Τι καταγράφει η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας – Ο ρόλος του «Ηρακλή» στη μείωση «κόκκινων δανείων»
Αύξηση των κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα διαπιστώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα, σημειώνοντας την ένταση και τη διάρκεια των εισαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων, την επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών, την ενίσχυση του κινδύνου απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων και την αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα.
Επισημαίνει ταυτόχρονα ότι ο τραπεζικός τομέας, το α΄ εξάμηνο του 2022, συνέχισε να βελτιώνεται στους τομείς της κερδοφορίας και της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού.
Ο «Ηρακλής»
Όπως αναφέρει, η υλοποίηση της στρατηγικής των τραπεζών για την οριστική απαλλαγή τους από το υφιστάμενο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), κάνοντας κυρίως χρήση του προγράμματος παροχής εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου “Ηρακλής”, διαμόρφωσε το δείκτη ΜΕΔ σε μονοψήφιο ποσοστό για τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες.
Σημειώνει ακόμα ότι η επίτευξη κερδοφορίας μετά από δύο ζημιογόνες χρήσεις συνέβαλε καθοριστικά στη διατήρηση της κεφαλαιακής επάρκειας, αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την επίπτωση από την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9) και την αύξηση του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού.
Σημειώνεται ότι η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αξιολογεί τις εξελίξεις, εντοπίζει τους κύριους παράγοντες των συστημικών κινδύνων του ελληνικού τραπεζικού τομέα και των λοιπών κλάδων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αναλύει τη λειτουργία των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών (συστήματα πληρωμών, κάρτες πληρωμών, κεντρικά αποθετήρια τίτλων και κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι).
Ανησυχία για «κόκκινα δάνεια»
Όπως αναφέρει η ΤτΕ, η παρούσα Έκθεση επικεντρώνεται στις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στον τραπεζικό τομέα κατά το α΄ εξάμηνο του 2022. Παρουσιάζονται επίσης τρία Ειδικά Θέματα, που εξετάζουν: α) την εξέλιξη και διάρθρωση του ΑΕΠ βάσει της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας και της αντίστοιχης τραπεζικής χρηματοδότησης, β) το ευρωπαϊκό και εθνικό κανονιστικό πλαίσιο για τη διαχείριση των κινδύνων Τεχνολογίας Πληροφορικής & Επικοινωνιών και Ασφάλειας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και γ) τις μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας στη διακίνηση δημόσιου χρήματος μέσω του Συστήματος Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Οι πληθωριστικές πιέσεις, η αύξηση της αβεβαιότητας που περιβάλλει τις εξελίξεις σε γεωπολιτικό και ενεργειακό επίπεδο καθώς και η συνακόλουθη ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής επηρεάζουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Η αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, αλλά και το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης των επενδύσεων, λειτουργούν ως αντίρροπες δυνάμεις στην ενίσχυση της κερδοφορίας των τραπεζών και διαμορφώνουν προοπτικές για χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Στο πλαίσιο αυτό, ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις που τον περιβάλλουν.
Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα. Η σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ έχει μειώσει αισθητά το δείκτη ΜΕΔ (Ιούνιος 2022: 10,1%), εντούτοις οι ενέργειες των τραπεζών θα πρέπει να συνεχιστούν προκειμένου να επιτευχθεί σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επιπρόσθετα, η επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών επιτείνει την αβεβαιότητα σχετικά με την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Κατά συνέπεια, οι τράπεζες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν εκ νέου επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού τους με τη δημιουργία νέων ΜΕΔ.
Μικτή εικόνα στη ρευστότητα
Το πρώτο εξάμηνο του 2022, οι συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα παρουσίασαν μικτή εικόνα. Η πρόσβαση στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων για άντληση χρηματοδότησης κατέστη δυσχερέστερη στο πλαίσιο της ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής. Ωστόσο, οι καταθέσεις συνέχισαν την ανοδική τους πορεία (Σεπτέμβριος 2022: 185,5 δισεκ. ευρώ), αντικατοπτρίζοντας την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και την πιστωτική επέκταση, κυρίως προς τις επιχειρήσεις.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζικών ομίλων υποχώρησε οριακά και ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση διαμορφώθηκε σε 13,2% τον Ιούνιο του 2022 από 13,6% το Δεκέμβριο του 2021 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio) σε 15,9% από 16,2% αντίστοιχα. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στην αύξηση του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού, καθώς η επίπτωση από τη σταδιακή εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9) στα εποπτικά ίδια κεφάλαια αντισταθμίστηκε από την ενσωμάτωση των κερδών χρήσης. Συγκεκριμένα, το α΄ εξάμηνο του 2022 oι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,3 δισεκ. ευρώ, έναντι ζημιών 4,0 δισεκ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2021.
Η στρατηγική
Οι ενέργειες στο πλαίσιο υλοποίησης των στρατηγικών των τραπεζών για περαιτέρω αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ (μετά τη λήξη του προγράμματος παροχής εγγυήσεων “Ηρακλής”) με τυχόν απευθείας πωλήσεις ΜΕΔ θα έχουν πιθανόν μεγαλύτερη κεφαλαιακή επιβάρυνση. Συνεπώς, στο δυσχερέστερο περιβάλλον που διαμορφώνεται για την άντληση χρηματοδότησης από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίων, καθίσταται προτεραιότητα η ικανότητα των τραπεζών για εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου με την ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας.
Τέλος, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών παραμένει χαμηλή, καθώς τον Ιούνιο του 2022 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 14 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 58% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων.
Οι εντεινόμενες αβεβαιότητες για τις οικονομικές προοπτικές και την πορεία του πληθωρισμού, καθώς και η αύξηση των κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα καθιστούν επιτακτικά αναγκαία την περαιτέρω θωράκιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και επιβάλλουν εγρήγορση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, ώστε να συνεχιστεί απρόσκοπτα η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Στην κατεύθυνση αυτή, η επιτάχυνση των ροών από τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility – RRF) θα αμβλύνει τις πιέσεις, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ενίσχυση της χρηματοδότησης της οικονομίας.