ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
ΑΡΙΘΜΟΣ 136/2022
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ………, ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Μαζαράκη (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Της εφεσίβλητης – εναγόμενης: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Άρτεμις Διδίλη (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 16.04.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2018 και ειδικό …./2018 αγωγή του, ειδικής διαδικασίας διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 519/2019 απόφασή του διέταξε το χωρισμό της σωρευόμενης στο δικόγραφο αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού και της σωρευόμενης διεκδικητικής αγωγής και παρέπεμψε αυτές προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά την τακτική διαδικασία, και στη συνέχεια με την υπ’ αριθ. 1658/2020 απόφασή του, τακτικής διαδικασίας, απέρριψε τις ανωτέρω σωρευόμενες αγωγές. Ήδη ο εκκαλών – ενάγων προσβάλλει την υπ’ αριθ. 1658/2020 απόφαση με την από 22.07.2020 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/24.07.2020 και ειδικό …./24.07.2020 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/29.07.2020 και ειδικό …/29.07.2020, για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1658/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκαν οι σωρευόμενες στο δικόγραφο της από 16.04.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2018 και ειδικό …./2018 αγωγής, αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού και διεκδικητική αγωγή, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα – ενάγοντα την 25.06.2020 (βλ. Τη σχετική από 25.06.2020 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας …………. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 1658/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η δε κρινόμενη από 22.07.2020 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./24.07.2020 και ειδικό ……/24.07.2020 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών – ενάγων στην από 16.04.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό ../2018 αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, και στο δικόγραφο της οποίας σώρευε αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα, αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού και διεκδικητική αγωγή, εξέθετε ότι το έτος 2003 συνήψε ερωτική σχέση με την εναγόμενη, το έτος 2007 μνηστεύθηκαν και την 18.09.2010 τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο, ο οποίος λύθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 4481/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας, που κατέστη αμετάκλητη την 05.05.2016, ότι κατά το χρόνο της ελεύθερης, χωρίς γάμο, συμβίωσής τους και ενόψει του σχεδιαζόμενου γάμου τους, η περιουσία της εναγόμενης αυξήθηκε κατά το συνολικό ποσό των 70.000,00 ευρώ, το οποίο κατέβαλε αυτοπροσώπως, αλλά και μέσω της μητέρας του, είτε στην εναγόμενη,είτε σε τρίτα πρόσωπα για λογαριασμό της, κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του έτους 2008 έως τον Μάιο του έτους 2010, για δαπάνες αποπεράτωσης της ανέγερσης της οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου της κείμενης στον Πειραιά Αττικής επί της οδού ………… πολυκατοικίας, η οποία έχει επιφάνεια 74,46 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 270/1000 εξ αδιαιρέτου και είχε περιέλθει στην εναγόμενη κατά πλήρη κυριότητα λόγω γονικής παροχής, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../2005 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς . ….., και η οποία βρισκόταν στο στάδιο ολοκλήρωσης του σκελετού της οικοδομής μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 2008, ότι με την καταβολή εκ μέρους αυτού του συνολικού ποσού των 70.000,00 ευρώ, καλύφθηκαν όλες οι δαπάνες αποπεράτωσης της ανέγερσης της οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος, και συγκεκριμένα οι επιμέρους δαπάνες ύψους 4.500 ευρώ για τούβλα, 8.500 ευρώ για σοβάτισμα, 8.000 ευρώ για ηλεκτρική εγκατάσταση, 8.000 ευρώ για υδραυλική εγκατάσταση, 7.500 ευρώ για ελαιοχρωματισμό, 2.850 ευρώ για είδη υγιεινής, 7.500 ευρώ για αλουμίνια, 4.250 ευρώ για ντουλάπια κουζίνας, 700 ευρώ για ντουλάπια μπάνιου και WC, 1.800 για ντουλάπες υπνοδωματίου, 9.000 για πλακάκια δαπέδων, 1.800 για κάγκελα μπαλκονιών, 1.800 για κάγκελα ταράτσας και 3.800 για μάρμαρα κλιμακοστασίου, ότι το ανωτέρω ποσό των 70.000,00 ευρώ προήλθε από προσωπικές αποταμιεύσεις από την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από το Μάιο του έτους 1999 έως τον Μάιο του έτους 2010, αλλά και από άτυπες συμβάσεις δωρεάς προς τον ίδιο συγγενικών του προσώπων, ενώ η εναγόμενη εργάσθηκε μόνο για χρονικό διάστημα δύο ετών, έως και τον Ιούνιο του έτους 2010, και ουδόλως συνέβαλε στην ανωτέρω αύξηση της περιουσίας της, είτε με τη διάθεση των εισοδημάτων από την εργασία της, είτε με χρήματα από δωρεές συγγενικών της προσώπων,ότι κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους, η αξία του εν λόγω διαμερίσματος, το οποίο κάλυψε τις άμεσες στεγαστικές τους ανάγκες και αποτέλεσε την άλλοτε οικογενειακή τους στέγη, ανερχόταν σε 88.000,00 ευρώ, ενώ η αξία αυτού όταν βρισκόταν στο στάδιο ολοκλήρωσης του σκελετού της οικοδομής, ήτοι πριν την αποπεράτωσή του, ανερχόταν σε 18.000,00 ευρώ, με αποτέλεσμα η εναγόμενη να έχει ωφεληθεί κατά το ποσό των 70.000,00 ευρώ που αντιστοιχεί στη διαφορά των προαναφερόμενων αξιών αυτού του περιουσιακού της στοιχείου, το οποίο διατήρησε στην περιουσία της μετά τη λύση του γάμου τους, ότι από την αξία της τελικής περιουσίας της εναγόμενης ανερχόμενη στο ποσό των 88.000,00 ευρώ, αυτή υποχρεούται να του αποδώσει ποσοστό 100% της αύξησης αυτής της αξίας, ανερχόμενο στο ποσό των 70.000,00 ευρώ (88.000,00 ευρώ τελική περιουσία μείον 18.000,00 ευρώ αρχική περιουσία), κατά τον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής του στην αξία των αποκτημάτων της εναγόμενης, καθόσον κατά το εν λόγω ποσοστό συνέβαλε ο ίδιος στην ανωτέρω αύξηση της περιουσίας της,άλλως ποσοστό 1/3 της αύξησης της αξίας της περιουσίας της εναγόμενης, ανερχόμενο στο ποσό των 23.333,33 ευρώ, κατά τον τεκμαρτό υπολογισμό της συμβολής του στην αξία των αποκτημάτων της εναγόμενης, ότι η εναγόμενη παρακρατεί τα αναφερόμενα στην αγωγή κινητά πράγματα που αγοράστηκαν με χρήματά του και αποτελούσαν τον εξοπλισμό τόσο του ανωτέρω συζυγικού τους οίκου, συνολικής αξίας 12.500,00 ευρώ, όσο και της εξοχικής οικίας της εναγόμενης στο χωριό …. του Νομού Καρδίτσας, συνολικής αξίας 6.000,00 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, όπως παραδεκτώς κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορίσθηκαν τα αγωγικά αιτήματα με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 70.000,00 ευρώ, άλλως το ανωτέρω ποσό των 23.333,33 ευρώ, κυρίως μεν βάσει της κατ’ άρθρο 1400 του ΑΚ αξίωσής του λόγω της συμβολής του στην επαύξηση της περιουσίας της, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον η εναγόμενη κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του από αιτία μη νόμιμη, άλλως αιτία που έληξε, δοθέντος ότι οι ανωτέρω παροχές του προς αυτή συνιστούσαν απλή παράδοση χρημάτων για τις οικογενειακές τους ανάγκες και δεν είχαν το χαρακτήρα νόμιμης και έγκυρης σύμβασης ή επιβαλλόμενης από το νόμο υποχρέωσης, η δε συναίνεσή του για την αποπεράτωση του ανωτέρω διαμερίσματος της εναγόμενης τελούσε υπό την αίρεση της σύναψης και της διατήρησης της έγγαμης σχέσης τους, η οποία πλέον δεν υφίσταται, και ο σωζόμενος πλουτισμός της εναγόμενης έγινε σε βάρος της περιουσίας του, αφού, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, με τα ως άνω χρήματά του θα επαυξάνονταν η δική του περιουσία, επιπλέον δε ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του παραδώσει τα ανωτέρω κινητά πράγματα που ανήκουν στην κυριότητά του,να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 519/2019 απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, αφού διέταξε το χωρισμό της σωρευόμενης στο δικόγραφο αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού και της σωρευόμενης διεκδικητικής αγωγής και παρέπεμψε αυτές προς εκδίκαση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε ως νόμω αβάσιμη τη σωρευόμενη αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, η επαύξηση της περιουσίας της εναγόμενης δεν έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής της με τον ενάγοντα, αλλά πριν την τέλεση του μεταξύ τους γάμου. Στη συνέχεια, με την από 02.04.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …../2019 κλήση του ενάγοντος, η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, και εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η υπ’ αριθ. 1658/2020 οριστική απόφαση, η οποία,αφού έκρινε ότι ήταν απαράδεκτη λόγω αοριστίας η σωρευόμενη διεκδικητική αγωγή και ότι ήταν ορισμένη και νόμιμη η σωρευόμενη αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού, απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων με την κρινόμενη από 22.07.2020 έφεσή του, χωρίς να προσβάλλεται η απόφαση κατά το κεφάλαιό της με το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας η σωρευόμενη διεκδικητική αγωγή, και ζητεί την εξαφάνισή της για τους περιεχόμενους στην έφεση λόγους, που αφορούν στην απόρριψη ως ουσιαστικά αβάσιμης της σωρευόμενης αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού και ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να γίνει αυτή δεκτή.
Από το άρθρο 1400 του ΑΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις της αξίωσης του συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, αφότου τελέσθηκε ο γάμος και γ) η συμβολή, με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτής της περιουσίας του υπόχρεου. Για την τελευταία είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, το είδος της συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Η συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ο υπόχρεος σύζυγος και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου του, απαιτείται όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Στην περίπτωση αυτή, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμηση τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτή. Η χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών αυτών του δικαιούχου συζύγου μπορεί να προκύπτει και από τη χρηματική αξία ενός υποθετικού εισοδήματος, που ο δικαιούχος θα αποκόμιζε αν, αντί για τις υπηρεσίες αυτές, ασκούσε ορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, στην οποία θα μπορούσε να επιδοθεί και την οποία θυσίασε για χάρη της οικογένειας (ΑΠ 43/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1059/2014 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν ο ενάγων δεν περιορίζεται στο μαχητό τεκμήριο του άρθρου 1400 παρ. 1 εδ. β’ του ΑΚ και στον καθιερούμενο με αυτό τεκμαρτό προσδιορισμό της συμβολής και του μεγέθους της στο 1/3, αλλά θεμελιώνει την αγωγή του, στον πραγματικό υπολογισμό και επικαλείται συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου του, με παροχές, οι οποίες συνιστούν ιδιαίτερους τρόπους εκπλήρωσης της υποχρέωσής του για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, τότε για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής του, με την οποία ζητεί από τον εναγόμενο, να του αποδώσει το μέρος της αύξησης της περιουσίας του που προέρχεται από τη δική του συμβολή, πρέπει: α) να καθορίζει τη δαπάνη που απαιτήθηκε, για την πραγματοποίηση της περιουσιακής αύξησης του εναγόμενου, β) να αποτιμά τις παροχές του, προς τον εναγόμενο, καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο έγιναν και γ) να καθορίζει είτε (α) το ποσό το οποίο όφειλε, με βάση τις δυνάμεις του, να συνεισφέρει, στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, αφού οι παραπάνω παροχές, μόνον κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς, αποτελούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του εναγόμενου και παρέχουν δικαίωμα απόδοσης και όχι στο σύνολο τους, έτσι ώστε, από το λόγο της αξίας των παροχών, κατά το μέρος που υπερβαίνουν την οφειλόμενη συνεισφορά, προς τη δαπάνη που απαιτήθηκε, για την πραγματοποίηση της περιουσιακής επαύξησης του εναγόμενου, να προκύπτει το αιτούμενο με την αγωγή ποσοστό συμμετοχής του ενάγοντος σε αυτήν, είτε (β) το πέραν της εκ των διατάξεων των άρθρων 1389 και 1390 του ΑΚ αναλογούσης υποχρεωτικής συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ποσό της συμβολής αυτού (ενάγοντος) στην επικαλουμένη επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου, για το ορισμένο της σχετικής επίκλησης μη απαιτούμενης ούτε της αναφοράς του ύψους των συνολικών οικογενειακών αναγκών, ούτε του κατά ποσό προσδιορισμού της συνεισφοράς στην οποία υποχρεούται ο ενάγων (ΑΠ 43/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 825/2015 ΝΟΜΟΣ). Όταν, όμως, η αξίωση στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή, τότε, μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου, κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία, και μόνο, ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, προσδιορίζοντας την τυχόν αρχική, κατά την τέλεση του γάμου περιουσία του εναγόμενου και την τελική, κατά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης περιουσία του, καθώς και την αξία σε χρήμα και των δυο, κατά το χρόνο αυτό και ειδικότερα, για την περίπτωση της συμπλήρωσης τριετούς διάστασης, την αξία της περιουσίας κατά το χρόνο παροχής της έννομης προστασίας, δηλαδή της άσκησης της αγωγής. Άρα, στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθαυτής, ούτε του ποσοστού της, επομένως δε ούτε του ποσού της οφειλόμενης συνεισφοράς του, αν έχει συμβάλει με παροχές που συνιστούν εκπλήρωση της υποχρέωσης για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας (ΑΠ 1155/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1173/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 411/2004 ΕλλΔνη 2004.1355). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 1400 του ΑΚ, η οποία αποσκοπεί στην προστασία του συζύγου με τη μικρότερη αύξηση της περιουσίας, δηλαδή κατά κανόνα του οικονομικά ασθενέστερου, και περιέχει ως εκ τούτου κανόνα αναγκαστικού δικαίου, συνάγεται ότι η εφαρμογή της προϋποθέτει τέλεση γάμου και άρα στο ρυθμιστικό της πεδίο εμπίπτει μόνο η αξίωση του ενός συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου συζύγου, όπως γινόταν παλαιότερα δεκτό, ήδη όμως η διάταξη αυτή έχει τροποποιηθεί με το Ν. 4356/2015 (άρθρο 5), οπότε η διάταξη του άρθρου 1400 του ΑΚ εφαρμόζεται αναλογικά και σε περίπτωση συμφώνου συμβίωσης, ενώ, βάσει του άρθρου 6 του ίδιου νόμου «Στην περίπτωση ελεύθερης συμβίωσης χωρίς σύμφωνο, η τύχη των περιουσιακών στοιχείων που έχουν αποκτηθεί μετά την έναρξη της συμβίωσης (αποκτήματα) κρίνεται κατά τις γενικές διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και σε εκκρεμείς δίκες». Συγκεκριμένα, είναι δυνατή η ευθεία εφαρμογή των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αν σε συγκεκριμένη περίπτωση ελεύθερης συμβίωσης συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 του ΑΚ, απαιτείται να επήλθε ο πλουτισμός χωρίς νόμιμη αιτία, δηλαδή να είναι αδικαιολόγητος. Κρίσιμο, δηλαδή, στοιχείο είναι η μη νόμιμη αιτία του πλουτισμού. Αιτία, ειδικότερα, είναι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την παροχή του ο δότης, η αποτυχία δε του σκοπού αυτού επιφέρει την έλλειψη της αιτίας. Το άρθρο 904 του ΑΚ δεν λύνει από μόνο του το ζήτημα πότε υπάρχει ή δεν υπάρχει νόμιμη αιτία. Απόκειται στον εφαρμοστή του δικαίου να το καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές διατάξεις του νόμου, στις οποίες σιωπηρά παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το σκοπό του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Συγκεκριμένα, στην εξώγαμη συμβίωση, για να γίνει δεκτή η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να αναφέρεται και να αποδεικνύεται όχι μόνο η ύπαρξη κοινωνίας βίου, αλλά και η ανταποδοτική βάση των εκατέρωθεν συμβολών, ότι δηλαδή εξ αφορμής αυτής δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών ή παροχών από τον ενάγοντα σύντροφο στον άλλο και υπό την προϋπόθεση συγκεκριμένου περιουσιακού ανταλλάγματος ή μελλοντικού γάμου και ότι λόγω περάτωσης του συνδέσμου εμπιστοσύνης, ήτοι λύσης της συμβίωσης, είτε αυθαίρετα εκ μέρους του εναγόμενου, είτε λόγω θανάτου, γεννήθηκε η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, είτε για αιτία λήξασα, όταν ο σύνδεσμος εμπιστοσύνης είχε στηριχθεί στη μονιμότητά της, είτε για αιτία μη επακολουθήσασα, όταν οι παροχές δίνονταν με την πεποίθηση μελλοντικού οικονομικού ανταλλάγματος (ΑΠ 1751/2014 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1926/2013 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 874/2008 ΧρΙΔ 2009. 139, ΕφΔωδ 103/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 48/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 54/2007 Αρμ 2008.226, ΜονΕφΘεσ 314/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ 2288/2018 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΔυτΜακ 100/2015 ΝΟΜΟΣ).Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της έφεσης το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών με την έφεση παραπονιέται διότι η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, της αντικατάστασης των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη, και μάλιστα χωρίς ειδικό γι’ αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 356/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1951/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 162/2013 ΕλλΔνη 2013. 168, ΕφΑθ 1531/2011 ΔΕΕ 2011. 936, ΕφΑθ 3289/2009 ΝΟΜΟΣ). Αντίστοιχα λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος επί έφεσης του εναγόμενου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κ.λ.π. αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα (ΑΠ 1436/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42. 925, ΕφΠειρ 77/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4924/2012 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 20/2018 ΝΟΜΟΣ).Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η σωρευόμενη αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού, που θα εξετασθεί κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ,σύμφωνα με το άρθρο 6 του Ν. 4356/2015, αφού η αγωγή ασκήθηκε μετά την έναρξη ισχύος την 24.12.2015του Ν. 4356/2015, ελέγχεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας για τους ακόλουθους λόγους. Καταρχήν δεν αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο, πέραν της ύπαρξης κοινωνίας βίου, η ανταποδοτική βάση των εκατέρωθεν συμβολών, ότι δηλαδή εξ αφορμής της συμβίωσης των διαδίκων δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών ή παροχών από τον ενάγοντα σύντροφο στην εναγόμενη, ούτε ότι η προσφορά αυτή έλαβε χώρα υπό την προϋπόθεση συγκεκριμένου περιουσιακού ανταλλάγματος ή μελλοντικού γάμου, ούτε ότι λόγω περάτωσης του συνδέσμου εμπιστοσύνης, ήτοι λύσης της συμβίωσης, αυθαίρετα εκ μέρους της εναγόμενης, γεννήθηκε η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επίσης, δεν προσδιορίζεται η έλλειψη νόμιμης αιτίας για τη στοιχειοθέτηση του αδικαιολόγητου του εν λόγω πλουτισμού της εναγόμενης, αφού δεν εκτίθεται, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη, ο σκοπός τον οποίο επιδίωκε ο ενάγων με την παροχή του προς αυτή στα πλαίσια της ελεύθερης, χωρίς γάμο, συμβίωσης των διαδίκων, ούτε άλλωστε η αποτυχία του σκοπού αυτού, η οποία επιφέρει την έλλειψη αιτίας, δεδομένου ότι δεν γεννάται αξίωση προς απόδοση του πλουτισμού του λήπτη όταν ο πλουτισμός αυτού και η μείωση της περιουσίας του δότη δεν είναι αδικαιολόγητη, δηλαδή χωρίς νόμιμη αιτία, στην προκειμένη δε περίπτωση υπήρχε τόσο η νόμιμη αιτία της χωρίς αντάλλαγμα παροχής, με τη συνεχή και αδιάλειπτη ελεύθερη συμβίωση των διαδίκων, όσο και η μελλοντική αιτία της τέλεσης του μεταξύ τους γάμου, που επακολούθησε. Επιπλέον ο ενάγων δεν προσδιορίζει επακριβώς την ωφέλεια που αποκόμισε η εναγόμενη,κατά το χρονικό διάστημα της ελεύθερης, χωρίς γάμο, συμβίωσης των διαδίκων, πριν την τέλεση του μεταξύ τους γάμου,σε βάρος της περιουσίας του αναφορικά με την αποπεράτωση της ανέγερσης της επίδικης οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος, την οποία αναβιβάζει σε ποσοστό 100% της αύξησης της αξίας του, ανερχόμενη στο ποσό των 70.000,00 ευρώ. Ειδικότερα, αναφέρεται αορίστως στο αγωγικό δικόγραφο ότι ο ενάγων αυτοπροσώπως, αλλά και μέσω της μητέρας του, κατέβαλε σε μετρητά διάφορα ποσά,είτε στην εναγόμενη, είτε σε τρίτα πρόσωπα για λογαριασμό της, κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του έτους 2008 έως τον Μάιο του έτους 2010, χωρίς, όμως, να προσδιορίζονται ούτε οι ημερομηνίες καταβολής των επιμέρους ποσών, ούτε το ύψος αυτών. Επίσης, ενώ γίνεται αναφορά ότι με την καταβολή εκ μέρους του ενάγοντος του συνολικού ποσού των 70.000,00 ευρώ, καλύφθηκαν όλες οι δαπάνες αποπεράτωσης της ανέγερσης της οριζόντιας ιδιοκτησίας – διαμερίσματος, οι οποίες στη συνέχεια μνημονεύονται, δεν εξειδικεύονται επαρκώς οι επιμέρους δαπάνες που απαιτήθηκαν, ούτε αναφέρεται ποιες επιμέρους δαπάνες αφορούσαν στο κόστος αγοράς των υλικών και ποιες σε αμοιβές των εργολάβων για την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, λαμβανομένου,μάλιστα, υπόψη ότι οι αμοιβές των εργολάβων μπορεί να ορίζονται με πολλούς τρόπους, ήτοι κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα έργου, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικά, χρονικά κλπ. Λόγω δε της έλλειψης των ανωτέρω στοιχείων δεν μπορεί να συναχθεί,υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ποιο είναι το ύψος του πλουτισμού της εναγόμενης, και μάλιστα του αδικαιολόγητου, στοιχείο αναγκαίο για τη νομική θεμελίωση της οικείας αξίωσης, σύμφωνα και με όσα παρατίθενται στη νομική σκέψη. Σημειωτέον ότι, όπως είναι ευνόητο, επί της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν υφίσταται νόμιμο μαχητό τεκμήριο 1/3για την ύπαρξη και το ύψος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, και συνεπώς και για τη γέννηση και την έκταση της εν λόγω αξίωσης, όπως, αντιθέτως προβλέπεται, κατά τα ανωτέρω, επί της αξίωσης του άρθρου 1400 του ΑΚ (βλ.ΜονΕφΔωδ 138/2020 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΔυτΜακ 100/2015 ΝΟΜΟΣ).Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένη τη σωρευόμενη αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού και στη συνέχεια απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι, αφού ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της σωρευόμενης αγωγής, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο σύνολό της στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και τούτο έχει την εξουσία, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, να εξετάσει αυτεπάγγελτα και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, το παραδεκτό και τη νομιμότητα των αγωγικών αιτημάτων που έγιναν δεκτά ως παραδεκτά και νόμιμα πρωτοδίκως και να απορρίψει αυτά, ως αόριστα ή μη νόμιμα, δεδομένου ότι η απόφαση είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα – ενάγοντα και δεν χειροτερεύει τη θέση του, ενώ οι συνέπειες από την απόρριψη της αγωγής για το λόγο αυτό είναι διαφορετικές, δεδομένου ότι η απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης, σε σχέση με την απόρριψή της ως απαράδεκτης ή μη νόμιμης, δημιουργεί διαφορά ως προς την εμβέλεια των αντικειμενικών ορίων του παραγομένου δεδικασμένου και επιπλέον πρόκειται για επιτρεπτή εντός των ορίων των λόγων της έφεσης έρευνα του παραδεκτού και της νομιμότητας της αγωγής, ώστε να μην πρόκειται περί αντικατάστασης αιτιολογιών, σύμφωνα με το άρθρο 534 του ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση όσον αφορά στη σωρευόμενη αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά, για το ενιαίο της δικαστικής κρίσης και της ύπαρξης ενιαίου διατακτικού και όσον αφορά στη σωρευόμενη διεκδικητική αγωγή, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο, να απορριφθούν στη συνέχεια οι σωρευόμενες στο δικόγραφο αγωγές ως απαράδεκτες λόγω της αοριστίας τους. Περαιτέρω, λόγω της νίκης του εκκαλούντος πρέπει να επιστραφεί σε αυτόν το κατατεθειμένο παράβολο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, ενόψει της εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης, κατά τα προαναφερθέντα, εξαφανίζεται και η περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διάταξή της, και ακολούθως τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόσθηκαν κατ’ άρθρα 179, 183και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 22.07.2020 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1658/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1658/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 16.04.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ../2018 και ειδικό …/2018 αγωγή ως προς τη σωρευόμενη αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού και τη σωρευόμενη διεκδικητική αγωγή.
Απορρίπτει τις σωρευόμενες αγωγές.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ……./2020, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 10 Μαρτίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ