Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 8-11-2022 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι οι αναγνωρισμένες ενώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν ενώπιον δικαστηρίου έγκριση ΕΚ τύπου οχημάτων που διαθέτουν «συστήματα αναστολής» τα οποία ενδέχεται να είναι απαγορευμένα.
Επιπλέον, το ΔΕΕ έκρινε ότι λογισμικό ενσωματωμένο σε πετρελαιοκίνητα οχήματα το οποίο μειώνει την αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου των εκπομπών σε συνήθεις θερμοκρασίες και κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους συνιστά απαγορευμένο σύστημα αναστολής.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Deutsche Umwelthilfe, ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος η οποία έχει ικανότητα διαδίκου σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, προσέβαλε ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου Schleswig-Holstein την απόφαση της Ομοσπονδιακής υπηρεσίας μηχανοκίνητων οχημάτων με την οποία επετράπη, για ορισμένα οχήματα μάρκας Volkswagen (πρόκειται για τα οχήματα μοντέλου VW Golf Plus TDI, τα οποία είναι εξοπλισμένα με πετρελαιοκινητήρα τύπου EA 189 γενιάς Euro 5), η χρήση ενός λογισμικού που μειώνει την ανακυκλοφορία των ρυπογόνων αερίων ανάλογα με την εξωτερική θερμοκρασία.
To επίμαχο λογισμικό καθιερώνει ένα θερμοκρασιακό παράθυρο βάσει του οποίου το ποσοστό ανακυκλοφορίας των καυσαερίων είναι 0% όταν η εξωτερική θερμοκρασία είναι χαμηλότερη από -9 βαθμούς Κελσίου, 85 % όταν κυμαίνεται μεταξύ -9 και 11 βαθμών Κελσίου, και αυξάνεται πέραν των 11 βαθμών Κελσίου για να φθάσει στο 100% πλήρους λειτουργίας μόνον όταν η εξωτερική θερμοκρασία είναι ανώτερη των 15 βαθμών Κελσίου. Συνεπώς, το ποσοστό ανακυκλοφορίας των καυσαερίων είναι μειωμένο στο 85% όταν σημειώνονται οι μέσες θερμοκρασίες που παρατηρούνται στη Γερμανία, οι οποίες για το 2018 ανέρχονταν στους 10,4 βαθμούς Κελσίου.
Κατά την Deutsche Umwelthilfe, ένα τέτοιο θερμοκρασιακό παράθυρο συνιστά σύστημα αναστολής απαγορευμένο από το δίκαιο της Ένωσης.
Η Γερμανία, κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή, υποστήριξε ότι η Deutsche Umwelthilfe δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς να προσβάλει την επίδικη απόφαση, η οποία τροποποιεί έγκριση ΕΚ τύπου, με αποτέλεσμα η προσφυγή της να είναι απαράδεκτη. Εξάλλου, το επίμαχο θερμοκρασιακό παράθυρο συνάδει, κατ’ αυτήν, με το δίκαιο της Ένωσης.
Διατηρώντας αμφιβολίες ως προς τα δύο αυτά ζητήματα, το διοικητικό πρωτοδικείο Schleswig-Holstein ζήτησε από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει αφενός, τη Σύμβαση του Aarhus για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, εξεταζόμενη σε συνδυασμό με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και, αφετέρου, τον κανονισμό (ΕΚ) 715/2007 [κανονισό που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων].
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο απάντησε, πρώτον, ότι η Σύμβαση του Aarhus, εξεταζόμενη σε συνδυασμό με τον Χάρτη, έχει την έννοια ότι σε ένωση για την προστασία του περιβάλλοντος η οποία έχει ικανότητα διαδίκου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο πρέπει να αναγνωρίζεται δυνατότητα να προσβάλει ενώπιον εθνικού δικαστηρίου απόφαση της διοίκησης για τη χορήγηση ή την τροποποίηση έγκρισης ΕΚ τύπου που ενδέχεται να αντιβαίνει στην απαγόρευση χρήσης συστημάτων αναστολής τα οποία μειώνουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών.
Ειδικότερα, η Σύμβαση του Aarhus, εξεταζόμενη σε συνδυασμό με τον Χάρτη, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν αποτελεσματική δικαστική προστασία και τους απαγορεύει να στερούν από τέτοιες ενώσεις κάθε δυνατότητα να ζητούν και να εξασφαλίζουν τον έλεγχο της τήρησης ορισμένων κανόνων του δικαίου της Ένωσης για το περιβάλλον.
Δεύτερον, όσον αφορά το επίμαχο θερμοκρασιακό παράθυρο, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, όπως έχει ήδη κρίνει -με τις αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2022, GSMB Invest, C-128/20, Volkswagen, C-134/20, καθώς και Porsche Inter Auto και Volkswagen, C-145/20– όσον αφορά πανομοιότυπο θερμοκρασιακό παράθυρο, ένα σύστημα που διασφαλίζει την τήρηση των οριακών τιμών εκπομπών μόνον όταν η εξωτερική θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 15 και 33 βαθμών Κελσίου και το υψόμετρο κυκλοφορίας είναι μικρότερο των 1.000 μέτρων, συνιστά «σύστημα αναστολής».
Κατά τον κανονισμό (ΕΚ) 715/2007, απαγορεύεται η χρήση συστημάτων αναστολής που μειώνουν την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ελέγχου των εκπομπών. Πλην όμως, ένα σύστημα αναστολής, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, μπορεί κατ’ εξαίρεση να δικαιολογηθεί εφόσον αποδεικνύεται ότι ανταποκρίνεται αυστηρώς στην ανάγκη αποφυγής των άμεσων κινδύνων ζημιών ή ατυχήματος στον κινητήρα που προκαλούνται από δυσλειτουργία κατασκευαστικού στοιχείου του συστήματος ανακυκλοφορίας των καυσαερίων, οι οποίοι είναι τόσο σοβαροί ώστε να δημιουργούν συγκεκριμένο κίνδυνο κατά την οδήγηση του οχήματος που είναι εξοπλισμένο με το εν λόγω σύστημα. Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν συντρέχει τέτοια περίπτωση.
Επιπροσθέτως, όπως επίσης έχει κρίνει το Δικαστήριο, μια τέτοια «ανάγκη» χρήσης συστήματος αναστολής υφίσταται μόνον όταν, κατά τον χρόνο της έγκρισης ΕΚ τύπου του εν λόγω συστήματος ή του οχήματος που είναι εξοπλισμένο με αυτό, καμία άλλη τεχνική λύση δεν καθιστά δυνατή την αποτροπή άμεσων κινδύνων ζημιών ή ατυχήματος στον κινητήρα που δημιουργούν συγκεκριμένο κίνδυνο κατά την οδήγηση του οχήματος.
Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, ακόμη και αν υφίστατο η ανωτέρω περιγραφείσα ανάγκη, το σύστημα αναστολής θα ήταν απαγορευμένο εάν έπρεπε, υπό κανονικές συνθήκες οδήγησης, να λειτουργεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους. Πράγματι, το να επιτραπεί ένα τέτοιο σύστημα αναστολής θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να εφαρμόζεται η εξαίρεση συχνότερα από την απαγόρευση και επομένως θα έθιγε δυσανάλογα την ίδια την αρχή του περιορισμού των εκπομπών οξειδίων του αζώτου (NOx).
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA