγγραφα, μαρτυρικές καταθέσεις, ένορκες βεβαιώσεις, ομολογία του αντιδίκου) και γι’ αυτό η μέθοδος αυτή ενδείκνυται να χρησιμοποιείται μόνον όταν θα έχει σωρευθεί επαρκής εμπειρία στη σύνταξη αποφάσεων και η κρίση για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής δεν θα προϋποθέτει τη συγκριτική αξιολόγηση πλειόνων αποδεικτικών μέσων. Όταν πρόκειται να υπάρξει χωριστό τμήμα της απόφασης για την επί της ουσίας εξέταση κάποιων λόγων της ανακοπής, εμφανίζεται μειωμένη η αξία της κατά τα ανωτέρω αντιμετώπισης άλλων λόγων της ανακοπής, αφού η απόφαση σε κάθε περίπτωση θα περιλαμβάνει σκέψη για τις αποδείξεις.
-Μερικές φορές, κατά την αντιμετώπιση ενός λόγου της ανακοπής χρησιμοποιείται η διατύπωση:
Με το παραπάνω περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής, ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθεί νομικά βάσιμος (χωρίς μνεία ορισμένων νομοθετικών διατάξεων), είναι ουσιαστικά αβάσιμος, διότι από το έγγραφο τάδε (σύμβαση, αναγνώριση οφειλής, έκθεση επίδοσης κλπ) αποδεικνύεται ότι …
Με τη χρήση αυτής της πρακτικής ο υπό εξέταση λόγος της ανακοπής αντιμετωπίζεται επί της ουσίας, χωρίς να έχει προηγηθεί η νομική αξιολόγησή του, δηλαδή δεν έχει κριθεί εάν είναι νομικά βάσιμος ή αβάσιμος. Η πρακτική αυτή οφείλεται στο ότι μερικές φορές οι λόγοι της ανακοπής είναι διατυπωμένοι με τέτοιο τρόπο (χρήση φράσεων ενδοιαστικού χαρακτήρα, όπως από το κείμενο της διαταγής πληρωμής/της επιταγής προς εκτέλεση δεν καθίσταται σαφές/δεν προκύπτει εάν υπολογίσθηκαν ορθά οι τόκοι υπερημερίας…) με αποτέλεσμα να δημιουργείται αμφιβολία σχετικά με τη νομική βασιμότητα ή μη των λόγων αυτών και στην πρώτη
περίπτωση (εάν ο λόγος είναι νομικά βάσιμος) σχετικά με τις διατάξεις, στις οποίες στηρίζεται ο ενδεχομένως νομικά βάσιμος λόγος. Εν τούτοις, η πρακτική αυτή, ως προς την αντιμετώπιση τέτοιου είδους λόγων, δεν είναι δόκιμη και ορθό είναι να αποφεύγεται, διότι η εξέταση και διαπίστωση της νομικής βασιμότητας προϋποθέτει τη μνεία των νομοθετικών διατάξεων, στις οποίες στηρίζεται ο λόγος.
VIII. Μετά από την εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της ανακοπής, καθίσταται πλέον σαφές, εάν η ανακοπή είναι απορριπτέα ή εάν πρέπει να γίνει δεκτή εν όλω ή εν μέρει. Η επί της ουσίας απόρριψη όλων των λόγων της άγει στην απόρριψη της ανακοπής. Η ευδοκίμηση έστω και ενός λόγου ως ουσιαστικά βάσιμου άγει στην αποδοχή της ανακοπής και στην ακύρωση της πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά της οποίας αυτός βάλλει. Αν προσβάλλεται μόνο αυτή η πράξη, η ανακοπή γίνεται δεκτή. Αν προσβάλλεται και άλλη πράξη, που δεν ακυρώνεται εξαιτίας της ευδοκίμησης του λόγου της ανακοπής, που αποδεικνύεται ουσιαστικά βάσιμος, η ανακοπή γίνεται εν μέρει δεκτή. Είναι πιθανό, η ευδοκίμηση ενός λόγου, αν βάλλει κατά περισσότερων πράξεων, να οδηγεί στην ακύρωση όλων ή ορισμένων εξ αυτών. Αντιστρόφως, είναι πιθανό, η ευδοκίμηση περισσότερων λόγων να μην εξαντλεί τις προσβαλλόμενες πράξεις, εάν μία από αυτές δεν προσβάλλεται με λόγο από αυτούς, που γίνονται δεκτοί επί της ουσίας αλλά με άλλο λόγο, ο οποίος απορρίφθηκε. Στη δεύτερη περίπτωση, η ανακοπή γίνεται εν μέρει δεκτή.
-Η μερική αποδοχή της ανακοπής μπορεί να συνίσταται:
α) Στην ακύρωση μίας από τις περισσότερες προσβαλλόμενες πράξεις, οπότε:
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την επιταγή προς πληρωμή με ημερομηνία 13.9.2020, η οποία επιδόθηκε με εντολή του καθ’ ου στον ανακόπτοντα την 14.9.2020 κάτωθι αντιγράφου του υπ’ αρ. … εκτελεστού απογράφου της υπ’ αρ. … απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Στην περίπτωση αυτή είχε ζητηθεί η ακύρωση και του εκτελεστού τίτλου, ο οποίος όμως δεν ακυρώνεται με ανακοπή κατά της εκτέλεσης, έστω και αν οι λόγοι βάλλουν κατά της απαίτησης ή της εγκυρότητας του τίτλου.
β) Στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ή μίας εξ αυτών κατά ορισμένο ποσόν από αυτό, για το οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση, οπότε:
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ κατά το ποσόν των -12.565- δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα πέντε
ευρώ την από 18.5.2021 επιταγή προς πληρωμή, η οποία επιδόθηκε με εντολή της καθ’ ης στους ανακόπτοντες την 24.5.2021 κάτωθι του αντιγράφου του υπ’ αρ. … εκτελεστού απογράφου της υπ’ αρ. … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού.
-Σε αντίθεση με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, στο διατακτικό της απορριπτικής απόφασης, που εκδίδεται επί ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν περιλαμβάνεται διάταξη, με την οποία επικυρώνεται η προσβαλλόμενη πράξη.
-Στην ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης το διατακτικό είναι πιο σύνθετο, διότι επί έστω και εν μέρει αποδοχής, περιλαμβάνει διατάξεις για α) την αποβολή του καθ’ ου η ανακοπή από την κατάταξη ή για περιορισμό αυτής σε μικρότερο ποσόν, β) κατάταξη του ανακόπτοντος στο αποδεσμευόμενο ποσόν και γ) μεταρρύθμιση του πίνακα, ώστε να είναι σύμφωνος με τις ως άνω διατάξεις. Οι μεταρρυθμίσεις του πίνακα μπορεί, αναλόγως της φύσης τους και των περιστάσεων (έκταση της μεταρρύθμισης, ευχέρεια απόδοσης των νοημάτων υπό μορφή διατακτικού απόφασης), είτε να αναφέρονται περιγραφικά είτε να επαναλαμβάνονται τα μεταρρυθμιζόμενα τμήματα (διατάξεις) του πίνακα.
-Επί εκδίκασης της ανακοπής ερήμην κάποιου διαδίκου δεν επιβάλλουμε παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, διότι απαγορεύεται η άσκησή της. Αυτό μπορεί είτε να μνημονεύεται ρητά είτε όχι.
-Δεν ξεχνούμε ότι για τα δικαστικά έξοδα επί ανακοπών περιέχονται ειδικές διατάξεις στον Κώδικα Δικηγόρων.
1Η διάσπαση σε δύο παραγράφους δεν υπαγορεύεται από νομικό λόγο, δηλαδή δεν σχετίζεται με την ορθότητα της απόφασης, αλλά μάλλον ενδείκνυται, προκειμένου να καθίσταται ευχερής η εποπτεία του αναγνώστη επί της απόφασης. Δηλαδή, επιδιώκεται η αλλαγή παραγράφου να σηματοδοτεί με ευδιάκριτο τρόπο τις διαφοροποιήσεις στις ενότητες των νοημάτων. Άλλωστε, με την πάροδο των ετών γίνεται ολοένα δυσχερέστερη η αντιμετώπιση μακροσκελών και οπτικά αδιαφοροποίητων κειμένων.
*Γεώργιος Πλαγάκος, Πρόεδρος Πρωτοδικών