ΑΠΟΦΑΣΗ
A κ.α. κατά Ισλανδίας της 15.11.2022 (αρ. προσφ 25133/20 και 31856/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αφαίρεση επιμέλειας από τους γονείς – προσφεύγοντες των δύο παιδιών τους μετά από κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών από τον πατέρα. Συγκεκριμένα, η κόρη εκμυστηρεύτηκε σε μια δασκάλα του σχολείου της περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και τις ανησυχίες της για τη μητέρα και τον αδερφό της. Είχε σχεδιάσει και μια εικόνα, δείχνοντας πώς ο πατέρας την είχε χαϊδέψει εκείνη και τον αδερφό της στα «απόκρυφα σημεία» τους. Ο πατέρας διώχθηκε αλλά τελικά αθωώθηκε επειδή οι ισχυρισμοί δεν είχαν αποδειχθεί πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία. Παρόλαυτα, τελικά αφαιρέθηκε η επιμέλεια των παιδιών από τους γονείς Α και Β το 2020 και δόθηκαν σε ανάδοχη οικογένεια.
Επικαλούμενοι το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (προστασία της οικογενειακής ζωής), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για την αφαίρεση της επιμέλειας και ισχυρίστηκαν ότι τα μέτρα που ελήφθησαν από τις αρχές παιδικής μέριμνας ήταν υπερβολικά και καταστροφικά για τους οικογενειακούς δεσμούς.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε συγκεκριμένα ότι η απόφαση να αφαιρεθεί η επιμέλεια από τους προσφεύγοντες γονείς δεν είχε βασιστεί στην αξιολόγηση της ενοχής του πατέρα, αλλά στο συμφέρον των παιδιών. Η απόφαση είχε επίσης αιτιολογηθεί από μεγάλο αριθμό εκθέσεων, εκτιμήσεων και μαρτυρικών καταθέσεων – πολλές από τις οποίες αποκτήθηκαν μετά την ποινική διαδικασία – υποδεικνύοντας ότι το ζευγάρι δεν είχε γονικές ικανότητες, ότι τα παιδιά φοβόντουσαν τον πατέρα τους και προτιμούσαν σαφώς να παραμείνουν μαζί με τους ανάδοχους γονείς τους. Ακόμη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές είχαν ενεργήσει κατά την κρίση τους («περιθώριο εκτίμησης») όταν εξισορρόπησαν τα ανταγωνιστικά συμφέροντα σε μια τόσο πολύπλοκη κατάσταση και διαπίστωσε ότι ήταν αναγκαία η αφαίρεση της επιμέλειας των παιδιών από τους γονείς.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης όσον αφορά το δικαίωμα των προσφευγόντων γονέων αναφορικά με το σεβασμό της οικογενειακής τους ζωής.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, ο κ. Α, η κα Β, η κα Χ και ο κ. Υ, είναι Ισλανδοί υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1976, 1979, 2008 και 2011 αντίστοιχα. Οι Α και Β είναι οι γονείς των Χ και Υ. Το 2015 το σχολείο της Χ επικοινώνησε με τις αρχές παιδικής μέριμνας επειδή είχε εκμυστηρευτεί σε μια δασκάλα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και τις ανησυχίες της για τη μητέρα και τον αδερφό της. Είχε σχεδιάσει και μια εικόνα, δείχνοντας πώς ο πατέρας της είχε χαϊδέψει εκείνη και τον αδερφό της στα «απόκρυφα σημεία» τους. Η υπόθεση καταγγέλθηκε αμέσως στην αστυνομία και, το 2017, ο πρώτος προσφεύγων κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση κατά των Χ και Υ. Αθωώθηκε την ίδια χρονιά καθώς τα δικαστήρια διαπίστωσαν ότι οι ισχυρισμοί δεν είχαν αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας.
Παρά την αθώωση, τελικά αφαιρέθηκε η επιμέλεια των παιδιών από τους γονείς Α και Β το 2020. Η τελική απόφαση ελήφθη από το Ανώτατο Δικαστήριο και βασίστηκε σε μεγάλο αριθμό αναφορών, εκτιμήσεων και καταθέσεων μαρτύρων. Έδωσε μεγάλη βαρύτητα σε μια αναφορά του 2018 από το διορισμένο από το δικαστήριο ψυχολόγο, ο οποίος είχε διαπιστώσει ότι το ζευγάρι δεν είχε γονικές ικανότητες, ότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει στα παιδιά αίσθημα ασφάλειας και ότι τα παιδιά επιθυμούσαν ξεκάθαρα να παραμείνουν με τους ανάδοχους γονείς τους. Όσον αφορά ειδικότερα τον πατέρα, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι και τα δύο παιδιά τον φοβόντουσαν και ότι η υγεία και η ανάπτυξή τους κινδύνευαν εάν παρέμεναν υπό την φροντίδα του.
Τα παιδιά βρίσκονται σε συνεχή ανάδοχη φροντίδα από το 2016 και έχουν περιορισμένη επαφή με τη βιολογική μητέρα τους. Δεν επιτρέπεται καμία επικοινωνία εκ μέρους του πατέρα. Μετά την αρχική προσωρινή αναδοχή με την σύμφωνη γνώμη της μητέρας, λιγότερο περιοριστικά μέτρα υιοθετήθηκαν το 2015 όταν τα παιδιά επέστρεψαν στην μητέρα (ο πατέρας έχει μετακομίσει), με διάφορες μορφές υποστήριξης που παρέχονται, μεταξύ των οποίων και η συμβουλευτική. Τα παιδιά, ωστόσο, στη συνέχεια τοποθετήθηκαν σε ανάδοχη φροντίδα όταν κοινωνικοί λειτουργοί εξέφρασαν την ανησυχία ότι η μητέρα άφηνε τον πατέρα να έχει επικοινωνία μαζί τους.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Πρώτον, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το απαιτούμενο υψηλό επίπεδο απόδειξης («πέρα από εύλογη αμφιβολία») για ποινική καταδίκη δεν ίσχυε στην περίπτωση παιδικής προστασίας. Η εκτίμηση των αρχών έπρεπε να περιλαμβάνει αξιολόγηση του βέλτιστου συμφέροντος των παιδιών. Πράγματι, η απόφαση να αφαιρεθεί η επιμέλεια των προσφευγόντων γονέων είχε βασιστεί σε τέτοια συμφέροντα, λαμβάνοντας υπόψη μεγάλο αριθμό αναφορών, ιδίως της έκθεσης του ψυχολόγου του 2018, εκτιμήσεις και καταθέσεις μαρτύρων – πολλές από τις οποίες ελήφθησαν μετά την ποινική διαδικασία σχετικά με την φερόμενη κακοποίηση. Οι γονείς δεν ζήτησαν επανεκτίμηση της έκθεσης του 2018, η οποία υποστηρίχθηκε από άλλες εκθέσεις εμπειρογνωμόνων. Νέες αναφορές το 2019 και το 2020 από τους κοινωνικούς λειτουργούς των παιδιών, από το σχολείο και από το νοσοκομείο τους, καθώς και από τις αρχές παιδικής μέριμνας είχαν προσαχθεί και ως αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον του Αρείου Πάγου. Επιπλέον, οι αρχές είχαν διερευνήσει τη δυνατότητα λιγότερο περιοριστικών μέτρων πριν από την στέρηση της επιμέλειας.
Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι αρχές είχαν ενεργήσει με αρκετή επιμέλεια, τόσο όσον αφορά τα αρχικά μέτρα παιδικής μέριμνας καθώς και τις επακόλουθες διαδικασίες επιμέλειας, που ελήφθησαν ως σύνολο. Επιπλέον, η διαδικασία συνοδεύτηκε από επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις. Ο καθένας από τους γονείς είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρο και ένας κοινωνικός λειτουργός είχε διοριστεί για να μιλήσει για λογαριασμό των παιδιών. Σε κάθε περίπτωση, η μητέρα εξακολουθούσε να έχει δικαιώματα επικοινωνίας και, σε αντίθεση με μια υιοθεσία, η απόφαση δεν ήταν μη αναστρέψιμη και θα μπορούσε να επανεξετάζεται κάθε 12 μήνες κατόπιν αιτήματος των γονέων ή των παιδιών. Όσον αφορά τον πατέρα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικές αρχές είχαν το δικαίωμα να υιοθετήσουν την άποψη ότι δεν θα έπρεπε να έχει δικαιώματα επικοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη τις διαπιστώσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι και τα δύο παιδιά τον φοβόντουσαν και ότι η υγεία και η ανάπτυξή τους κινδύνευαν εάν παρέμεναν υπό την φροντίδα του.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές είχαν ενεργήσει κατά την κρίση τους («περιθώριο εκτίμησης») όταν εξισορροπούσαν τα ανταγωνιστικά συμφέροντα σε μια τόσο πολύπλοκη κατάσταση και διαπίστωσε ότι ήταν αναγκαία η αφαίρεση της επιμέλειας των παιδιών από τους γονείς.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ όσον αφορά το δικαίωμα των προσφευγόντων γονέων αναφορικά με το σεβασμό της οικογενειακής τους ζωής. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα μητέρα δεν είχε δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί εκ μέρους των παιδιών της, καθώς υπήρχε σαφής σύγκρουση συμφερόντων, και απέρριψε αυτές τις καταγγελίες ως απαράδεκτες (επιμέλεια: echrcaselaw.com).