Αγροτική αποκατάσταση. Ανεπίτρεπτη η κτήση κυριότητας από τρίτο σε βάρος του κληρούχου ή των καθολικών ή των ειδικών διαδόχων του με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αλλά και η λόγω συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής άρνηση αποδόσεως του τμήματος του κλήρου. Η απαγόρευση αφορά μόνο στη φυσική κατάτμηση του κλήρου και όχι και στην κατ ιδανικά μερίδια μεταβίβαση του κληροτεμαχίου. ’ρση του περιορισμού της μη κατατμήσεως των ακέραιων τεμαχίων της οριστικής διανομής. Οι μεταβιβάσεις γεωργικών κλήρων που έγιναν κατά παράβαση των άρθρων 208 επ. του Αγροτικού Κώδικα επικυρώνονται αυτοδικαίως από τότε που έγιναν αν έχουν καταρτιστεί με δημόσιο έγγραφο. Οι συμβολαιογραφικές πράξεις ως έγκυρος τρόπος κτήσης της κυριότητας κληροτεμαχίων με παράγωγο τρόπο. Οι συμβολαιογραφικές αυτές πράξεις μπορούν να αποτελέσουν και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για την κτήση της κυριότητας κατατετμημένου κληροτεμαχίου με τακτική χρησικτησία, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΗΒΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 14/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΗΒΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Δήμητρα Μόρφη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών Θηβών και το Γραμματέα Πέτρο Πετεινάρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7 Ιουνίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ
Των εκκαλούντων : 1) , με ΑΦΜ και 2) , με ΑΦΜ , κατοίκων Ερυθρών Βοιωτίας, οδός , οι οποίοι εμφανίσθηκαν στο Δικαστήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μυρτώ Βούζα, ΔΣΘ, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Της εφεσίβλητης : , κατοίκου Ερυθρών, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ελευθέριος Κτιστάκις (ΔΣΘ), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Οι εκκαλούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 20-3-2018 έφεση τους (αριθ.έκθεσης καταθ. ./2018 Ειρ.Θηβών και αριθ.κατάθεσης ./ΕΦΜ/2018 Πρωτ.Θηβών) κατά της υπ’ αριθ. 43/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Θηβών (τακτική διαδικασία), η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 17Α ΚΠολΔ), η από 20-3-2018 έφεση (αριθ.έκθεσης καταθ. ./2018 Ειρ.Θηβών και αριθ.κατάθεσης ./ΕΦΜ/2018 Πρωτ.Θηβών) κατά της υπ’ αριθ. 43/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Θηβών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του ΚΠολΔ με το ν. 4335/23-7-2015, καθόσον η αγωγή, είχε ασκηθεί πριν την έναρξη ισχύος του (1-1-2016). Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα εντός της διετούς προθεσμίας του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης, καθόσον ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ούτε προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης. Δεδομένου ότι για το παραδεκτό έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο στο άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο των 75 ευρώ, όπως τούτο προκύπτει από τα αναφερόμενα στο αντίγραφο της έφεσης παράβολα με αριθμούς , πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Οι εκκαλούντες άσκησαν την από 20-10-2015 (αριθ.καταθ. ./2015) αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θηβών, στην οποία εκθέτουν ότι έχουν καταστεί συγκύριοι λόγω πώλησης του επακριβώς περιγραφομένου στην αγωγή, κατ’ είδος; θέσηt έκταση, όρια, ακινήτου – κληροτεμαχίου, που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια Ερυθρών Μάνδρας – Ειδυλλίας, δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου υπ’ αριθ. /16-2-2015 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θηβών . Ότι η δικαιοπάροχος τους είχε αποκτήσει το εν λόγω κληροτεμάχιο κατά κυριότητα εν μέρει κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, μετά από αναδασμό, δυνάμει του κτηματολογικού πίνακα αναδασμού, που κυρώθηκε με την Ε/11319/26-3-69 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 240/5-04-1969 και εκδόθηκε σχετικά το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ’ αριθ. /18-06-1969 παραχωρητήριο της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας και εν μέρει κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου, με άτυπη παραχώρηση από τα αδέρφια της προ του έτους 1970, έκτοτε δε το νεμόταν αδιαλείπτως επί 45 έτη, γενόμενη έτσι κυρία λόγω χρησικτησίας. Ότι οι ίδιοι έχουν καταστεί συγκύριοι τόσο με παράγωγο τρόπο, ως προεξετέθη, όσο και με πρωτότυπο τρόπο, με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, καθόσον νέμονται οι ίδιοι το ακίνητο με προσμέτρηση του χρόνου νομής της δικαιοπαρόχου τους, συνεχώς και αδιαλείπτως για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της 20ετίας, ασκώντας τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις φυσικού εξουσιασμού. Ότι στις 10-11-2005 η εφεσίβλητη – εναγόμενη κατέλαβε αυθαίρετα το επακριβώς περιγραφόμενο στην αγωγή κατά θέση, έκταση και όρια, τμήμα στη νότια του ως άνω ακινήτου και αρνείται να τους το αποδώσει, επικαλούμενη ίδιον δικαίωμα κυριότητας λόγω δωρεάς από το σύζυγο της. Με αυτό το ιστορικό, ζητούσαν να αναγνωριστεί η συγκυριότητα τους επί του καταληφθέντος εδαφικού τμήματος, αξίας 6.480 ευρώ, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους το αποδώσει, διατασσομένης της βίαιης αποβολής της και κάθε τρίτου και της εγκατάστασης τους, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγορευτεί κάθε μελλοντική διατάραξη με απειλή χρηματικής ποινής 5.000 και προσωπικής κράτησης 10 μηνών για κάθε στο μέλλον διατάραξη και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Επί της αγωγής, που εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων, εξεδόθη η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 43/2018 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Θηβών, η οποία απέρριψε ως μη νόμιμα α) το αίτημα περί αποβολής της εναγομένης και εγκατάστασης των εναγόντων, ενόψει του ότι κατά το άρθρο 943 ΚΠολΔ, επί υποχρέωσης προς παράδοση ή απόδοση πράγματος, η εκτέλεση είναι άμεση, και γίνεται με την εκ μέρους του δικαστικού επιμελητή, αποβολή του καθ’ ου η εκτέλεση και εγκατάσταση σε αυτό του υπέρ ου η εκτέλεση β) περί απειλής χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε μελλοντική διατάραξη, καθώς αυτά αποτελούν μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης, τα οποία προβλέπονται (άρθρο 947 παρ. 1 ΚΠολΔ) και προσιδιάζει σε αρνητική αγωγή, ενώ επί αποδόσεως ακινήτου χωρεί η άμεση εκτέλεση του άρθρου 943 ΚΠολΔ και εν συνεχεία, απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, με το σκεπτικό ότι δεν απεδείχθη ότι οι ενάγοντες απέκτησαν κυριότητα με παράγωγο ή πρωτότυπο τρόπο, κατά παραδοχή του ισχυρισμού της εναγομένης ότι είχε καταστεί κυρία του επιδίκου εδαφικού τμήματος. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονούνται με την έφεση οι ενάγοντες για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, ώστε να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή.
Από τις διατάξεις δε των άρθρων 6, 7 παρ. 1 και 8 του Α.Ν. 821/1948 «περί αναδιανομής αγροτικών κτημάτων», που κυρώθηκε με το άρθρο του Ν. 1110/1949, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.2258/1952 και το άρθρο 7 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του Ν.Δ 3621/1956 (υπό την ισχύ του οποίου έλαβε χώρα ο κατωτέρω αναφερόμενος αναδασμός), συνάγεται ότι ο αναδασμός δεν αφορά μόνον τα κληροτεμάχια (από αγροτική αποκατάσταση γηγενών και προσφύγων), αλλά όλες τις αγροτικές ιδιοκτησίες και με αυτόν δεν μεταβάλλεται το νομικό καθεστώς των αγροτεμαχίων, αλλά απλώς η θέση τους. Στην έννοια της μη μεταβολής της νομικής κατάστασης του αγροτεμαχίου περιλαμβάνεται και το αμετάβλητο της ιδιότητας του γεωργικού κλήρου. Επομένως, η ιδιότητα του κληροτεμαχίου συνεχίζει να διατηρείται και στο νέο μετά τον αναδασμό τεμάχιο, με αποτέλεσμα και τούτο να τυγχάνει της ίδιας νομικής προστασίας ίου αγροτικού κλήρου (ΕΛαρ 296/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ Ισοκράτης). Εξάλλου, με τον αναδασμό επέρχεται νέος πρωτότυπος τρόπος κτήσεως κυριότητος (ΑΠ 120/1981 ΝοΒ 29.1279), η κυριότητα δε περιέρχεται αυτοδικαίως στους εγγεγραμμένους στους κτηματολογικούς πίνακες ως δικαιούχους, με την κύρωση των πινάκων από τον Υπουργό Γεωργίας και τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ η νομή περιέρχεται στους δικαιούχους συγχρόνως με την εγγραφή τους στον πρόχειρο κτηματολογικό πίνακα. Μετά την κύρωση της αναδιανομής εκδίδονται παραχωρητήρια υπέρ των εις τον κυρωθέντα πίνακα αναδιανομής εγγεγραμμένων δικαιούχων, που αποτελούν τίτλο κυριότητος, η μεταγραφή του οποίου γίνεται με την επιμέλεια της Διευθύνσεως Γεωργίας (ΑΠ 701/1980 ΝοΒ 28.2202, ΕΑαρ 296/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΕΘεσ 1499/1997 ΕλΔνη 39.445). Περαιτέρω, από τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας και ιδίως από το άρθρο 79 παρ. 2 του Αγροτικού Κώδικα συνάγεται ότι το ακίνητο που παραχωρείται ως κλήρος σε πρόσωπο δικαιούμενο αγροτικής αποκατάστασης θεωρείται από την παραχώρηση του ότι διατελεί κατά νόμο στην αποκλειστική καλόπιστη νομή του κληρούχου και αν ακόμη αυτός δεν έχει επιληφθεί της κατοχής του κλήρου. Γι αυτό και δεν ήταν δεκτικό νομής και χρησικτησίας από άλλον, ο οποίος έτσι δεν μπορούσε να αποκτήσει την κυριότητα αυτού με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, ούτε να ανατάξει κατά του διεκδικούντος τον κλήρο κληρούχου ή των κληρονόμων του την από το άρθρο 249 ΑΚ ένσταση εικοσαετούς παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής. Όμως, από 23-5-1968 άρχισε να ισχύει ο ΑΝ 431/1968 (ο οποίος καταργήθηκε με το άρθρο 37 παρ. 1 ν. 4061/2012 (ΦΕΚ Α66/22-3-2012), που ορίζει στο μεν άρθρο 1 παρ.1 ότι από την έναρξη της ισχύος του νόμου (επιφυλασσομένης της ισχύος του άρθρου 27 του ΝΔ 2185/1952) επιτρέπεται στους κατά την εποικιστική νομοθεσία κληρούχους η εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση με δικαιοπραξίες εν ζωή των πάσης φύσεως κλήρων τους, με το μοναδικό περιορισμό της μη κατάτμησης το)ν τεμαχίων της οριστικής διανομής, ο οποίος ισχύει και για κάθε περαιτέρω μεταβίβαση, στο δε άρθρο 2 παρ.1 εδ. β αυτού, ότι σε περίπτωση κατάσχεσης ή πλειστηριασμού του κλήρου με επίσπευση του ενυπόθηκου δανειστή τηρείται μόνον ο περιορισμός της μη κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής. Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις του ΑΝ 431/1968 προκύπτει ότι η απαγόρευση της κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής αποτελεί γενική αρχή που εφαρμόζεται στη μεταβίβαση της κυριότητας του κλήρου. Επομένως, από την ισχύ του ΑΝ 431/1968 ο κληρούχος παύει να λογίζεται κατά πλάσμα νομέας του κλήρου και αν δεν τον κατέχει πραγματικά και είναι δυνατή η χωρίς τη θέληση του κτήση της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου, που μπορεί να οδηγήσει στην κτήση της κυριότητας τούτου με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, εφόσον συμπληρωθεί ο αναγκαίος για καθεμία εξ αυτών χρόνος από την ισχύ του ως άνω αναγκαστικού νόμου (ΑΠ 181/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1145/2010, ΑΠ 728/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 150/2009 ΕλλΔνη 2010, 764, ΑΠ 1401/1997 ΕλλΔνη 1998, 813). Δεν είναι, όμως, δυνατή η χωρίς τη θέληση του κληρούχου κτήση της νομής και τμήματος του κληροτεμαχίου, γιατί στην περίπτωση αυτή επέρχεται κατάτμηση του και συνεπώς ο τρίτος δεν μπορεί να θεωρηθεί νομέας ίου τμήματος, του οποίου, κατά πλάσμα του νόμου, εξακολουθεί να είναι ο κληρούχος, έστω και αν δεν είναι πλέον κάτοχος. Η απαγόρευση, δηλαδή, της κατάτμησης δεν αναφέρεται μόνο στον κατά κυριότητα τεμαχισμό του κληροτεμαχίου, αλλά και στον κατά νομή τεμαχισμό, αφού διαφορετικά η κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως με την απόκτηση μία φορά της νομής του τμήματος του κληροτεμαχίου και την έκτοτε διαρκή προστασία της έναντι τρίτων. Ο τρίτος, που επιλήφθηκε της νομής τμήματος κληροτεμαχίου και όχι του όλου, δεν προστατεύεται ούτε κατά του νομέα του όλου, ούτε κατά οποιουδήποτε άλλου, όταν αποβληθεί από το τμήμα του κληροτεμαχίου που νεμόταν, γιατί αλλιώς θα είχε διαρκή προστασία, που θα επέφερε κατάτμηση. Συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη όχι μόνο η κτήση της κυριότητας από τρίτο σε βάρος του κληρούχου ή των καθολικών ή των ειδικών διαδόχων του με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αλλά και η λόγω συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής άρνηση αποδόσεως του τμήματος του κλήρου (άρθρο 272 ΑΚ), αφού με αυτήν ουσιαστικώς παγιώνεται η μη ανεκτή από το νόμο φυσική κατάτμηση του κλήρου (ΟλΑΠ 15/2004 ΝΟΜΟΣ, (ΑΠ 181/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 220/2010 ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 1564/2010 ΧρΙΔ 2011.598). Η ως άνω απαγόρευση πάντως αφορά μόνο στη φυσική κατάτμηση του κλήρου και όχι και στην κατ’ ιδανικά μερίδια μεταβίβαση του κληροτεμαχίου (ΟλΑΠ 1520/1982 ΝοΒ 1983.1359, ΑΠ 442/2003 ΝΟΜΟΣ). Την απόλυτη αυτή ακυρότητα των μεταβιβαστικών δικαιοπραξιών του κληρούχου με τρίτους, αμβλύνουν οι διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1 και 5 ν.δ. 3958/1959 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί οριστικών παραχωρητηρίων κλήρων διατάξεων της εποικιστικής νομοθεσίας», από τις οποίες προκύπτει ότι μεταβιβάσεις γεωργικών κλήρων που έγιναν κατά παράβαση των άρθρων 208 επ. του Αγροτικού Κώδικα, και, συνεπώς, άκυρες, επικυρώνονται αυτοδικαίως από τότε που έγιναν, αν έχουν καταρτισθεί με δημόσιο έγγραφο, και όχι μετά την επικύρωση τους δεν απαγορεύεται ούτε από τις διατάξεις αυτές, ούτε από άλλη διάταξη η περαιτέρω μεταβίβαση τους. Όμοια ρύθμιση περιλήφθηκε και στη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 3147/2003, που επαναλήφθηκε με τo άρθρο 3 παρ. 9 του ν. 3399/2005, στην οποία ορίζεται μεταξύ άλλων (ότι συμβολαιογραφικές πράξεις που έγιναν κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του α.ν. 431/1968 (που απαγορεύουν την κατάτμηση των κληροτεμαχίων) είναι έγκυρες και ισχυρές, εφόσον δεν ακυρώθηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Από τις διατάξεις του ανωτέρω ν.δ/τος, η ισχύς του οποίου παρατάθηκε διαδοχικά με το άρθρο 2 του ν. 4452/ 1964, 6 παρ.1 του α.ν. 431/1968, 2 του ν. 666/1977, 16 του ν. 3147/2003, 3 παρ.9 του ν. 3399/2005 και με την υπ’ αριθ. 5618/2006 Υ.Α Οικονομίας και Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΦΕΚ 1689/Β/17-11-2006) μέχρι 17.10.2007 προκύπτει ότι η με τον παραπάνω τρόπο επικύρωση των “ανώμαλων δικαιοπραξιών”, όπως χαρακτηρίζονται από τη νομοθεσία, ανατρέχει στο χρόνο κατά τον οποίο καταρτίσθηκαν και θεραπεύει μόνο τις προς μεταβίβαση απαγορεύσεις γεωργικών κλήρων και περιλαμβάνει, πλην άλλων, και την άρση του περιορισμού της μη κατατμήσεως των ακέραιων τεμαχίων της οριστικής διανομής. Μετά την ως άνω νομοθετική αποκατάσταση της ακυρότητας των συμβάσεων που οδηγούσαν σε κατάτμηση των κληροτεμαχίων, οι συμβολαιογραφικές πράξεις που έγιναν κατά παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 1 του α.ν. 431/1968, αποτελούν πλέον έγκυρο τρόπο κτήσης της κυριότητας τούτων με παράγωγο τρόπο. Η κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 3147/2003 κύρωση των συμβολαιογραφικών πράξεων κατά παράβαση των διατάξεων του Αγροτικού Κώδικα έχει αναδρομική ισχύ, η δε επικύρωση των δικαιοπραξιών που καταρτίστηκαν είτε με ιδιωτικό έγγραφο, είτε με συμβολαιογραφικό προσύμφωνο, δεν αφορά δικαιοπραξίες που καταρτίστηκαν με οριστικά συμβολαιογραφικά έγγραφα και μεταγράφηκαν, οι οποίες τόσο κατά τις διατάξεις του αρχικού άρθρου 15 παρ. 1 του παραπάνω νόμου, όσο και με το άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 3147/2003, κυρώθηκαν αυτοδικαίως (“… αφ’ ης εγένοντο …” κατά την αρχική διατύπωση του άρθρου 15 παρ.1 του ν. 3958/1959 και “… είναι έγκυρες και ισχυρές, εφόσον δεν ακυρώθηκαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση” κατά τις διατάξεις των ν. 3147/2003 και εντεύθεν (ΑΠ 1206/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕΑαρ 296/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ Ισοκράτης). Ενόψει τούτου και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, οι ανώτερο) συμβολαιογραφικές πράξεις μπορούν να αποτελέσουν και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για την κτήση της κυριότητας κατατετμημένου κληροτεμαχίου με τακτική χρησικτησία, εφόσον ασφαλώς συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043 και 1044 ΑΚ (ΕΛαρ 296/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ Ισοκράτης). Ειδικότερα, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων αυτών, για την απόκτηση κυριότητας σε ακίνητο με τακτική χρησικτησία απαιτούνται φυσική εξουσίαση του πράγματος με διάνοια κυρίου (νομή), καλή πίστη που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο κατά τον οποίο αποκτάται η νομή, νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος, πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας. Νόμιμος τίτλος είναι οποιοσδήποτε τρόπος κτητικός της κυριότητας που φέρει όλα τα εξωτερικά για το κύρος του αναγκαία στοιχεία, πλην όμως είναι ελαττωματικός, διότι έχει έλλειψη, η οποία εμποδίζει κατά νόμο την κτήση κυριότητας, όπως είναι, μεταξύ άλλων, και η έλλειψη κυριότητας του μεταβιβάζοντος, ως και η απαγόρευση εκποιήσεως ή κατατμήσεως αυτού. Επιπλέον, απαιτείται, εκτός από την επί δεκαετία νομή και καλή πίστη, δηλαδή πεποίθηση του δικαιούχου (νομέως), η οποία να μην οφείλεται σε βαριά αμέλεια αυτού, ότι με τον τίτλο απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η οποία καλή πίστη πρέπει, κατά το άρθρο 1044 ΑΚ να υπάρχει κατά τον χρόνο αποκτήσεως της νομής. Στην περίπτωση αυτή μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να υπάρχει νομιζόμενος τίτλος κατά την έννοια του άρθρου 1043 παρ. 1 ΑΚ, υπό την προϋπόθεση ότι ο νομέας κατά την κτήση της νομής δικαιολογημένα, ήτοι χωρίς βαριά αμέλεια, υπέλαβε ως υπάρχοντα τον ανύπαρκτο τίτλο. Δηλαδή νομιζόμενος τίτλος είναι και ο αυθαίρετος τίτλος, ο οποίος κατά την, χωρίς βαριά αμέλεια, πεποίθηση του νομέα εκλαμβάνεται υπό τούτου ως υπάρχων, ενώ πράγματι δεν υπήρξε καθόλου, αρκεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να δικαιολογείται η πεποίθηση του νομέα για την ύπαρξη έγκυρου νομίμου τίτλου και την δυνάμει αυτού κτήση της κυριότητας (ΕΛαρ 296/2017 ΤρΝομΠλ ΔΣΑ Ισοκράτης).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, χωρίς η ρητή αναφορά σε κάποια εξ αυτών να τους προσδίδει αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ2004.70, ΑΠ 1628/2003 ΕλΔ 2004.723), την υπ’ αριθ. /12-10-2017 ένορκη βεβαίωση του ενώπιον της συμβολαιογράφου Θηβών , ληφθείσα νομότυπα με επιμέλεια της εναγόμενης – εφεσίβλητης, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως των εναγόντων (βλ. υπ’ αριθ. Γ/9-10-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θηβών ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Δυνάμει του υπ’ αριθ. /16-2-2015 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θηβών , νόμιμα μεχαγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θηβών (τόμος .., αριθ. ), οι ενάγοντες αγόρασαν από κοινού έναν αγρό εκτός σχεδίου πόλεως και ορίων οικισμού, που βρίσκεται στην θέση «Β», της κτηματικής περιφέρειας Ερυθρών του Δήμου Ερυθρών Νομού Αττικής και ήδη της Δημοτικής Κοινότητας Ερυθρών, της Δημοτικής Ενότητας Ερυθρών του Δήμου Μάνδρας – Ειδυλλίας, της Περιφερειακής Ενότητας Δυτικής Αττικής Περιφέρειας Αττικής, εκτάσεως 15.000 τ.μ. Το εν λόγω αγροτικό ακίνητο αποτελούσε το υπ’ αριθμό τεμάχιο του αναδασμού Ερυθρών, όπως τα στοιχεία αυτά καθορίζονται στον κτηματολογικό πίνακα αναδασμού που κυρώθηκε δια της Ε/11319/26-03-69 αποφάσεως του Υπουργείου Γεωργίας, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ /5-04-1969 και στο από 26-03-1969 επίσημο σχεδιάγραμμα της Διευθύνσεως Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας, καθώς και στο με αριθμό πρωτοκόλλου 2935/26-11-2014 ακριβές απόσπασμα εκ των κυρωθέντων κτηματολογικών στοιχείων (πίνακα – διάγραμμα) του αγροκτήματος: τμήμα Ερυθραί (Μεγαρίδος) αναδασμός, διανομή έτους 1966, εκδοθέν από την περιφέρεια Αττικής, Γενική Διεύθυνση Περιφερειακής Αγροτικής Οικονομίας & Κτηνιατρικής, Διεύθυνση Πολιτικής Γης, Τμήμα Τοπογραφίας, Εποικισμού -Αναδασμού Π.Ε. Δυτ. Αττικής και συνορεύει κατά τον ως άνω συμβόλαιο Βόρεια σε πλευρά μήκους μέτρων διακοσίων (200,00) με το υπ’ αριθμό τεμάχιο αναδασμού ιδιοκτησίας , Νότια σε πλευρά μήκους μέτρων διακοσίων (200,00) με το υπ’ αριθ. τεμάχιο του αναδασμού ιδιοκτησίας , Ανατολικά σε πλευρά μήκους μέτρων εβδομήντα πέντε (75,00) με το με αριθμό τεμάχιο του αναδασμού ιδιοκτησίας και Δυτικά σε πλευρά μήκους μέτρων εβδομήντα πέντε (75,00) με αγροτικό δρόμο. Το ανωτέρω κληροτεμάχιο είχε περιέλθει κατά κυριότητα στη δικαιοπάροχο των εναγόντων – εκκαλούντων, , κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, από την ως άνω κύρωση του κτηματολογικού πίνακα αναδασμού και τη δημοσίευση του στο ΦΕΚ /5-4-1969, εν συνεχεία των οποίων εξεδόθη το υπ’ αριθ. /18-6-1969 παραχωρητήριο της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ερυθρών (τόμος , αριθμός ). Κατά δε το λοιπό ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου, περιήλθε στην ως άνω δικαιοπάροχο των εκκαλούντων -εναγόντων, με άτυπη παραχώρηση από τα αδέρφια της, , στους οποίους είχε επίσης παραχωρηθεί κατά τα ως άνω ποσοστά το ως άνω κληροτεμάχιο, όπως προκύπτει από το παραχωρητήριο. Η επικαλούμενη άσκηση πράξεων φυσικού εξουσιασμού από τη δικαιοπάροχο των εναγόντων, , ήταν δυνατό να την κατακτήσει κυρία λόγω έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον δεν επερχόταν κατάτμηση του ακινήτου, αφού οι ενάγοντες επικαλούνται ότι η δικαιοπάροχος τους νεμόταν το όλο ακίνητο (1/3 και 2/3 εξ αδιαιρέτου). Πλην όμως, από κανένα στοιχείο δεν απεδείχθη η άσκηση πράξεων φυσικού εξουσιασμού (καλλιέργεια, περίφραξη, επίβλεψη κ.λπ.) από την προαναφερομένη κληρούχο -δικαιοπάροχο των εναγόντων, ώστε να καταστεί αυτή κυρία του όλου ακινήτου, ως επικαλούνται οι ενάγοντες. Μόνη δε η εγγραφή υποθήκης από την ΑΤΕ το έτος 1979 δεν συνιστά από μόνη της πράξη φυσικού εξουσιασμού. Αντιθέτως, απεδείχθη ότι αρχικά ο σύζυγος της εναγομένης από το έτος 1970 και στη συνέχεια, η εναγόμενη από ίο έτος 1988, οπότε καταρτίσθηκε η υπ’ αριθ. /10-11-1988 πράξη δωρεάς εν ζωή αγροτικού ακινήτου της συμβολαιογράφου Θηβών , νόμιμα μεταγεγραμμένη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ερυθρών (τόμος , αριθμός ), είχαν εγκατασταθεί στο επίδικο εδαφικό τμήμα του ως άνω κληροτεμαχίου, εκτάσεως 8.000 τ.μ., που βρίσκεται στο νότιο τμήμα του μείζονος ακινήτου και συνορεύει Ανατολικά με πλευρά μήκους 40,00 μ. με το με αριθμό τεμάχιο του αναδασμού ιδιοκτησίας , Δυτικά με πλευρά μήκους 40,00 μ. με αγροτικό δρόμο, Βόρεια με πλευρά 200,00 μ. με ιδιοκτησία εναγόντων και Νότια με πλευρά 200,00 μ. με το με αριθμό τεμάχιο του αναδασμού ιδιοκτησίας , όπως περιγράφεται στο ως άνω συμβόλαιο δωρεάς. Το εν λόγω εδαφικό τμήμα καλλιεργούσαν, έσπερναν, επέβλεπαν και είχαν επί της ουσίας ενοποιήσει με παρακείμενο κληροτεμάχιο που ανήκε στον ως άνω σύζυγο της εφεσίβλητης – εναγομένης. Προς απόκρουση των αγωγικών ισχυρισμών, η εφεσίβλητη – εναγομένη ισχυρίστηκε ότι έχει καταστεί κυρία του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, επικαλούμενη τη μεταβίβαση λόγω πωλήσεως από το σύζυγο της, δυνάμει του προαναφερόμενου υπ’ αριθ. /10-1 1-1988 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Θηβών , νομίμως μεταγεγραμμένης, ενώ για την ακυρότητα της συμβάσεως που προκύπτει από την κατάτμηση του κληροτεμαχίου, ισχυρίστηκε ότι αυτή θεραπεύτηκε με τη νομοθετική πρόβλεψη του άρθρου 16 του ν.3741/2003 και επομένων νόμων, με την οποία, όπως αναφέρθηκε στην οικεία μείζονα σκέψη, ήρθη αυτοδικαίως η ακυρότητα της κατατμήσεως σε συμβολαιογραφικές πράξεις που έλαβαν χώρα πριν την έναρξη εφαρμογής του νόμου και δεν έχουν ακυρωθεί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης, που νομίμως επαναφέρεται κατ’ έφεση, είναι αβάσιμος, καθόσον η θεραπεία μεταβιβαστικών συμβολαιογραφικών πράξεων κατατετμημένων κληροτεμαχίων. που αναγνωρίζεται με τον παραπάνω νόμο, δεν αφορά τις μεταβιβάσεις που συντελέστηκαν μεταξύ τρίτων μη ιδιοκτητών, αλλά μεταξύ του κληρούχου ιδιοκτήτη του όλου κληροτεμαχίου και τρίτων υπέρ ων η μεταβίβαση, στην προκειμένη δε περίπτωση η εναγομένη δεν απέκτησε μετά από μεταβίβαση από τον αρχικό κληρούχο ή τους ειδικούς διαδόχους του τμήμα του κληροτεμαχίου της. ώστε με την εφαρμογή του άνω νόμου να θεωρείται θεραπευθέν το ελάττωμα της κατατμήσεως, αλλά από το μη δικαιούχο σύζυγο της, ο οποίος είχε παρανόμως εγκατασταθεί στο επίδικο και επομένως δεν είχε την εξουσία να το μεταβιβάσει. Περαιτέρω, η εναγομένη ισχυρίστηκε ότι έχει καταστεί κυρία του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον από το έτος 1988 οπότε εγκαταστάθηκε σε αυτό, με την παράδοση της νομής από το δικαιοπάροχο της σύζυγο της και μέχρι την έγερση της προκείμενης αγωγής, το κατέχει αδιατάρακτα διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι (20) ετών και με προσμέτρηση του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου της. Και ο ισχυρισμός αυτός, που νομίμως επαναφέρεται κατ’ έφεση, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθ’ ο μέρος αφορά την κτήση κυριότητας λόγω έκτακτης χρησικτησίας, η οποία δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο λόγο κτήσεως της κυριότητας, αφού οδηγεί σε ανεπίτρεπτη κατάτμηση του κληροτεμαχίου, σύμφωνα με τη ρηχή απαγόρευση του α.ν. 431/1968. Αλλά και μετά την άρση της απαγόρευσης, μετά την κατάργηση του ως άνω Α.Ν., με το άρθρο 37 του ν. 4061/2012, που ισχύει για τα δικαιώματα που θεμελιώνονται μετά την ισχύ του νόμου αυτού, ο διαδρομών χρόνος νομής της εναγομένης μέχρι την άσκηση της αγωγής δεν επαρκεί για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Πλην όμως, ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης – εναγομένης ότι κατέστη κυρία με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, καθόσον νέμεται το επίδικο με μεταγεγραμμένο νόμιμο τίτλο και καλή πίστη για χρονικό για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 10 ετών, είναι νόμιμος, παρότι πρόκειται για κατάτμηση γεωργικού κλήρου, θεμελιούμενος στις διατάξεις των άρθρων 974, 1041 και 1042 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 16 παρ 1 του ν. 3147/2004, καθόσον είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας επί τμήματος κληροτεμαχίου, εφόσον η κατάτμηση έλαβε χώρα πριν τη δημοσίευση του άνω νόμου (2003) και επιπλέον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της συνδρομής νομιζόμενου τίτλου και καλόπιστη άσκηση νομής επί δεκαετία, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Αποδεικνύεται δε και βάσιμος κατ’ ουσίαν, αφού η κατάτμηση του κληροτεμαχίου έλαβε χώρα αρχικά με την εγκατάσταση του δικαιοπαρόχου της εφεσίβλητης – εναγομένης το έτος 1988 και την προς αυτή μεταβίβαση της νομής, δυνάμει του προαναφερόμενου υπ’ αριθ. 30007/10-11-1988 συμβολαίου δωρεάς, το οποίο δεν είχε ακυρωθεί αμετάκλητα μέχρι την έναρξη του ως άνω νόμου και το οποίο αποτελεί νόμιμο τίτλο, καθόσον φέρει όλα τα εξωτερικά για το κύρος του αναγκαία στοιχεία, πλην όμως είναι τίτλος ελαττωματικός, διότι έχει έλλειψη η οποία εμποδίζει κατά νόμο την κτήση κυριότητας από την εναγομένη, αφού ελλείπει η κυριότητα του ακινήτου εκ μέρους του μεταβιβάζοντος συζύγου της, οπότε ισχύει ως νομιζόμενος τίτλος, που έχει μεταγραφεί στο οικείο υποθηκοφυλακείο. Επιπλέον στο πρόσωπο της εναγομένης συντρέχει και η καλόπιστη άσκηση πράξεων φυσικού εξουσιασμού διάνοια κυρίου, επί δεκαετία στο επίδικο τμήμα, ως προεξετέθη, αφού αυτή θεωρούσε καλόπιστα, ήτοι είχε χωρίς βαριά αμέλεια την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου λόγω της δωρεάς από το σύζυγο της. Τα ανωτέρω προκύπτουν από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης , ο οποίος κατέθεσε απερίφραστα ότι ο σύζυγος της εναγομένης και ο ίδιος καλλιεργούσαν διαιρετά τμήματα του ως άνω κληροτεμαχίου ήδη από το 1970, ότι ουδέποτε είχε εγκατασταθεί ή εμφανισθεί στο επίδικο ακίνητο η δικαιοπάροχος των εναγόντων, η δε κατάθεση του ενισχύεται από τα από 11-9-2008 και 1-9-2010 μισθωτήρια και το έντυπο Ε9 βεβαίωση δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης της εναγομένης, ως και από την ένορκη βεβαίωση, που επιβεβαιώνει τα ανωτέρω, ενώ δεν αντικρούονται από κανένα αντίθετο αποδεικτικό μέσο από πλευράς εναγόντων, δεδομένου ότι και ο ανωμοτί εξετασθείς ενώπιον του δικαστηρίου ενάγων κατέθεσε ότι όσα γνωρίζει για το επίδικο περιορίζεται στο μετά την αγορά του χρόνο, ενώ από κανένα στοιχείο δεν απεδείχθη ότι η δικαιοπάροχος του εκμίσθωνε το κληροτεμάχιο στην εφεσίβλητη – εναγομένη. Η άσκηση πράξεων φυσικού εξουσιασμού επί του επιδίκου από την εφεσίβλητη – εναγομένη δεν αμφισβητήθηκε ειδικά από τους εκκαλούντες -ενάγοντες, οι οποίοι μάλιστα ουδέν αποδεικτικό στοιχείο προσκόμισαν ή επικαλέστηκαν που να αποδεικνύει την άσκηση πράξεων νομής εκ μέρους της δικαιοπαρόχου τους. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω απεδείχθη ότι η δικαιοπάροχος των εναγόντων κατέστη αρχικά το έτος συγκυρία μόνο κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου του όλου κληροτεμαχίου, με πρωτότυπο τρόπο, λόγω του αναδασμού και της διανομής, ενώ δεν απεδείχθη η κτήση κυριότητας του κληροτεμαχίου από αυτή λόγω έκτακτης χρησικτησίας, αφού δεν προέκυψε ότι ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο, μη αρκούσης της πλασματικής νομής. Σημειωτέον ότι η σωρευόμενη βάση της αγωγής περί κτήσεως κυριότητας λόγω τακτικής χρησικτησίας επί του όλου ακινήτου είναι μη νόμιμη, αφού δεν χωρεί προσμέτρηση του χρόνου νομής της δικαιοπάροχου των εναγόντων, καθόσον ως προς τα 2/3 εξ αδιαιρέτου δεν υφίσταται νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος σε αυτή, σέ κάθε περίπτωση δε, εάν ήθελε κριθεί ως τέτοιος το προαναφερόμενο παραχωρητήριο, που μετεγράφη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου στις 27-4-2015, οπότε, πέραν της μη άσκησης πράξεως νομής επί του επιδίκου, δεν συμπληρώνεται ο νόμιμος χρόνος χρησικτησίας. Αντιθέτως, η εφεσίβλητη – εναγομένη, η οποία χρησιδέσποζε στο επίδικο με νομιζόμενο τίτλο, καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρόνο μεγαλύτερο των δέκα (10) ετών, κατέστη κυρία του επιδίκου εδαφικού τμήματος λόγω τακτικής χρησικτησίας, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού της, που παραδεκτώς επαναπροτάθηκε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου. Επομένως, οι εκκαλούντες – ενάγοντες δεν απέκτησαν αποκλειστική κυριότητα επί του επιδίκου τμήματος, που τους μεταβιβάστηκε δυνάμει της προαναφερόμενης συμβολαιογραφικής πράξης (παράγωγος τρόπος), αφού η μεταβιβάζουσα, άμεση δικαιοπάροχος τους, δεν ήταν κυρία κατά το χρόνο της μεταγραφής, ούτε ασκούσε πράξεις νομής επί του επιδίκου (πρωτότυπος τρόπος) και ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνεται το αγωγικό δικαίωμα των εναγόντων και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης ιδίας κυριότητας της εναγομένης, ορθώς έκρινε, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα, απορριπτόμενων των λόγων εφέσεως, ως ουσιαστικά αβάσιμων και της εφέσεως στο σύνολο της. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, στο σύνολο τους (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ), γιατί η ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν στην προκειμένη περίπτωση ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του στη Θήβα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 17/01/2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ