Αυτοκινητικό ατύχημα – Επικουρικό Κεφάλαιο – Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης – Ανώτατο όριο – Αρχή αναλογικότητας – Σεβασμός προσωπικότητας – Αρχή ισότητας – Ποσοστό τόκου υπερημερίας -.
Αντισυνταγματικότητα του επιβληθέντος με τον νόμο ανωτάτου ορίου των 6.000 ευρώ ως χρηματικής ικανοποίησης για ψυχική οδύνη από του Επικουρικό Κεφάλαιο. Σεβασμός της περιουσίας του προσώπου κατά το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ. Οι διατάξεις με τις οποίες ορίζεται το ποσοστό τόκου υπερημερίας που καταβάλλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο σε 6% ετησίως έρχονται σε αντίθεση με διατάξεις του Συντάγματος, του ΔΣΑΠΔ και του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Καθορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Αρχή της αναλογικότητας. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου η αρχή της αναλογικότητας, ή και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας.
Αριθμός 21/ 2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαϊωάννου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών, και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 1 Νοεμβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ , κατοίκου τοπικής κοινότητας Κοκοβάτου Δήμου Ζαχάρως Νομού Ηλείας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Λουμίτη, με δήλωση κατ’ άρθρ. 242.2 Κ.Πολ.Δ.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) , κατοίκου τοπικής κοινότητας Ανήλιου Δήμου Ζαχάρως Νομού Ηλείας, η οποία εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεωργίου Βλαχαντώνη, με δήλωση κατ’ άρθρ. 242.2 ΚΠολΔ και 2) του ΝΠΙΔ με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΞ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» που εδρεύει στην Αθήνα, Υπατίας 5 και εκπροσωπείται νόμιμα το οποίο εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Χηνόπουλο, με δήλωση κατ’ άρθρ. 242.2 Κ.Πολ.Δ.
Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: , κατοίκου Δημοτικού Διαμερίσματος Ανήλιου Δήμου Ζαχάρως Νομού Ηλείας, ΑΦΜ , η οποία εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεωργίου Βλαχαντώνη, με δήλωση κατ’ άρθρ. 242.2 Κ.Πολ.Δ.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) , κατοίκου τοπικής κοινότητας Κοκοβάτου Δήμου Ζαχάρως Νομού Ηλείας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Λουμίτη, με δήλωση κατ’ άρθρ. 242.2 Κ.Πολ.Δ. και 2) του ΝΠΙΔ με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΞ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» που εδρεύει στην Αθήνα, Υπατίας 5 και εκπροσωπείται νόμιμα το οποίο εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Χηνόπουλο, με δήλωση κατ’ άρθρ. 242.2 Κ.Πολ.Δ.
Η ενάγουσα και ήδη πρώτη εφεσίβλητη πρώτης έφεσης και εκκαλούσα δεύτερης έφεσης άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας την από 30.7.2012 και με αριθ. εκθ. καταθ. Μεΐ190/21.8.2012 αγωγή της. Το παρεμπίπτον ενάγον και ήδη δεύτερο εφεσίβλητο πρώτης και δεύτερης έφεσης άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας την από 30.10.2012 με αριθμ. καταθ. Μει 242/30.10.2012 παρεμπίπτουσα αγωγή. Επί των ανωτέρω αγωγών εκδόθηκε η με αριθ. 373/2013 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε εν μέρει την κύρια αγωγή και δέχθηκε την παρεμπίπτουσα αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) ο πρώτος εναγόμενος της κύριας αγωγής και εναγόμενος της παρεμπίτουσας αγωγής και ήδη εκκαλών, με την από 17.10.2013 και με αριθ. εκθ. καταθ. 81/2013 και προσδ. 48/2017 έφεση της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 7.12.2017 και μετά από αναβολή αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και β) η ενάγουσα της κύριας αγωγής και ήδη εκκαλούσα με την από 15.12.2015 και με αριθ. εκθ. καταθ. 2/2016 και προσδ. 23/2016 έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 9.2.2017 και μετά από αναβολή η 7.12.2017 και μετά από αναβολή αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόρος των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως προαναφέρθηκε, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑ! ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου φέρονται για συζήτηση στην παρούσα δικάσιμο: Α) η από 17.10.2013 και με αριθ. εκθ. καταθ. 81/2013 και προσδ. 48/2017 έφεση και Β) η από 15.12.2015 και με αριθ. εκθ. καταθ. 2/2016 και προσδ. 23/2016 έφεση, οι οποίες στρέφονται κατά της με αριθμό 373/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, εκδοθείσης κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα. Οι εν λόγω εφέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας, καθόσον αφορούν αξιώσεις που απορρέουν από το ίδιο αυτοκινητιστικό ατύχημα και υπάγονται στην ίδια διαδικασία, αλλά και διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων αυτής (άρθρο 246 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ).
Α. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 516 και 517 Κ.Πολ.Δ προκύπτει σαφώς ότι επί απλής ομοδικίας στην πλευρά των εναγομένων η έφεση απευθύνεται μόνον κατά του αντιδίκου του εκκαλούντος, όχι δε και κατά του απλού ομοδίκου του, εκτός εάν περιέχει κάποια επιβλαβή διάταξη για τον εκκαλούντα υπέρ του ομοδίκου του. Αν δεν συντρέχει η τελευταία περίπτωση, η κατά του απλού ομοδίκου απευθυνόμενη έφεση είναι απαράδεκτη κατά τις διατάξεις των άρθρων 73 και 532 Κ.Πολ.Δ (ΑΠ 839/1977 ΝοΒ 26. 680, ΑΠ 83/1977 ΝοΒ 25. 1124). Τούτο ισχύει έστω και αν μεταξύ των απλών ομοδίκων υπάρχει δικαίωμα αναγωγής (ΕΑ 1624/1986 Ε.Δ 26. 726) και τούτο διότι στη δίκη που αντικείμενο είναι η από κοινού ζημία σε τρίτον, αντικείμενο αυτής είναι η αξίωση του τρίτου προς αποζημίωση και όχι η εξ αναγωγής ευθύνη του ενός συνυπαιτίου προς τον άλλον. Στη δίκη αυτή οι από κοινού υπαίτιοι δεν μπορούν να αντιδικήσουν μεταξύ τους ούτε ως προς την ύπαρξη, ούτε ως προς την έκταση της μεταξύ τους ευθύνης. Επομένως η έφεση του ενός από αυτούς δεν μπορεί να απευθύνεται και κατά του άλλου, διότι το συμφέρον του εκκαλούντος εξαντλείται στην απόρριψη της αγωγής ως προς αυτόν, το δε δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να περιλάβει στην απόφαση του διάταξη που να μεταβάλει ως προς τον εφεσίβλητο ομόδικο του εκκαλούντος τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από την εκκαλουμένη (Σαμουήλ «Η έφεση» παρ. 229) ενόψει του ότι και η τυχόν εξέταση του επιμερισμού της υπαιτιότητας στην κατ’ έφεση δίκη δεν θα παρήγε δεδικασμένο για τις εσωτερικές μεταξύ τους σχέσεις που θα ανακύψουν στη δίκη της αναγωγής (άρθρο 927 Α.Κ) αφού δεν είναι αναγκαία για τη στήριξη του διατακτικού (άρθρο 331 Κ.Πολ.Δ) (Εφ.ΑΘ 8251/99 δημ. Νόμος, Κονδύλη «Το Δεδικασμένο» § 26 σελ. 307, 308, Κρητικού «Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα» § 2568 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών της πρώτης έφεσης στρέφεται κατά του δεύτερου εφεσίβλητου-δεύτερου εναγομένου της από 30.7.2012 και με αριθ. εκθ. καταθ. Μει190/21.8.2012 αγωγής, συνυπεύθυνου και απλού ομοδίκου αυτού. Πλην όμως, η έφεση είναι, σύμφωνα με αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, απορριπτέα ως απαράδεκτη καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του απλού ομοδίκου του εκκαλούντος, ως προς τους οποίους η κύρια αγωγή έγινε δεκτή και όχι αντιδίκου του, περιέχουσα η εκκαλουμένη επιβλαβή διάταξη για τον εκκαλούντα υπέρ του ομοδίκου του με την κρίση περί εφαρμογής της διάταξης των άρθρων 10 και 19.2 εδ.α ΠΔ 237/86 όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της παρ.2 από το άρθρο τέταρτο παρ. γ του ν. 4092/2012 και ευθύνης μέχρι του ποσού των 6.000 ευρώ του Επικουρικού Κεφαλαίου, γεγονός όμως που δεν επικαλείται και με την υπό κρίση έφεση δεν αιτείται και τη διόρθωση της απόφασης ως προς την διάταξη αυτή.
Η κρινόμενη έφεση του ηττηθέντος πρώτου εναγομένου κύριας αγωγής και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθμ. 373/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από την σύμβαση ασφάλισης (αρθ. 681Α Κ.Πολ.Δ. ως ίσχυε κατά τον χρόνο κατάθεσης της επίδικης αγωγής και πριν την έμμεση κατάργηση με το άρθρο 1 άρθρο 4 του ν. 4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1.1.2016), αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και εμπροθέσμως, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης, της οποίας από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει επίδοση, εντός προθεσμίας τριών ετών ως ίσχυε κατά τον χρόνο κατάθεσης αυτής από την δημοσίευση της εκκαλουμένης (άρθρ. 511, 513 παρ. 1, 518 παρ.2 Κ.Πολ.Δ) (Ολ.ΑΠ 10/2018, Α.Π 519/2017 δημ. Νόμος). Επομένως, η έφεση η οποία αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφόσον για το παραδεκτό αυτής κατατέθηκε παράβολο διακοσίων εκατό (200) ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 495 του Κ.Πολ.Δ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/6-7-2012, με έναρξη ισχύος από 2.4.2012 και αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 35.2 και 45 του ν. 4446/2016 με έναρξη ισχύος από 23.1.2017 (βλ. υπ’ αριθμ. 15545/23.10.2013 διπλότυπο είσπραξης ΔΟΥ Πύργου). Με την ανωτέρω έφεση πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν και η από 31.10.2018 διά των έγγραφων προτάσεων του εκκαλουντος ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου πρόσθετοι λόγοι έφεσης, οι οποίοι εισήχθησαν παραδεκτά για συζήτηση σύμφωνα με το άρθρο 674 παρ. 1 σε συνδυασμό με 681 Α και 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ ως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το ν. 4335/2015 δεδομένου ότι η νέα διάταξη του αρθ. 591.1 ζ Κ.Πολ.Δ εφαρμόζεται μόνο επί εφέσεων που θα ασκηθούν από την 1.1.2016 και μετά σύμφωνα με την μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ.2 του ν. 4335/2015 (Βαθρακοκοίλης «Η ΕΦΕΣΗ» εκδ.2015, σελ. 295, σημ. 1114γ), αναφερόμενοι στο κονδύλιο της χρηματικής αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης, μολονότι ο εκκαλών προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, διότι στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνεται και το κεφάλαιο της αποζημίωσης. (ΑΠ1092/2002 ΧρΙΔ 2002.924, Εφ.Δωδ.334/2006 δημ. Νόμος). Επομένως, οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης πρέπει να συνεξεταστούν μαζί με αυτούς της έφεσης ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
Β. Η κρινόμενη έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας κύριας αγωγής και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθμ. 373/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφάλισης (αρθ. 681Α Κ.Πολ.Δ ως ίσχυε κατά τον χρόνο κατάθεσης της επίδικης αγωγής και πριν την έμμεση κατάργηση με το άρθρο 1 άρθρο 4 του ν. 4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1.1.2016), αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και εμπροθέσμως, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης, της οποίας από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει επίδοση, εντός προθεσμίας τριών ετών ως ίσχυε κατά τον χρόνο κατάθεσης αυτής από την δημοσίευση της εκκαλουμένης (άρθρ. 511, 513 παρ. 1, 518 παρ.2 Κ.Πολ.Δ) (Ολ.ΑΠ 10/2018, Α.Π 519/2017 δημ. Νόμος). Επομένως, η έφεση η οποία αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 495 του Κ.Πολ.Δ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/6-7-2012, με έναρξη ισχύος από 2.4.2012 και αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 35.2 και 45 του ν. 4446/2016 με έναρξη ισχύος από 23.1.2017 (βλ. υπ’ αριθμ. διπλότυπο ΔΟΥ Πύργου).
Η ενάγουσα και ήδη πρώτη εφεσίβλητη της πρώτης έφεσης και εκκαλούσα της δεύτερης έφεσης, με την με αριθμό κατάθεσης 30.7.2012 με αριθμ. καταθ Μει /2012 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, εξέθεσε ότι ο πρώτος εναγόμενος- οδηγώντας χωρίς άδεια ικανότητα οδηγού το άνευ αριθμού και άδειας κυκλοφορίας ΙΧΕ αυτοκίνητο κυριότητας, νομής και κατοχής του που δεν ήταν ασφαλισμένο για την απέναντι στους τρίτους αστική ευθύνη, προκάλεσε από αποκλειστική του υπαιτιότητα τον τραυματισμό του , υιού της ενάγουσας, συνεπεία του οποίου επήλθε ο θάνατος του, κατά το αυτοκινητικό ατύχημα που συνέβη την 21.6.2011 και περί ώρα 12.30 π.μ, επί της οδού με κατεύθυνση από την ΕΟ Πύργου-Κυπαρισσίας προς την παραλία Κακοβάτου, υπό τις αναφερόμενες στην αγωγή συνθήκες. Με βάση τα ανωτέρω, η ενάγουσα, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής τους από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα οικεία πρακτικά συνεδριάσεως και με τις προτάσεις της, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ως αποζημίωση για την ψυχική της οδύνη στην ενάγουσα το ποσό των 50.000 ευρώ, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ως αποζημίωση για την ψυχική της οδύνη στην ενάγουσα το ποσό των 250.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί κατά του πρώτου εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας 12 μηνών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην δικαστική της δαπάνη. Οι εναγόμενοι με δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα οικεία πρακτικά συνεδριάσεως και αναλύεται στις προτάσεις, που κατατέθηκαν νόμιμα, αρνούνται την αγωγή, επικουρικά δε προβάλλουν την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος κατά ποσοστό 50% ο πρώτος εναγόμενος και κατά ποσοστό 95% το δεύτερο εναγόμενο στην πρόκληση του ατυχήματος και χωρίς να προσδιορίζει ποσοστό ο πρώτος εναγόμενος και κατά ποσοστό 95% το δεύτερο εναγόμενο ως προς τον τραυματισμό του λόγω μη χρήσης κράνους καθώς και την ένσταση περιορισμού της ευθύνης του το δεύτερο εναγόμενο σύμφωνα με το άρθρο 4 περ.γ του ν. 4092/2012 . Το παρεμπιπτόντως ενάγον και ήδη δεύτερο εφεσίβλητο πρώτης και δεύτερης έφεσης με την από 30.10.2012 με αριθμ. καταθ. Μει /30.10.2012 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, εξέθεσε ότι σε περίπτωση κατά την οποία αποδειχθεί ότι ο εναγόμενος- οδηγώντας χωρίς άδεια ικανότητα οδηγού το άνευ αριθμού και άδειας κυκλοφορίας ΙΧΕ αυτοκίνητο κυριότητας, νομής και κατοχής του που δεν ήταν ασφαλισμένο για την απέναντι στους τρίτους αστική ευθύνη, προκάλεσε από αποκλειστική του υπαιτιότητα τον τραυματισμό του , υιού της ενάγουσας της κύριας αγωγής, συνεπεία του οποίου επήλθε ο θάνατος του, κατά το αυτοκινητικό ατύχημα που συνέβη την 21.6.2011 και περί ώρα 12.30 π.μ, επί της οδού Καλογεροπούλου με κατεύθυνση από την ΕΟ Πύργου-Κυπαρισσίας προς την παραλία Κακοβάτου, υπό τις αναφερόμενες στην αγωγή συνθήκες και γίνει δεκτή η ανωτέρω αγωγή ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος, ως κύριος, νομέας και κάτοχος του ανωτέρω αυτοκίνητου υποχρεούται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 489/76, να του καταβάλει ότι υποχρεωθεί αυτό να καταβάλλει στην ενάγουσα. Με βάση τα ανωτέρω, ζήτησε να υποχρεωθεί ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος να του καταβάλλει, λόγω της αναγωγικής του ευθύνης, το αιτούμενο με την κύρια αγωγή ποσό, άλλως το ποσό το οποίο θα υποχρεωθεί αυτό να καταβάλλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής, πλέον τόκων και εξόδων, σε περίπτωση που αυτή γίνει δεκτή, νομιμοτόκως από την επόμενη ημέρα της καταβολής μέχρι και την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί κατά του παρεμπιπτόντως εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας 12 μηνών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικασθεί στην δικαστική του δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, αφού συνεκδίκασε την κύρια και την παρεμπίπτουσα αγωγή αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε αυτή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο ως μη νόμιμη για το ποσό πέρα των 6.000 ευρώ σύμφωνα με τον περιορισμό που θεσπίσθηκε με τον ν. 4092/2012 και το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης σε βάρος του πρώτου εναγομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου λόγω του 83ου έτους της ηλικίας του πρώτου εναγομένου, δέχθηκε εν μέρει την κύρια αγωγή, υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των 6.000 ευρώ, υποχρέωσε τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 44.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, κήρυξε τη απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τον πρώτο εναγόμενο ως προς το ποσό των 10.000 ευρώ απορρίπτοντας αυτή ως προς το δεύτερο εναγόμενο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20.2εβ του ΠΔ 237/1986 όπως προστέθηκε με το άρθρο τέταρτο παρ.θ του ν. 4092/2012 και καταδίκασε τους εναγομένους σε καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, ποσού 2.100 ευρώ. Επίσης, αφού απέρριψε το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της παρούσας απόφασης προσωρινώς εκτελεστής ως προώρως ασκηθέν και το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης σε βάρος του εναγομένου ως ουσιαστικά αβάσιμα λόγω του 83ου έτους της ηλικίας του εναγομένου, δέχθηκε την παρεμπίπτουσα αγωγή, υποχρέωσε τον παρεμπιπτόντως εναγόμενο να καταβάλλει στο παρεμπιπτόντως ενάγον οποιοδήποτε ποσό θα καταβάλλει δυνάμει της παρούσας απόφασης στην ενάγουσα της από 30.7.2012 κύριας αγωγής με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη δήλη ημέρα καταβολής και μέχρι την πλήρη εξόφληση και καταδίκασε τον παρεμπιπτόντως εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης ποσού 250 ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται α) ο εκκαλών της υπό κρίση πρώτης έφεσης για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεση του, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ώστε να απορριφθεί τόσο η από 30.7.2012 κύρια αγωγή όσο και η από 30.10.2012 παρεμπίπτουσα αγωγή και να καταδικασθούν οι εφεσίβλητοι στην δικαστική του δαπάνη, β) η εκκαλούσα της υπό κρίση δεύτερης έφεσης για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση της, να εξαφανισθεί άλλως μεταρρυθμιστεί επ’ ωφελεία της η εκκαλουμένη ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολο της και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στη δικαστική της δαπάνη.
Στο άρθρο 3 § 1 της Οδηγίας 72/166/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24.4.1972 “περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής” προβλέπεται, ότι κάθε κράτος μέλος λαμβάνει…όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε η αστική ευθύνη, σχετική με την κυκλοφορία οχημάτων με συνήθη στάθμευση στο έδαφος του να καλύπτεται από ασφάλιση”. Η υποχρέωση αυτή καλύπτεται με την πρόβλεψη της υποχρεωτικής κάλυψης με ασφάλιση του κυρίου ή κατόχου του αυτοκινήτου της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης (αρθρ. 2 επ. Ν. 489/1976), καθώς και με την πρόβλεψη ποινικής και διοικητικής ευθύνης των προαναφερομένων κυρίου ή κατόχου σε περίπτωση κυκλοφορίας ανασφάλιστου αυτοκινήτου (αρθρ. 12 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, στο άρθρο 1 § 4 της 84/5/ΕΟΚ δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου της 30.12.1983 Τια την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων οχημάτων”, ορίζεται ότι “κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποκαθιστά, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης της παραγράφου 1″. Στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου το ζήτημα τούτο είχε ήδη προβλεφθεί στα άρθρα 16 επ. του προαναφερόμενου Ν. 489/1976, που κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, με την ίδρυση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία ” Επικουρικό κεφάλαιο ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων” και συντετμημένα “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ” το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Ανάπτυξης, εδρεύει στην Αθήνα και διέπεται από τις διατάξεις του άνω νόμου. Στη συνέχεια, μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικά οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας των οποίων τα οχήματα εξαιρούνται της υποχρεωτικής ασφάλισης (αρθρ. 18 Ν. 489/1976), για την εκπλήρωση δε του σκοπού του επιβάλλεται εκ του νόμου εισφορά υπέρ αυτού, το ανώτατο όριο της οποίας καθορίζεται με την εκάστοτε απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί των καθαρών ασφαλίστρων (5% κατ’ ανώτατο όριο) του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία οχήματα, η οποία βαρύνει κατά 70% τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και κατά 30% τους ασφαλισμένους (αρθρ. 20 § 1 Ν. 489/1976). Από την νομοθεσία λοιπόν που το διέπει, τον τρόπο λειτουργίας του και τους σκοπούς που εξυπηρετεί, προκύπτει ότι, παρά την ιδιωτικού δικαίου νομική μορφή του, το Επικουρικό Κεφάλαιο επιτελεί κοινωνικό έργο. Με τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 §§ 1, 2, 5, 6 και 10 § 1 του ΠΔ/τος 237/1986 καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση της από αυτοκινητικά ατυχήματα ευθύνης, η οποία καλύπτει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική αξίωση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη το δε ασφαλιστικό ποσό είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό που καθορίζει κάθε φορά με αποφάσεις της η …. για κάθε είδος κινδύνου που υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 § 1 του ιδίου ως άνω ΠΔ/τος, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν κατά την παρ.2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα και σε περίπτωση που αυτά προκαλούνται από ανασφάλιστο όχημα ή από όχημα αγνώστων στοιχείων ή ασφαλισμένο σε ασφαλιστική εταιρία που πτώχευσε ή της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε. Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του από το Ν. 4092/2012, η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παρ.5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου ατυχήματος. Περαιτέρω, με το τέταρτο άρθρο του Ν. 4092/2012, ο οποίος σύμφωνα με το έβδομο άρθρο αυτού ισχύει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 220 τ. Α 78.11.2012), εισήχθησαν περιορισμοί στις αποζημιώσεις που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο σε περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του, καθώς επίσης και περιορισμοί στο ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Ειδικότερα, με το στοιχείο γ’ του άνω άρθρου, αντικαταστάθηκε η παρ.2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 237/1986 και προβλέπεται πλέον, μεταξύ άλλων, α) ότι η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για κάθε δικαιούχο και β) ότι η αποζημίωση στην περίπτωση πτώχευσης του ασφαλιστή ή άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του ασφαλιστή ή τέλος ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας δεν καταβάλλεται ολόκληρη, αλλά με βάση τα ποσοστά που η διάταξη αυτή λεπτομερώς καθορίζει, κυμαινόμενα μεταξύ 70% έως 90%, μη δυνάμενη να υπερβεί, κατ ανώτατο όριο, το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Με την ίδια δε αυτή διάταξη ορίστηκε περαιτέρω ότι η εν λόγω ρύθμιση “καταλαμβάνει και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση” και ότι “οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως.” Πρέπει να σημειωθεί ότι με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ κατά την οποία “κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημίες ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει ολοκληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1” καλύπτεται και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (Ολ. Α.Π. 9/1993, ΔΕΕ, C-277/12 της 24-10-2013 στην υπόθεση … κατά …). Περαιτέρω, το άρθρο 9 παρ.1 της Κωδικοποιητικής Οδηγίας 2009/103/ΕΚ ορίζει επακριβώς ποια είναι τα ελάχιστα αυτά ποσά ασφαλιστικής κάλυψης, τα οποία θα πρέπει να τηρούνται σε κάθε περίπτωση (ΔΕΚ C-348/98 14-11-2000. Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, ενώ οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν κατά το Σύνταγμα στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Τέλος, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, το οποίο κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων ορίσθηκε ότι “παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ει μη δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου ή των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέτει σε ισχύ νόμους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσης αγαθών, σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή προς διασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Υπό τα δεδομένα αυτά οι προεκτεθείσες διατάξεις του Ν.4092/2012 είναι ανίσχυρες για τους ακόλουθους λόγους. Ο καθορισμός του ποσού των 6.000 ευρώ ως ανωτάτου ορίου για ψυχική οδύνη κάθε δικαιούχου προσκρούει ευθέως στην παρ.4 του άρθρου 1 της δεύτερης Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ, κατά την οποία “κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή εγκρίνει οργανισμό, αποστολή του οποίου είναι να αποζημιώνει, τουλάχιστον εντός των ορίων της υποχρέωσης ασφάλισης, τις υλικές ζημιές ή τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται από οχήματα αγνώστων στοιχείων ή για τα οποία δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση ασφάλισης που προβλέπεται στην παρ. 1”, διάταξη η οποία καλύπτει και την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, κατά τα προεκτεθέντα. Επίσης, το επιβληθέν ανώτατο όριο των 6.000 ευρώ είναι αντίθετο και προς την αρχή της stricto sensu αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 εδάφ. δ του Συντάγματος), διότι η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Επικουρικού Κεφαλαίου, αλλά ούτε και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αφού θα μπορούσε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό με ηπιότερο τρόπο, είτε με το να προβλεφθεί μία έκτακτη επιδότηση του από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε με το να υποχρεωθεί αυτό να εξυγιάνει τα οικονομικά του μέσω της αύξησης των εσόδων του και του περιορισμού των λειτουργικών του δαπανών. Εξ ετέρου, η εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης, η οποία περιορίζει με το ως άνω όριο την ευθύνη του Επικουρικού Κεφαλαίου και επί των ήδη γεγενημένων αξιώσεων είναι ανίσχυρη, διότι είναι αντίθετη προς το προαναφερθέν άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των νόμων ισχύ. Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα “περιουσιακής φύσεως” και τα κεκτημένα “οικονομικά συμφέροντα”. Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ. ΑΠ 6/2007, Ολ. ΑΠ 40/1998). Έτσι, η ανωτέρω διάταξη του Ν. 4092/2012, με το να περιορίσει δραστικά το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης καταργεί ουσιαστικά την αστική αυτή απαίτηση των δικαιούχων, που γεννήθηκε με το θάνατο συγγενικού προσώπου σε τροχαίο ατύχημα. Κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση περιουσιακού στοιχείου των ως άνω προσώπων χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημόσιας ωφέλειας. Και τέτοιο λόγο δεν συνιστά το ταμειακό απλώς συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου. Ακολούθως, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών ή προσώπων, δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή δε των ειδικών περιστάσεων ή του κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (Ολ. Α.Π. 3/2006, 38/2005, 30/2005, 23/2004, 11/2008).Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, “όλοι είναι ίσοι ενώπιον Των δικαστηρίων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί δίκαια και δημόσια από αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο … για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα”. Το έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 2462/1997. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η αρχή της ισότητας των διαδίκων, που συνιστά ειδική εκδήλωση της αρχής της ισότητας, επιβάλλει την ίση μεταχείριση τους από τους νόμους που προσδιορίζουν τους όρους της δικαστικής προστασίας. Επομένως, διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διάδικου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες (Ολ. Α.Π. 12/2013, Ολ. Α.Π. 4/2012). Κατά συνέπεια, οι διατάξεις με τις οποίες ορίζεται το ποσοστό τόκου υπερημερίας που καταβάλλεται από το Επικουρικό Κεφάλαιο σε 6% ετησίως, δηλαδή σε ποσοστό μικρότερο από εκείνο που υποχρεούνται να καταβάλλουν οι οφειλέτες αυτού και το οποίο ισχύει για όλους τους διαδίκους, έρχεται σε αντίθεση 1) με τα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, αφού με αυτές αναγνωρίζεται υπέρ του Επικουρικού Κεφαλαίου ευνοϊκή μεταχείριση ενώ τίθεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι αυτού ο άλλος διάδικος και 2)με την διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι με την ανωτέρω ευνοϊκή υπέρ αυτού ρύθμιση επέρχεται βλάβη της περιουσίας του δανειστή του Επικουρικού Κεφαλαίου (στην προκειμένη περίπτωση των αναιρεσιβλήτων) χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενόψει του ότι το απλό ταμειακό συμφέρον του Επικουρικού Κεφαλαίου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση των δικαιωμάτων των παθόντων από τροχαία ατυχήματα να απαιτήσουν και να λάβουν τόκους για τις αξιώσεις τους σε ποσοστό ίδιο με εκείνο που καταβάλουν οι ιδιώτες, ενώ δεν συνιστά τέτοιο λόγο δημοσίου συμφέροντος το γεγονός ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, τελεί απλώς υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του κράτους (Α.Π. 1025/2015). Τέλος, η ανωτέρω διάταξη έρχεται σε αντίθεση με την ήδη και συνταγματικώς κατοχυρωμένη (άρθρο 25 του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας, κατά τα προεκτεθέντα. Η αρχή αυτή, η οποία υπαγορεύει την τήρηση της αναλογίας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα που χρησιμοποιούνται προδήλως προσβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο, διότι και αν θεωρηθεί ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η προστασία του Επικουρικού Κεφαλαίου, το καταβαλλόμενο ποσοστό 6% ως τόκος υπερημερίας, δηλαδή το 1/2 από εκείνο που υποχρεούται να καταβάλλει ο οφειλέτης ιδιώτης, δεν είναι αναλογικό (Ολ.Α.Π. 3/2017, Ολ.ΑΠ 4/2012, Ολ. ΑΠ 5/2012). Εν προκειμένω, η εκκαλούσα της υπό κρίση δεύτερης έφεσης με τον πρώτο λόγο της έφεσης της παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη της διάταξης του άρθρου 19.2 του ΠΔ 237/86 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τέταρτο περ.γ του ν. 4092/2012 καθότι το δεύτερο εφεσίβλητο-εναγόμενο υποχρεώθηκε με την εκκαλουμένη να καταβάλλει σ’ αυτήν από το ένδικο ατύχημα το ποσό των 6.000 ευρώ σύμφωνα με το ορισθέν από την ανωτέρω θεσπισθείσα διάταξη ευθύνης. Ο λόγος αυτός της υπό κρίση έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, διότι η ανωτέρω διάταξη με την οποία θεσπίζεται ανώτερο ποσό ευθύνης του Ν.Π.Ι.Δ με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», είναι αντισυνταγματική και προσκρούει στο άρθρο 4.1 και 25.1 του Συντάγματος, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε την από 30.7.2012 κύρια αγωγή, μη νόμιμη κατά το μέρος αυτό, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του νόμου και για το λόγο αυτό, σύμφωνα και με τις προεκτιθέμενες σκέψεις, πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η υπό κρίση δεύτερη έφεση, όπως και η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση δεύτερης έφεσης υποστηρίζει, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά την ως άνω διάταξη της, με την οποία κρίθηκε η αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο μη νόμιμη για το ποσό άνωθεν των 6.000 ευρώ και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει την αγωγή να την κάνει δεκτή ως νόμω βάσιμη και ως προς το δεύτερο εναγόμενο ως προς το κύριο και παρεπόμενο αίτημα αυτής.
Κατά το άρθρ. 932 Α.Κ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται με αυτή δυνητική ευχέρεια στο δικαστήριο να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό, αφού εκτιμήσει τα υπόψη του τιθέμενα πραγματικά περιστατικά (βαθμό πταίσματος, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, επί θανατώσεως τον βαθμό συγγενείας, την ηλικία του θύματος), με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής. Συνεπώς, εφόσον ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, το “εύλογο” του επιδικαζόμενου ποσού, δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και συνακόλουθα η σχετική κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη, κατά τούτο, εφαρμογή του νόμου (ΑΚ 932). Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. ’λλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζόμενη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και “στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει”, και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπετε αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσης της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση, από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται ως πλημμέλειες, του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεση του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος] με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. ’λλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμα του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 211/2017, Α.Π 90/2017, ΑΠ 705/2016). Με τη διάταξη του άρθρου 932 εδάφιο 3 ΑΚ ορίζεται ότι: “Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης,” Η επιδίκαση της άνω χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του δικαστού της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (Ολ ΑΠ 21/2000, ΑΠ 442/2017 δημ. Νόμος).
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ειδικότερα από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ίδιου παραπάνω Δικαστηρίου, τα έγγραφα τα οποία και πάλι οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, καθώς και τα έγγραφα-υπ’ αριθμ. 443/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από την πρώτη εφεσίβλητη-εκκαλούσα ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου καθόσον κρίνεται ότι η παράλειψη προσκομιδής τους δεν οφείλεται σε πρόθεση στρεψοδικίας ή βαρειά αμέλεια (αρθ. 529 Κ.Πολ,Δ), μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητείται και αποδεικνύεται γνήσιο (αρθρ. 432, 449 παρ. 2, 453 παρ. 1, 457 παρ. 4, 458 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ,Δ (ΑΠ 1286/2003 ΕΔ 2005.406, ΕφΛαμ. 14/2011 δημ. Νόμος), είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως τεκμήρια, μεταξύ των οποίων τα έγγραφα της ποινικής διαδικασίας (Α.Π 58/93 Ε.Δ 95.1108, Α.Π 884/76 NOB 77.340), κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία κατωτέρω, χωρίς από αυτό να συνάγεται πως δεν λήφθηκαν όλα τα προσκομιζόμενα, τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις (αρθ 261 Κ.Πολ.Δ.) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (αρθ. 336.4 Κ.Πολ.Δ.), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 21.6.2011 και ώρα 12.30 μ.μ, ο , υιός της ενάγουσας, οδηγώντας την με αριθμ. κυκλοφορίας ΗΑΚ- δίκυκλη μοτοσυκλέτα ιδιοκτησίας της , εκινείτο επί της δημοτική οδού I. Καλογεροπούλου στον Κακόβατο Ζαχάρως Ηλείας, με κατεύθυνση από την ΕΟ Πύργου-Κυπαρισσίας προς την παραλία Κακόβατου. Κατά τον ίδιο χρόνο, ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας χωρίς άδεια ικανότητας οδηγού και άνευ αριθμού και άδειας κυκλοφορίας ΙΧΕ αυτοκίνητο, κυριότητας, νομής και κατοχής του, που δεν ήταν ασφαλισμένο για τις ζημίες που προξενούνται έναντι τρίτων σε ασφαλιστική εταιρία εκινείτο επί της αυτής οδού και με κατεύθυνση από παραλία Κακόβατου προς την Ε.Ο Πύργου-Κυπαρισσίας. Ο δρόμος αυτός είναι διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, με πλάτος 3,60 μέτρων και πεζοδρόμιο πλάτους 1,10 μέτρων στη λωρίδα κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς την παραλία Κακόβατου και πλάτους 4 μέτρων και πλάτος πεζοδρομίου 4 μέτρων στη λωρίδα κυκλοφορίας με κατεύθυνση Ε.Ο Πύργου-Κυπαρισσίας, σε ευθεία. Λόγω της ώρας του ατυχήματος επικρατούσε φως ημέρας, η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν ξηρή και η κίνηση των οχημάτων αραιή και των πεζών κανονική. Στο σημείο εκείνο το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας είναι 50 χλμ./ώρα, λόγω του κατοικημένου της περιοχής. Όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος έφθασε στο ύψος της εκκλησίας της Ζωοδόχου Πηγής και 100 μέτρα πριν από τις γραμμές του τρένου έχασε ξαφνικά και χωρίς λόγο τον έλεγχο του αυτοκινήτου, εξετράπη της πορείας του, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και παρά την άμεση τροχοπέδηση 8,50 μ. και τον προς αριστερά αποφευκτικό ελιγμό του οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας- αυτή προσέκρουσε με το εμπρόσθιο τμήμα της στη δεξιά πίσω πλευρά του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος, προκαλώντας την εκτίναξη του οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας και την εν τέλει πτώση του στο ρεύμα κυκλοφορίας που κινούταν η δίκυκλη μοτοσικλέτα, δίπλα στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος, το οποίο ακινητοποιήθηκε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας από την αρχική του πορεία (κατεύθυνση Ε.Ο Πύργου-Κυπαρισσίας προς Κακόβατο) ενώ η δίκυκλη μοτοσικλέτα ακινητοποιήθηκε στο αντίθετο ρεύμα από το ρεύμα κυκλοφορίας της (κατεύθυνση Κακόβατο προς Ε.Ο Πύργου Κυπαρισσίας). Το αποτέλεσμα της ανωτέρω σύγκρουσης, ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός του οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας- . Η υπό τις συνθήκες αυτές επελθούσα σύγκρουση οφείλεται στην οδική συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου και δη στην αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια) του. Ειδικότερα ο τελευταίος, οδηγώντας χωρίς άδεια ικανότητας οδηγού, η οποία είχε λήξει από το έτος 2007 και δεν είχε ανανεωθεί, ελλείψει υποβολής αυτού στις ιατρικές εξετάσεις προς ανανέωση αυτής λόγω της ηλικίας του και δη 81 ετών (γεννηθείς το έτος 1930), από απερισκεψία και έλλειψη σύνεσης δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του αποκλειστικά στην οδήγηση του αυτοκινήτου που οδηγούσε (αρθ. 12.1 ΚΟΚ), ούτε ασκούσε τον έλεγχο και την εποπτεία και δεν ρύθμισε την ταχύτητα του οχήματος του (αρθ. 19.1,2 ΚΟΚ) ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς, και χωρίς να λάβει υπόψη τις επικρατούσες συνθήκες-κίνηση δίκυκλης μοτοσικλέτας στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και ύπαρξη μιας λωρίδας κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση. Έτσι, όταν έχασε ξαφνικά και χωρίς λόγο τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, εξετράπη της πορείας του και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας δεν μπόρεσε ούτε να τροχοπεδήσει, ούτε να ενεργήσει ικανό αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά, έτσι ώστε να επαναφέρει το αυτοκίνητο στην αρχική πορεία και εν τέλει παρεμβλήθηκε ξαφνικά και απροειδοποίητα της πορείας της κανονικά ερχόμενης στο ρεύμα κυκλοφορίας δίκυκλης μοτοσικλέτας που οδηγούσε ο θανών. Ηθελημένη είσοδο του πρώτου εναγομένου στο αντίθετο ρεύμα με σκοπό να στρίψει αριστερά προκειμένου να εισέλθει στα κτήματα του δεν αποδείχθηκε δεδομένου ότι το μεν πρώτο από το από 21.6.2011 πρόχειρο σχεδιάγραμμα του AT Ζαχάρως δεν φέρει στο σημείο του ατυχήματος παρακείμενη οδό έστω και αγροτική αλλά συνεχόμενο έρεισμα πλάτους 1,10 μ., το δε δεύτερο ο μάρτυρας απόδειξης καταθέτει ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου «δεξιά και αριστερά του σημείου που έγινε το ατύχημα υπάρχουν αραιοκατοικημένα σπίτια» και όχι αγροκτήματα. Καμία δε υπαιτιότητα δεν βαρύνει τον ο οποίος κινούταν κανονικά επί του ρεύματος κυκλοφορίας του, στο δεξιό μέρος της λωρίδας κυκλοφορίας από Ε.Ο Πύργου-Κυπαρισσίας προς Κακόβατο, με ταχύτητα 50 χλμ./ ώρα, ενώ παρεμβλήθηκε στην πορεία του το αυτοκίνητο του πρώτου εναγομένου, με αποτέλεσμα ο θανών να μην μπορέσει να αποφύγει τη σύγκρουση, παρότι μόλις αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος να εισέρχεται στο ρεύμα κυκλοφορίας του προέβη σε πέδηση μήκους 8,5 μ. και σε αποφευκτικό προς τα αριστερά ελιγμό. Σημειώνεται ότι υπερβολική ταχύτητα του θανόντος που συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο τροχαίο ατύχημα δεν αποδείχθηκε, δεδομένου ότι ο θανών μόλις είχε διέλθει τις σιδηροδρομικές γραμμές που διασχίζουν κάθετα τη δημοτική οδό I. Καλογεροπούλου γεγονός που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας οδηγεί σε μείωση ταχύτητας προς αποφυγή εκτροπής του οχήματος, πλέον του ότι η τελική θέση του οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας φέρεται εντός του οδοστρώματος στο ρεύμα κυκλοφορίας που κινούταν η δίκυκλη μοτοσικλέτα, και πλησίον της τελικής θέσης του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος, πράγμα που δεν θα συνέβαινε εάν ο θανών είχε αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα και δη αυτός θα εκτινασσόταν σε μεγάλη απόσταση από το σημείο σύγκρουσης. Η προσπέραση που προηγήθηκε από την δίκυκλη μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο θανών της τετράτροχης μοτοσικλέτας που οδηγούσε ο σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τις ανωτέρω σιδηροδρομικές γραμμές αληθή υποτιθέμενου και με ταχύτητα αυτής ανώτερης του ορίου των 50 χλμ. εντός κατοικημένης περιοχής ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί εν προκειμένω λόγω του ότι η κίνηση επί του οδοστρώματος δεν λαμβάνει χώρα με σταθερή ταχύτητα αλλά αυτή αυξομειώνεται αναλόγως των συνθηκών. Συνεπώς, η ένσταση αποκλειστικής υπαιτιότητας άλλως συνυπαιτιότητας του θανόντος στην πρόκληση του ατυχήματος λόγω του ότι έβαινε επί του οδοστρώματος με αυξημένη για τις περιστάσεις ταχύτητα που πρότειναν οι εναγόμενοι της κύριας αγωγής παραδεκτά πρωτοδίκως, όπως προαναφέρθηκε, και επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση πρώτης έφεσης ο εκκαλών πρώτης έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα ανωτέρω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά ως προς τις συνθήκες του προκληθέντος τροχαίου ατυχήματος και την αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου εναγομένου ως προς την πρόκληση του ατυχήματος δέχθηκε και το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, την οποία αιτιολογία το Δικαστήριο τούτο αντικαθιστά με την ορθή παραπάνω αιτιολογία (αρθ. 534 Κ.Πολ.Δ), όπως αναλυτικά έχει εκτεθεί χωρίς να πρέπει να εξαφανιστεί, η εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον η εσφαλμένη αιτιολογία δεν περιέχει στοιχεία διατακτικού και δεν δημιουργεί δεδικασμένο (Εφ Αθ 8662/2007 δημ Νόμος, Σαμουήλ «η έφεση», έκδοση Ε σελ.427 παρ.1136). Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια με την εκκαλουμένη απόφαση, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στην κρινόμενη πρώτη έφεση με τον πρώτο και δεύτερο λόγο-πρώτο και δεύτερο σκέλος, κρίνονται ως αβάσιμα και απορριπτέα. Αποτέλεσμα του ατυχήματος, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός του αναβάτη της δίκυκλης μοτοσικλέτας συνεπεία κακώσεων θώρακος και κοιλίας. Ειδικότερα στο πτώμα διαπιστώθηκαν οι ακόλουθες κακώσεις εν ζωή γενόμενες: θλαστικό τραύμα κατά τη δεξιά μετωπιαία χώρα διαμέτρου 4,5 εκ. περίπου μετά ακανόνιστου περιγράμματος, εκτεταμένες εκδορές δια τριβής προκληθείσες κατά το σύνολο σχεδόν της αριστερής οπίσθιας δελτοειδούς και βραχιόνιας χώρας, εκτεταμένες εκδορές διά τριβής προκληθείσες κατά το σύνολο σχεδόν της δεξιάς οπίσθιας βραχιόνιας χώρας, θλαστικό τραύμα κατά την αριστερή κάτω κοιλιακή χώρα, μήκους 3 εκ. περίπου και διάσπαρτες εκδορές και μικροεκδορές ανά το σώμα (βλ. την με αριθμ. πρωτ. /2011 Ιατροδικαστική Έκθεση Νεκροψίας-Νεκροτομίας της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πατρών), συνεπεία των οποίων ως μόνη ενεργό αιτία επήλθε ο θάνατος του. Ο κατά την οδήγηση της δίκυκλης μοτοσικλέτας παρέλειψε να φέρει προστατευτικό κράνος, αν και υποχρεούταν (αρθ. 12.6 και 101 ΚΟΚ). Η παράλειψη του αυτή όμως δεν συντέλεσε αποφασιστικά στον θανάσιμο τραυματισμό του ενόψει του είδους των σωματικών βλαβών που υπέστη, όπως προαναφέρθηκε, συνεπεία των οποίων επήλθε ο θάνατος του (κακώσεων θώρακος και κοιλίας) και όχι κρανιοεγκεφαλικών. Συνεπώς, η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος εξαιτίας της συγκεκριμένης παράλειψης του, στην έκταση και στη βαρύτητα του τραυματισμού του (αρθ. 6 ΓΣΠΝ/1911, 300 Α.Κ και 101 ΚΟΚ), που πρότειναν οι εναγόμενοι της κύριας αγωγής παραδεκτά πρωτοδίκως, όπως προαναφέρθηκε, και επαναφέρει με το δεύτερο λόγο-τρίτο σκέλος της υπό κρίση πρώτης έφεσης ο εκκαλών της πρώτης έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια με την εκκαλουμένη απόφαση ως προς την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος- ως προς την πρόκληση του τραυματισμού εξαιτίας της παράλειψης του να φέρει κράνος, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στην κρινόμενη πρώτη έφεση με τον δεύτερο λόγο-τρίτο σκέλος, κρίνονται ως αβάσιμα και απορριπτέα. Δυνάμει της με αριθμό 443/2014 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας ο πρώτος εναγόμενος κρίθηκε ένοχος της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών ετών ανασταλείσα για τρία έτη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο θανών, υιός της ενάγουσας, ήταν 54 ετών (γεννηθείς το έτος 1957), κατά το χρόνο του θανάτου του, και υγιής, διέμενε δε μαζί με την μητέρα του, έχοντας αποβιώσει σε προγενέστερο χρόνο η σύζυγος του, στην οικία τους, στο Ανήλιο. Η ενάγουσα λόγω της παραπάνω συγγένειας, της οικογενειακής σχέσης και του στενότατου ψυχικού δεσμού που είχε με τον θανόντα, υπέστη μεγάλη ψυχική δοκιμασία και συντριβή από τον αιφνίδιο και άδικο θάνατο του προσφιλούς της προσώπου. Πρέπει δε να ληφθεί υπόψη ότι ο θανών διέμενε στην αυτή οικία με την μητέρα του, στήριζε αυτή σε όλες τις εκφάνσεις του οικογενειακού βίου. Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη πέρα από το στοιχείο της αποκλειστικής υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου στην πρόκληση του ατυχήματος της συμπεριφοράς αυτού ο οποίος οδηγούσε σε ηλικία 81 ετών χωρίς να έχει ανανεώσει την άδεια ικανότητας οδηγού, χωρίς αριθμό και άδεια κυκλοφορίας του οχήματός του, χωρίς να είναι αυτό ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες σε ασφαλιστική εταιρία, χωρίς να έχει υποβληθεί σε έλεγχο ΚΤΕΟ. Κατόπιν τούτων ο αδόκητος θάνατος συγκλόνισε ανεπανόρθωτα τον ψυχικό της κόσμο, διατάραξε τη συναισθηματικής της ισορροπία και της δημιούργησε έντονα και βαθύτατα συναισθήματα θλίψης, οδύνης, απογοήτευσης και απαισιοδοξίας, που είναι πολύ δύσκολο να εξαλειφθούν ολοσχερώς στο μέλλον. Για να επέλθει κάποια εξισορρόπηση στη δυσμενή αυτή κατάσταση που δημιουργήθηκε στην ανωτέρω, πρέπει να επιδικασθεί σ’ αυτήν εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία αποσκοπεί στην ανακούφιση της από τη θλίψη, τον πόνο και τη στενοχώρια της. Το παρόν Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη, για τον καθορισμό του ύψους της εύλογης και δίκαιης χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης, της εν λόγω ενάγουσας (μητέρας), τη διάρκεια και την ένταση της θλίψης και του ψυχικού άλγους που δοκίμασε, το μέγεθος και την ένταση της οδυνηρής εμπειρίας που βίωσε, το στενό συναισθηματικό σύνδεσμο της και το βαθμό της συγγένειας που τη συνέδεε, την ηλικία της ενάγουσας (75 ετών), την ως άνω ηλικία του θανόντος (54 ετών), τις ιδιαίτερες ανωτέρω συνθήκες του επισυμβάντος τροχαίου ατυχήματος (αδικοπραξίας), την αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου επιβατικού αυτοκινήτου στην πρόκληση του ατυχήματος και του τραυματισμού του θανόντος, την οικονομική κατάσταση και την κοινωνική θέση των διαδίκων φυσικών προσώπων, όχι όμως και του δεύτερου εναγομένου-επικουρικού κεφαλαίου και επίσης λαμβάνοντας υπόψη και την αρχή της αναλογικότητας, κρίνει ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης που δικαιούται η ενάγουσα ανέρχεται στο ποσό των 50.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια με την εκκαλουμένη απόφαση ως προς το επιδικασθέν κονδύλιο της αποζημίωσης για ψυχική οδύνη και επιδίκασε για την ανωτέρω αιτία στην ενάγουσα το αυτό ποσό ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στην κρινόμενη δεύτερη έφεση με το δεύτερο λόγο κρίνονται ως αβάσιμα και απορριπτέα. Μετά ταύτα πρέπει η υπό κρίση πρώτης έφεση ως προς τον πρώτο και δεύτερο λόγο της που αφορούν την ουσία της υπόθεσης και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς εξέταση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ* ουσίαν και η υπό κρίση δεύτερη έφεση ως προς τον δεύτερο και μοναδικό λόγο της που αφορά την ουσία της υπόθεσης και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς εξέταση, να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ ουσίαν.
Κατόπιν τούτων πρέπει α) να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η από 17.10.2012 με αριθ. εκθ. καταθ. /2013 και προσδ. 48/2017 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. /2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 495 παρ.4 ΚΠολΔ όπως, αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 και ισχύει από 2-4-2012, ενόψει της ήττας του εκκαλούντος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ που καταβλήθηκε από αυτόν (εκκαλούντα). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών της πρώτης υπό κρίση έφεσης, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δικ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και β) να γίνει τυπικά δεκτή και ουσιαστικά εν μέρει δεκτή η από 15.12.2015 και με αριθ. εκθ. καταθ ./2016 και προσδ. 23/2016 έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξη με την οποία κρίθηκε η αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο μη νόμιμη για το ποσό άνωθεν των 6.000 ευρώ και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν ως προς αυτό και χάριν της απόκτησης ενιαίου τίτλου εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 Ε.Δ 26.642, ΕφΠειρ 464/2011 ΕΝΑΥΤΔ 2012.8), να απορριφθεί ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, να γίνει εν μέρει δεκτή η από 30.7.2012 κύρια αγωγή ως ουσία βάσιμη, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των 50.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Σημειώνεται δε ότι οι δίκες που δημιουργούνται παράλληλα με την άσκηση κύριας και παρεμπίπτουσας αγωγής είναι μεν συναφείς πλην όμως διακριτές και σε περίπτωση που γίνει εν μέρει δεκτή η κύρια αγωγή και ο ενάγων ασκήσει έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, όπως εν προκειμένω, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την υπό κρίση δεύτερη έφεση δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και η παρεμπίπτουσα αγωγή αλλά απαιτείται η άσκηση έφεση από τον παρεμπίπτως ενάγοντα μη αρκούντος η επαναφορά αυτής με τις προτάσεις του ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως εφεσίβλητος- εναγόμενος, αλλά απαιτείται η άσκηση επικουρικής έφεσης (Οικονόμου «Η ΕΦΕΣΗ» εκδ. 2017, αρθ. 520, σελ. 167, σημ. 15) πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Περαιτέρω κατ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 495 παρ.4 Κ.Πολ.Δ. όπως, αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 και ισχύει από 2-4-2012, ενόψει της μερικής νίκης της εκκαλούσης πρέπει να επιστραφεί το κατατεθέν από αυτήν παράβολο των διακοσίων (200) ευρώ. Τέλος, οι εναγόμενοι πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή εν μέρει των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος της τελευταίας (αρθ. 178.1, 183, 191.2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 17.10.2013 με αριθ. εκθ. Καταθ /2013 και προσδ. /2017 έφεση και την από 15.12.2015 με αριθ. εκθ. καταθ. /2016 και προσδ. /2016 έφεση
Α. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τυπικά την από 17.10.2013 με αριθ. εκθ. καταθ. ../2013 και προσδ. /2017 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 373/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο.
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 17.10.2013 με αριθ. εκθ. καταθ. /2013 και προσδ. /2017 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 373/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας ως προς την πρώτη εφεσίβλητη
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα, που μνημονεύονται στο σκεπτικό.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για τον καθένα.
Β. ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 15.12.2015 με αριθ. εκθ. καταθ. ../2016 και προσδ. /2016 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 373/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ αριθμόν 373/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας ως προς τη διάταξη με την οποία κρίθηκε η από 30.7.2012 με αριθμ. καταθ. Μει /21.8.2012 κύρια αγωγή ως προς το δεύτερο εναγόμενο μη νόμιμη για το ποσό άνωθεν των 6.000 ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην εκκαλούσα των παραβόλων υπέρ Δημοσίου, που μνημονεύονται στο σκεπτικό.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ ουσίαν την κύρια αγωγή
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την κύρια αγωγή
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των 2.700 ευρώ και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Πάτρα στις 9.1.2019 , σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
https://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/MonEfPatr21_2019.htm