Ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι το κατέχει στο όνομα και των λοιπών συγκυριών και κοινωνών και, επομένως, δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών κτητική ή αποσβεστική παραγραφή, προτού καταστήσει σ’ αυτούς γνωστή την απόφασή του να νέμεται στο εξής ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό, διότι, σε περίπτωση αντιποιήσεως της νομής από τον αντιπρόσωπο του νομέα, αυτή δεν απόλλυται για τον τελευταίο, εκτός αν εκδηλώσει την απόφασή του να νέμεται εφεξής το πράγμα αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό είτε ρητώς είτε με πράξεις που φανερώνουν τέτοια απόφασή του, λάβουν δε γνώση αυτής και οι άλλοι συγκύριοι. Τέτοια, όμως, γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση που οι συγκοινωνοί, ύστερα από άτυπη συμφωνία μεταξύ τους, παραχώρησαν τη νομή του κοινού ακινήτου σ’ έναν από τους συγκυρίους ή μετά από άτυπη δωρεά, διανομή ή πώληση μεταξύ των συγκυριών, εφόσον έκτοτε ο κάτοχος του κοινού σαφώς εκδηλώνει τη βούλησή του να νέμεται αυτό αποκλειστικοί για δικό του λογαριασμό, οι δε λοιποί που μετείχαν στη σχετική συμφωνία αποδέχθηκαν τη βούλησή του αυτή να το νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτό του.
Αριθμός Απόφασης 112/2014
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Ακριβή Ταμπακοπούλου, την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών Κορίνθου και από την Γραμματέα Ειρήνη Σιγάλα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Ιουνίου 2014 για να δικάσει την αγωγή μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ – ΚΑΛΟΥΣΩΝ 1) Β. συζύγου Ν.Π., το γένος Κ.Φ., κατοίκου Λυκοποριάς του Δήμου Ξυλοκάστρου-Ευρωστίνης Κορινθίας, 2) Π. συζύγου Ι.Β. το γένος Κ.Φ., κατοίκου Βάρης Αττικής, οδός .. αρ. και 3) Α.Φ. του Κ., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, οδός αρ. , πού παραστάθηκαν η 1η μετά και οι 2η και 3η δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Παρασκευά Μπέζα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ – ΚΑΘΏΝ Η ΚΛΗΣΗ 1) Σ.Μ. του Μ., κατοίκου Κυψέλης Αθηνών, οδός .. αρ. και 2) Ε.Μ. του Μ., κατοίκου Κυψέλης Αθηνών, οδός .. αρ. , που παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Αλεξάνδρου Μίντζια, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΟΙ ΕΝΑΓΟΥΣΕΣ – ΚΑΛΟΥΣΕΣ ΖΗΤΟΥΝ να γίνει δεκτή, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή, η από 12-12-2011 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 92/14-12-2011 και κατόπιν ματαίωσής της και επαναφοράς της με κλήση συζητήθηκε στη δικάσιμο της 20ης Σεπτεμβρίου 2013, οπότε ανέσταλη η εκδίκασή της με την υπ αριθ. 174/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, προκειμένου να προσκομισθεί από τις ενάγουσες πιστοποιητικό του αρμόδιου οικονομικού εφόρου περί δήλωσης φόρου κληρονομιάς, ήδη δε επαναφέρεται εκ νέου με την από 20.12.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: 289/30-12-2013 κλήση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί αρχικά στις 20-3-2014′ κατόπιν αναβολής στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, λαμβάνοντας αρ. πιν. 23.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν προφορικά στους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν εμπρόθεσμα και νομότυπα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται προς συζήτηση η από 12-12-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 92/14-12-2011 αγωγή, επί της οποίας, συζητηθείσας κατά τη δικάσιμο της 20ης Σεπτεμβρίου 2013, εκδόθηκε η υπ αριθ. 174/2013 απόφαση, αυτού του Δικαστηρίου, που διέταξε την αναστολή της εκδίκασης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθεί από τις ενάγουσες πιστοποιητικό του αρμόδιου οικονομικού εφόρου περί δήλωσης φόρου κληρονομιάς. Ήδη προσκομίζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 102 παρ. 5 περίπτωση α’ του Ν. 3842/2010, όπως ισχύει κατόπιν της κατάργησής του με το άρθρο 13 παρ. 1 Ν. 4223/2013 και σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ν. 4172/2013 «Νέος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, υπεύθυνες δηλώσεις των εναγουσών και ληξιαρχική πράξη θανάτου του αποβιώσαντος το έτος 1987 πατέρα τους, τον οποίο κληρονόμησαν εξ αδιαιρέτου κατά ποσοστό 1/3 έκαστη, βάσει των οποίων εγγράφων διαπιστώνεται η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή και είσπραξη φόρων σε υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι τις 31-12-1994, καθώς και ότι δεν συντρέχει περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης. Πρέπει επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω η κρινόμενη αγωγή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, αφού περί του παραδεκτού ορισμένου και νομίμου αυτής έχει ήδη κριθεί με την προαναφερόμενη 174/2013 μη οριστική απόφαση, αποτελούσας της παρούσας δίκης συνέχεια της προηγούμενης, κατ άρθρο 254 ΚΠολΔ.
Κατά μεν το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο, γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. ’σκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ’ αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των αμέσως πιο πάνω άρθρων προς εκείνη του άρθρου 1051 ΑΚ, με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας αποκτά την κυριότητα ακινήτου εκείνος, που έχει στη νομή του το ακίνητο για μια εικοσαετία (ανεξάρτητα από καλή πίστη και νόμιμο τίτλο), με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του ακινήτου με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις, επίσης, των άρθρων 976 και 983 ΑΚ, η νομή αποκτάται είτε με παράδοση αυτής στον αποκτώντα με τη βούληση τού έως τώρα νομέα ή και με μόνη τη μεταξύ τους συμφωνία για μεταβίβαση αυτής, εφόσον ο αποκτών είναι σε θέση να ασκεί την εξουσία πάνω στο πράγμα, είτε με κληρονομική διαδοχή. Από το συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 158, 361, 369 και 973 του ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι η συμφωνία περί μεταβίβασης της νομής ακινήτου, η οποία δεν είναι εμπράγματο δικαίωμα, αφού δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που περιοριστικά μνημονεύονται στο άρθρο 973 του πιο πάνω Κώδικα, δεν υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 369 ΑΚ ούτε και σε μεταγραφή, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 1033 και 1198 του ίδιου Κώδικα, αλλά αποτελεί αφηρημένη ή αναιτιώδη δικαιοπραξία, το κύρος της οποίας δεν επηρεάζεται από την ακυρότητα ή την ανυπαρξία της αιτίας, εκτός εάν, κατά τη βούληση των μερών, το κύρος της συμφωνίας περί μεταβίβασης της νομής εξαρτήθηκε από την αιτία που την υπαγόρευσε, το τελευταίο δε διατυπώθηκε απ’ αυτά ως αίρεση της δικαιοπραξίας. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 787, 974, 980, 981, 982, 983, 984, 994 AK, οι οποίες κατά τα άρθρα 1113 και 1884 ΑΚ εφαρμόζονται και στην κοινωνία μεταξύ των συγκυριών ή συγκληρονόμων επί του ιδίου πράγματος, σαφώς προκύπτει, ότι ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι το κατέχει στο όνομα και των λοιπών συγκυριών και κοινωνών και, επομένως, δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών κτητική ή αποσβεστική παραγραφή, προτού καταστήσει σ’ αυτούς γνωστή την απόφασή του να νέμεται στο εξής ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό, διότι, σε περίπτωση αντιποιήσεως της νομής από τον αντιπρόσωπο του νομέα, αυτή δεν απόλλυται για τον τελευταίο, εκτός αν εκδηλώσει την απόφασή του να νέμεται εφεξής το πράγμα αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό είτε ρητώς είτε με πράξεις που φανερώνουν τέτοια απόφασή του, λάβουν δε γνώση αυτής και οι άλλοι συγκύριοι. Τέτοια, όμως, γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση που οι συγκοινωνοί, ύστερα από άτυπη συμφωνία μεταξύ τους, παραχώρησαν τη νομή του κοινού ακινήτου σ’ έναν από τους συγκυρίους ή μετά από άτυπη δωρεά, διανομή ή πώληση μεταξύ των συγκυριών, εφόσον έκτοτε ο κάτοχος του κοινού σαφώς εκδηλώνει τη βούλησή του να νέμεται αυτό αποκλειστικοί για δικό του λογαριασμό, οι δε λοιποί που μετείχαν στη σχετική συμφωνία αποδέχθηκαν τη βούλησή του αυτή να το νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτό του (ΟλΑΠ 485/1982, ΑΠ 610/2012, ΑΠ 784/2012, ΑΠ 1421/2011 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης στο ακροατήριο, όπως περιέχονται στα ταυτάριθμα της 174/2013 απόφασης πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου της 20ης Σεπτεμβρίου 2013, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, καθώς και από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων από τις ενάγουσες φωτογραφιών, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με το υπ αριθ. 22095/2-3-1937 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου , νόμιμα μεταγεγραμμένο, ο Σ.Β. πώλησε στην Α.Φ. του Α., μετέπειτα νύφη του και σύζυγο του γιου του Γ.Β., το ήμισυ ανωγείου οικίας μετά του αντίστοιχου προαυλίου και προς το αρκτικό μέρος οριζοντίως προς την όμορη ιδιοκτησία Δ.Γ. και με την είσοδο κοινή για αγοράστρια και πωλητή, από ένα οικόπεδό που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλης Ξυλοκάστρου Κορινθίας, έχει έκταση 476,33 τμ και πρόσωπο στην Π.Ε.Ο Κορίνθου-Πατρών, εντός αυτού δε είναι κτισμένη αφενός η προαναφερθείσα διώροφη οικία εμβαδού 178,69 τμ, παρακείμενη ισόγειος αποθήκη εμβαδού 58,66 τμ και ακόμα μία αποθήκη εμβαδού 117,03 τμ, που χρησιμοποιούταν κατά το χρόνο κατάρτισης της ανωτέρω πώλησης ως χάνι. Στις 2-11-1974 η Α. σύζυγος Γ.Β. απεβίωσε αιφνιδίως, ούσα άτεκνη και χωρίς να αφήσει διαθήκη, την κληρονόμησαν δε κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου αφενός ο σύζυγός της Γ.Β. του Σ., αφετέρου ο εν ζωή αδερφός της Κ.Φ. του Α., χορηγηθέντος σχετικά και του υπ αριθ. 2004/1-11-1984 κληρονομητηρίου του Πρωτοδικείου Κορίνθου. Εντωμεταξύ, ο Γ.Β. είχε αποκτήσει το έτερο 1/2 εξ αδιαιρέτου του περιγραφόμενού οικοπέδου μετά της οικίας και των παραρτημάτων του, από κληρονομιά του αποβιώσαντος το έτος 1946 πατέρα του, Σ.Β., την κληρονομιά του οποίου αποδέχθηκε με την υπ αριθ. 2549/12-9-1959 πράξη αποδοχής του Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου .. Μετά τον θάνατο, της συζύγου του, ο Γ.Β. ήλθε σε δεύτερο γάμο με τη Σ.Κ. του Γ., συνέχισε δε να διαμένει μαζί της στο παραπάνω ακίνητο, που αποτελεί το επίδικο, νεμόμενος αυτό ως συζυγική στέγη, με την ίδια χρήση δηλαδή που είχε ανέκαθεν το ακίνητο και όσο ζούσε η πρώτη του σύζυγος Α.Φ. Στις 21-6-1987 απεβίωσε αδιάθετος ο Κ.Φ., αδερφός της πρώτης συζύγου Β. και πατέρας των εναγουσών, που τον κληρονόμησαν σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου καθεμία σε όλη την περιουσία του, η οποία αποτελούταν από το 1/4 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου, όπως αυτός το είχε κληρονομήσει από την προαποβιώσασα αδερφή του, χωρίς ωστόσο να προβούν σε δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς του συμβολαιογραφικά. Στις 8-10-1992 απεβίωσε ο Γ.Β. και με την υπ αριθ. 22019/9-12-1977 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του Συμβολαιογράφου ., που δημοσιεύθηκε με το υπ αριθ. 291/16-12-1992 πρακτικό του Πρωτοδικείου Κορίνθου, εγκατέστησε γενική κληρονόμο του σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του την δεύτερη σύζυγό του Σ.Β. το γένος Γ. Η τελευταία με την υπ αριθ. 10202/6-11-2002 πράξη αποδοχής κληρονομιάς εκ διαθήκης της Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου .. αποδέχθηκε όλο το επίδικο ακίνητο, ήτοι τόσο τα 3/4 εξ αδιαιρέτου του θανόντος συζύγου της όσο το 1/4 εξ αδιαιρέτου που ανήκε από κοινού στις ενάγουσες, συνέχισε δε να διαμένει εντός της οικίας και να τη νέμεται μέχρι το τέλος της ζωής της το έτος 2011. Κατά τον επισυμβάντα στις !2-3-2011 θάνατό της, η Σ.Β., επίσης άτεκνη, κατέλειπε την από 13-11-2010 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύθηκε με το υπ αριθ. 209/4-5-2011 πρακτικό του Πρωτοδικείου Κορίνθου και με την οποία εγκαθιστούσε μοναδικούς κληρονόμους στο ακίνητο τους εναγόμενους, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου τον καθένα, επειδή την φρόντιζαν μέχρι το τέλος της ζωής της. Οι εναγόμενοι, μικρανίψια της διαθέτη από την πλευρά της προαποβιώσασάς αδερφής της Ε.Κ.-Μ., αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά με την υπ αριθ. 16915/27-10-2011 πράξη αποδοχής της Συμβολαιογράφου Ξυλοκάστρου ., νόμιμα μεταγεγραμμένης, ενώ κατά τον ίδιο χρόνο προέβησαν και οι ενάγουσες σε αποδοχή κληρονομιάς του αποβιώσαντος το έτος 1987, όπως προαναφέθήκε, πατέρα τους Κ.Φ. με την υπ αριθ. 17493/19-10-2011 δήλωση αποδοχής του Συμβολαιογράφου Δερβενιού .., νόμιμα μεταγεγραμμένης.
Ωστόσο, από την προσκομιζόμενη από τους εναγόμενους από 25-10-1976 επιστολή του Γ.Β. προς τον Κ.Φ., της οποίας η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, συνάγεται ότι ο συντάκτης Γ.Β. αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου Α.Φ. επειδή ήταν μόνος στη ζωή και χωρίς κανέναν κοντινό άνθρωπο να τον φροντίζει. Εξομολογούμενος δε το παράπονό του στον κουνιάδο του Κ.Φ., του αποκαλύπτει ότι καθόσον δεν μπορεί να τον φροντίζουν ο ίδιος και οι κόρες του (ενάγουσες), έχει βρεθεί γυναίκα που δέχεται να τον παντρευτεί για να τον γηροκομήσει, υπό τον όρο όμως να της προσφέρει προς εξασφάλισή της ολόκληρο το σπίτι, ζητάει δε με την εν λόγω επιστολή ο Γ.Β. στον Κ.Φ. να παραιτηθεί από το δικαίωμά του επί του 1/4 εξ αδιαιρέτου της κυριότητας επί του επιδίκου, δεδομένου ότι αφενός είναι μικρό ποσοστό, αφετέρου δεν το χρησιμοποιεί, ενώ επίσης του αναφέρει ότι σε περίπτωση που γίνει ο γάμος, κουμπάρος θα είναι ο Ν.Π. από τη Λυκοποριά, σύζυγος της πρώτης των εναγουσών, που εγκρίνει ανεπιφύλακτα τη νέα νύφη. Καθότι εντέλει επακολούθησε ο γάμος του Γ.Β. με τη Σ.Κ., αποδεικνύεται ότι ο δικαιοπάροχος πατέρας των εναγουσών Κ.Φ., πράγματι δέχτηκε να παραιτηθεί από το δικαίωμά του και άτυπα συμφώνησε να παραχωρήσει τη νομή του κοινού ακινήτου στον συγκύριο, κατά τα 3/4 αυτού, Γ.Β. Έκτοτε, ο κάτοχος του κοινού Γ.Β., σαφώς εκδήλωσε τη βούλησή του να νέμεται το όλο ακίνητο αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι όλοι οι λογαριασμοί κοινής ωφέλειας εκδίδονταν στο όνομά του, εκμίσθωνε το ισόγειο του ακινήτου στην οικογένεια Χ. από το έτος 1981 και εφεξής εισπράττοντας πάντα στο όνομά του το ενοίκιο, προέβαινε στο όνομά του και για λογαριασμό του στις αναγκαίες εργασίες συντήρησης της οικίας και των παραρτημάτων της, καταβάλλοντας τις δαπάνες εξ ιδίων και χωρίς καμία συμμετοχή από την πλευρά των συγκυριών και συγκληρονόμων Φ. Με τον τρόπο αυτό, ήτοι με τη συνεχή και αδιατάρακτη νομή του επί του επιδίκου για λογαριασμό του αποκλειστικά και κατόπιν της παραίτησης του συγκοινωνού του από το δικαίωμα νομής του επ αυτού κατά το ποσοστό που του αντιστοιχούσε, ο Γ.Β. απέκτησε κυριότητα σε όλο το ακίνητο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού από το έτος 1976 μέχρι το 1992 που πέθανε έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της αξιούμενης εκ του νόμου εικοσαετίας στη νομή του ακινήτου. Εξάλλου, οι ενάγουσες ουδόλως κατάφεραν να αποδείξουν ότι προέβαιναν σε διακατοχικές πράξεις νομής επί του επίδικου, όπως ισχυρίζονται, αφού κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί συμβολής τους σε λειτουργικές δαπάνες του σπιτιού ή σε οποιοδήποτε έξοδο συντήρησης δεν προσκομίζουν, ούτε και λάμβαναν ποτέ ποσοστό από το ενοίκιο. Αντίστοιχα, ο μάρτυράς τους στο ακροατήριο έχει ιδία αντίληψη περί των οικογενειακών σχέσεων των εναγουσών και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του επιδίκου μέχρι το 1965, οπότε σταμάτησε να εργάζεται ως υπάλληλος στο κατάστημα που διατηρούσε ο Γ.Β., ενώ όσα κατέθεσε περί πράξεων νομής επί του επίδικου ακινήτου εκ μέρους των εναγουσών τα τελευταία τριάντα τουλάχιστον χρόνια, τα γνωρίζει εξ ακοής από τις ίδιες τις ενάγουσες, μη κρινομένων για τον λόγο αυτό ως πειστικών. Τέλος, η γνώση των εναγουσών περί της άτυπης παραχώρησης της νομής του επιδίκου εκ μέρους του πατέρα τους όσο αυτός ζούσε, αλλά και η αποδοχή της βούλησης του Γ.Β. να νέμεται το επίδικο μόνο για τον εαυτό του, συνάγεται μεταξύ άλλων, και από το γεγονός ότι ο σύζυγος της πρώτης ενάγουσας στεφάνωσε τον Γ. και τη Σ.Β., έχοντας προφανώς γνώση των προϋποθέσεων που είχε θέσει η τελευταία προκειμένου να προβεί στο γάμο αυτό, ενώ επίσης οι ενάγουσες γνώριζαν ότι η Σ.Β. είχε αποδεχθεί ήδη από το έτος 2002 ολόκληρο το επίδικο ακίνητο αλλά δεν έπραξαν τίποτα για να την αντικρούσουν τα χρόνια που ακολούθησαν κατά τα οποία εκείνη συνέχιζε να το νέμεται μόνη της ως καθολική διάδοχος του δικαιοπαρόχου συζύγου της. Οι ίδιες αποδέχθηκαν δε την κληρονομιά του πατέρα τους μόλις το έτος 2011, μετά τον θάνατο της Σ.Β. και τη δημοσίευση της διαθήκης της, το περιεχόμενο της οποίας ήταν απρόσμενο για τις ενάγουσες, καθότι προφανώς προσδοκούσαν να αφήσει σε εκείνες το ακίνητο η θανούσα, καθότι πέθανε άτεκνη και χωρίς κοντινούς συγγενείς και κληρονόμους πρώτης τάξης.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες κανένα δικαίωμα συγκυριότητας δεν έχουν επί του επίδικου ακινήτου, καθότι η δικαιοπάροχος των εναγόμενων Σ.Β. είχε αποκτήσει την κυριότητα ολόκληρου του επίδικου με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενη αυτό ανεπίλληπτα και αδιατάρακτα επί 35 ολόκληρα χρόνια, 19 χρόνια από τον θάνατο του συζύγου της το 1992 και μέχρι το έτος 2011 που απεβίωσε η ίδια, και ακόμα 16 χρόνια προσμετρούμενης στη δική της και της νομής του δικαιοπαρόχου συζύγου της, ο οποίος την εγκατέστησε μοναδική του κληρονόμο, έχοντας ήδη ο ίδιος ξεκινήσει να μετράει χρόνο αποκλειστικής για τον εαυτό του νομής επί του όλου του επιδίκου από το έτος 1976, κατόπιν της άτυπης συμφωνίας του συγκοινωνού του κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου πατέρα των εναγουσών να παραχωρήσει τη νομή στον Γ.Β. και να το χρησιμοποιεί ο τελευταίος αποκλειστικά για λογαριασμό του εφεξής, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, ορθώς δε οι εναγόμενοι αποδέχθηκαν ως κληρονομιαίο ολόκληρο το επίδικο ακίνητο.
Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη’ αγωγή ως αβάσιμη στην ουσία και να καταδικασθούν οι ενάγουσες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων, κατόπιν υποβολής νόμιμου αιτήματος εκ μέρους τους (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους.
Απορρίπτει την αγωγή.
Καταδικάζει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα, το ύψος των οποίων ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο Ξυλόκαστρο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 16-9-2014.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ