Κρίθηκε η απαίτηση του εργοδότη να εξακολουθούν οι εργαζόμενοι να παρέχουν σε αυτό την εργασία τους χωρίς ουσιαστικά να αμείβονται γι’ αυτήν, καλύπτοντας έτσι τις ανάγκες του σε εργατικό προσωπικό, ότι υπερβαίνει τα από το άρ.281 ΑΚ τασσόμενα όρια
Απορριπτέος κρίθηκε από το Μονομελές Εφετείο Αθηνών ο ισχυρισμός εργοδότη περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας εκ μέρους εργαζομένων του (ΜονΕφΑθ 4144/2022).
Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι οι ενάγοντες – εργαζόμενοι άσκησαν το δικαίωμα επίσχεσης καταχρηστικά και, επομένως, δεν περιήλθε σε υπερημερία, διότι η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών των εναγόντων οφειλόταν στην ιδιαίτερα δυσχερή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, λόγω μείωσης των κρατικών επιχορηγήσεων και καθυστέρησης καταβολής των νοσηλίων που του οφείλονταν από τα ασφαλιστικά ταμεία, γεγονός που γνώριζαν οι ενάγοντες και παρά ταύτα προχώρησαν και ενέμειναν στην επίσχεση, παρότι προσκλήθηκαν να ενταχθούν σε συγκεκριμένο πρόγραμμα του Ε.Σ.Π.Α. που θα εξασφάλιζε την καταβολή των αποδοχών τους.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Ως καταχρηστικώς ασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί στον εργοδότη δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά εργοδότη που είναι αξιόπιστος και αξιόχρεος ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη. Η κατά τα άνω καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας καθιστά την επίσχεση παράνομη, με συνέπεια να μην παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή να μην καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη, ο οποίος δεν οφείλει να καταβάλει στον μισθωτό που ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα επίσχεσης τις αποδοχές υπερημερίας.
Περαιτέρω, όταν ο μισθωτός απέχει από την εργασία του μετά από νόμιμη δήλωση ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης, ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα με μόνη τη δήλωση αυτή να θεωρήσει λυμένη τη σύμβαση εργασίας από το μισθωτό με οικειοθελή αποχώρησή του από την εργασία του, ώστε να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, επικαλούμενος έλλειψη των προϋποθέσεων του νόμου για την επίσχεση ή καταχρηστικότητα της άσκησής της. Η άρση της επίσχεσης γίνεται αυτοδίκαια, με εκπλήρωση της υποχρέωσης του εργοδότη, η οποία πρέπει να είναι πραγματική, ή με συμφωνία εργοδότη και εργαζομένου, ενώ αν ο εργοδότης αποκρούει την προσφορά της εργασίας του μισθωτού χωρίς να προβαίνει σε νόμιμη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του (δηλαδή με έγγραφη καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης), τότε καθίσταται υπερήμερος, εκτός αν η δήλωση του μισθωτού περί συνέχισης της επίσχεσης είναι προσχηματική και υποκρύπτει βούλησή του να αποχωρήσει από την εργασία του.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο έκρινε ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, οπότε επήλθε μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους, λόγω της αξιόλογης, ποσοτικά και ποιοτικά, καθυστέρησης στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους από το εναγόμενο, με πρόθεση να εξαναγκαστούν οι ενάγοντες σε παραίτηση και σε κάθε περίπτωση καταγγέλθηκε σιωπηρά από το εναγόμενο η εργασιακή σύμβασή τους με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, δεν υπήρξε καταχρηστική κατ’ άρθρο 281 ΑΚ.
Προς τούτο, το δικαστήριο έλαβε ιδίως υπόψη τα εξής:
α) Το γεγονός ότι οι κρατικές επιχορηγήσεις που λάμβανε το εναγόμενο μειώθηκαν, ενώ σημειώνονταν και σημαντικές καθυστερήσεις στην καταβολή νοσηλίων που οφείλονταν στο εναγόμενο από τον ΕΟΠΥΥ, δεν καθιστά καταχρηστική τη συνέχιση της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης των εναγόντων, διότι όφειλε το εναγόμενο ως εργοδότης, ενόψει και ότι αυτή η κατάσταση δεν ήταν μια πρόσκαιρη οικονομική δυσχέρεια, να διαχειριστεί τους πόρους που εξακολουθούσε να διαθέτει αλλά και τα αποθέματα που με βεβαιότητα σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής είχε δημιουργήσει κατά τα προηγούμενα έτη, οπότε και εισέπραττε σαφώς μεγαλύτερες επιχορηγήσεις έχοντας παρόμοιες δαπάνες, κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να καλύψει, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τις μηνιαίες αποδοχές των εναγόντων, με τακτικές καταβολές ή έστω να προγραμματίσει την καταγγελία των συμβάσεών τους, με την καταβολή των νόμιμων απαιτήσεών τους.
β) Ότι οι ενάγοντες, πριν προχωρήσουν στη συνέχιση της επίσχεσης, είχαν δύο ακόμη φορές προβεί κατά τα προηγούμενα έτη σε επισχέσεις μικρότερων χρονικών διαστημάτων, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα για τους ίδιους, αφού συνεχίστηκε η καθυστέρηση στην καταβολή των αποδοχών τους, η οποία ήταν χρονικά και ποσοτικά αξιόλογη, ξεπερνώντας σχεδόν το ένα έτος, έχοντας συσσωρευθεί μεγάλα ποσά οφειλών προς αυτούς, εξαντλώντας οικονομικά τους ίδιους και τις οικογένειές τους, ενώ στο εναγόμενο ήταν γνωστή η οικονομική τους κατάσταση, καθόσον η εργασία τους ήταν η μοναδική πηγή βιοπορισμού τους.
γ) Ότι παράλληλα με τη συνέχιση της επίσχεσης, οι ενάγοντες εξακολούθησαν να αναζητούν συμβιβαστικές λύσεις για τη διευθέτηση της διαφοράς που είχε προκύψει μέσω του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, με σταδιακή αποπληρωμή των οφειλομένων, ώστε να μπορέσουν να επανέλθουν στην εργασία τους, εξαντλώντας κάθε άλλο νόμιμο μέσο που διέθεταν για να μπορέσουν να λάβουν τις δεδουλευμένες αποδοχές τους.
δ) Ότι, αντιθέτως, είναι η απαίτηση του εναγομένου να εξακολουθούν οι ενάγοντες να παρέχουν σε αυτό την εργασία τους χωρίς ουσιαστικά να αμείβονται γι’ αυτήν, καλύπτοντας έτσι τις ανάγκες του σε εργατικό προσωπικό, ώστε να μπορεί να συνεχίζει τη λειτουργία του, εκείνη που υπερβαίνει τα από το άρθρο 281ΑΚ τασσόμενα όρια.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο sakkoulas-online.gr