ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 16ο-ΕΝΟΧΙΚΟ
ΑΡΙΘΜΟΣ 424/2021
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αικατερίνη Ρέτσα, Πρόεδρο Εφετών, Χρήστο Παπακώστα, Εφέτη και Γεώργιο Ανδρέαδη, Εφέτη εισηγητή, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και τον Γραμματέα Μαρίνο Κλουβάτο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Ευτυχία Τελλή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: ι. της ανώνυμης εταιρίας κινητής τηλεφωνίας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στο …. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 2. …, πρώην διευθύνοντος συμβούλου της ως άνω εταιρίας, κατοίκου …. Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο Ευθυμία Πιλάτη.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 1.7.2007 και υπ’ αριθ. κατάθεσης δικογράφου …/…/2007 αγωγή του, που έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’ αριθ. 1921/2019 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο ενάγων και ήδη εκιςαλών, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους αναφερόμενους λόγους η από 26.9.2019 έφεσή του, με αριθμό κατάθεσης ένδικου μέσου …/…/27·9·2019 και δικογράφου …./27·9·2019> που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την προκείμενη δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή, η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο πινάκιο στη σειρά που ορίσθηκε και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1921/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 1.7.2007 και υπ’ αριθ. κατάθεσης δικογράφου …/…/2007 αγωγή του ενάγοντος-εκκαλούντος κατά των εναγομένων-εφεσίβλητων, ασκήθηκε νόμιμα (άρθρα 495 παρ·1 και 2, 499, 511, 513 παρ·1 περ.β, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ) από τον πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθέντα ενάγοντα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 518 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ και εισάγεται αρμόδια προς συζήτηση θ στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχει κατατεθεί το κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών, που έχει επισυναφθεί στην έφεση.
Με την από 1.7.2007 και υπ’ αριθ. κατάθεσης δικογράφου …/…/2007 αγωγή, ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι ήταν κάτοχος κινητού τηλεφώνου με σύνδεση από την την εναγομένη, από το καλοκαίρι του 2002 έως τις 18.5.2016. Ότι οι εναγόμενοι προσέβαλαν παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητά του, καθώς με τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις και παραλείψεις τους, που οφείλονται σε βαριά αμέλειά τους, δεν διαφύλαξαν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεών του, διότι, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 2004 έως τις 7·3·2005, είχε εγκατασταθεί και λειτουργούσε παράνομα στις εγκαταστάσεις της άγνωστο παρείσακτο λογισμικό, μέσω του οποίου είχε παγιδευθεί το ως άνω κινητό του τηλέφωνο και υποκλέπονταν οι τηλεφωνικές συνομιλίες του. Ότι οι εναγόμενοι από βαριά αμέλειά τους : α) δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας και παρέλειψαν να πραγματοποιήσουν τους απαραίτητους τεχνικούς ελέγχους προς αποτροπή εγκατάστασης και εντοπισμό του παράνομου λογισμικού, β) όταν εντόπισαν το παράνομο λογισμικό, το απομάκρυναν αυθαίρετα και παράνομα αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό τον εντοπισμό των δραστών, γ) δεν ενημέρωσαν άμεσα την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) σχετικά με τη διενέργεια των υποκλοπών, δ) ούτε ενημέρωσαν τον ενάγοντα ότι είχε παγιδευθεί το τηλέφωνό του και υποκλέπτονταν οι τηλεφωνικές συνομιλίες του, ε) παρανόμως ενημέρωσαν τρίτα πρόσωπα σχετικά με την παράνομη παγίδευση των κινητών τηλεφώνων και συγκεκριμένα τον Διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Πρωθυπουργού, στον οποίο παρέδωσαν λίστα με τα ονόματα των κατόχων των κινητών τηλεφώνων τα οποία είχαν παγιδευθεί, μεταξύ των οποίων και αυτό του ενάγοντος, στοιχεία τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα μέσω συνέντευξης τύπου που έδωσαν στις 2.2.2006 υπουργοί της τότε κυβέρνησης και στ) δεν τηρούσαν πλήρη αρχεία (back up των επίμαχων συστημάτων), ούτε διατήρησαν, μετά την ανακάλυψη των υποκλοπών, τα βιβλία καταγραφής των στοιχείων των επισκεπτών στο κέντρο στην Παιανία, με αποτέλεσμα τη δυσχέρανση του εντοπισμού των δραστών. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος από καταψηφιστικό σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, το ποσό των …. ευρώ, καθώς και ν’ αναγνωρισθεί ότι του οφείλουν ποσό …. ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τις προαναφερόμενες αδικοπραξίες, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά του έξοδα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθ. 3573/2012 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία διέταξε την αναβολή της συζήτησης έως την έκδοση απόφασης της ΑΔΑΕ, μετά από την ακύρωση της υπ’ αριθ. …/2007 απόφασης της ΑΔΑΕ, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3319/2010 απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ. Κατόπιν της έκδοσης της υπ’ αριθ. …/2013 απόφασης της ΑΔΑΕ επαναφέρθηκε προς συζήτηση η ως άνω αγωγή και εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία την έκανε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών με την έφεσή του και για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του.
Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν νομίμως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τόσο κατά την αρχική δικάσιμο της 1.3.2012, όσο και κατά τη μετ’ αναβολή συζήτηση της 24.5.2018 και περιέχονται στα υπ’ αριθ. …/2012 και …/2018 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθώς και των λοιπών εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η 1η εναγομένη είναι πάροχος τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και ο 2ος εναγόμενος ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπός της και αντιπρόεδρος του ΔΣ αυτής, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα Ιουνίου 2004 – 2008. Ο ενάγων, δυνάμει σχετικής σύμβασης που είχε συνάψει με την 1η εναγομένη, ήταν συνδρομητής του δικτύου της και χρησιμοποιούσε την υπ’ αριθ. … σύνδεση κινητής τηλεφωνίας από το καλοκαίρι του 2002 έως και τον Μάιο του 2006. Η εναγομένη εταιρία είχε προμηθευθεί από την εταιρία «… ΕΛΛΑΣ ΑΕ» λογισμικό έκδοσης R9.1, που εγκαταστάθηκε στο δίκτυό της και στο οποίο υπήρχε υποσύστημα νόμιμης συνακρόασης (RES). Κατά τρόπο μη αποδειχθέντα και εν αγνοία των εκπροσώπων της εναγομένης εταιρίας, είχε εισαχθεί και λειτουργούσε στο δίκτυό της άγνωστο παρείσακτο λογισμικό, το οποίο επέτρεπε την εκτέλεση εντολών του υποσυστήματος νόμιμης συνακρόασης ακόμη και αν το τελευταίο ήταν απενεργοποιημένο και μέσω του οποίου είχαν εισαχθεί 14 τηλέφωνα «καρτοκινητά σκιές» και 106 υπό παρακολούθηση κινητά τηλέφωνα συνδρομητών της εναγομένης, μεταξύ των οποίων και το προαναφερόμενο κινητό του ενάγοντος. Λόγω του παρείσακτου αυτού λογισμικού, στις 24.1.2005 και 31·1·2005 δημιουργήθηκε τεχνικό πρόβλημα στο δίκτυο της εναγομένης λόγω αδυναμίας αποστολής μηνυμάτων SMS συνδρομητών της εταιρίας «…», όταν αυτοί έκαναν περιαγωγή στο δίκτυο της εναγομένης, που εξυπηρετούνταν από το κέντρο μεταγωγής … (κέντρο Παιανίας) της τελευταίας. Ακολούθησε η τεχνική διερεύνηση του προβλήματος από την εταιρία «… ΕΛΛΑΣ ΑΕ», που είχε αναλάβει την τεχνική υποστήριξη του δικτύου της εναγομένης, η οποία ζήτησε την βοήθεια των τεχνικών της, αρχικά στην Ισπανία και ακολούθως στα κεντρικά καταστήματα της Σουηδίας. Οι τελευταίοι εντόπισαν ότι το πρόβλημα οφειλόταν στην ενσωμάτωση στο δίκτυο της εναγομένης ενός άγνωστου λογισμικού υποκλοπών με το οποίο παρακολουθούνταν τηλέφωνα χρηστών της και σχετικά ενημερώθηκε η τελευταία, καθώς και ο 2ος εναγόμενος, στις 4·3·2005· Στις 7.3.2005 αποφασίσθηκε να διακοπεί η λειτουργία του παράνομου λογισμικού, να διακρατηθούν τα σχετικά στοιχεία και εν συνεχεία να απευθυνθεί η εναγόμενη εταιρία στις αρχές. Έτσι, στις 8.3.2005 η εναγομένη, κατόπιν εντολής του νόμιμου εκπροσώπου της, 2ου εναγόμενου, ζήτησε από την … την αφαίρεση του παρείσακτου λογισμικού, η οποία έλαβε χώρα την ίδια ημέρα. Επίσης, στις 5·3·2005 και 8.3 2005 αντίστοιχα, η … παρέδωσε στην εναγομένη δύο λίστες με τους τηλεφωνικούς αριθμούς που παρακολουθούνταν από το παρείσακτο λογισμικό, οι οποίοι, κατόπιν δειγματοληπτικού ελέγχου που διενεργήθηκε από την εναγομένη, διαπιστώθηκε ότι ήταν πραγματικοί αριθμοί, που ανήκαν σε πραγματικούς συνδρομητές, τα στοιχεία των οποίων και ταυτοποιήθηκαν. Στις 10.3.2005, ο 2ος εναγόμενος ενημέρωσε σχετικά με τα παραπάνω το Γραφείο του Πρωθυπουργού, παραδίδοντας σε κλειστό φάκελο τη λίστα με τα κινητά τηλέφωνα, που είχε επεξεργαστεί, ενώ την επομένη, στις 11.3.2005, ενημέρωσε και τον Υπουργό Δικαιοσύνης και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στις 2.2.2006, η Κυβέρνηση προέβη στη δημοσιοποίηση του γεγονότος της υποκλοπής των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων με κοινή συνέντευξη τύπου που έδωσαν οι Υπουργοί Δημόσιας Τάξης, Δικαιοσύνης και Επικράτειας, οπότε και για πρώτη φορά ενημερώθηκε και ο ενάγων ότι ήταν μεταξύ αυτών των οποίων υποκλέπτονταν οι τηλεφωνικές συνομιλίες. Μάλιστα, στις 5·2·2006 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά και στον ημερήσιο τύπο κατάλογος με τα στοιχεία όσων τα κινητά τηλέφωνα παρακολουθούνταν και γνωστοποιήθηκαν οι αντίστοιχοι τηλεφωνικοί αριθμοί. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι δεν ενημέρωσαν για τα προαναφερόμενα γεγονότα την ΑΔΑΕ, όπως είχαν υποχρέωση εκ του νόμου, αλλά τρίτα αναρμόδια πρόσωπα και χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας (δικαστική παρέμβαση). Ο δε ισχυρισμός τους ότι η υποχρέωση τους εξαντλήθηκε με την ενημέρωση της Κυβέρνησης και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος, η διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας και ο διοικητικός έλεγχος που σχετίζεται με την παραβίαση αυτή είναι ανεξάρτητος του δικαστικού ελέγχου και αποτελεί αρμοδιότητα της ως άνω ανεξάρτητης και συνταγματικά κατοχυρωμένης διοικητικής αρχής, η οποία δεν υπόκειται στον ιεραρχικό έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας και καθίσταται ο αποκλειστικός νόμιμος αποδέκτης περιστατικών παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών. Κατά συνέπεια, την ως άνω Αρχή όφειλε να ενημερώσει άμεσα η εναγομένη, ως ελεγχόμενη από αυτήν πάροχος τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, ενημέρωση στην οποία, όμως, παρέλειψε να προβεί ο νόμιμος εκπρόσωπός της. Αντιθέτως, ο τελευταίος (2ος εναγόμενος) κατέφυγε στις προαναφερόμενες αναρμόδιες αρχές, ανακοινώνοντας σ’ αυτές απόρρητα προσωπικά δεδομένα των συνδρομητών της που παρακολουθούνταν και προέκυψαν μετά την επεξεργασία αυτών από την εναγομένη. Εν συνεχεία, τα προσωπικά στοιχεία του ενάγοντος περιελήφθησαν σ’ αυτά που διέρρευσαν και δημοσιεύθηκαν στον ημερήσιο τύπο. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι το συγκεκριμένο ζήτημα συνιστούσε θέμα εθνικής ασφάλειας, ώστε να επιβάλλεται μυστικότητα των ενεργειών του νόμιμου εκπροσώπου της εναγομένης. Σε κάθε περίπτωση, το προβλεπόμενο από το άρθρο 19 του Συντάγματος δικαίωμα του πολίτη στο απόρρητο των επικοινωνιών του είναι απολύτως απαραβίαστο και ως τέτοιο προστατευτέο από την εναγομένη χωρίς να μπορεί να καμφθεί από συστάσεις ή εντολές της εκτελεστικής εξουσίας, που, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι πράγματι έλαβαν χώρα. Επιπλέον, οι εναγόμενοι δεν ενημέρωσαν, ως όφειλαν, τους συνδρομητές τους των οποίων οι τηλεφωνικοί αριθμοί παρακολουθούνταν, μεταξύ των οποίων ήταν και ο ενάγων. Η σχετική υποχρέωση της εναγομένης εταιρίας υφίστατο, παρά την απομάκρυνση του παρείσακτου λογισμικού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 8 του ν. 2251/1994, δεδομένου ότι αυτή ως παρέχουσα τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες οφείλει να ενημερώνει τους συνδρομητές της για την ποιότητα και ασφάλεια των παρεχόμενων υπηρεσιών της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 8.3.2005, με εντολή του 2ου εναγομένου, ο οποίος είχε ήδη ενημερωθεί για τις παράνομες συνακροάσεις, απενεργοποιήθηκε και απομακρύνθηκε το παρείσακτο λογισμικό από το δίκτυό της, μολονότι τέτοια αφαίρεση και κατάσχεση μπορούσε να πραγματοποιήσει μόνο η ΑΔΑΕ κατά τη διερεύνηση του περιστατικού των υποκλοπών. Η ενέργεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή κρίσιμων τεχνικών στοιχείων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αποκάλυψη των δραστών των υποκλοπών. Με τον τρόπο αυτό ενεργώντας οι εναγόμενοι, παρεμπόδισαν το έργο της ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών), η δε ενέργειά τους αυτή δεν ήταν ούτε νόμιμη, ούτε επιβεβλημένη, όπως αβάσιμα υποστήριξαν οι εναγόμενοι, λαμβανομένου δε υπόψη και του ότι η απομάκρυνση του παρείσακτου λογισμικού δεν έγινε αμέσως μόλις πληροφορήθηκαν από την εταιρία «…» για τις υποκλοπές (4.3.2005), αλλά μετά από 4 ημέρες, στις 8.3.2005. Όλα τα ανωτέρω, που έγιναν δεκτά ως βάσιμα και από την εκκαλουμένη, δεν έχουν προσβληθεί από κανέναν από τους διαδίκους. Περαιτέρω, όμως, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι ευθύνονται για την εγκατάσταση και λειτουργία του ως άνω παράνομου λογισμικού στο δίκτυο της εναγομένης και την συνεπεία αυτών παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών του ενάγοντος και την παρακολούθηση των συνδιαλέξεών του. Η ευθύνη των εναγομένων προκύπτει με σαφήνεια από το περιεχόμενο της υπ’ αριθ. …/2013 απόφασης της ΑΔΑΕ η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη μετά από την έκδοση της υπ’ αριθ. 4309/2015 απόφασης της ΟλΣτΕ επί της ασκηθείσας αίτησης ακύρωσης της 1ης εναγομένης και ειδικά από την αναλυτική και εξονυχιστική διερεύνηση των θεμάτων υπό στοιχεία Ε (παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών μέσω της παράνομης εισαγωγής παρείσακτου λογισμικού, σελ. 76 έως 146), ΣΤ (παράλειψη διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών σε σχέση με το συμβάν της ύπαρξης των συναγερμών στα ψηφιακά κέντρα MEAKF και MEAKS την 10.8.2004, σελ. 146-158) και Ζ (έλλειψη επαρκών μέτρων ασφαλείας για τη διασφάλιση του απορρήτου της …, σελ. 158-166). Ειδικότερα, το παράνομο λογισμικό παρέμεινε στα ψηφιακά κέντρα της εναγομένης για μεγάλο χρονικό διάστημα, από τις αρχές Αυγούστου 2004 έως τις αρχές Μαρτίου 2005, ήτοι για η ολόκληρους μήνες, ενώ για τη δημιουργία του απαιτείτο ευρεία και σε βάθος γνώση του συστήματος, του τρόπου λειτουργίας του ψηφιακού κέντρου της εταιρίας … (συνεργάτη και προστηθέντος της εναγομένης), καθώς και του υποσυστήματος νόμιμης συνακρόασης (RES). Η εναγομένη εταιρία ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη του συστήματος νόμιμης συνακρόασης, που ήταν προεγκατεστημένο σε απενεργοποιημένη μορφή στην έκδοση λογισμικού R.9.1. και το οποίο (σύστημα νόμιμης συνακρόασης) ενεργοποιήθηκε από το παρείσακτο λογισμικό. Ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται βάσιμος, καθόσον δύο άλλες εταιρίες, η… και η …, που χρησιμοποιούσαν το ίδιο λογισμικό, γνώριζαν την ύπαρξή του, αφετέρου διότι στα τεχνικά έγγραφα που συνοδεύουν το λογισμικό που παρέλαβε η εναγομένη από την … γινόταν αναφορά και στο λογισμικό νόμιμης συνακρόασης. Επομένως, όφειλε να λάβει γνώση του περιεχομένου των εν λόγω τεχνικών εγγράφων, που παρέλαβε κατά το χρόνο εγκατάστασης του λογισμικού, να παρακολουθεί και να ελέγχει το ενδεχόμενο ενεργοποίησής του και είτε να λάβει επαρκή μέτρα ασφαλείας, που δεν θα επέτρεπαν την ενεργοποίησή του χωρίς τη δική της εντολή, είτε ακόμη και να προβεί στην απομάκρυνσή του από τη συγκεκριμένη έκδοση λογισμικού που είχε εγκαταστήσει στο δίκτυό της (σελ. 158-161 της υπ’ αριθ. …/2013 απόφασης της ΑΔΑΕ). Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι αγνοούσε την ύπαρξη του συστήματος νόμιμης συνακρόασης, κατά το χρόνο εγκατάστασης αυτού από την …, υπάρχει αμέλεια της εναγομένης, «που όφειλε, καθόσον διέθετε προσωπικό με γνώσεις τεχνολογίας ανάλογες του προσωπικού της …, να ελέγχει κάθε φορά το νέο ή αναβαθμισμένο υποσύστημα το οποίο εγκαθίστατο στο δίκτυό της, την καλή λειτουργία του και τη λειτουργία του σε συνδυασμό με το ήδη υπάρχον λογισμικό, εφαρμόζοντας τις διαδικασίες πιστοποίησης της ορθής λειτουργίας του λογισμικού, ωστόσο αμελούσε το έλεγχο των στοιχείων αυτών, πιστεύοντας ότι δεν υπήρχε λόγος» (σελ. 187-188 της ως άνω απόφασης της ΑΔΑΕ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 10.8.2004 έλαβαν χώρα τέσσερις διαδοχικοί συναγερμοί, δύο στο κέντρο MEAKF και δύο στο κέντρο MEAKS και λαμβανομένου υπόψη του ότι τη συγκεκριμένη περίοδο δεν επιτρεπόταν καμία αλλαγή στο δίκτυο της της εναγομένης, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων, η ΑΔΑΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω συναγερμοί είχαν σχέση με τις ενέργειες εισαγωγής του παρείσακτου λογισμικού στο δίκτυο της εναγομένης (σελ. 146-149 της ιδίας ως άνω απόφασης). Επομένως, η παράλειψη της τελευταίας να διερευνήσει αποτελεσματικά τους ανωτέρω συναγερμούς, ιδίως κατά την περίοδο λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οπότε το δίκτυο ήταν «παγωμένο», συνιστά παράλειψή της ως προς τη διασφάλιση του απορρήτου σε σχέση με τα συμβάντα των συναγερμών της 10.8.2004. Αν είχε προβεί άμεσα στην εξονυχιστική διερεύνηση των συναγερμών αυτών, έστω ζητώντας και τη συνδρομή της …, θα είχε ανακαλύψει την εγκατάσταση του παρείσακτου λογισμικού και εμποδίσει την ενεργοποίηση του συστήματος νόμιμης συνακρόασης, πριν λάβει χώρα οποιαδήποτε υποκλοπή τηλεφωνικής συνδιάλεξης. Ως προς τους πιθανούς τροπους εισαγωγής του παρείσακτου λογισμικού, τρεις ήταν οι πιθανοί τρόποι: α) με τοπική επικοινωνία- σύνδεση στο ψηφιακό κέντρο, β) με απομακρυσμένη πρόσβαση μέσω της πλατφόρμας διαχείρισης OSS, γ) με απομακρυσμένη πρόσβαση μέσω της πλατφόρμας διαχείρισης NICS (σελ. … απόφασης της ΑΔΑΕ). Η εναγομένη εταιρία, κατά την ακρόασή της ενώπιον της ΑΔΑΕ, επικαλέσθηκε τους ακόλουθους τρόπους εισαγωγής: α) άμεση, φυσική πρόσβαση στα ψηφιακά κέντρα MSC (εκδοχή Πι), β) εξ αποστάσεως φυσική πρόσβαση στα ψηφιακά κέντρα MSC (εκδοχή Π2), γ) εξ αποστάσεως λογική πρόσβαση από εσωτερική θέση του εταιρικού δικτύου της (εκδοχή Π3), δ) εξ αποστάσεως λογική πρόσβαση μέσω του εταιρικού δικτύου της εναγομένης από εξωτερική θέση (εκδοχή ΙΤ4), ε) εξ αποστάσεως λογική πρόσβαση από εσωτερική θέση του εταιρικού δικτύου της … (εκδοχή Π5) και στ) εξ αποστάσεως λογική πρόσβαση μέσω του εταιρικού δικτύου της … από εξωτερική θέση (εκδοχή Π6). Η ΑΔΑΕ, για καθέναν από τους ως άνω πιθανούς τρόπους εισαγωγής του παρείσακτου λογισμικού διαπίστωσε την ύπαρξη ευθύνης (αμέλειας) της εναγομένης και ειδικότερα: α) για την εκδοχή Πι, η εναγομένη ευθύνεται για την αποτελεσματικότατα των διαδικασιών ελέγχων που τηρεί, την εμπιστοσύνη που επιδεικνύει στα πρόσωπα που εισέρχονται στα κέντρα αυτά, δεδομένου ότι αυτά ενεργούν υπό την επιτήρηση και επίβλεψή της, καθώς και για την απόδειξη της ταυτότητας των εισερχομένων στα κέντρα προσώπων, β) για την εκδοχή Π2, καθώς μόνο με άδεια και εντολή του αρμόδιου τμήματος λειτουργίας ή τεχνολογίας της εναγομένης υλοποιείται η συγκεκριμένη σύνδεση, γ) για την εκδοχή Π3, η εναγομένη φέρει την ευθύνη της συγκεκριμένης πρόσβασης, καθώς διενεργείται όχι μονο μέσα από το εταιρικό της δίκτυο αλλά και από τις δικές της εγκαταστάσεις, δ) για την εκδοχή Π4, διότι σε ένα «κλειστό σύστημα», όπως αυτό της …, που έχει παραμετροποιηθεί για την εναγομένη, την πλήρη γνώση των αλλαγών την έχουν πρωτίστως οι ίδιες εταιρίες και οι υπάλληλοι αυτών ή οι συμβαλλόμενοι τους, καθώς απαιτείται γνώση των συνεχών αλλαγών στο δίκτυο της εναγομένης, προκειμένου το παρείσακτο λογισμικό να αναβαθμίζεται αντίστοιχα, με αποτέλεσμα ο κακόβουλος χρήστης να χρειάζεται να διενεργεί όχι μία αλλά πολλαπλές προσβάσεις στο σύστημα για να προσαρμόζει κατάλληλα το παρείσακτο λογισμικό στις αλλαγές αυτές, ε) για την εκδοχή Π5, η υποστήριξη της …, που είναι προστηθείς της εναγομένης, γίνεται είτε με φυσική παρουσία, είτε με απομακρυσμένη πρόσβαση κατόπιν αιτήματος της εναγομένης, στο οποίο ανταποκρίνεται η πρώτη ζητώντας να γίνει αποδκετή η πρόσβασή της από την εναγομένη στο εταιρικό της δίκτυο. Κατά συνέπεια, η εναγόμενη συναινεί στην πρόσβαση του προστηθέντος της στο εταιρικό της δίκτυο και έχει την ευθύνη της εν λόγω σύνδεσης και στ) για την εκδοχή Π6, η πρόσβαση προϋποθέτει ότι τρίτος εισήχθη στο εταιρικό δίκτυο της … και εν συνεχεία χρησιμοποίησε την πρόσβαση του δικτύου της στο δίκτυο της εναγομένης για να εισέλθει στα ψηφιακά κέντρα MSC της τελευταίας, οπότε υφίσταται η ίδια ευθύνη της εναγομένης που υπάρχει και σχετικά με την πρόσβαση Π3. Επομένως, εφόσον διαπιστώθηκε η παράνομη ύπαρξη του παρείσακτου λογισμικού στα ψηφιακά κέντρα της εναγομένης και ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο μπορεί να έγινε η εγκατάστασή του στο δίκτυο της εναγομένης, είτε με εξωτερική πρόσβαση, είτε με εσωτερική, η τελευταία, η οποία υποχρεούται να διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών, ευθύνεται για την παράλειψη λήψης των κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων για την αποφυγή οποιασδήποτε περίπτωσης παραβίασης του απορρήτου αυτού που μπορούσε να λάβει χώρα (βλ. σελ… της υπ’ αριθ· …/2013 απόφασης της ΑΔΑΕ και σελ. 38-41 της υπ’ αριθ. 4309/2Ο15 απόφασης της 1234θλΣτΕ). Η εναγομένη αρνήθηκε την ως άνω ευθύνη της επικαλούμενη hacking στο δίκτυο της, δηλαδή παρέμβαση από τρίτο μη εξουσιοδοτημένο για πρόσβαση στο εταιρικό της δίκτυο από θέση εξωτερική του δικτύου της, πλην όμως και ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε ως αβάσιμος με την προαναφερόμενη απόφαση της ΑΔΑΕ. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση το hacking προϋποθέτει εκμετάλλευση της τρωτότητας των συστημάτων ενός δικτύου, τρωτότητα που αποτελεί ευθύνη της εναγομένης. Μάλιστα, η εκδοχή του hacking αποκλείστηκε και από τον Εφέτη Ανακριτή, που διενήργησε ανάκριση για την υπόθεση των υποκλοπών, ο οποίος στο σχετικό πόρισμά του αναφέρει ως πιθανότερο τρόπο την εγκατάσταση του παρείσακτου λογισμικού «μέσω τηλεχειρισμού με άδεια πρόσβασης την οποία είναι δυνατόν να έδωσε από μέσα μη εντοπισθείς μηχανικός της …», δηλαδή με τηλεχειρισμό μέσω του συστήματος OSS και όχι εκτός αυτού. Για όλες τις προαναφερόμενες παραβάσεις της εναγομένης επιβλήθηκε σε βάρος της από την ΑΔΑΕ συνολικό χρηματικό πρόστιμο ύψους 50.600.000 ευρώ και ειδικά για τις υπ’ αριθ. Ε, ΣΤ και Ζ παραβάσεις, που αφορούν την παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών, επιβλήθηκε σε βάρος της χρηματικό πρόστιμο ύψους 43·100·000 ευρώ (πρόστιμο 400.000 ευρώ για καθέναν από τους παρακολουθούμενους τηλεφωνικούς αριθμούς). Την εν λόγω ευθύνη της εναγομένης ως προς την παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών δέχθηκε και η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), η οποία με την υπ’ αριθ. …. απόφασή της επέβαλε συνολικό πρόστιμο ύψους 19.100.000 ευρώ (κατά της ως άνω απόφασης ασκήθηκε προσφυγή από την εναγομένη, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 1237/2011 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών). Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι εναγόμενοι ευθύνονται και για την παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του ενάγοντος στο απόρρητο των τηλεφωνικών του επικοινωνιών και την παράνομη παρακολούθηση αυτών, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα αντίθετα ως προς το σημείο αυτό έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένων δεκτών ως ουσιαστικά βάσιμων των τριών πρώτων λόγων της έφεσης. Περαιτέρω, με τις προπεριγραφόμενες ενέργειες και παραλείψεις των εναγομένων και των προστηθέντων τους υπαλλήλων, οι εναγόμενοι ζημίωσαν παράνομα και υπαίτια τον ενάγοντα. Ο τελευταίος υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του με την παραβίαση του απορρήτου και την παρακολούθηση των τηλεφωνικών του συνδιαλέξεων, είτε αυτές είχαν οικογενειακό, είτε κοινωνικό, είτε επαγγελματικό χαρακτήρα, δεν ενημερώθηκε ποτέ για τις σε βάρος του υποκλοπές, στερήθηκε της δυνατότητας διερεύνησης και αποκάλυψης των δραστών των υποκλοπών, καθώς και του λόγου που αποτέλεσε το κινητό του τηλέφωνο αντικείμενο παρακολούθησης, ενώ επιπλέον δημοσιοποιήθηκαν τα προσωπικά του στοιχεία, χωρίς τη συναίνεσή του, από κυβερνητικά στελέχη, με αποτέλεσμα να συσχετισθεί το όνομά του με το θέμα των υποκλοπών. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι η εν λόγω δημοσιοποίηση των στοιχείων του προκάλεσε την επαγγελματική δυσφήμισή του (ο ενάγων ασχολούνταν με ελαιοχρωματισμούς περιπτέρων, τόσο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, όσο και σε εκθέσεις στην Αθήνα) και την μείωση του κύκλου εργασιών του. Η παραπάνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων προκάλεσε ηθική βλάβη στον ενάγοντα για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Το ύψος αυτής πρέπει να ορισθεί στο ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000 €), το οποίο το Δικαστήριο κρίνει εύλογο και δίκαιο, σταθμίζοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, το είδος και τη σοβαρότητα της προσβολής, το χρονικό διάστημα που διήρκησε η προσβολή της προσωπικότητάς του ενάγοντος, την επαγγελματική ιδιότητα του ενάγοντος, το βαθμό του πταίσματος των εναγομένων, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε στον ενάγοντα για την ανωτέρω αιτία το ποσό των …. ευρώ έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και, επομένως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο σχετικός 4ος λόγος της έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμος. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η υπό κρίση έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο και να δικαστεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 παρ·1 ΚΠολΔ). Ακολούθως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε βάρος των εναγομένων, λόγω της ήττας τους (άρθρο 176 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου στον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 1921/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία).
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει επί της ουσίας την από 1.7.2007 και υπ’ αριθ. κατάθεσης δικογράφου …/…/2007 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον, στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000 €).
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε δύο χιλιάδες τετρακόσια ευρώ (2.400 €).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στον εκκαλούντα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στις 10.12.2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδκοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις ….
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ