Η ΕΕ επιβεβαιώνει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομία θα επιτυγχάνει για τα επόμενα 37 χρόνια μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 2,6% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι σε βάθος 37 ετών η δημοσιονομική προσαρμογή θα είναι κατά 30 δισ. ευρώ σε τρέχουσες αξίες!
Στην παραγωγή υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, τουλάχιστον 2,5% θα κληθεί να επιστρέψει η ελληνική οικονομία από το 2024.
Την επιστροφή σε πλεονάσματα πιστοποιούν και οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Κομισιόν, όπου υπογραμμίζεται ότι τα μέτρα στήριξης για την ενεργειακή κρίση θα συνεχιστούν μέχρι το τέλος του 2023, χωρίς ωστόσο να εμποδίζουν τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια.
Στα αποκαλυπτήρια της πρότασης για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, οι οποίοι θα ισχύσουν από το 2024 καθίσταται σαφές ότι πρόκειται να ολοκληρωθεί η περίοδος δημοσιονομικής χαλάρωσης, αλλά αποτελεί μία από τις γκρίζες ζώνες ποιο θα είναι το ύψος των πλεονασμάτων που θα πρέπει να επιτυγχάνει ετησίως η χώρα.
Στο υπουργείο Οικονομικών εστιάζουν στα πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να καλύπτονται οι ετήσιες δαπάνες για τους τόκους των 5 δισ. ευρώ και να μην αποτελούν θηλιά για την οικονομία. Επισημαίνεται ότι η συμφωνία του 2018 για το χρέος προβλέπει 2,5% το 2024 και 2,2% κατά μέσο όρο ως το 2060, τα οποία μετά την πανδημία και την αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας έχουν μπει σε τροχιά αναθεώρησης.
Οι στόχοι
Στο μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022 -2025 που είχε κατατεθεί στην Βουλή τον Ιούνιο του 2021 περιγράφονται οι στόχοι για τα πλεονάσματα.
Η χώρα θα μπει σε γραμμή παραγωγής πλεονασμάτων από το έτος 2024, με τον πήχη να τοποθετείται από το 0,7% του ΑΕΠ το 2023 και να ανεβαίνει στη ζώνη του 2,8% του ΑΕΠ για το 2024 και στο 3,7% του ΑΕΠ για το 2025, ποσοστό που ξεπερνά ακόμα και τις δεσμεύσεις προς τους θεσμούς που προβλέπουν πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ.
Ακόμη και αν υπάρχει ισχυρή κλιμάκωση, η Ελλάδα θα πρέπει να τα πετυχαίνει καθώς υπάρχει η συμφωνία για νέα ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους το 2032, ώστε να αποφασιστεί αν χρειάζονται περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης, υπό την προϋπόθεση ότι επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Τι ζητά η Κομισιόν
Για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τη μείωση του ελληνικού χρέους πιέζει και η Κομισιόν στην έκθεση βιωσιμότητας του χρέους τον περασμένο Μάιο. Η ΕΕ επιβεβαιώνει τη βιωσιμότητά του υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομία θα επιτυγχάνει για τα επόμενα 37 χρόνια, μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 2,6% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι σε βάθος 37 ετών η δημοσιονομική προσαρμογή θα είναι κατά 30 δισ. ευρώ σε τρέχουσες αξίες!
Η Επιτροπή είχε αναθεωρήσει τις προηγούμενες προβλέψεις που είχαν συμφωνηθεί – υπό άλλες συνθήκες – μετά το τέλος του 3ου μνημονίου για πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ μέχρι και το 2060, ανεβάζει τον «πήχη» και θέτει ως βασική παραδοχή για την διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέος, την επίτευξη μέσου πλεονάσματος 2,6% του ΑΕΠ από το 2023 έως και το 2060.
Ρόλο κλειδί θα έχουν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που θα εισρέουν στην οικονομία μέχρι και το 2026 και θα συμβάλλουν σημαντικά στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας και άρα στην ταχύτερη αποκλιμάκωση του χρέους.
Ολο και ψηλότερα πλεονάσματα
Ωστόσο στην επιμέρους έκθεση για την βιωσιμότητα του χρέους, στο βασικό σενάριο της η Επιτροπή κάνει την παραδοχή ότι θα χρειάζονται όλο και υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, σημειώνοντας ότι η Ελλάς θα επιστρέψει από το 2023 σε πρωτογενές πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ το οποίο θα αυξάνεται συνεχώς μέχρι και το 2026.
Συγκεκριμένα, θα διπλασιαστεί στο 2,7% του ΑΕΠ το 2024 για να φτάσει στο 3,4% του ΑΕΠ το 2025 και το 3,7% του ΑΕΠ το 2026.
Ταυτοχρόνως, επισημαίνει ότι οι παραδοχές για τα πρωτογενή πλεονάσματα έχουν βάση το κλείσιμο του παραγωγικού κενού στην οικονομία λόγω της αυξήσεως των επενδύσεων, αλλά και σημαντικές εξοικονομήσεις στις δαπάνες για τη γήρανση του πληθυσμού και ειδικότερα τις δαπάνες για συντάξεις που επιτυγχάνονται τα επόμενα χρόνια, από ήδη υλοποιούμενες μεταρρυθμίσεις.