Οι διατάξεις του νομοσχεδίου για το απόρρητο των επικοινωνιών, προβλέπουν τη δυνατότητα παρακολούθησης ακόμα και αμέτοχου (μη εμπλεκόμενου) προσώπου σε έγκλημα, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Παρακολούθηση ακόμα και προσώπου που δεν εμπλέκεται σε έγκλημα, αμέτοχου δηλαδή σε οποιαδήποτε εγκληματική δράση, ενός άσχετου πολίτη εν ολίγοις, επιτρέπεται να πραγματοποιούν οι αρχές ασφαλείας.
Αυτό προκύπτει από το άρθρο 6 του νομοσχεδίου για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και την αυστηροποίηση του πλαισίου, που έχει εισαχθεί προς συζήτηση και ψήφιση στην Βουλή και μάλιστα δεν περιλαμβανόταν στο κείμενο που είχε τεθεί σε δημόσια διαβούλευση.
Η διάταξη αυτή ουσιαστικά επαναλαμβάνει όσα προβλέπονται ήδη στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αλλά εισάγεται πλέον σε νομοθέτημα με περιεχόμενο ακραιφνώς το θέμα των υποκλοπών και της παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών.
Η αναφορά
Συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο που αναφέρεται στην “άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτων”, αφού απαριθμούνται τα εγκλήματα για τα οποία επιτρέπεται η παρακολούθηση, ακολουθεί η παράγραφος 6 που αναφέρει:
“…Η άρση του απορρήτου μπορεί να επιβληθεί υπό τους όρους της παρ. 3 του παρόντος και κατά τρίτου αμέτοχου στο έγκλημα προσώπου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 4 του άρθρου 254 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96)”. (σ.σ η παρ. 3 αφορά την άδεια του δικαστικού συμβουλίου)
Ο Κώδικας
Στο άρθρο 254 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναφέρεται πως πράγματι επιτρέπονται ανακριτικές πράξεις σε βάρος μη εμπλεκόμενου προσώπου προκειμένου να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου ή ο τόπος διαμονής ή της κατοικίας του και εφόσον είναι τεχνικά αδύνατη η εξακρίβωση αυτών των στοιχείων με άλλον τρόπο. Όμως ενώ κατά βάση αυτό το υλικό (του αμέτοχου) οφείλει να καταστραφεί, αν εκεί εντοπίζονται στοιχεία διάπραξης ενός σοβαρού κακουργήματος εκ μέρους του, τότε μπορεί να γίνει χρήση του.
Αναφέρει: “…Οι αναφερόμενες στα στοιχεία γ΄, δ΄ και ε΄ της παραγράφου 1 ανακριτικές πράξεις μπορούν να επιβληθούν υπό τους όρους της παραγράφου 3 και κατά τρίτου αμέτοχου στο έγκλημα προσώπου, προκειμένου να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου ή ο τόπος διαμονής ή της κατοικίας του και εφόσον είναι τεχνικά αδύνατη η εξακρίβωση αυτών των στοιχείων με άλλον τρόπο. Στις περιπτώσεις αυτές το αποδεικτικό υλικό που αφορά το τρίτο πρόσωπο καταστρέφεται αμέσως μετά την επίτευξη του ανακριτικού σκοπού, εκτός εάν με αυτό αποδεικνύεται η εκ μέρους του τέλεση κακουργήματος κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας, του πολιτεύματος ή της ακεραιότητας της χώρας, οπότε επιτρέπεται η αξιοποίησή του σε δίκη για τα εν λόγω εγκλήματα”.
Οι ανακριτικές πράξεις της που περιγράφει το άρθρο 254ΚΠΔ είναι:
γ) ελεγχόμενων μεταφορών, όπως οι μεταφορές αυτές προβλέπονται στο άρθρο 38 του ν. 2145/1993 (Α’ 88),
δ) άρσης του απορρήτου του περιεχομένου των επικοινωνιών ή των δεδομένων θέσης και κίνησης αυτών, με την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994 (Α’ 121),
ε) καταγραφής της δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων εκτός κατοικίας με συσκευές ήχου ή εικόνας ή με άλλα ειδικά τεχνικά μέσα”.