Αδικαιολόγητη η χρονική πρόβλεψη τριετίας για την υποβολή αίτησης γνωστοποίησης σε παρακολουθούμενους. Αιχμές και για τον περιορισμό του ρόλου της ανεξάρτητης Αρχής.
Σωρεία ενστάσεων για τις διατάξεις που περιλαμβάνει το νομοσχέδιο για τις υποκλοπές διατύπωσε η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), πολλές από τις οποίες κρίνει ως αντισυνταγματικές.
Μία από τις βασικές παρατηρήσεις της Αρχής είναι η διατήρηση του παλαιού συστήματος της έκδοσης της εισαγγελικής διάταξης για άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας στον εισαγγελέα της ΕΥΠ και της ΔΑΕΕΒ.
«Το σύστημα αυτό πάσχει, σε ό,τι αφορά τις εγγυήσεις διαφάνειας και αποτελεσματικής προάσπισης του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών διότι η ανάθεση της αρμοδιότητας έκδοσης των διατάξεων άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας σε εισαγγελέα εφετών, αποσπασμένο από τον φυσικό του χώρο και λειτουργούντα στο περιβάλλον της ΕΥΠ και της ΔΑΕΕΒ, προκαλεί μια μορφή ενσωμάτωσής του στο περιβάλλον και τη νοοτροπία που κυριαρχούν στις υπηρεσίες αυτές» επισημαίνεται.
Για το λόγο αυτό προτείνεται όχι μόνο να ανατεθεί η αρμοδιότητα της έκδοσης των διατάξεων σε εισαγγελέα εφετών, ο οποίος παραμένει στην έδρα του, αλλά «περαιτέρω, για λόγους μείζονος εγγυήσεως είναι απαραίτητο η αρμοδιότητα αυτή να ανατεθεί σε τριμελές δικαστικό συμβούλιο (όχι απαραιτήτως αποτελούμενο από εισαγγελείς) το οποίο θα οφείλει να αποφαίνεται σε σύντομες αποκλειστικές προθεσμίες».
ΑΔΑΕ: Χωρίς αιτιολογία η άρση απορρήτου
Παράλληλα, η ΑΔΑΕ τονίζει πως το νέο θεσμικό πλαίσιο εξακολουθεί να μην συμπεριλαμβάνει στα στοιχεία, που περιέχονται στις εισαγγελικές διατάξεις περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, την αιτιολογία λήψεως του μέτρου.
«Αιτιολογία απαραίτητη, εφόσον αποτελεί το μόνο μέσο για να μπορεί αρμοδίως να διαπιστωθεί ότι κατά την εισαγγελική κρίση δεν εμφιλοχώρησε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του εισαγγελικού λειτουργού κατά την εκ μέρους του ερμηνεία της νομικής έννοιας της εθνικής ασφάλειας καθώς και μη τήρηση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας» υποστηρίζει.
Σημειώνεται δε πως υιοθετείται η ρύθμιση ότι για όλα τα κακουργήματα μπορεί να δικαιολογηθεί η άρση του απορρήτου, ενώ προστίθεται επιπλέον και ένας μεγάλος κατάλογος πλημμελημάτων (πάνω από 50 από μια πρόχειρη καταμέτρηση).
«Έτσι όμως η διάταξη παρουσιάζει σοβαρό πρόβλημα συμφωνίας με το άρθρο 19 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του Συντάγματος, διότι μετατρέπει τον κανόνα σε εξαίρεση και την εξαίρεση σε κανόνα».
ΑΔΑΕ: Υπερβολικά μακρύ διάστημα η τριετία για γνωστοποίηση
Αιχμές αφήνει η ΑΔΑΕ και την αφαίρεση της αρμοδιότητας που σχετίζεται με τη διαδικασία της εκ των υστέρων γνωστοποίησης στον θιγέντα της κατά το παρελθόν τυχόν επισύμβασης άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφάλειας, ενώ διαφωνεί με την τριετή πρόβλεψη για να μπορέσει το θιγόμενο πρόσωπο να υποβάλλει αίτηση γνωστοποίησης.
«Το χρονικό διάστημα των τριών ετών μετά την λήξη της άρσης του απορρήτου για να επιτραπεί η υποβολή αίτησης, που προβλέπεται από το άρθρο 4§7 του νομοσχεδίου, είναι άνευ αποχρώντος λόγου υπερβολικά μακρύ» τονίζει η Αρχή.
Στην ίδια διάταξη του νομοσχεδίου προβλέπεται, όπως αναφέρει, ότι δεν θα περιέχονται στην ενημέρωση του θιγέντος οι λόγοι για τους οποίους είχε ληφθεί το μέτρο.
«Με αποτέλεσμα να μην εκπληρώνεται ο σκοπός για τον οποίο γίνεται η γνωστοποίηση, σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ και ο οποίος δεν είναι άλλος από το να χορηγηθεί στον θιγέντα η δυνατότητα να ασκήσει τα ένδικα βοηθήματα και μέσα τα οποία προβλέπει η έννομη τάξη, προκειμένου να υπερασπισθεί τα δικαιώματα και έννομα συμφέροντα του απέναντι σε κάθε τυχόν μη σύννομη, ή καταχρηστική και δυσανάλογη εις βάρος του χρήση του μέτρου» υπογραμμίζεται.
Η τήρηση αρχείων
Ειδική αναφορά γίνεται στην απαγόρευση τήρησης αρχείου από τον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καθώς όπως σημειώνει «θέτει ζητήματα διαφάνειας της διαδικασίας άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και αδυναμίας πραγματοποίησης λυσιτελούς και αποτελεσματικού ελέγχου από την ΑΔΑΕ».
Επίσης, αναφέρεται πως είναι ατελής και ασαφής η διάταξη που προβλέπει την αποθήκευση από την ΑΔΑΕ των διατάξεων που της αποστέλλονται σε ειδικό αρχείο και ανακύπτουν πολύ σοβαρά ερωτήματα σε σχέση με την τηρητέα διαδικασία.
«Αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο ως έχει, ως προς το θέμα αυτό, θα σταματήσει υποχρεωτικά και αυτομάτως η δυνατότητα καταχώρησης και αποθήκευσης των παραλαμβανομένων από την ΑΔΑΕ διατάξεων και βουλευμάτων, αφού για τους λόγους που παρατίθενται αναλυτικά στο πλήρες κείμενο με τις παρατηρήσεις της Αρχής, θα είναι αδύνατη η κρυπτογράφηση, που επιβάλλεται για το εν λόγω ειδικό αρχείο με την εν λόγω παράγραφο. Αν όντως συμβεί αυτό, θα ακυρωθεί ουσιαστικά η δυνατότητα της ΑΔΑΕ να φτιάξει και να διατηρήσει ένα δικό της αρχείο με προσωπικά (και μη) δεδομένα με βάση τα βουλεύματα και τις διατάξεις περί άρσης του απορρήτου, που αποστέλλονται σε αυτήν και θα είναι υποχρεωμένη για να ασκήσει το συνταγματικό της καθήκον και τις αρμοδιότητες που της αναθέτει σε εκπλήρωση του καθήκοντός της αυτού ο νομοθέτης, να καταφεύγει στα αρχεία τα τηρούμενα από τα ελεγχόμενα από αυτήν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή τους παρόχους των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, χωρίς μάλιστα να έχει καμία δυνατότητα να διασταυρώσει τα περιεχόμενα σε αυτά δεδομένα. Αυτό μπορεί κανείς βασίμως να υποθέσει ότι δεν είναι κάτι που είναι δυνατό να επιθυμεί η Εθνική Αντιπροσωπεία» υποστηρίζεται.
Τα πολιτικά πρόσωπα
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε από μέλη της ΑΔΑΕ και στην άρση απορρήτου για πολιτικά πρόσωπα. Ειδικότερα, τρία μέλη της Ολομέλειας μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος της Αρχής, Χρήστος Ράμμος και τα μέλη Στέφανος Γκρίτζαλης και Αικατερίνη Παπανικολάου, υποστήριξαν την άποψη ότι η απόφαση για την χορήγηση της άδειας προκειμένου να εκδοθεί διάταξη άρσης του απορρήτου πολιτικού προσώπου για λόγους εθνικής ασφάλειας (άρθρο 6 παρ. 3 του νομοσχεδίου) πρέπει να λαμβάνεται όχι από μονοπρόσωπο όργανο, αλλά από όργανο ευρύτερης κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, του Προέδρου της Βουλής μετέχοντος.
Όπως πρότεινε περαιτέρω το μέλος Σ. Γκρίτζαλης ως προς τη σύνθεση του υπό συζήτηση οργάνου, την συμμετοχή του Προέδρου της Βουλής και των προερχόμενων από όλα τα κόμματα, πλην της κυβέρνησης, Αντιπροέδρων. Σε περίπτωση δε ισοψηφίας, να υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.
Αναλυτικά ΕΔΩ οι παρατηρήσεις της ΑΔΑΕ