Αναλυτικά το σκεπτικό της απόφασης – Κατόπιν της διάστασης στη νομολογία ως προς το θέμα της νομιμοποίησης των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων για την άσκηση διαδικαστικών πράξεων υπό το καθεστώς των Ν. 3156/2003 και 4354/2015
Στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε το ζήτημα της κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΑΠ 1873/2022).
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, σπειδή με το Ν. 4354/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το Ν. 3156/2003 δυνατότητα απόκτησης και διαχείρισης επιχειρηματικών δανείων κ.λπ., τίθεται το ζήτημα αν από την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή του Ν. 4354/2015 με το Ν. 3156/2003, ο διαχειριστής του Ν. 4354/2015 διαθέτει πάντοτε την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 § 4, ανεξάρτητα από το εκάστοτε πλαίσιο, με το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση πιστώσεων, δηλαδή είτε στο πλαίσιο τιτλοποίησης του Ν. 3156/2003, είτε στο πλαίσιο του Ν. 4354/2015.
Για το ζήτημα αυτό, έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις Τμημάτων του Αρείου Πάγου, με κυριότερες τις ΑΠ 822/2022 και ΑΠ 1102/2022.
Με δεδομένη, συνεπώς, την ανακύψασα στη νομολογία διάσταση ως προς το θέμα της νομιμοποίησης των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων για την άσκηση διαδικαστικών πράξεων υπό το καθεστώς των Ν. 3156/2003 και 4354/2015, το δικαστήριο έκρινε ότι, πέραν του ότι δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, είναι αναγκαίο για την ενότητα της νομολογίας να παραπεμφθεί η υπόθεση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, κατά τα άρθρα 27 § 2β Ν. 4938/2022 και 563 §§ 1 και 2β’ του ΚΠολΔ, προκειμένου να κριθεί, αν κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003 οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 § 4 του νόμου αυτού, έχοντας και τη δυνατότητα άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων, μόνον όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Ν. 4354/2015 ή, αντιθέτως, διαθέτουν την ως άνω νομιμοποίηση ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο με βάση το οποίο συντελείται, εκάστοτε, η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή όχι μόνον όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών στις εν λόγω εταιρίες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 αλλά και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003.
Απόσπασμα απόφασης
Η ανάγκη αποσυμφορήσεως και απαλλαγής των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πελατών τους υπήρξε πιεστική, κι έτσι εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4354/2015 (άρθρα 1 – 3) μία νέα διαδικασία μεταβιβάσεως, αποκτήσεως και διαχειρίσεως μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων. Ωστόσο, με το ν. 4354/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λ.π. με τιτλοποίηση, αφού ρητά ορίσθηκε στο άρθρο 1 § 1 περ. δ’ του ν 4354/2015 ότι “Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3156/2003 (Α’ 157), ν. 1905/1990 (Α’ 1411), 1665/1986 (Α’ 194), 3606/2007 (Α’ 195) και 4261/2014 (Α’ 100) [ΑΠ 909/2021].
Περαιτέρω, με το ν. 4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι «Εταιρείες Αποκτήσεως» (ΕΑΑΔΠ) και οι «Εταιρείες Διαχειρίσεως Απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων» (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενο τους (1 § 1 στ. α’, β’, 1 § 1 στ. γ’, 2 § 1 Ν. 4354/2015 κ.α.).
Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 στ. β’ Ν. 4354/2015 συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ.
Ειδικότερα, οι ΕΔΑΔΠ είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (παρ. 1α). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. 1α), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες.
Το άρθρο 2 §§ 1 – 3 Ν. 4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (2 § 1 Ν. 4354/2015 και 2 § 5 στ. δ’ Ν. 4261/2014 σε συνδυασμό).
Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της.
Εξουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ, ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (1 § 1 στ. α’ Ν.4354/2015 ). Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 Ν.4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 § 1 β, στ’, ββ, και γγ’ Ν.4354/2015).
Επειδή, όπως προεκτέθηκε με το ν. 4354/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λπ., προς διερεύνηση είναι, αν από την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή του ν. 4354/2015 με το ν. 3156/2003, ο διαχειριστής του ν. 4354/2015 διαθέτει πάντοτε την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 § 4, ανεξάρτητα από το εκάστοτε πλαίσιο, με το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση πιστώσεων, δηλαδή είτε στο πλαίσιο τιτλοποίησης του ν. 3156/2003, είτε στο πλαίσιο του ν. 4354/2015, ζήτημα για το οποίο έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις Τμημάτων του Αρείου Πάγου.