ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΣτΕ A’ Τμ. 7μ. 2166/2022: Πιλοτική δίκη. Αγωγή δικηγόρου συνταξιούχου λόγω γήρατος του ν. 612/1977 των πρώην ΕΤΑΑ-ΤΑΝ και ΕΤΕΑΕΠ, ο οποίος έχει υποστεί περικοπές στις συντάξεις του δυνάμει των υποπαρ. ΙΑ5 και ΙΑ6 της παρ. ΙΑ του άρ. πρώτου του ν. 4093/2012.
Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Ν. Σκαρβέλης, Σύμβουλος Επικρατείας
Για την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος αρκεί καταρχήν μόνη η επιδίωξη χρηματικής αξίωσης από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, χωρίς να απαιτείται να αποδεικνύεται η ύπαρξη της αξίωσης (με μειοψ). Μόνη η μη εξαίρεση των συνταξιούχων του ν. 612/1977 από τις περικοπές των συντάξεων που επιβλήθηκαν με τις υποπαρ. ΙΑ5 και ΙΑ6 της παρ. ΙΑ του άρ. πρώτου του ν. 4093/2012, όπως τροποποιήθηκαν με το άρ. 34 του ν. 4111/2013, αυτή καθ’ εαυτήν δεν παραβιάζει τις περί προστασίας των αναπήρων διατάξεις του Συντ. και την αρχή της ισότητας ούτε προσκρούει σε άλλες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις.
Με την 2166/2022 απόφαση του Α’ Τμ. (7μελούς), εκδοθείσα στο πλαίσιο πιλοτικής δίκης επί αγωγής δικηγόρου, συνταξιούχου λόγω γήρατος κατά τις διατάξεις του ν. 612/1977, κρίθηκαν τα εξής:
I. Από τα άρ. 71 και 73 παρ. 1 ΚΔΔ δεν τάσσεται ρητώς ως προϋπόθεση για την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος το άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον αυτού, όπως αντιθέτως ορίζεται στην παρ. 1 του υπό τον τίτλο «Ενεργητική νομιμοποίηση» άρ. 64 Κ.Δ.Δ. προκειμένου περί προσφυγής, ενόψει προδήλως του ότι και μόνη η επιδίωξη χρηματικής αξίωσης από έννομη σχέση αρκεί καταρχήν για την ενεργητική νομιμοποίηση του διαδίκου που προβάλλει ότι είναι δικαιούχος της εν λόγω αξίωσης. Για το παραδεκτό δε της άσκησης της αγωγής δεν απαιτείται να αποδεικνύεται η ύπαρξη της επιδιωκόμενης χρηματικής αξίωσης του ενάγοντος, διότι η απόδειξη αυτή συναρτάται με το βάσιμο και όχι με το παραδεκτό της αγωγής, αλλά αρκεί η κατά την περ. β’ της παρ. 1 του άρ. 73 Κ.Δ.Δ. επίκληση (έκθεση) στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών και των λόγων που θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση αυτή. Διάφορο δε ζήτημα αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που απλώς επικαλείται ο ενάγων για να θεμελιώσει την αξίωσή του, προκύπτει έλλειψη εννόμου συμφέροντός του προς άσκηση της αγωγής. Μειοψήφησε ένα μέλος του Δικαστηρίου, το οποίο υποστήριξε ότι για την παραδεκτή άσκηση της αγωγής απαιτείται να αποδεικνύεται η συνδρομή των πραγματικών περιστατικών από τα οποία προκύπτει η καταρχήν ύπαρξη της επιδιωκόμενης χρηματικής αξίωσης από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Συνεπώς, αν δεν αποδεικνύεται η καταρχήν ύπαρξη της εν λόγω αξίωσης (ή, πολύ περισσότερο, αποδεικνύεται η μη ύπαρξή της), οι σχετικοί με αυτή λόγοι της αγωγής προβάλλονται χωρίς έννομο συμφέρον του ενάγοντος και η αγωγή είναι απορριπτέα κατά το αντίστοιχο μέρος της ως απαράδεκτη, κατ’ αναλογία όσων προβλέπονται στο άρ. 64 Κ.Δ.Δ. προκειμένου περί προσφυγής.
II. Aνεξαρτήτως της αντισυνταγματικότητας και της αντίθεσης προς το άρ. 1 του 1ου Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α. των περικοπών των συντάξεων των εν γένει συνταξιούχων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης που επιβλήθηκαν από τις διατάξεις των υποπαρ. ΙΑ5 και ΙΑ6 της παρ. ΙΑ του άρ. πρώτου ν. 4093/2012, όπως τροποποιήθηκαν με το άρ. 34 του ν. 4111/2013, για τους λόγους που αναφέρονται στις ΣτΕ Ολ. 2287–2288/2015, μόνη η μη εξαίρεση από τις εν λόγω περικοπές των συνταξιούχων του ν. 612/1977 (τυφλών) αυτή καθ’ εαυτήν:
Α) Δεν παραβιάζει τις σχετικές με την προστασία των ατόμων με αναπηρία διατάξεις του άρ. 21 Συντ. ούτε τις διατάξεις των άρ. 22 και 25 αυτού στο μέτρο που οι διατάξεις αυτές κατοχυρώνουν, ως προς τα άτομα αυτά, το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση και την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, αντίστοιχα. Και τούτο, διότι το άρ. 21 Συντ. έχει κατευθυντήριο χαρακτήρα και απευθύνει έντονη υπόδειξη προς τον νομοθέτη να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των ατόμων με αναπηρία και τη συμμετοχή τους στην οικονομική, επαγγελματική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της Χώρας και δεν επιβάλλει τη θέσπιση υπέρ αυτών συγκεκριμένων ευνοϊκών συνταξιοδοτικών διατάξεων, πολλώ δε μάλλον τη θέσπιση εξαιρετικών ρυθμίσεων από μέτρα η λήψη των οποίων στοχεύει στην εξυπηρέτηση υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος, όπως στην αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης, ενώ ο έλεγχος από τα δικαστήρια της εκτίμησης του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα προς προστασία των προσώπων αυτών μέτρα εξικνείται σε έλεγχο ορίων και δεν εκτείνεται σε έλεγχο της ορθότητάς της. Εν προκειμένω δε ο νομοθέτης, έχοντας διαχρονικώς προβλέψει σειρά ευνοϊκών μέτρων υπέρ των ατόμων αυτών, μεταξύ των οποίων και τις κατά περίπτωση εξαιρέσεις τους από τις περικοπές που αποφασίστηκαν για τους λοιπούς συνταξιούχους με προγενέστερους του ν. 4093/2012 μνημονιακούς νόμους, δεν είχε συνταγματική υποχρέωση να εξαιρεί τη συγκεκριμένη κατηγορία συνταξιούχων και από κάθε μελλοντική περικοπή, που θα αποφάσιζε για δημοσιονομικούς λόγους για το σύνολο των συνταξιούχων, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε υποχρέωση λήψης υπέρ των ατόμων αυτών συγκεκριμένου ευνοϊκού μέτρου, υποχρέωση που δεν έχει από τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιβολή των εν λόγω περικοπών στις συντάξεις των συνταξιοδοτηθέντων βάσει του ν. 612/1977 (ενόψει του ότι αυτοί είχαν εξαιρεθεί από τις εν λόγω περικοπές με τις αρχικές διατάξεις των υποπαρ. ΙΑ5 και ΙΑ6 της παρ. ΙΑ του άρ. πρώτου του ν. 4093/2012 και τελικώς υποβλήθηκαν σε αυτές με την τροποποίηση των υποπαρ. αυτών που επέφερε το άρ. 34 του ν. 4111/2013) αποτελεί συνταγματικώς ανεπίτρεπτο περιορισμό ή υποβάθμιση ήδη παρασχεθείσας στην κατηγορία αυτή αναπήρων φροντίδας. Τούτο δε, γιατί ήταν αποχρών ο λόγος για τον οποίο αποφασίστηκαν οι περικοπές αυτές (αντιμετώπιση των συνεπειών της οξείας δημοσιονομικής κρίσης) και γιατί οι επίμαχες διατάξεις του άρ. 34 του ν. 4111/2013 αντικατέστησαν τις αρχικές διατάξεις των υποπαρ. ΙΑ5 και ΙΑ6 της παρ. ΙΑ του άρ. πρώτου του ν. 4093/2012 από 19.11.2012, πριν αυτές εφαρμοστούν. Περαιτέρω, όσον αφορά τον μεταγενέστερο της έναρξης ισχύος του ν. 4387/2016 χρόνο, ο νόμος αυτός, εκτός των λοιπών, ευνοϊκών για τους συνταξιοδοτηθέντες με βάση τις διατάξεις του ν. 612/1977, ρυθμίσεων που περιέχει (βλ. τις παρ. 2 περ. β άρ. 27 και 4 άρ. 96 ή τις παρ. 3 άρ. 9 και 10 άρ. 29), με το να λαμβάνει ως βάση επανυπολογισμού των συντάξεών τους τις ήδη καταβαλλόμενες σε αυτούς συντάξεις έχει ως συνέπεια τη διατήρηση της εξαίρεσης των συνταξιούχων αυτών από τις περικοπές των συντάξεων που είχαν αποφασιστεί με τους προγενέστερους του ν. 4093/2012 μνημονιακούς νόμους, περικοπές στις οποίες εξακολουθούν και μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 να υποβάλλονται οι λοιποί συνταξιούχοι και μάλιστα ακόμα και στο μέτρο που οι περικοπές αυτές είχαν επιβληθεί με τον ν. 4051/2012 και είχαν κριθεί αντισυνταγματικές με τις ΣτΕ Ολ. 2287–2288/2015, αφού ακολούθως υιοθετήθηκαν θεμιτώς από τον ν. 4387/2016.
Β) Δεν είναι αντίθετη, από την άποψη της αναγκαιότητας λήψης μέτρων προς προστασία των ατόμων με αναπηρία, στο άρ. 1 του 1ου Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α. (κατά το οποίο δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ύψους, με συνέπεια να μην αποκλείεται, καταρχήν, διαφοροποίηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής ανάλογα με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες, ιδίως εάν συντρέχουν λόγοι γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται και συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη δημοσιονομικού προβλήματος ή προς εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών) ούτε στα άρ. 12 και 15 του Μέρους ΙΙ του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και 2, 9 και 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα, ενόψει προεχόντως του ότι οι διατάξεις αυτές δεν παρέχουν μείζονα προστασία των εν λόγω ατόμων σε σχέση με τις σχετικές διατάξεις του άρ. 21 Συντ.
Γ) Δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας λόγω του ότι οι διατάξεις των υποπαρ. ΙΑ5 και ΙΑ6 της παρ. ΙΑ του άρ. πρώτου του ν. 4093/2012, όπως τροποποιήθηκαν με το άρ. 34 του ν. 4111/2013, προβλέπουν τέτοια εξαίρεση για τους συνταξιούχους των πρώην φορέων κοινωνικής ασφάλισης που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα των παρ. 1 και 2 του άρ. 42 του ν. 1140/1981. Και τούτο, διότι οι συνταξιούχοι αυτοί δεν τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες με συνταξιούχους που εμφανίζουν διαφορετική μορφή αναπηρίας, δεν συντρέχει δε παράβαση της αρχής της ισότητας σε περίπτωση διαφορετικής νομοθετικής αντιμετώπισης διαφορετικών παθήσεων ούτε επιβάλλεται η ίδια μεταχείριση διαφορετικών παθήσεων από την διάταξη του άρ. 21 παρ. 2 Συντ. Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο, το εξωιδρυματικό επίδομα των παρ. 1 και 2 του άρ. 42 του ν. 1140/1981 χορηγείται μόνο στους πάσχοντες από ασθένειες που επιφέρουν τη συγκεκριμένη μορφή αναπηρίας και όχι σε πάσχοντες από ασθένειες που επιφέρουν διαφορετική από αυτές μορφή αναπηρίας, έστω και αν οι τελευταίοι φέρουν το ίδιο ή και μεγαλύτερο ακόμα ποσοστό αναπηρίας από το απαιτούμενο κατά νόμο για τη χορήγηση του εν λόγω επιδόματος. Άλλωστε, οι διατάξεις των υποπαρ. ΙΑ5 και ΙΑ6 της παρ. ΙΑ του άρ. πρώτου του ν. 4093/2012, όπως τροποποιήθηκαν με το άρ. 34 του ν. 4111/2013, κατά το μέρος που εξαιρούν από τις περικοπές των συντάξεων που προβλέπουν μόνο τους συνταξιούχους που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα των παρ. 1 και 2 του άρ. 42 του ν. 1140/1981, ως όλως εξαιρετικές, δεν μπορεί να επεκταθούν κατ’ επίκληση της αρχής της ισότητας σε άλλους συνταξιούχους.
Δ) Δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας λόγω του ότι από τις υποπαρ. Β.3 και Β.4 της παρ. Β του άρ. πρώτου του ν. 4093/2012 προβλέπεται εξαίρεση από τις αντίστοιχες περικοπές των συντάξεων των ανάπηρων συνταξιούχων του Δημοσίου που φέρουν ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω. Και τούτο γιατί, προκειμένου περί ασφαλισμένων σε διαφορετικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς ή ακόμα και στον ίδιο ασφαλιστικό οργανισμό, προερχόμενων όμως από συγχώνευση διαφορετικών ασφαλιστικών φορέων, με ειδικό μεταβατικό σύστημα διατάξεων (όπως αποτελούν οι διατάξεις του ν. 4387/2016 που προβλέπουν τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του νόμου αυτού συντάξεων), η τήρηση της αρχής της ισότητας ελέγχεται μόνο όσον αφορά την εξασφάλιση ελάχιστου καθεστώτος ισοδύναμης ασφαλιστικής προστασίας, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο είναι συνταγματικώς θεμιτή η θέσπιση διαφορετικών προϋποθέσεων απονομής παροχών από κάθε ασφαλιστικό οργανισμό, όπως διαφορετικός απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης ή διαφορετικά όρια ηλικίας για τη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος, ακόμα και αν οι ασφαλισμένοι των εν λόγω οργανισμών δεν διαφοροποιούνται από καμία άλλη άποψη. Οι συνταξιούχοι μάλιστα του Δημοσίου δεν συνιστούν συνταξιούχους που προέρχονται από διαφορετικό ασφαλιστικό φορέα αλλά συνιστούν διαφορετική σε σχέση με τους συνταξιούχους των φορέων κοινωνικής ασφάλισης κατηγορία, η διάκριση δε αυτή δικαιολογείται από τη διαφορετική φύση της σχέσης με την οποία συνδέονται οι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι με το Δημόσιο (δημοσίου δικαίου) και οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα με τον εργοδότη τους (ιδιωτικού δικαίου). Ειδικότερα, η συνταξιοδότηση των δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων από το Δημόσιο, διεπόμενη από ιδιαίτερες συνταγματικές διατάξεις, δεν εμπίπτει στην έννοια της κατά το άρ. 22 παρ. 5 Συντ. κοινωνικής ασφάλισης γενικώς και η σύνταξη των δημόσιων υπαλλήλων είναι γνωστή και στον συνταγματικό νομοθέτη ως παροχή με διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με εκείνα της κοινωνικοασφαλιστικής παροχής, οι δε επιβαλλόμενες σε αυτή μειώσεις και περικοπές δικαιολογείται (ή και επιβάλλεται σε κάποιες περιπτώσεις) να διαφοροποιούνται. Η κατά τα ανωτέρω διαφορετική φύση της σύνταξης των δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων σε σχέση με τις κύριες συντάξεις των ασφαλισμένων των πρώην φορέων κοινωνικής ασφάλισης δεν ανατράπηκε εκ του ότι με τις διατάξεις του ν. 4387/2016 οι δημόσιοι υπάλληλοι υπήχθησαν στον ίδιο ασφαλιστικό φορέα με τους λοιπούς ασφαλισμένους, αλλά αντιθέτως με το άρ. 2 του ν. 4387/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρ. 22 του ν. 4670/2020, ορίζεται ειδικώς για τους δημόσιους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς, ότι σύνταξη είναι το ποσό που καταβάλλεται σε αυτούς, μετά την έξοδό τους από την υπηρεσία, ως συνέχεια της αμοιβής τους, το οποίο, για λόγους δημοσιονομικής βιωσιμότητας και λογιστικής ενότητας του συστήματος, υπολογίζεται σε αντιστοιχία με το άθροισμα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης. Το ότι δεν νοείται παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας σε περιπτώσεις διαφορετικής μεταχείρισης συνταξιούχων διαφορετικών ασφαλιστικών φορέων ή προερχόμενων από διαφορετικούς ασφαλιστικούς φορείς ή συνταξιούχων του ίδιου ασφαλιστικού φορέα, που ανήκουν όμως σε διαφορετικές κατηγορίες, ισχύει και στην περίπτωση των ανάπηρων συνταξιούχων, έστω και αν φέρουν τα ίδια ποσοστά αναπηρίας (βλ. άρ. 28 α.ν. 1846/1951 που προβλέπει τη χορήγηση σύνταξης μερικής αναπηρίας για τους ασφαλισμένους του Ι.Κ.Α. με ποσοστό ιατρικής αναπηρίας ακόμα και 33% προσαυξανόμενο κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες λόγω κοινωνικών κριτηρίων ή κριτηρίων αγοράς εργασίας, σε σύγκριση με τις διατάξεις του Π.Δ.258/2005, με τις οποίες δεν προβλέπεται η χορήγηση σύνταξης αναπηρίας για τους ασφαλισμένους του Ο.Α.Ε.Ε. με ποσοστό ιατρικής αναπηρίας μικρότερο του 67%) ή πάσχουν από παθήσεις που επιφέρουν την ίδια μορφή αναπηρίας (βλ. τη συνταγματικώς ανεκτή διάκριση των αναπήρων πολέμου και των αναπήρων ειρηνικής περιόδου ως προς την εφαρμογή των διατάξεων περί κατώτατου ορίου των καταβαλλόμενων σε αυτούς από το Ι.Κ.Α. συντάξεων. Βλ. επίσης τη διαφορετική μεταχείριση των τυφλών συνταξιούχων του Δημοσίου και εκείνων που συνταξιοδοτούνται από οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης κατά τις διατάξεις του ν. 612/1977, όχι μόνο ως προς το ύψος στο οποίο υπολογίζονται οι συντάξεις τους, αλλά και ως προς τις λοιπές καταβαλλόμενες σε αυτούς συνταξιοδοτικές παροχές). Διάφορο δε ζήτημα αποτελεί εάν υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας στις περιπτώσεις καθιέρωσης διαφορετικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος ανάπηρων ασφαλισμένων του ίδιου ασφαλιστικού φορέα που τελούσαν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες εργασιακές συνθήκες.
Ε) Δεν παραβιάζει τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5.7.2006 για την εφαρμογή των αρχών των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης ούτε τις διατάξεις της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27.11.2000 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία.