Αναίρεση της απόφασης του εφετείου, καθώς το δικαστήριο δεν προσδιόρισε ως όφειλε, ούτε καν κατ’ είδος, τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη, παρά μόνο αναφέρθηκε στην ομολογία των κατηγορουμένων και το πρακτικό ποινικής διαπραγμάτευσης που καταρτίσθηκε κατά την προδικασία
Το δικαστήριο του Αρείου Πάγου με πρόσφατη απόφασή του επεσήμανε ότι, ακόμη και όταν έχει προηγηθεί ποινική διαπραγμάτευση, το δικαστήριο της ουσίας είναι αρμόδιο να εξετάσει αν τα πραγματικά περιστατικά που έχει ομολογήσει ο κατηγορούμενος έχουν υπαχθεί στον ορθό κανόνα δικαίου και, κατόπιν, να κηρύξει την ενοχή και να επιμετρήσει την ποινή (ΑΠ 764/2022).
Πιο αναλυτικά, στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4620/2019 σημειώνεται ότι ως προς τα επί μέρους ανακύπτοντα ζητήματα της ρυθμιζόμενης από το άρθρο 303 ΚΠΔ ποινικής διαπραγμάτευσης η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή κατέληξε, μεταξύ άλλων, στις ακόλουθες επιλογές:
Θεσπίστηκε η δυνατότητα του δικαστηρίου να μειώσει περαιτέρω τη συμφωνηθείσα ποινή, διότι τυχόν πλήρης δέσμευση του ποινικού δικαστηρίου από τη συμφωνηθείσα μεταξύ κατηγορουμένου και Εισαγγελέα μειωμένη ποινή θα αντέβαινε στο άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος, ενόψει του ότι η ποινή θα επιβαλλόταν de facto από τον Εισαγγελέα και όχι από το ποινικό δικαστήριο.
Επίσης, προβλέφθηκε η δυνατότητα του ποινικού δικαστηρίου να ελέγχει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης στο πρακτικό διαπραγμάτευσης. Εφόσον η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας διατηρείται ως κατευθυντήρια αρχή του ελληνικού ποινικοδικονομικού συστήματος, το ποινικό δικαστήριο δεν θα πρέπει να απαλλάσσεται από την υποχρέωση, να ελέγξει αν η συμφωνηθείσα ποινή μπορεί να επιβληθεί από αυτό με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τον νομικό χαρακτηρισμό, που έχει επιλέξει η κατηγορούσα αρχή.
Γι’ αυτό θα πρέπει το ποινικό δικαστήριο να διατηρεί την εξουσία, πριν καταγνώσει την προσυμφωνηθείσα ποινή, να ερευνήσει τη νομική βασιμότητα της κατηγορίας ή άλλους λόγους που αποκλείουν την ποινική ευθύνη και, στην περίπτωση αυτή, να αθωώσει παρά τo plea bargaining τον κατηγορούμενο ή να προσδώσει στην πράξη τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό. Τυχόν δέσμευση του ποινικού δικαστηρίου από τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης στο πρακτικό διαπραγμάτευσης θα αντέβαινε στο άρθρο 96 παρ. 1 Σ.
Όμως, προκειμένου να μη δημιουργηθεί στον κατηγορούμενο αίσθημα ανασφάλειας, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντικίνητρο για την υπαγωγή του στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, σε συνδυασμό με την άμβλυνση του διερευνητικού καθήκοντος του δικαστηρίου σε τέτοιου είδους διαδικασίες, κρίθηκε σκόπιμο η τυχόν μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού να είναι δυνατή μόνο προς όφελος του κατηγορουμένου.
Εν προκειμένω, προέκυψε ότι το δικαστήριο της ουσίας ανέγνωσε δημόσια τις αιτήσεις των κατηγορουμένων για ποινική διαπραγμάτευση κατ’άρθρ.303 ΚΠΔ ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και το σχετικό πρακτικό διαπραγμάτευσης, στο δε σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται επί λέξει:
“Στην προκειμένη περίπτωση από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των προαναφερομένων εγγράφων που βρίσκονται στην παρούσα δικογραφία πάντων εκτιμωμένων κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθρο 177 παρ. 1 του ΚΠοινΔ) την απολογία των 1ου και 3ου των κατηγορουμένων καθώς και από όλη εν γένει τη διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά”.
Ωστόσο, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι δεν καθίσταται σαφές και δεν παράγεται βεβαιότητα αν τα στοιχεία της δικογραφίας ελήφθησαν υπόψη αφού, το Δικαστήριο της ουσίας, πέραν των ως άνω δύο εγγράφων που επικαλείται ως αναγνωστέα έγγραφα, παρέλειψε παντελώς, ούτε κατά γενικό προσδιορισμό ως προς το είδος τους, να προβεί σε οποιαδήποτε καταχώριση ή αναφορά οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού στοιχείου της δικογραφίας.
Ειδικότερα, δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και, μάλιστα, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι αυτά τα αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη, αξιολογήθηκαν και συνεκτιμήθηκαν όλα στο σύνολο τους, αφού δεν μνημονεύονται καθόλου, ούτε μεταξύ των αναγνωστέων, ούτε στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε στο κυρίως περιεχόμενο αυτού.
Συνεπώς, κρίθηκε πως δεν διαλαμβάνεται η απαιτούμενη, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και η παράλειψη αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης πλήττει τις προϋποθέσεις αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων που έχουν τεθεί από τις παραπάνω διατάξεις και, ως εκ τούτου, η ως άνω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ως προς τις αποδείξεις.
Απόσπασμα απόφασης
Από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των πρακτικών της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας ανέγνωσε δημόσια 1) τις από 1/7/2019 τρεις (3) αιτήσεις των ως άνω κατηγορουμένων για ποινική διαπραγμάτευση κατ’άρθρ.303 ΚΠοινΔ ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών (δια του 16ου ανακριτικού τμήματος) και 2) το υπ’αριθμ. 1/9-1-2020 πρακτικό διαπραγμάτευσης ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, (σελ. 3 της απόφασης) στο δε σκεπτικό αυτής (σελ.6, 7 της απόφασης), εκθέτει κατά λέξη τα εξής: “Στην προκειμένη περίπτωση από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των προαναφερομένων εγγράφων που βρίσκονται στην παρούσα δικογραφία πάντων εκτιμωμένων κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθρο 177 παρ. 1 του ΚΠοινΔ) την απολογία των 1ου και 3ου των κατηγορουμένων καθώς και από όλη εν γένει τη διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά”. Από την τελευταία όμως αυτή διατύπωση στο προοίμιο του σκεπτικού και δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε στο εδ. γ’ της παρ.6 του άρθρου 303 ΚΠοινΔ ρητά ορίζεται ότι το Δικαστήριο “κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο βάσει του πρακτικού διαπραγμάτευσης και των στοιχείων της δικογραφίας” δεν καθίσταται σαφές και δεν παράγεται βεβαιότητα αν τα στοιχεία της δικογραφίας ελήφθησαν υπόψη αφού, το Δικαστήριο της ουσίας, πέραν των ως άνω δύο εγγράφων που επικαλείται ως αναγνωστέα έγγραφα, παρέλειψε παντελώς, ούτε κατά γενικό προσδιορισμό ως προς το είδος τους, να προβεί σε οποιαδήποτε καταχώριση ή αναφορά οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού στοιχείου της δικογραφίας. Ειδικότερα δεν προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι αυτά τα αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη, αξιολογήθηκαν και συνεκτιμήθηκαν όλα στο σύνολο τους, αφού δεν μνημονεύονται καθόλου, ούτε μεταξύ των αναγνωστέων, ούτε στο προοίμιο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε στο κυρίως περιεχόμενο αυτού.
Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και η παράλειψη αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης πλήττει τις προϋποθέσεις αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων που έχουν τεθεί από τις παραπάνω διατάξεις και ως εκ τούτου, η ως άνω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ως προς τις αποδείξεις.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ. προβαλλόμενος λόγος της υπό κρίση αναίρεσης είναι βάσιμος και ως τέτοιος, πρέπει να γίνει δεκτός, Κατ` ακολουθία όλων των ανωτέρω και αφού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης, οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του λόγου που έγινε δεκτός, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως ( άρθρο 519 ΚΠΔ ).Τέλος, το ευεργετικό αποτέλεσμα της ένδικης αναίρεσης, πρέπει, κατ` άρθρο 469 του ΚΠοινΔ, να επεκταθεί και στους ωφελούμενους συγκατηγορούμενους και συγκαταδικασθέντες για τις πράξεις της διακεκριμένης περίπτωσης κλοπής από κοινού και κατ’εξακολούθηση τελεσθείσα και σε απόπειρα η συνολική αξία της οποίας υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ και της συμμορίας, K. Z. του M. και K. H. του A..
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.