Οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου «ροκάνισε» το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το α’ εξάμηνο του 2022 κατά 6% σε μονάδες αγοραστικής δύναμης
Δραματική απώλεια της αγοραστικής δύναμης κατά 40% στα νοικοκυριά χαμηλόμισθων έως 750 ευρώ τον μήνα και όξυνση των ανισοτήτων διαπιστώνει το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) στο νέο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, με τίτλο «Η κρίση κόστους ζωής στην Ελλάδα».
Την ίδια ώρα οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου «ροκάνισε» το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το α’ εξάμηνο του 2022 κατά 6% σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, κατατάσσοντας την Ελλάδα στη δεύτερη χειρότερη θέση στην ΕΕ όσον αφορά την επιβάρυνση των νοικοκυριών.
Δυσοίωνη είναι η διαπίστωση ότι από το 2020 η χώρα μας καταγράφει το μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με ληξιπρόθεσμες οφειλές ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου, ενώ το 2021 κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών των οποίων διακόπηκε η παροχή ρεύματος και αερίου, λόγω μη εξόφλησης λογαριασμών.
Το κύμα ακρίβειας πλήττει τα νοικοκυριά καθώς από τον Απρίλιο του 2022 και μετά, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 19%. Ειδικά δε, για νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ, η απώλεια εκτιμάται σε 40%. Αλλά και για νοικοκυριά με ένα μέσο εισόδημα της τάξης των 1.100 ευρώ το μήνα, η απώλεια είναι μεταξύ 9% και 14%. Στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι χαμηλότερη του 11% και μειώνεται όσο αυξάνεται το επίπεδο του εισοδήματος.
Οι συνθήκες διαβίωσης είναι χειρότερες για εκείνους που εργάζονται με άτυπες μορφές εργασίας λόγω της δυσανάλογης επίδρασης της ακρίβειας στα χαμηλά εισοδήματα.
Για τα φτωχότερα νοικοκυριά οι δαπάνες για στέγαση αντιπροσωπεύουν το 38,6% της συνολικής κατανάλωσής, έναντι 28,7% των πλουσιότερων νοικοκυριών. Οι δαπάνες για τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά αντιπροσωπεύουν το 22,2% της κατανάλωσης των φτωχότερων νοικοκυριών, έναντι 17,6% των πλουσιότερων.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρεται στην έρευνα, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ υποστηρίζει ως άμεσα αναγκαίες τις παρακάτω παρεμβάσεις:
«- Καθολική προστασία της πραγματικής αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Είναι πολύ σημαντικό να προσαρμοστούν οι δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας και οι παροχές και τα επιδόματα κοινωνικής προστασίας στην εξέλιξη του πληθωρισμού. Η προσαρμογή αυτή μπορεί να μετριάσει το κόστος του πληθωρισμού στους πιο ευάλωτους και να τους προστατεύσει από την απόλυτη φτωχοποίηση.
Τα προσωρινά επιδοματικά μέτρα, κυρίως της ενεργειακής προστασίας συγκεκριμένων ομάδων, που έχουν ληφθεί, μέχρι σήμερα, περιορίζουν την κρίση κόστους ζωής, αλλά δεν την αντιμετωπίζουν και πρέπει να αξιολογηθούν μόνο ως πρόσθετες παρεμβάσεις στο σύστημα κοινωνικής προστασίας.
Επίσης, το πρόσθετο επιδοματικό εισόδημα πρέπει να είναι αφορολόγητο.
Στην κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαίο επίσης να εξαντληθεί κάθε δυνατότητα μείωσης της άμεσης και της έμμεσης (σε βασικά είδη διατροφής) φορολογίας, βάσει του δημοσιονομικού χώρου της οικονομίας και της εκτίμησης του κινδύνου δημοσιονομικής φερεγγυότητας της χώρας.
– Αμεση και επαρκής αύξηση του κατώτατου μισθού. Η παρέμβαση αυτή θα βοηθούσε σημαντικά στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα στην τρέχουσα κρίση κόστους ζωής.
Για να είναι αποτελεσματική αυτή η διαδικασία προσαρμογής, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με την πλήρη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και την επαναφορά της διαδικασίας της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
– Δημοκρατική επαναρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και κάλυψη της προστασίας των εργαζομένων με κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας για την επίτευξη μισθολογικών προσαρμογών, οι οποίες θα αντισταθμίζουν την επίδραση του πληθωρισμού σε όλη την κλίμακα των μισθών, με στόχο την επίτευξη δίκαιων αμοιβών και μιας βιώσιμης οικονομίας.
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, καθώς οι ονομαστικοί μισθοί δεν ανταποκρίνονται στην αύξηση του πληθωρισμού, προκαλώντας σημαντική μείωση του πραγματικού μισθού, το επιχείρημα του κινδύνου δημιουργίας ενός πληθωριστικού φαύλου κύκλου μισθών-τιμών είναι ιδεοληπτικό και εξυπηρετεί παρασιτικές και κερδοσκοπικές συμπεριφορές που υπονομεύουν τη βιωσιμότητα της οικονομίας και της κοινωνίας.
Οι μισθοί δεν είναι η αιτία της τρέχουσας πληθωριστικής έξαρσης. Οι εργαζόμενοι και οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες είναι τα θύματα αυτής της κρίσης.
– Δομική μεταρρύθμιση της οργανωτικής λειτουργίας της αγοράς ενέργειας, με δραστικό περιορισμό της επίδρασης του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, επαναξιολόγηση της αναπτυξιακής αποτελεσματικότητας της ιδιωτικοποίησης και του κατακερματισμού της αγοράς ενέργειας και έλεγχος των μηχανισμών διαφάνειας και ανταγωνισμού της.
– Αυστηρός έλεγχος του τρόπου διαμόρφωσης των τιμών και των περιθωρίων κέρδους των εταιρειών ενέργειας (παραγωγοί, προμηθευτές, εισαγωγείς), ανώτατα όρια τιμών και αυστηρή φορολόγηση στα υπερβολικά κέρδη τους, ώστε να περιοριστεί η μεταβλητότητα, η χρηματιστηριακή χειραγώγηση της τιμής και η κερδοσκοπία.
Την ίδια ώρα , κύριες συντάξεις το πολύ έως 1.000 ευρώ μεικτά, παίρνουν σχεδόν 6 στους 10 συνταξιούχους, βιώνοντας και αυτοί τις δραματικές συνέπειες της ακρίβειας, στην καθημερινότητά τους. Ακόμη χαμηλότερες, είναι οι νέες συντάξεις που βγαίνουν από τον ΕΦΚΑ.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του συστήματος Ήλιος , τον Οκτώβριο εκδόθηκαν περισσότερες από 23.500 νέες συντάξεις, κύριες, επικουρικές και μερίσματα για τις οποίες απαιτήθηκε να καταβληθούν 99,74 εκατ. ευρώ ως αναδρομικά. Η μηνιαία συνολική δαπάνη για τον ΕΦΚΑ, αυξήθηκε δε, κατά 12,21 εκατ. ευρώ. Από αυτές τις συντάξεις, οι 14.424 χορηγήθηκαν από τον ΕΦΚΑ και αφορούν ασφαλισμένους του ιδιωτικού τομέα. Ο μέσος όρος αυτών των κύριων συντάξεων ήταν μόλις 626,26 ευρώ μεικτά.
Αναλυτικά το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ