Από τα 7,96 δισ. ευρώ καθαρών εσόδων, τα 2,65 δισ. ευρώ, ήτοι το 1/3, προέρχεται από μη τραπεζικές εργασίες.
Τα έσοδα από μη επαναλαμβανόμενες πηγές και η σημαντική μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο αποτέλεσαν κατά την εφετινή χρήση τους βασικούς καταλύτες για την επίτευξη υψηλής κερδοφορίας από τις τράπεζες.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία εννεαμήνου που παρουσιάζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2022, από τα 7,96 δισ. ευρώ καθαρών εσόδων, τα 2,65 δισ. ευρώ, ήτοι το 1/3, προέρχεται από μη τραπεζικές εργασίες.
Πρόκειται για ένα ποσό διπλάσιο σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Ειδικότερα, στο εννεάμηνο 2021 είχε ανέλθει σε 1,32 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 20% περίπου των συνολικών εσόδων.
Έτσι, κατέστη δυνατή η διεύρυνση σε ετήσια βάση του προ φόρων και προβλέψεων αποτελέσματος του κλάδου κατά 1,49 δισ. ευρώ, παρ΄ ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες αυξήθηκαν το ίδιο διάστημα κατά μόλις 28 εκατ. ευρώ.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη μείωση των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις κατά 6,35 δισ. ευρώ οδήγησε την καθαρή κερδοφορία στο υψηλότερο επίπεδο από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, πάνω από τα 2,90 δισ. ευρώ στο εννεάμηνο.
Οι προβλέψεις για το 2023
Εν αναμονή όμως της επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας το 2023 και της επιδείνωσης των χρηματοδοτικών συνθηκών για τις τράπεζες λόγω της περαιτέρω σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, οι προκλήσεις είναι μεγάλες.
Κατ΄ αρχάς ουδείς μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι τα χρηματοοικονομικά κέρδη που θα πετύχουν οι τράπεζες τη νέα χρονιά.
Στο εννεάμηνο 2022 προσέγγισαν τα 2 δισ. ευρώ. Το κενό σε περίπτωση που οι αγορές δεν επιτρέψουν την καταγραφή υπεραξιών αυτού του μεγέθους θα είναι σημαντικό.
Από την άλλη, είναι αναμφίβολο ότι η εν εξελίξει αύξηση των επιτοκίων στην Ευρωζώνη θα ενισχύσει τα καθαρά έσοδα από τόκους, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των δανειακού χαρτοφυλακίου των τεσσάρων συστημικών ομίλων αφορά προγράμματα κυμαινόμενου επιτοκίου.
Ταυτόχρονα όμως η άνοδος του κόστους δανεισμού θα έχει δευτερογενείς δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών.
Προς την ίδια κατεύθυνση θα λειτουργήσει και η προσγείωση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ στο 1,3% από 6,2% το 2022, όπως αναμένει η κεντρική τράπεζα, επιδεινώνοντας σε ένα περιβάλλον ακρίβειας τη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και οδηγώντας σε υψηλότερα επίπεδα τον πιστωτικό κίνδυνο.
«Η ανάγκη παρακολούθησης του κινδύνου δημιουργίας νέων επισφαλών δανείων ως αποτέλεσμα του αντίκτυπου που θα έχει η άνοδος των επιτοκίων, αλλά και ο υψηλός πληθωρισμός συντελεί σε συγκράτηση ή επιφυλακτικότητα εκ μέρους των τραπεζών» αναφέρεται στην έκθεση της εγχώριας νομισματικής αρχής.
Ως αποτέλεσμα η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις θα επιβραδυνθεί, με ότι αυτό συνεπάγεται για την παραγωγή εσόδων από τοκοφόρες εργασίες και προμήθειες.