ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
ΑΡΙΘΜΟΣ 167/2022
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευανθία Γιασματζή (ΑΜ .. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Του εφεσίβλητου – εναγόμενου: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Καλαντζάκο (ΑΜ … Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 04.05.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2018 και ειδικό …./2018 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1443/2019 απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή. Ο εκκαλών – ενάγων προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 18.06.2019 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../20.06.2019 και ειδικό …./20.06.2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./20.06.2019 και ειδικό …./20.06.2019, για τη δικάσιμο της 02.04.2020 και γράφτηκε στο πινάκιο, πλην, όμως, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, η δε υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 77/2020 πράξης του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Εφέτη Ιωάννη Αποστολόπουλου, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο της 18.03.2021. Κατά τη δικάσιμο της 18.03.2021, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320 (ΦΕΚ Β’ 996/16.03.2021). Ήδη, η υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 96/2021 πράξης της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως επανεισάγεται, οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 18.06.2019 έφεση, μετά τη ματαίωση της συζήτησής της, κατά τη δικάσιμο της 18.03.2021, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, στα πλαίσια της πανδημίας COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 16320 (ΦΕΚ Β’ 996/16.03.2021) και του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 96/2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021 «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και οποιασδήποτε διαδικασίας ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, νέα ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο στη συντομότερη διαθέσιμη δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου. Στις υποθέσεις με διάδικο το Ελληνικό Δημόσιο, ο γραμματέας του δικαστηρίου γνωστοποιεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους τη νέα δικάσιμο με το οικείο πινάκιο ή έκθεμα. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 (ΦΕΚ Α’ 54/09.04.2021) «Ερμηνευτική διάταξη για την επανέναρξη των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών»,”Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.03.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00» (Β’ 1194), ήτοι η 6η.4.2021″.
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1443/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 04.05.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2018 και ειδικό ……./2018 αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 18.06.2019 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 20.06.2019, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../20.06.2019 και ειδικό …/20.06.2019 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 19.04.2019. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Ο ενάγων στην από 04.05.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2018 και ειδικό ……/2018 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι δυνάμει του από 18.09.1995 ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης αφανούς εταιρείας, ιδρύθηκε αφανής εταιρεία μεταξύ αυτού, ως αφανούς εταίρου, και του εναγόμενου, ως εμφανούς εταίρου, με ποσοστό συμμετοχής στα κέρδη και στις ζημίες της εταιρείας 40% για τον ίδιο και 60% για τον εναγόμενο, και με αντικείμενο την εμπορία ηλεκτρολογικού υλικού αυτοκινήτων, σκαφών αναψυχής και συναφών ειδών και τις επισκευές αυτών των μηχανημάτων, ότι η εταιρεία είχε πενταετή διάρκεια, λήγουσα την 18.09.2000, η οποία συμφωνήθηκε ότι θα παρατείνεται αυτοδικαίως για άλλα πέντε χρόνια, εάν δύο μήνες πριν τη λήξη της πενταετίας δεν καταγγείλει εγγράφως την εταιρεία κάποιος από τους εταίρους, ότι το κεφάλαιο της εταιρείας ορίσθηκε στο ποσό των 15.000.000 δραχμών ή 44.020,55 ευρώ και ο ίδιος κατά τη σύστασή της εισέφερε στο ταμείο της εταιρείας σε μετρητά το ποσό των 6.000.000 δραχμών ή 17.608.22 ευρώ, ότι αυτός, ως αφανής εταίρος, συμφωνήθηκε να εμφανίζεται ως μισθωτός της ατομικής επιχείρησης του εναγόμενου εμφανούς εταίρου, ενώ συμφωνήθηκε να μη λαμβάνει μισθό, αλλά να συμμετέχει στα κέρδη ανάλογα με την μερίδα συμμετοχής του στην εταιρεία, ότι σε περίπτωση λύσης της αφανούς εταιρείας, συμφωνήθηκε να ακολουθεί η εκκαθάριση αυτής από τον εμφανή εταίρο – εκκαθαριστή, η οποία θα συνίσταται στην άμεση διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης, στην πλήρη απογραφή των πάσης φύσης στοιχείων του ενεργητικού και στη συγκέντρωση και καταγραφή των πάσης φύσης υποχρεώσεων, στη ρευστοποίηση του ενεργητικού κατά τρόπο που να συμφωνεί και ο αφανής εταίρος, στην πληρωμή των πάσης φύσης υποχρεώσεων και στη διανομή του απομένοντος υπολοίπου στους εταίρους κατά το λόγο της συμμετοχής τους στην εταιρεία, ότι το έτος 1997, οπότε και μεταφέρθηκε η έδρα της εταιρείας σε κατάστημα κυριότητας του εναγόμενου στον Πειραιά επί της οδού ………….., ο ίδιος κατέβαλε το ποσοστό συμμετοχής του στις δαπάνες που απαιτήθηκαν για τον εξοπλισμό του νέου καταστήματος, ανερχόμενο στο ποσό των 8.000,00 ευρώ, έκτοτε δε κατέβαλε μηνιαίως στον εναγόμενο το ποσό των 300,00 ευρώ ως μίσθωμα που αναλογούσε στο ποσοστό της συμμετοχής του στην εταιρεία, ότι από τη σύσταση της εταιρείας το έτος 1995 και καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, αυτός παρείχε καθημερινά την εργασία του από τις 7.00 π.μ. μέχρι τις 19.00 μ.μ. και λάμβανε σταθερό, κατά κύριο λόγο, εβδομαδιαίο εισόδημα, το ύψος του οποίου διαμορφωνόταν με βάση τις εκάστοτε εισπράξεις της επιχείρησης, ενώ το μεγαλύτερο μέρος από τις εισπράξεις αυτής, αφαιρουμένων των υποχρεώσεών της, που εξοφλούνταν από τους εταίρους κατά το λόγο της συμμετοχής τους στην εταιρεία, παρέμενε στο ταμείο της εταιρείας, και δη στον τραπεζικό λογαριασμό του εναγόμενου εμφανούς εταίρου, ότι ο εναγόμενος, κατά παράβαση της απορρέουσας από το άρθρο 9 του από 18.09.1995 ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης αφανούς εταιρείας υποχρέωσής του να του παρέχει αναλυτική γραπτή ενημέρωση σχετικά με τους λογαριασμούς της εταιρείας, περιοριζόταν σε συνοπτική προφορική ενημέρωσή του, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζει τα ποσά που λάμβανε ο εναγόμενος από την εταιρεία, ότι, αίφνης, μετά από είκοσι δύο έτη απρόσκοπτης συνεργασίας, ο εναγόμενος του επέδωσε την από 26.07.2017 εξώδικη δήλωση – καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με την οποία, αφού ισχυρίσθηκε ψευδώς ότι ο ίδιος προσελήφθη στην ατομική του επιχείρηση με την ιδιότητα του υπάλληλου– πωλητή, κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας και τον εξεδίωξε από την επιχείρηση, απαγορεύοντας την οποιαδήποτε πρόσβασή του σε αυτή, ότι, κατ’ αυτό τον τρόπο, ο εναγόμενος κατήγγειλε άκαιρα και χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου τη συσταθείσα μεταξύ τους αφανή εταιρεία, επιπλέον δε παραβίασε την υποχρέωση πίστης και αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των εταίρων, αλλά και την υποχρέωση διαφύλαξης των εταιρικών συμφερόντων και αποχής από πράξεις ανταγωνισμού, αφού μετέφερε όλα τα εμπορεύματα και τον εξοπλισμό της αφανούς εταιρείας στην ατομική επιχείρηση με το ίδιο ακριβώς αντικείμενο δραστηριότητας, την οποία ίδρυσε ο εναγόμενος στο κείμενο στον Πειραιά επί της οδού Δ. κατάστημα ιδιοκτησίας του, ότι ακολούθως άσκησε εναντίον του εναγόμενου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,την από 23.08.2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2017 αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του επιδείξει τα οικονομικά στοιχεία της αφανούς εταιρείας,που εκδικάσθηκε στη δικάσιμο της 26.09.2017, κατά την οποία ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε ψευδώς, εν γνώσει της αναλήθειας των ισχυρισμών του, ότι ο ίδιος προσελήφθη στην ατομική του επιχείρηση με την ιδιότητα του υπάλληλου– πωλητή, αρνούμενος την ύπαρξη της συσταθείσας μεταξύ τους αφανούς εταιρείας, παραβαίνοντας, εκτός των άλλων, και την απορρέουσα από τη διάταξη του άρθρου 116 του ΚΠολΔ υποχρέωση τήρησης του καθήκοντος αληθείας εκ μέρους των διαδίκων, ταυτόχρονα δε προκάλεσε με πρόθεση την απόφαση στο μάρτυρα ……………., που κατέθεσε ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου, να καταθέσει ενόρκως τα ανωτέρω αναφερόμενα ψευδή γεγονότα, εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, ότι με την υπ’ αριθ. 246/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έγινε δεκτή η ανωτέρω αίτησή του και χορηγήθηκαν σε αυτόν αντίγραφα της συγκεντρωτικής κατάστασης εσόδων – εξόδων της επιχείρησης των ετών 2012 έως 27.07.2017, των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. της επιχείρησης των ετών 2012 έως 27.07.2017, των φορολογικών εντύπων Ε3 της επιχείρησης των ετών 2012 έως 2016 και της τελευταίας απογραφής των εμπορευμάτων της επιχείρησης του έτους 2016, ότι σύμφωνα μετην τελευταία απογραφή των εμπορευμάτων της επιχείρησης την 31.12.2016, η συνολική αξία των εμπορευμάτων αυτής σε τιμές κτήσης ανερχόταν στο ποσό των 238.541,71 ευρώ, ενώ η καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία των εμπορευμάτων, ήτοι η τιμή πώλησης αυτών λαμβανομένου υπόψη του συντελεστή κέρδους, ανερχόταν στο ποσό των 316.467,36 ευρώ, κατά τους εκτιθέμενους στην αγωγή υπολογισμούς, ότι με την από 11.04.2018 εξώδικη δήλωσή του, κάλεσε τον εναγόμενο εμφανή εταίρο να προβεί σε εκκαθάριση της καταγγελθείσας μεταξύ τους αφανούς εταιρείας, και ειδικότερα να ενεργήσει πλήρη απογραφή των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού τηςεταιρείας, κατά το χρόνο της καταγγελίας αυτής την 27.07.2017 και ακολούθως να του αποδώσει την αξία της εταιρικής του μερίδας, κατά το λόγο συμμετοχής του στην εταιρεία, ο δε εναγόμενος, με την από 16.04.2018 εξώδικη δήλωσή του, αρνήθηκε την ύπαρξη της συσταθείσας μεταξύ τους αφανούς εταιρείας και ισχυρίσθηκε ότι αυτός εργαζόταν στην επιχείρησή του ως υπάλληλος, με καθεστώς εξαρτημένης εργασίας, ότι ο εναγόμενος προσέβαλε την προσωπικότητά του διαδίδοντας ψευδείς και συκοφαντικές φήμες, και συγκεκριμένα ότι ο ίδιος δεν ήταν καλός και επαρκής υπάλληλος και ότι για τον λόγο αυτό αναγκάσθηκε να τον απολύσει, ότι ο εναγόμενος τέλεσε σε βάρος του το αδίκημα της υπεξαίρεσης, αφού αφενός μετέφερε όλα τα εμπορεύματα και τον εξοπλισμό της συσταθείσας μεταξύ τους αφανούς εταιρείας στην ανωτέρω ατομική του επιχείρηση με το ίδιο ακριβώς αντικείμενο δραστηριότητας, αφετέρου αρνήθηκε να του αποδώσει την αναλογία του στα κέρδη της αφανούς εταιρείας, κατά το λόγο συμμετοχής του σε αυτή, ότι η προαναφερόμενη συμπεριφορά του εναγόμενου,που αντίκειται στα χρηστά συναλλακτικά ήθη,συνιστά αδικοπραξία, εξαιτίας της οποίας υπέστη ηθική βλάβη, αφού προκλήθηκε σ’ αυτόν μεγάλη στεναχώρια και βλάβη της υγείας του. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, όπως παραδεκτώς, κατ’ άρθρα 223, 294, 295 παρ. 1 και 297 του ΚΠολΔ, μέσω των νομοτύπως κατατεθεισών προτάσεών του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, περιορίσθηκε το αγωγικό αίτημα από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται ο εναγόμενος να του καταβάλει:(α) την αξία της εταιρικής του συμμετοχής στη συσταθείσα μεταξύ τους αφανή εταιρεία, ήτοι το ποσό των126.586,94ευρώ (40% X 316.467,36 ευρώ), που αντιστοιχεί στην ως άνω ρευστοποιήσιμη αξία των εμπορευμάτων της αφανούς εταιρείας κατά την απογραφή της 31.12.2016, κατά το λόγο συμμετοχής του σε αυτή, όπως το αίτημα αυτό εκτιμήθηκε προσηκόντως από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δοθέντος ότι ο ενάγων ουδόλως προσδιόρισε κατ’ άλλο τρόπο και κατά διάφορο ποσό την αξία της εταιρικής του συμμετοχής στην αφανή εταιρεία, με αποτέλεσμα αυτή να αντιστοιχεί στην ανωτέρω ρευστοποιήσιμη αξία των εμπορευμάτων της αφανούς εταιρείας, κατά το λόγο συμμετοχής του ενάγοντος σε αυτή, (β)το ως άνω ποσό των 8.000,00 ευρώ,που δαπάνησε ο ίδιος κατά τη μεταφορά της έδρας της αφανούς εταιρείας, (γ) το ως άνω ποσό των 17.608.22 ευρώ, που συνιστά το ποσό της εταιρικής εισφοράς, που κατέβαλε ο ίδιος κατά τη σύσταση της αφανούς εταιρείας, και (δ) το ποσό των 50.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας της προαναφερόμενης παράνομης, υπαίτιας και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου, και συνολικά το ποσό των 202.195,16 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1443/2019 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι ο πρώτος λόγος της έφεσης κατά το μέρος, με το οποίο παραπονείται ο εκκαλών για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον εν προκειμένω η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη (βλ. ΑΠ 323/1989 ΕλλΔνη 31. 770, ΕφΑθ 551/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 110/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4777/2012 ΝΟΜΟ, ΕφΔωδ 204/2009 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 800/2020 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον ο πρώτος λόγος της έφεσης κατά το σκέλος του, με το οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι από εσφαλμένη, κατά τους ισχυρισμούς του, εκτίμηση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προέβη σε συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, ενώ έπρεπε να επιβάλει αυτά σε βάρος του εναγόμενου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ελλείψει εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος, καθόσον δεν γίνεται επίκληση της βλάβης αυτού από την επικαλούμενη ως άνω πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης, λαμβανομένου υπόψη ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του και επομένως, αφού αυτός είναι ο ηττηθείς διάδικος, η αιτούμενη από αυτόν καταδίκη σε βάρος του εναγόμενου με βάση το άρθρο 176 του ΚΠολΔ, που βασίζεται στην αρχή της ήττας, θα ήταν εσφαλμένη (βλ. ΜονΕφΠειρ 4/2021 ΝΟΜΟΣ).
Με τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο έβδομο τμήμα (άρθρα 249 έως και 294) του N. 4072/2012 “Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος Νέα εταιρική μορφή κλπ” (ΦΕΚ Α’ 86/11.04.2012), η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, πλην ορισμένων διατάξεων, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, ρυθμίζονται θέματα, που αφορούν στις προσωπικές εμπορικές εταιρείες (ομόρρυθμη, ετερόρρυθμη, αφανή και κοινοπραξία). Τα θέματα που αφορούν στην αφανή εταιρεία ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 285 έως και 292, που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Γ’ του τμήματος αυτού. Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 294 του ανωτέρω νόμου, αυτός εφαρμόζεται και στις εταιρίες, οι οποίες κατά την έναρξη της ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, ενώ από την έναρξη ισχύος του καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 18-28, 38, 39, 47-50 και 64 του Εμπορικού Νόμου. Η αφανής εταιρεία κατά τις διατάξεις του νέου νόμου συνιστάται μεταξύ δύο ή περισσότερων φυσικών ή νομικών προσώπων άτυπα, ακόμη και στην περίπτωση που έχει σκοπό την επιχείρηση τυπικών πράξεων, που,όμως, αποδεικνύεται μόνο με έγγραφη συμφωνία των μερών. Το περιεχόμενό της διαμορφώνεται ελεύθερα με την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζεται η αρχή του κλειστού αριθμού των εταιρειών του εμπορικού δικαίου. Συνεπεία του εσωτερικού χαρακτήρα της δεν διαθέτει εταιρική περιουσία, δηλαδή περιουσία, που να έχει φορέα το νομικό πρόσωπο, αφού στερείται νομικής προσωπικότητας, ή τους εταίρους, όπως στην αστική εταιρεία χωρίς νομική προσωπικότητα. Το μόνο περιουσιακής φύσης δικαίωμα των αφανών εταίρων αποτελεί το δικαίωμα επί των κερδών. Ειδικότερα, στην εταιρεία αυτή οι εισφορές των εταίρων περιέρχονται, κατ’ αρχάς, στον εμφανή εταίρο, προκειμένου να επιτύχει με αυτές την πραγμάτωση του σκοπού (άρθρο 286 του Ν. 4072/2012). Είναι δυνατό να συμφωνηθεί ότι ορισμένες εισφορές θα καταστούν κοινές των εταίρων ή ότι θα παραχωρηθούν στον εμφανή εταίρο μόνο κατά χρήση (άρθρο 286 εδ. β’ του Ν. 4072/2012). Όμως, στην περίπτωση αυτή θα πρόκειται για κοινωνία δικαιώματος και όχι για εταιρική περιουσία. Εξάλλου, δεδομένου ότι η δραστηριότητα ασκείται στο όνομα του εμφανούς εταίρου, με τη φύση της αφανούς εταιρείας είναι ασυμβίβαστη, έστω και η αναλογική εφαρμογή, των άρθρων 758 παρ. 1 και 759 του ΑΚ. Έτσι, οτιδήποτε αποκτά ο εμφανής εταίρος, κατά την άσκηση της εταιρικής δραστηριότητάς του, δεν ανήκει και στους άλλους εταίρους. Ανήκει μόνο σ’ αυτόν, ώστε να μπορεί με τα αποκτώμενα να πραγματώνει τον εταιρικό σκοπό (άρθρο 288 παρ. 2 του Ν. 4072/2012). Έπειτα, στο όνομά του γεννιούνται και οι υποχρεώσεις και αυτός φέρει την ευθύνη για την εκπλήρωσή τους με το σύνολο της περιουσίας του (άρθρο 287 του Ν. 4072/2012). Αλλά, ούτε η διάταξη του άρθρου 758 παρ. 2 του ΑΚ βρίσκει εφαρμογή, αφού αυτή ισχύει μόνο στις εξωτερικές εταιρείες και ρυθμίζει την περίπτωση που ο διαχειριστής ενεργεί βάσει των αρχών της έμμεσης αντιπροσωπείας. Έτσι, ο εμφανής εταίρος δεν υποχρεούται να καταστήσει κοινό οτιδήποτε απέκτησε κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του, αφού δεν αντιπροσωπεύει τους αφανείς εταίρους. Το αντίθετο γινόταν δεκτό από τη νομολογία υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, ότι δηλαδή ο εμφανής εταίρος υποχρεούτο να μοιράζεται με τους αφανείς τα αποκτήματα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 758 παρ. 2 του ΑΚ exlege και όχι μόνον όταν υπήρξε ειδική συμφωνία μεταξύ των εταίρων (ΑΠ 1630/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 360/2012 ΕΕμπΔ 2012. 629). Η αφανής εταιρία ως προσωπική εταιρία λύεται για τους ίδιους λόγους για τους οποίους λύεται και η αστική εταιρία (άρθρα 765-766 του ΑΚ, 291 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4072/2012. Έτσι τη λύση επιφέρει, πλην των άλλων, η ομόφωνη απόφαση των εταίρων και η καταγγελία της εταιρίας από οποιονδήποτε εταίρο, η οποία επιφέρει τις έννομες συνέπειες αυτής, έστω κι αν δεν υφίσταται σπουδαίος λόγος (ΑΠ 1192/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 227/2012 ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με το άρθρο 291 παρ. 1 εδ. β’ τουΝ. 4072/2012 τη λύση της αφανούς εταιρίας ακολουθεί η εκκαθάριση. Με την επιλογή της χρήσης του όρου «εκκαθάριση» ο νομοθέτης φαίνεται να παίρνει θέση στο αμφιλεγόμενο ζήτημα υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, για το εάν τη λύση της αφανούς εταιρίας ακολουθεί η εκκαθάριση και ποια μορφή έχει αυτή. Το άρθρο 291 παρ. 2 εδ. β’ του Ν. 4072/2012 ως προς τον χρησιμοποιούμενο όρο «εκκαθάριση» διευκρινίζει ότι αυτή συνίσταται στην απόδοση στον αφανή εταίρο της αξίας της συμμετοχής του, μειωμένης κατά τις ζημίες που του αναλογούν. Επομένως, ο όρος «εκκαθάριση» εδώ δεν χρησιμοποιείται αναφερόμενος σε εκκαθάριση κατά κυριολεξία, αλλά σε διακανονισμό των περιουσιακών σχέσεων των εταίρων (εταιρικών δοσοληψιών), όπως επικράτησε και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο να εννοείται η διαδικασία αυτή από τη νομολογία (βλ. ΑΠ 227/2012 ΔΕΕ 2013.475, ΑΠ 288/2011 ΔΕΕ 2011. 1029, ΑΠ 1038/2010 ΔΕΕ 2010. 1183, ΑΠ 362/2008 ΧρΙΔ 2008. 841). Στο πλαίσιο του διακανονισμού των εταιρικών σχέσεων θα διενεργηθεί η διανομή μεταξύ των εταίρων της περιουσιακής ομάδας, που διαμορφώθηκε από την ανάπτυξη της κοινής εμπορικής δραστηριότητας. Ειδικότερα, θα προσδιορισθεί η αξία της συμμετοχής του αφανούς εταίρου ενόψει της ενοχικής αξίωσής του για απόδοση των εισφορών, της υποχρέωσης συμμετοχής του στις αναλογούσες ζημίες, με αντίστοιχη απομείωση της προς απόδοση εισφοράς ή με καταβολή συμπληρωματικής εισφοράς προς κάλυψη της ζημίας, ή της αξίωσης συμμετοχής σε τυχόν αναλογούντα κέρδη, κατ’ άρθρο 289 παρ. 3 εδ. α’ του Ν. 4072/2012 (βλ. ΕφΠειρ 372/2008 ΔΕΕ 2009. 58). Η κατά χρήση εισφορά του αφανούς εταίρου επιστρέφεται αυτούσια. Αντικείμενο δε της προμνημονευθείσας εισφοράς κατά χρήση, που επιστρέφεται αυτούσια κατ’ άρθρο 291 παρ. 2 εδ. γ’ του Ν. 4072/2012, δεν μπορεί να είναι αναλωτά πράγματα, δηλαδή τα κινητά, των οποίων η κατά προορισμό χρήση σύμφωνα με τις αντιλήψεις των συναλλαγών συνίσταται στην κατανάλωση ή την εκποίησή τους, όπως τα χρήματα (άρθρα 779, 951 και 952 του ΑΚ), οπότε δεν δύναται εν προκειμένω να γίνει λόγος περί αυτούσιας απόδοσης χρημάτων, δοθέντος ότι η εκ μέρους του αφανούς εταίρου εισφορά χρημάτων δεν είναι κατά χρήση, αλλά κατά κυριότητα (ΑΠ 1192/2019 ΝΟΜΟΣ). Η απόλυτη γραμματική διατύπωση του άρθρου 291 παρ. 1 εδ. β’ του Ν. 4072/2012, σε αντίθεση με άλλες ρυθμίσεις όπου γίνεται επίκληση σε πιθανή συμφωνία με εταιρική σύμβαση, γεννά το ερώτημα εάν το στάδιο της εκκαθάρισης είναι υποχρεωτικό ή αν μπορεί να παραλειφθεί με συμφωνία των εταίρων. Το ίδιο ερώτημα γεννά η διατύπωση του άρθρου 291 παρ. 2 εδ. α’ του Ν. 4072/2012, ως προς το διορισμό, και την τυχόν αντικατάσταση του εκκαθαριστή, και ευρύτερα ως προς το περιεχόμενο του σταδίου αυτού και τους κανόνες που θα διέπουν τη διαδικασία της εκκαθάρισης. Κατά την αιτιολογική έκθεση «εννοείται ότι το στάδιο της εκκαθάρισης μπορεί να παραλειφθεί ή να διέπεται από άλλους κανόνες, αν έτσι προβλέπουν οι συμφωνίες των εταίρων». Υπό αυτή την έννοια η διάταξη του άρθρου 291 του Ν. 4072/2012 είναι ενδοτικού δικαίου, τόσο ως προς την επιλογή ύπαρξης σταδίου εκκαθάρισης, όσο και ως προς το περιεχόμενο του σταδίου αυτού. Ελλείψει ειδικής συμφωνίας, στο στάδιο διακανονισμού των εταιριών δοσοληψιών θα τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του ΑΚ για την εκκαθάριση, εκτός από εκείνες που δεν συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρίας ως εσωτερικής εταιρίας στερούμενης κοινής περιουσίας (άρθρο 285 παρ. 3 του Ν. 4072/2012). Ο εκκαθαριστής εμφανής εταίρος υποχρεούται σε ταχύ διακανονισμό των εκκρεμών εταιρικών υποθέσεων προκειμένου να λήξουν οριστικά και οι μεταξύ τους ενοχικές σχέσεις. Με αυτή την έννοια, ο εκκαθαριστής εμφανής εταίρος έχει υποχρέωση στο τέλος κάθε ημερολογιακού εξαμήνου να παρέχει πληροφορίες στον αφανή εταίρο για την εξέλιξη των εργασιών της εκκαθάρισης, με έκθεση των αιτίων, που παρεμπόδισαν την περάτωσή της (άρθρο 291 παρ. 3 του Ν. 4072/2012). Στο πλαίσιο της υποχρέωσης αυτής οφείλει να παρέχει πληροφορίες για την πορεία της εκκαθάρισης και μετά την περάτωσή της οφείλει λογοδοσία. Επίσης υποχρεούται να τηρεί τα απαραίτητα λογιστικά βιβλία και να συντάσσει οικονομικές καταστάσεις για την εκπλήρωση της υποχρέωσης λογοδοσίας. Με την ολοκλήρωση του διακανονισμού των εταιρικών σχέσεων, με την απόδοση των περιουσιακών στοιχείων που προκύπτουν και με την ολοκλήρωση της λογοδοσίας περατώνεται και η διαδικασία εκκαθάρισης. Οποτεδήποτε, και πριν την περάτωση του διακανονισμού των εταιρικών σχέσεων, ο αφανής εταίρος μπορεί να ασκήσει κατά του εμφανούς εταίρου αγωγή λογοδοσίας, εκδικαζόμενη κατά τα άρθρα 473 επ. του ΚΠολΔ. Η λογοδοσία διευκολύνει το στάδιο της εκκαθάρισης, αφού αποσκοπεί στην αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων για την εύρεση του εξαγόμενου καταλοίπου (βλ.ΕφΘεσ 3234/1995 ΔΕΕ 1996. 44, Δίκαιο Προσωπικών εταιριών, Ερμηνεία κατ’ άρθρο [άρθρα 249-294 Ν. 4072/2012, Επιμέλεια Μιχ.-Θεόδ. Μαρίνου, Γεωργ. Τριανταφυλλάκη, σελ. 873-878). Σημειωτέον ότι, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4072/2012, οι τυχόν ενοχικές αξιώσεις, μετά τη λύση της αφανούς εταιρίας,των αφανών εταίρων για απόδοση των εισφορών ή απόληψη των κερδών ή των εμφανών εταίρων για απόδοση των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκαν για την κάλυψη των ζημιών, θα κριθούν στο στάδιο της εκκαθάρισης, όπου θα λάβει χώρα και διακανονισμός των εταιρικών δοσοληψιών (ΕφΠειρ 599/2015 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ 160/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή της παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δ) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης, ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της παραλειφθείσας θετικής ενέργειας, η οποία (υποχρέωση) μπορεί να απορρέει από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη, τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και συναλλακτικές αντιλήψεις, από προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 288 του ΑΚ (ΑΠ 1115/2015 ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά την υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στη συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσης της αγωγής. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ1497/2018 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η αθέτηση της σύμβασης καθεαυτή δεν συνιστά άνευ ετέρου αδικοπραξία. Βεβαίως, αποτελεί πράξη παράνομη, πλην όμως οι έννομες συνέπειες της παράβασης ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής ή την αθέτηση της ενοχής εν γένει. Εν τούτοις, πολλές φορές το ίδιο πραγματικό γεγονός πληροί τις προϋποθέσεις τόσο της αδικοπραξίας, όσο και της αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης, και αυτό διότι η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, ακόμη και αν έλειπε η προϋπάρχουσα ενοχική σχέση μεταξύ των μερών, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη στην επιβαλλόμενη από το σύνολο του θετικού δικαίου και τους σκοπούς του υποχρέωση ασφάλειας και προστασίας των άλλων (ΑΠ 1355/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1497/2018). Εξάλλου, για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 919 και 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη (ΕφΠειρ 216/2014ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη δε του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, που συνιστά ταυτόχρονα και αδικοπραξία (άρθρο 914 του ΑΚ), απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του η σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών,από την οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, και γ)βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, ως τέτοια δε νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μείωσής της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής κατάστασης, όπως και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον, λόγω εμπλοκής σε δαπανηρό δικαστικό αγώνα (ΑΠ 318/2011 ΝΟΜΟΣ). Λόγω της μη αναγκαίας ταύτισης του προσώπου που απατήθηκε και εκείνου που υπέστη τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή της απάτης του άρθρου 386 του ΠΚ, και η οποία στοιχειοθετείται όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη όχι μόνο προβάλλει ψευδή πραγματικό ισχυρισμό, αλλά ταυτόχρονα προσκομίζει προς υποστήριξη του, εν γνώσει του ψευδή αποδεικτικά μέσα, όπως η εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, ανακριβών όμως κατά περιεχόμενο, με τα οποία παραπλανά το δικαστήριο και εκδίδει δυσμενή για την περιουσία του αντιδίκου του δικαστική απόφαση (ΑΠ 797/2008ΝΟΜΟΣ). Πρέπει να επισημανθεί ότι η επίκληση και προσαγωγή των ως άνω αποδεικτικών μέσων είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης, ακόμη και με τη μορφή της απόπειρας τέλεσής του, καθόσον μόνον η υποβολή αναληθούς ισχυρισμού στο δικαστήριο δεν συνιστά πράξη περιέχουσα αρχή εκτέλεσης της απάτης κατά την έννοια του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ (ΑΠ 512/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 339/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 176/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1887/2012 ΝΟΜΟΣ).Τούτο δε διότι ο αναπόδεικτος ψευδής πραγματικός ισχυρισμός δεν είναι λυσιτελής για να οδηγήσει σε παραπλάνηση του δικαστή, η ενδεχόμενη δε αποδοχή του, που οφείλεται σε πλημμελή συμπεριφορά και σε παράβαση των κανόνων της λογικής και των διδαγμάτων της κοινής πείρας από το δικαστή, διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της πράξης του δράστη και του αποτελέσματος αυτής, ενώ όταν ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να δεχθεί τους ισχυρισμούς του δράστη, χωρίς έλεγχο της ουσιαστικής αλήθειας τους, με βάση μόνο το τεκμήριο ομολογίας, λόγω της ερημοδικίας του αντιδίκου του (άρθρο 271 του ΚΠολΔ), ή την κατά το άρθρο 352 παρ. 1 του ΚΠολΔ ομολογία του τελευταίου, που αποτελεί πλήρη απόδειξη, δεν τίθεται θέμα παραπλάνησης του δικαστή από κάποιο αποδεικτικό μέσο, αλλά η απόφασή του είναι αποτέλεσμα εφαρμογής του νόμου (ΑΠ 1148/2011 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η παραβίαση του καθήκοντος αληθείας, που θεσμοθετείται στο χώρο της πολιτικής δίκης με τη διάταξη του άρθρου 116 του ΚΠολΔ, η οποία συντελείται με την προβολή στο δικαστήριο του απλού ψευδούς πραγματικού ισχυρισμού, δεν μπορεί να θεμελιώσει τη συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης στο δικαστήριο, καθόσον η ως άνω παραβίαση συνεπάγεται μόνο δικονομικές κυρώσεις σε βάρος του διαδίκου κατ’ άρθρο 205 του ΚΠολΔ. Εξάλλου, η απάτη στο δικαστήριο διαπράττεται και όταν η δίκη διεξάγεται κατ’ ειδική διαδικασία, στην οποία δεν δεσμεύεται το δικαστήριο από αποδεικτικούς κανόνες, ως προς τα αποδεικτικά μέσα και την αποδεικτική τους ισχύ, όπως συμβαίνει επί υποθέσεων που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 και επ. του ΚΠολΔ), στην οποία το δικαστήριο αποφασίζει κατά πιθανολόγηση των προβαλλομένων ισχυρισμών, συντελούμενη με οποιαδήποτε προσφορά αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1113/2010 ΝοΒ 59. 42). Τέλος, η απάτη στο δικαστήριο είναι τετελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων, εκδίδεται οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη ή άλλου, σε βάρος του αντιδίκου του, παραμένει δε στο στάδιο της απόπειρας, όταν ο δικαστής δεν παραπλανάται από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ανακριβή αποδεικτικά στοιχεία και απορρίπτει, ως αβάσιμη, την αγωγή ή την αίτηση (ΑΠ 318/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1887/2012 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 1 του ΠΚ, «Όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώσει του ψευδή όρκο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους» και παρ. 2 «Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια». Έτσι, για την κατ’ άρθρο 224 παρ. 2 του ΠΚ στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού ότι τα όσα κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα που κατέθεσε (ΑΠ30/2015 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α’ του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της απόφασης να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ ή φορτικότητα, απειλή κ.λ.π., β) διάπραξη από άλλον της πράξης αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλον της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος με γνώση, θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης (ΑΠ 308/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 635/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη, και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό, όσο και ως αστικό αδίκημα (ΑΠ 1662/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 64/2015 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 375 του ΠΚ, προκύπτει ότι, πλην άλλων, στοιχείο του αξιοποίνου αδικήματος της υπεξαίρεσης είναι και η ιδιοποίηση από το δράστη, ξένου, ολικά ή εν μέρει, κινητού πράγματος. Κατά συνέπεια, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα αυτό και δεν υπάρχει υπεξαίρεση, είτε ως πλημμέλημα, είτε ως κακούργημα, αν το πράγμα δεν είναι ξένο. Εξάλλου, ο διαχειριστής αφανούς εταιρείας, συνεταίρος ή όχι, καθίσταται κύριος αυτών που αποκτά από τη διαχείριση της εταιρείας, υποχρεούμενος να τα καταστήσει κοινά όλων των εταίρων, ανάλογα με τη μερίδα εκάστου, μεταβιβάζοντας σ’ αυτούς, με άλλη δικαιοπραξία, την κυριότητά τους. Αν αρνηθεί τη μεταβίβαση αυτή, δεν διαπράττει υπεξαίρεση, αλλά παραβιάζει απλώς ενοχική του υποχρέωση (ΑΠ 1868/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 957/2002 ΠΧΝΓ’. 328, ΑΠ 1537/1993 ΠΧΜΓ’. 1288). Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή κρίνεται νομικά αβάσιμη για τους ακόλουθους λόγους. Καταρχήν, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της, η συσταθείσα μεταξύ των διαδίκων αφανής εταιρία έχει λυθεί με καταγγελία εκ μέρους του εναγόμενου την 26.07.2017, και ως εκ τούτου η εταιρία αυτή, αμέσως μετά τη λύση της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 291 παρ. 1 εδ. β΄ του Ν. 4072/2012, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 294 παρ. 1 του ίδιου νόμου, εφόσον κατά την έναρξη της ισχύος του (11.04.2012) η ανωτέρω εταιρία δεν τελούσε σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, εισήλθε στο στάδιο της εκκαθάρισης, το οποίο, πλέον μετά το Ν. 4072/2012 εκλαμβάνεται ως στάδιο διακανονισμού των σχέσεων των εταίρων και διενεργείται από τον εναγόμενο εμφανή εταίρο. Το στάδιο της εκκαθάρισης, το οποίο, σύμφωνα με τα στη μείζονα σκέψη διαλαμβανόμενα, ακολούθησε υποχρεωτικά τη λύση της συσταθείσας μεταξύ των διαδίκων αφανούς εταιρίας, εφόσον, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, όχι μόνο δεν αποκλείσθηκε με απόφαση των διαδίκων -εταίρων, αλλά αντιθέτως είχε ρητά προβλεφθεί στον όρο 15του από 18.09.1995 ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης αφανούς εταιρείας, δεν φέρεται να έχει περατωθεί κατά την άσκηση της αγωγής. Συνεπώς, η επίδικη απαίτηση του ενάγοντος – αφανούς εταίρου έναντι του εναγόμενου – εμφανούς εταίρου προς καταβολή της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής, ήτοι του ποσού των126.586,94 ευρώ που αντιστοιχεί στη ρευστοποιήσιμη αξία των εμπορευμάτων της αφανούς εταιρείας, κατά το λόγο συμμετοχής του ενάγοντος σε αυτή, συνιστά πλέον κονδύλιο του λογαριασμού της μη περατωθείσας εκκαθάρισης και δεν μπορεί να προβληθεί αυτοτελώς κατά το παρόν χρονικό στάδιο, ήτοι πριν από την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης της μεταξύ των διαδίκων αφανούς εταιρίας, αφού, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη, μπορεί να ασκηθεί μόνο μετά το πέρας του σταδίου της εκκαθάρισης, η οποία πλέον μετά το Ν. 4072/2012 διενεργείται από τον εμφανή εταίρο και εν προκειμένω από τον εναγόμενο. Όσον αφορά στην ένδικη απαίτηση καταβολής του ποσού των 8.000,00 ευρώ,που φέρεται να δαπάνησε ο ενάγων κατά τη μεταφορά της έδρας της αφανούς εταιρείας, δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο, καθόσον από την επικαλούμενη έννομη σχέση της αφανούς εταιρείας δεν καθιδρύεται τέτοια υποχρέωση, αντιθέτως δε, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, κατά το στάδιο της εκκαθάρισης και στο πλαίσιο του διακανονισμού των εταιρικών σχέσεων, θα διενεργηθεί διανομή μεταξύ των εταίρων της περιουσιακής ομάδας που διαμορφώθηκε από την ανάπτυξη της κοινής εμπορικής δραστηριότητας και θα προσδιορισθεί η αξία της συμμετοχής του αφανούς εταίρου, ενόψει της ενοχικής αξίωσής του για απόδοση των εισφορών, της υποχρέωσης συμμετοχής του στις αναλογούσες ζημίες ή της αξίωσης συμμετοχής του σε τυχόν αναλογούντα κέρδη. Αναφορικά με την ένδικη απαίτηση καταβολής του ποσού των 17.608.22 ευρώ, που ο ενάγων φέρεται να κατέβαλε ως εισφορά για τη συμμετοχή του στην αφανή εταιρεία, κατά τη σύστασή της,δεν αποτελεί εισφορά κατά χρήση, ώστε να μπορεί να ζητηθεί η αυτούσια απόδοσή του, αλλά εισφορά αντικαταστατού πράγματος, που μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα στον εναγόμενο, εμφανή εταίρο της αφανούς εταιρίας, προς εξυπηρέτηση της κοινής εταιρικής δραστηριότητας με αιτία την εταιρική σύμβαση. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για αυτούσια απόδοση στον ενάγοντα της εν λόγω εισφοράς του, κατά τη διάταξη του άρθρου 291 παρ. 2 εδ. γ’ του Ν. 4072/2012, αλλά πρέπει πρώτα να διενεργηθεί και να περατωθεί η εκκαθάριση της αφανούς εταιρίας από τον εναγόμενο εμφανή εταίρο, προκειμένου μετά το πέρας αυτής και ανάλογα με τα αποτελέσματα της εκκαθάρισης, δηλαδή μετά την αφαίρεση της συμμετοχής του ενάγοντος στις τυχόν ζημίες της εταιρείας, να του αποδοθεί η αξία της συμμετοχής του στο προϊόν της εκκαθάρισης και όχι αυτούσια η εισφορά του. Όσον αφορά στο αγωγικό κονδύλιο περί χρηματικής ικανοποίησης του ενάγοντος, εξαιτίας της επικαλούμενης ηθικής βλάβης του, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωσή του στην αθέτηση των διαλαμβανομένων στην αγωγή συμβατικών υποχρεώσεων του εναγόμενου εμφανούς εταίρου, ως διαχειριστή της συσταθείσας μεταξύ των διαδίκων αφανούς εταιρείας, έναντι του ενάγοντος αφανούς εταίρου, κρίνεται απορριπτέο ως μη νόμιμο, δοθέντος ότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, επί απλής αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων και άκαιρης και χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου καταγγελίας προσωπικής εταιρείας εκ μέρους εταίρου, που δεν συρρέουν με αδικοπρακτική ή απορρέουσα από παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας ευθύνη έναντι του συνεταίρου, δεν θεμελιώνεται αξίωση του τελευταίου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, υπό την έννοια των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ,λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο περιστατικά υπαγόμενα στο πραγματικό του κανόνα δικαίου του άρθρου 919 του ΑΚ, ήτοι δόλια πρόκληση βλάβης σε βάρος του ενάγοντος κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη. Κατά δε την επιχειρούμενη θεμελίωση του εν λόγω αγωγικού κονδυλίου στις περί αδικοπραξιών διατάξεις σε συνδυασμό με την επικαλούμενη ποινική ευθύνη του εναγόμενου, λόγω της τέλεσης εκ μέρους του των αδικημάτων της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, της ηθικής αυτουργίας στην ψευδορκία μάρτυρα, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της υπεξαίρεσης, κρίνεται επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο για τους ακόλουθους λόγους. Κατά πρώτον, δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο που ισχυρίζεται ο ενάγων ότι τέλεσε ο εναγόμενος σε βάρος του, με την προβολή αναληθών ισχυρισμών κατά την εκδίκαση της από 23.08.2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./2017 αίτησής του περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα την επίδειξη από τον εναγόμενο εμφανή εταίρο των οικονομικών στοιχείων της συσταθείσας μεταξύ τους αφανούς εταιρείας,επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 246/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έκανε δεκτή την αίτησή του, δοθέντος ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε προς εξασφάλιση δικαιώματος του ενάγοντος, ώστε να διεκδικήσει μελλοντικά με αγωγή τα δικαιώματά του από τη συμμετοχή αυτού στην αφανή εταιρεία, και ως εκ τούτου από την απόφαση αυτή δεν υφίσταται άμεση περιουσιακή διάθεση με βλάβη και μείωση της περιουσίας του ως διαδίκου. Ούτε, άλλωστε, η συμπεριφορά αυτή του εναγόμενου συνιστά αδικοπραξία, ως αντικείμενη στη διάταξη του άρθρου 116 του ΚΠολΔ, όπως αβασίμως επικαλείται ο ενάγων, καθόσον η ιστορούμενη παραβίαση από τον εναγόμενο του καθήκοντος αληθείας με την προβολή από αυτόν αναληθών ισχυρισμών, συνεπάγεται μόνο δικονομικές κυρώσεις σε βάρος του κατ’ άρθρο 205 του ΚΠολΔ, και δεν είναι ικανή να στηρίξει αξίωση προς χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Κατά δεύτερον, δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα (ήδη ηθικής αυτουργίας σε ψευδή κατάθεση μετά την ισχύ του Ν. 4619/2019) που ισχυρίζεται οενάγων ότι τέλεσε ο εναγόμενος κατά την εκδίκαση της ανωτέρω αίτησής του ασφαλιστικών μέτρων, κατά την οποία ο προταθείς από αυτόν μάρτυρας …………, κατέθεσε ενόρκως, εν γνώσει της αναλήθειας των ισχυρισμών του, ότι ο ενάγων προσελήφθη στην ατομική επιχείρηση του εναγόμενουμε την ιδιότητα του υπάλληλου– πωλητή, αρνούμενος την ύπαρξη της συσταθείσας μεταξύ των διαδίκων αφανούς εταιρείας, αφού δεν εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο ούτε ο τρόπος, ούτε τα μέσα, με τα οποία ο φερόμενος ως ηθικός αυτουργός – εναγόμενος προκάλεσε στον ανωτέρω μάρτυρα – φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, και ειδικότερα ότι ο εναγόμενος με υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, με πειθώ ή φορτικότητα, με απειλή ή με άλλον τρόπο, παρήγαγε στον ανωτέρω μάρτυρα την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα. Κατά τρίτον, δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης που ισχυρίζεται ο ενάγων ότι τέλεσε ο εναγόμενος σε βάρος του, αφού δεν αναφέρεται στην αγωγή κανένα συγκεκριμένο βιοτικό συμβάν κατά τόπο και χρόνο, ούτε προσδιορίζονται τα τρίτα πρόσωπα ενώπιον των οποίων φέρεται ο εναγόμενος ότι διέδωσε τα συκοφαντικά σε βάρος του ενάγοντος γεγονότα, αλλά αντιθέτως γίνεται γενικόλογη αναφορά σε διάδοση ψευδών και συκοφαντικών σε βάρος του ενάγοντος ισχυρισμών συνισταμένων στο ότι δεν ήταν καλός και επαρκής υπάλληλος και ότι για τον λόγο αυτό αναγκάσθηκε να τον απολύσει ο ενάγων. Τέλος, δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της υπεξαίρεσης, δοθέντος ότι, και αν ακόμη υποτεθεί αληθής ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο εναγόμενος μετέφερε όλα τα εμπορεύματα και τον εξοπλισμό της συσταθείσας μεταξύ τους αφανούς εταιρείας στην ατομική του επιχείρηση και ότι αρνήθηκε να του αποδώσει την αναλογία του στα κέρδη της αφανούς εταιρείας, ο εναγόμενος ως εμφανής εταίρος καθίσταται κύριος αυτών που αποκτά κατά τη διαχείριση της αφανούς εταιρείας,υποχρεούμενος να τα καταστήσει στη συνέχεια κοινά όλων των εταίρων ανάλογα με τη μερίδα εκάστου, και κατά συνέπεια,ούτε τα κινητά πράγματα, ούτε τα οποιαδήποτε προκύψαντα κέρδη της αφανούς εταιρείας αποτελούν ως προς τον εναγόμενο ξένα κινητά πράγματα, η τυχόν δε μη απόδοση αυτών στον ενάγοντα, κατά το αναλογούν μερίδιο του, δεν θεμελιώνει, σύμφωνα με τα προλεχθέντα στη νομική σκέψη, το αξιόποινο αδίκημα της υπεξαίρεσης, αλλά συνιστά αθέτηση της ενοχικής υποχρέωσης του εναγόμενου να καταστήσει, ως εμφανής εταίρος, με χωριστή δικαιοπραξία, κοινωνό αυτών τον ενάγοντα ως αφανή συνεταίρο του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του, έστω και με ελλιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), απέρριψε ως μη νόμιμη την κρινόμενη αγωγή, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών – ενάγων με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εγκατέλειψε αίτηση αδίκαστη, αφού παρέλειψε να αποφανθεί επί του επικουρικού αγωγικού αιτήματός του με το οποίο ζητούσε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του καταβάλει το ποσό των 126.586,94 ευρώ (40% X 316.467,36 ευρώ), το οποίο αντιστοιχεί στη ρευστοποιήσιμη αξία των εμπορευμάτων της αφανούς εταιρείας, κατά το λόγο συμμετοχής του σε αυτή, και το οποίο διαφοροποιείται από το κύριο αγωγικό αίτημα περί αναγνώρισης της υποχρέωσης του εναγόμενου να του καταβάλει την αξία της εταιρικής του συμμετοχής στη συσταθείσα μεταξύ τους αφανή εταιρεία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι λόγους έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 του ΚΠολΔ, μπορούν μεν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης που αναφέρονται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή, μεταξύ των οποίων, παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αίτησης αδίκαστης (βλ. ΕφΑθ 2575/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 70/2008 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 144/2018 ΝΟΜΟΣ), πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εγκατέλειψε αίτηση αδίκαστη, αντιθέτως δε προέβη σε προσήκουσα εκτίμηση του ως άνω αγωγικού αιτήματος, κατά τα προαναφερθέντα, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ενάγων ουδόλως προσδιόρισε στο δικόγραφό του κατ’ άλλο τρόπο και κατά διάφορο ποσό την αξία της εταιρικής του συμμετοχής στην αφανή εταιρεία, με αποτέλεσμα αυτή να αντιστοιχεί στην ανωτέρω ρευστοποιήσιμη αξία των εμπορευμάτων της αφανούς εταιρείας, κατά το λόγο συμμετοχής του ενάγοντος σε αυτή.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 18.06.2019 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των ανωτέρω κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε ο εκκαλών – ενάγων, λόγω της ήττας του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 18.06.2019 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1443/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων,κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ……………../2019 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε ο εκκαλών – ενάγων.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 22 Μαρτίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ