Δικαστήριο ΕΕ: “Μία τέτοια γνωστοποίηση περιλαμβάνει έγγραφα που ενδέχεται να ζητηθεί από ένα μέρος να δημιουργήσει με τη συγκέντρωση δεδομένων που έχει στην κατοχή του”
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 10-11-2022 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η γνωστοποίηση «σχετικών αποδεικτικών στοιχείων», κατά την έννοια του δικαίου της ΕΕ, συγκεκριμένα της οδηγίας 2014/104/ΕΕ [οδηγίας σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης], περιλαμβάνει έγγραφα που ενδέχεται να ζητηθεί από ένα μέρος να δημιουργήσει με τη συγκέντρωση ή τη διαβάθμιση πληροφοριών, γνώσεων ή δεδομένων που έχει στην κατοχή του.
Ωστοσο, σύμφωνα με το ΔΕΕ, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, κατά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, τον εύλογο ή μη χαρακτήρα του φόρτου εργασίας και του κόστους για την κατάρτιση ex novo τέτοιων εγγράφων.
Ιστορικό της υπόθεσης
Στις 19 Ιουλίου 2016, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2016) 4673 τελικό σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της συμφωνίας [για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ)] (Υπόθεση AT.39824 – Φορτηγά), της οποίας περίληψη δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Απριλίου 2017. Μεταξύ των αποδεκτών της απόφασης περιλαμβάνονται και οι εναγόμενες της κύριας δίκης.
Με την ως άνω απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεκαπέντε κατασκευαστές φορτηγών, μεταξύ των οποίων και οι εναγόμενες της κύριας δίκης, είχαν μετάσχει σε σύμπραξη υπό τη μορφή ενιαίας και διαρκούς παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992, η οποία αφορούσε αθέμιτες συμφωνίες για τον καθορισμό των τιμών και την αύξηση των μικτών τιμών των μεσαίων και βαρέων φορτηγών στον ΕΟΧ.
Όσον αφορά τις εναγόμενες της κύριας δίκης, διαπιστώθηκε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ για την περίοδο από τις 17 Ιανουαρίου 1997 έως τις 18 Ιανουαρίου 2011.
Στις 25 Μαρτίου 2019, οι ενάγοντες των κύριων δικών, οι οποίοι είχαν αγοράσει φορτηγά τα οποία ενδέχετο να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παράβασης που αποτελεί αντικείμενο της απόφασης C(2016) 673 τελικό, ζήτησαν, επικαλούμενοι το άρθρο 283bis a) του κώδικα πολιτικής δικονομίας, από το Juzgado de lo Mercantil no 7 de Barcelona (εμποροδικείο αριθ. 7 Βαρκελώνης, Ισπανία), ήτοι το αιτούν δικαστήριο, να τους επιτραπεί η πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν υπό τον έλεγχό τους οι εναγόμενες της κύριας δίκης. Συναφώς, υποστήριξαν ότι έχουν ανάγκη να λάβουν ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία για να υπολογίσουν την τεχνητή αύξηση των τιμών, και ιδίως για να συγκρίνουν τις προτεινόμενες τιμές πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την περίοδο της επίμαχης σύμπραξης.
Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου στις 7 Οκτωβρίου 2019, οι εναγόμενες της κύριας δίκης αντέτειναν, στο πλαίσιο των παρατηρήσεών τους επί του ενδεχομένου προδικαστικής παραπομπής ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, μεταξύ άλλων επιχειρημάτων, ότι για ορισμένα από τα ζητηθέντα έγγραφα ήταν αναγκαία ad hoc επεξεργασία και ότι η επιβολή εις βάρος τους της υποχρέωσης αυτής συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνσή τους η οποία υπερβαίνει τα όρια μιας απλής «δικαστικής διαταγής κοινοποίησης» αποδεικτικών στοιχείων, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.
Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι από τις διατάξεις τόσο της οδηγίας 2014/104/ΕΕ όσο και του ισπανικού κώδικα πολιτικής δικονομίας, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 9/2017, οι οποίες διέπουν την κοινοποίηση των επίμαχων αποδεικτικών στοιχείων, προκύπτει ότι το ίδιο δύναται, κατόπιν αιτήματος ενός εκ των διαδίκων, να υποχρεώσει τον ενάγοντα, τον εναγόμενο ή τρίτον «να κοινοποιήσει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχει υπό τον έλεγχό του».
Εν προκειμένω, το αίτημα κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων αφορά έγγραφα τα οποία, όπως περιγράφονται, μπορεί να μην υπάρχουν και, ως εκ τούτου, να είναι αναγκαία για την κατάρτισή τους η εκ μέρους των εναγομένων της κύριας δίκης συλλογή και κατάταξη δεδομένων σύμφωνα με τις παραμέτρους που καθόρισαν οι ενάγοντες της κύριας δίκης. Κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, οι ενέργειες αυτές βαίνουν πέραν της απλής αναζήτησης και επιλογής ήδη υπάρχοντων εγγράφων ή της απλής παροχής στους ενάγοντες της κύριας δίκης του συνόλου των σχετικών δεδομένων, υπό τον όρο της εμπιστευτικής μεταχείρισής τους, διότι εν προκειμένω πρόκειται για τη συγκέντρωση σε νέο έγγραφο, σε ψηφιακή ή άλλη μορφή, των πληροφοριών, των στοιχείων ή των δεδομένων που έχει υπό τον έλεγχό του ο καθού το αίτημα κοινοποίησης των αποδεικτικών στοιχείων.
Πλην όμως, κατά το αιτούν δικαστήριο, η προϋπόθεση το έγγραφο του οποίου η κοινοποίηση ζητείται να υπάρχει ήδη κατά τον χρόνο του σχετικού αιτήματος προκύπτει, κατά τα φαινόμενα, από το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και της αιτιολογικής σκέψης 14 της οδηγίας 2014/104/ΕΕ, όπου γίνεται λόγος αντιστοίχως για «τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχει υπό τον έλεγχό του» και για «αποδεικτικά στοιχεία που […] βρίσκονται στην αποκλειστική κατοχή του αντιδίκου», όπερ, κατά το αιτούν δικαστήριο, επιβεβαιώνει την άποψη ότι το ζητούμενο έγγραφο πρέπει να υπάρχει ήδη κατά την υποβολή του αιτήματος και να μη δημιουργείται κατόπιν αυτού. Η ως άνω προϋπόθεση προκύπτει επίσης και από την απαίτηση το επίμαχο αίτημα να αφορά «σχετικ[ές] κατηγορ[ίες] αποδεικτικών στοιχείων που προσδιορίζονται με όσο το δυνατόν πιο σαφή και συγκεκριμένο τρόπο βάσει ευλόγως διαθέσιμων στοιχείων για πραγματικά περιστατικά στην τεκμηριωμένη αιτιολόγηση», σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, και την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας. Η εξαίρεση των ex novo καταρτιζόμενων εγγράφων από εκείνα τα οποία μπορούν να ζητηθούν βάσει του άρθρου 5 της οδηγίας μπορεί επίσης να συναχθεί και από το ότι σε αυτήν γίνεται μεν μνεία της κοινοποίησης ή της πρόσβασης σε αποδεικτικά στοιχεία, εν προκειμένω έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά όχι της κοινοποίησης ή της πρόσβασης σε πληροφορίες, στοιχεία ή δεδομένα.
Ως προς το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο εξέφρασε τις αμφιβολίες του, κατά το μέτρο που ορισμένα επιχειρήματα των οποίων έγινε επίκληση προς υποστήριξη μιας ευρύτερης ερμηνείας ενδέχεται, κατά την άποψή του, να είναι βάσιμα. Ειδικότερα, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι μια περιοριστική ερμηνεία όσον αφορά την κοινοποίηση αποδεικτικών στοιχείων ενδέχεται να θέσει εν αμφιβόλω το δικαίωμα σε πλήρη αποζημίωση. Επιπλέον, η οδηγία 2014/104/ΕΕ αναφέρεται στα έξοδα και στο κόστος της κοινοποίησης των αποδείξεων ως στοιχεία αρχής της αναλογικότητας για την αποδοχή του σχετικού αιτήματος, όπερ θα μπορούσε να έχει την έννοια ότι ο καθού το αίτημα έχει υποχρέωση να προβεί σε ενέργειες οι οποίες ενδέχεται να συνεπάγονται έξοδα και, επομένως, να βαίνουν πέραν της απλής αναζήτησης και παράδοσης προϋπάρχοντων εγγράφων.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Mercantil no 7 de Barcelona (εμποροδικείο αριθ. 7 Βαρκελώνης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2014/104/ΕΕ, έχει την έννοια ότι η εκεί μνεία των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων τα οποία έχει υπό τον έλεγχό του ο εναγόμενος ή τρίτος καταλαμβάνει επίσης και τα έγγραφα τα οποία ο καθού το αίτημα κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων πρέπει να καταρτίσει ex novo, συγκεντρώνοντας ή ταξινομώντας πληροφορίες, στοιχεία ή δεδομένα που έχει υπό τον έλεγχό του, υπό την επιφύλαξη της αυστηρής τήρησης του άρθρου 5, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας, το οποίο επιβάλλει στα επιλαμβανόμενα εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση να περιορίζουν την κοινοποίηση σε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία είναι κρίσιμα, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και αναγκαία, λαμβανομένων υπόψη των θεμιτών συμφερόντων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του καθού το αίτημα κοινοποίησης.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA