Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα επέβαλε την κύρωση της επίπληξης σε Δήμο για μη ικανοποίηση δικαιώματος πρόσβασης και του έδωσε εντολή όπως ικανοποιήσει το εν θέματι δικαίωμα του καταγγέλλοντος.
Επίσης, απηύθυνε σύσταση στον Δήμο για παράλειψη ενημέρωσης του καταγγέλλοντος για την επεξεργασία απόφασης του Αρείου Πάγου.
Η υπόθεση τέθηκε υπόψη της Αρχής έπειτα από καταγγελία που υπέβαλε ο Α (εφεξής «καταγγέλλων») κατά α. του Δημάρχου Υ (εφεξής «καταγγελλόμενος» ή «Δήμος»), β. του Συντονιστή Φ, γ. της Ειδικής Επιτροπής Άρθρου 152 Ν.3463/2006 της Οίκοθεν Αποκεντρωμένης Διοίκησης, και δ. της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Υ, για παραβάσεις των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του Ν. 4624/2019.
Με την καταγγελία προβάλλονται και παραβάσεις του αστικού, διοικητικού και ποινικού δικαίου, εκ των οποίων η Αρχή εξετάζει μόνο τη μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του καταγγέλλοντος και την τυχόν παράνομη επεξεργασία απόφασης ποινικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της.
Ειδικότερα, ο καταγγέλλων αναφέρει ότι ο Δήμαρχος Υ με Διοικητική Πράξη του έκανε δεκτή την αίτηση περί αλλαγής του επωνύμου της ενήλικης κόρης του από «Α» σε «Β» που είναι το επώνυμο της μητέρας της, με την οποία ο καταγγέλλων έχει συναινετικώς διαζευχθεί.
Ο καταγγέλλων αναφέρει ότι η εν λόγω Διοικητική Πράξη είναι ακυρώσιμη, όχι μόνο ως παράνομη και, συγκεκριμένα, ως μη πληρούσα την αντικειμενική υπόσταση των σχετικών διατάξεων αλλά και επειδή θεμελίωσε τη νομιμότητά της με την επεξεργασία ειδικών κατηγοριών προσωπικών δεδομένων του καταγγέλλοντος-πατρός της αιτούσης, με βάση προσκομισθέντα στοιχεία ποινικών αποφάσεων του Αρείου Πάγου που τον αφορούν, χωρίς τη συναίνεσή του.
Περαιτέρω, ο καταγγέλλων ισχυρίζεται ότι ο Δήμος, επικαλούμενος το άρθρο 5 του Ν.4624/2019 αρνείται να του παράσχει πρόσβαση και να του χορηγήσει αντίγραφα της Διοικητικής Πράξης και όλων των σχετικών εγγράφων που σχετίζονται με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων.
Σε συνέχεια της εν λόγω Πράξης του Δήμου, ο καταγγέλλων αναφέρει ότι απερρίφθησαν:
i. η Ειδική Διοικητική Προσφυγή κατ΄ άρθρα 118 του Ν.4555/2018 και 25 ΚΔΔιαδ ενώπιον του Επόπτη Ο.Τ.Α. της Φ για πρόσβαση στα έγγραφα, με την αιτιολογία ότι η έγγραφη απάντηση του Δήμου επί αυτού δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη κατά την έννοια του διοικητικού δικαίου,
ii. η προσφυγή ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του Ν. 3463/2006 ως νόμω αβάσιμη με την ίδια υπό σημείο (i) ανωτέρω αιτιολογία,
iii. η αίτηση χορήγησης Εισαγγελικής Παραγγελίας για πρόσβαση στη Διοικητική Πράξη και στα στοιχεία του φακέλου με την αιτιολογία ότι ο καταγγέλλων θεωρείται τρίτος ως προς τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της κόρης του, ενώ ο ίδιος υποστηρίζει ότι ο πατέρας δεν δύναται να είναι τρίτος σε σχέση με την κόρη του. Ισχυρίζεται επίσης ότι η άρνηση ικανοποίησης των ανωτέρω αιτημάτων, του στερούν τη δυνατότητα «προσφυγής ακυρώσεως» της Πράξης του Δήμου και εντείνεται η πραγματική βλάβη που υφίσταται η κόρη του και διευρύνεται η δυσφήμηση του προσώπου του.
Για τους λόγους αυτούς αιτείται την παρέμβαση της Αρχής, ώστε ο Δήμος να του χορηγήσει όλα τα ειδικής κατηγορίας προσωπικά του δεδομένα που έτυχαν επεξεργασίας υπό του Δήμου, καθώς και τη Διοικητική Πράξη και όλα τα συναφή με την επεξεργασία αυτή έγγραφα του φακέλου, ιδίως δε τις σχετικές γνωμοδοτήσεις.
Η απόφαση της Αρχής
Όπως αναφέρεται στην απόφαση της Αρχής, στην προκειμένη περίπτωση διαπιστώνεται ότι ασκήθηκε κατ΄ ουσίαν το δικαίωμα πρόσβασης του καταγγέλλοντος στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στα έγγραφα του φακέλου της αιτήσεως αλλαγής επωνύμου της κόρης του καταγγέλλοντος και ότι ο Δήμος δεν εξέτασε το σχετικό αίτημα παραβιάζοντας το δικαίωμα πρόσβασης του καταγγέλλοντος κατά τα άρθρα 15 παρ. 1 του ΓΚΠΔ και 33 του Ν.4624/2019.
Αναφορικά με την αρμοδιότητα του Δήμου να επεξεργαστεί απόφαση ποινικού δικαστηρίου εμπεριέχουσα δεδομένα που αφορούν τον καταγγέλλοντα για την έκδοση της Διοικητικής Πράξης αλλαγής επωνύμου της κόρης του καταγγέλλοντος, η οποία εκδόθηκε πριν από την έναρξη εφαρμογής ΓΚΠΔ, υπό το καθεστώς του Ν. 2472/1997, ο οποίος είναι συνεπώς εφαρμοστέος στην παρούσα υπόθεση.
Σύμφωνα με τα άρθρα 2 στοιχ. β και 7Α παρ. 1 στοιχ. α του Ν.2472/1997, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο διενέργειας της υπό κρίση επεξεργασίας, «ευαίσθητα δεδομένα νοούνται τα δεδομένα που αφορούν […] στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες» και «ο υπεύθυνος επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση γνωστοποίησης του άρθρου 6 και από την υποχρέωση λήψης άδειας του άρθρου 7 του παρόντος νόμου στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν η επεξεργασία πραγματοποιείται αποκλειστικά για σκοπούς που συνδέονται άμεσα με σχέση εργασίας ή έργου ή με παροχή υπηρεσιών στο δημόσιο τομέα και είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρέωσης που επιβάλλει ο νόμος ή για την εκτέλεση των υποχρεώσεων από τις παραπάνω σχέσεις και το υποκείμενο έχει προηγουμένως ενημερωθεί. […]».
Η ως άνω διάταξη θα πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με την, απορρέουσα από την αρχή της νομιμότητας, υποχρέωση των διοικητικών αρχών να ασκούν τις αρμοδιότητές τους.
Εξάλλου, σύμφωνα με τη διοικητική διαδικασία αλλαγής επωνύμου που προβλέπεται στο Ν.Δ. 2573/1953 και την υπ’ αρ. Φ.42301/12167/12-7-1995 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, όπως ερμηνεύεται στη διοικητική πρακτική (βλ. υπ’ αρ. Φ131360/4335/12 και Φ131360/22379/13 Έγγραφα του Υπουργείου Εσωτερικών), η αλλαγή επωνύμου αποσκοπεί στην επίλυση σοβαρών προβλημάτων που δημιουργούνται από τη χρήση του και απαιτείται εκ μέρους του αιτούντος την αλλαγή επωνύμου η απόδειξη των εν λόγω σοβαρών προβλημάτων που δημιουργούνται από τη χρήση του συγκεκριμένου επωνύμου.
Κατά συνέπεια, εφόσον η Δημοτική Αρχή κρίνει απαραίτητο για την εξέταση της αιτήσεως περί αλλαγής επωνύμου να λάβει υπόψη της την εν λόγω, συνημμένη στην αίτηση, απόφαση του Αρείου Πάγου, για τη διαπίστωση της συνδρομής των επικαλούμενων σοβαρών λόγων, η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που εμπεριέχονται στην απόφαση αυτή πραγματοποιείται καταρχήν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων του Δήμου Υ.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, ειδικότερα, από τα στοιχεία του φακέλου και την ακροαματική διαδικασία προέκυψε όμως ότι ο καταγγέλλων ως υποκείμενο των δεδομένων που εμπεριείχοντο στην απόφαση του Αρείου Πάγου δεν είχε ενημερωθεί πριν από την εν θέματι επεξεργασία, η παράλειψη δε αυτή ενημέρωσης του υποκειμένου των ευαίσθητων δεδομένων που αφορούν ποινική καταδίκη συνιστά παραβίαση των κατά τα ανωτέρω εφαρμοστέων στην εξεταζόμενη υπόθεση διατάξεων του άρθρου 7Α παρ. 1 στοιχ. α του Ν.2472/1997.
Ωστόσο, ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης του Δήμου, δεν ανήκει στην αρμοδιότητα της Αρχής.
Η απόφαση είναι διαθέσιμη στο dpa.gr