Σε ιδιόκτητο σπίτι ζούσαν το 2021 σχεδόν τρία στα τέσσερα νοικοκυριά στην Ελλάδα, σπίτια όμως στην πλειονότητά τους μικρά, τα οποία μάλιστα οι ιδιοκτήτες τους αδυνατούν να τα διατηρήσουν ζεστά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat.
- Σε ιδιόκτητο σπίτι ζούσαν το 2021 σχεδόν τρία στα τέσσερα νοικοκυριά στην Ελλάδα, σπίτια, όμως, στην πλειονότητά τους μικρά, τα οποία μάλιστα οι ιδιοκτήτες τους αδυνατούν να τα διατηρήσουν ζεστά. Και το τελευταίο δεν αφορά τον φετινό χειμώνα με την ενεργειακή κρίση σε εξέλιξη, η οποία έχει οδηγήσει πολλούς στο να κάνουν οικονομία στο φυσικό αέριο, το πετρέλαιο, το ηλεκτρικό ρεύμα ή ακόμη και στα καυσόξυλα ή άλλα στερεά καύσιμα.
Την ίδια ώρα τα στοιχεία της Eurostat έρχονται να επιβεβαιώσουν την απειλή του ιδιωτικού χρέους, καθώς στην Ελλάδα το 2021 καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. πληθυσμού (36,4%) που ζει σε νοικοκυριό με ληξιπρόθεσμες οφειλές σε ενυπόθηκα δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς κοινής ωφέλειας.
Σύμφωνα με έρευνα της Eurostat για τις συνθήκες στέγασης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το 73,3% των πολιτών στην Ελλάδα διαμένουν σε ιδιόκτητο σπίτι, με μόλις 26,7% να κατοικεί σε σπίτι που νοικιάζει. Το ποσοστό ιδιοκτησίας στην Ελλάδα αν και δεν είναι από τα υψηλότερα, καθώς κατέχουν τα πρωτεία οι πρώην ανατολικές χώρες, διαμορφώνεται σε επίπεδα πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο που ήταν το 2021 69,9%.
Ανέκαθεν στην Ελλάδα επικρατούσε η αντίληψη του να έχεις «ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου», αντίληψη που ευνοήθηκε σε πρώτη φάση μεταπολεμικά από την περίφημη αντιπαροχή και πολύ αργότερα από τη χωρίς φειδώ χορήγηση στεγαστικών δανείων, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Ετσι, τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης καταγράφονται στη Ρουμανία, την Ουγγαρία και την Κροατία (95,3%, 91,7% και 90,5% αντιστοίχως), χώρες στις οποίες οι κατοικίες επί κυριαρχίας των κομμουνιστικών καθεστώτων ανήκαν στο κράτος, ενώ τα χαμηλότερα στη Γερμανία (49,5%), την Αυστρία (54,2%) και τη Γαλλία (64,7%).
Η πλειονότητα, βεβαίως, των Ελλήνων ζουν εν γένει σε μικρά σπίτια. Σύμφωνα με τη Eurostat, o μέσος αριθμός δωματίων ανά άτομο το 2021 στην Ελλάδα ήταν 1,3 δωμάτιο, με μικρότερα μόνο τα σπίτια στην Κροατία και τη Λετονία (1,2 δωμάτιο ανά άτομο) και τη Ρουμανία και την Πολωνία (1,1 δωμάτιο ανά άτομο). Στον αντίποδα βρίσκονται η Μάλτα (2,3 δωμάτια ανά άτομο), το Βέλγιο, η Ιρλανδία, η Ολλανδία (2,1 δωμάτια ανά άτομο) και η Κύπρος (2 δωμάτια ανά άτομο), ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ήταν το 2021 1,6 δωμάτιο ανά άτομο.
Το γεγονός ότι κυρίως στην Ελλάδα ζούμε σε μικρά σπίτια αποδεικνύεται και από ακόμη ένα δείκτη, τον αριθμό των ατόμων ανά νοικοκυριό. Στην Ελλάδα το 2021 υπήρχαν κατά μέσον όρο 2,6 άτομα ανά νοικοκυριό, που αποτελεί τη δεύτερη υψηλότερη αναλογία στην Ε.Ε. (η υψηλότερη, 2,7 άτομα ανά νοικοκυριό, καταγράφηκε στην Πολωνία και την Κροατία), ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ήταν 2,3 άτομα ανά νοικοκυριό. Ο μικρότερος αριθμός ατόμων ανά νοικοκυριό καταγράφηκε στη Φινλανδία (1,9 άτομα), τη Σουηδία, τη Γερμανία και τη Δανία (2 άτομα ανά νοικοκυριό).
Το 17,5% του πληθυσμού δεν είχε την ικανότητα να διατηρεί το σπίτι επαρκώς ζεστό πέρυσι, δηλαδή πριν από την ενεργειακή κρίση.
Αξίζει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι το 2021 το 28,5% των πολιτών στην Ελλάδα ζούσε σε κατοικία με πολλά άτομα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. ήταν 17,1%. Από την άλλη, σε σπίτι πολύ μεγαλύτερο από τις ανάγκες του ζούσε στην Ελλάδα μόλις το 11,8% του πληθυσμού, όταν στην Ε.Ε. το αντίστοιχο ποσοστό είναι 33,6%.
Το χειρότερο, βεβαίως, είναι ότι μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού ζει σε σπίτια που θερμαίνονται ανεπαρκώς, φαινόμενο που εμφανίστηκε στα χρόνια των μνημονίων και παγιώθηκε δυστυχώς για μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Λίγο πολύ όλοι γνωρίζουμε τουλάχιστον μία περίπτωση πολυκατοικίας, κυρίως στο κέντρο της Αθήνας και όχι μόνο, όπου η κεντρική θέρμανση δεν έχει λειτουργήσει ξανά από το 2010.
Στην Ελλάδα το 2021 το 17,5% του πληθυσμού δεν είχε την ικανότητα να διατηρεί το σπίτι επαρκώς ζεστό, ποσοστό που αποτελεί το τέταρτο υψηλότερο μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και υπερδιπλάσιο του μέσου ευρωπαϊκού όρου (6,9%).
Το 12,9% διαμένει σε κατοικία, η στέγη της οποίας βάζει νερά, ποσοστό κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (14,8%), ενώ πλέον τα περισσότερα σπίτια στην Ελλάδα διαθέτουν τουαλέτα (μόλις το 0,1% δεν έχει). Το 57,4% του πληθυσμού ζει σε διαμέρισμα και το 42,6% σε μονοκατοικία.
Με το εισόδημα διαρκώς να μειώνεται και τα ενοίκια με τους υπόλοιπους λογαριασμούς (ηλεκτρικό ρεύμα, κοινόχρηστα κ.λπ.) να αυξάνονται, το κόστος της στέγασης αποτελεί στην πραγματικότητα πολύ μεγάλο βάρος για τα νοικοκυριά. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα παρατηρείται το υψηλότερο ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης, με το 32,4% του πληθυσμού να ζει σε σπίτι όπου το κόστος στέγασης αντιπροσωπεύει πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του. Στην Ε.Ε. το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 10,4%.