Η μεταβατική διάταξη της παραγράφου 3 του νέου άρθρου 261 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 ν. 4139/2013, δεν εξαιρεί από την εφαρμογή της νέας διάταξης τις εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει μεν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, πλην όμως η παραγραφή της απαίτησης είχε ήδη επέλθει, κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4139/2013 (20-3-2013). Η διάταξη αυτή κατά το μέρος που ρυθμίζει τις εκκρεμείς υποθέσεις, στις οποίες δεν έχει μεν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, πλην όμως η παραγραφή της αξίωσης σε επιδικία έχει ήδη επέλθει κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4139/2013, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με τον ν. 4139/2013, είναι αντισυνταγματική. Αντίθεση προς την αρχή του κράτους δικαίου και ειδικότερα με την αρχή της ασφάλειας δικαίου ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης.
Αριθμός 8/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ Α’ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α’ Σύνθεσης: Μαρία Γεωργίου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Γρηγόριο Κουτσοκώστα και Λουκά Μόρφη, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Ελένη Φραγκάκη, Ζαμπέτα Στράτα, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Μαρία Μουλιανιτάκη, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή, Μαρία Κουφούδη, Μαρία Ανδρικοπούλου, Μαρία Βάρκα, Δημήτριο Τράγκα, Κανέλλα Τζαβέλλα – Δημαρά, Στέφανο -Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Αγάπη Τζουλιαδάκη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Μαρία Σιμιτσή – Βετούλα, Κωνσταντίνα Νάκου – Εισηγήτρια, Ελευθέριο Σισμανίδη και Μαρία Χασιρτζόγλου, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Eυδοκίας Πούλου (κωλυομένου του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων – καλούντων: 1) .. και 2) …, ως νομίμων εξ’ αδιαθέτου κληρονόμων της … κατοίκων.., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Βασιλείου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου – καθού η κλήση: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “ΔΗΜΟΣ ..” που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τζουμάκα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-10-2007 αγωγή της αρχικής διαδίκου …, δικαιοπαρόχου των αναιρειόντων και λοιπών προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1331/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 6324/2013 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 16-12-2016 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1241/2018 απόφαση του Β2′ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη της διάταξης του άρθρου 101 παρ. 1 ν. 4139/2013, κατά το μέρος και μόνο που αναφέρεται στο σκεπτικό και τον αντίστοιχο πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Κατόπιν αυτής της απόφασης η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την από 29-9-2021 κλήση των καλούντων. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων – καλούντων, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξε και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς του, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις του, και ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους. Η Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της από 16-12-2016 αίτησης για αναίρεση της 6324/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, συνιστάμενη στο ότι παραβιάσθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 261 ΑΚ, όπως αντικ. με άρθρ. 101 παρ. 1 Ν. 4139/13, 52 ΝΔ 496/1974 και 4, 20 του Συντάγματος, να δεχθεί δε το Δικαστήριο ότι η διάταξη του άρθρου 101 παρ. 1 Ν. 4139/2013, κατά το τμήμα, ρυθμίζει το θέμα των εκκρεμών υποθέσεων για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, είναι αντισυνταγματική στις περιπτώσεις που περιλαμβάνει και της ήδη παραγεγραμμένες αξιώσεις.
Κατά την 17η Μαρτίου 2022, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου και Γρηγόριος Κουτσοκώστας και οι Αρεοπαγίτες Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Ανδρικοπούλου και Στέφανος – Σπυρίδωνας Πανταζόπουλος, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των δέκα πέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη με αριθ. 1241/2018 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 5 του Συντάγματος και 563 παρ. 2 εδ. γ’ του ΚΠολΔ ο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγος της από 16-12-2016 και με αριθ. κατ. ../19-12-2016 αίτησης, η οποία ασκήθηκε μετά το θάνατο της αρχικώς ενάγουσας … από τους αναιρεσείοντες, ως νόμιμους εξ αδιαθέτου κληρονόμους αυτής, για αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθ. 6324/2013 απόφασης του, δικάσαντος ως Εφετείου, Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προκειμένου να κριθεί αν η διάταξη του άρθρου 101 παρ. 1 του ν. 4139/2013, με την οποία αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, κατά το μέρος που ρυθμίζει το θέμα των εκκρεμών υποθέσεων, για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση είναι αντισυνταγματική, στις περιπτώσεις που περιλαμβάνει και τις ήδη παραγεγραμμένες αξιώσεις.
Με την προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η από 28-9-2010 και με αριθ. κατ. ../2010 έφεση του δευτέρου εναγομένου, ήδη αναιρεσιβλήτου ΝΠΔΔ με την επωνυμία “Δήμος ..” και έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν η από 2-9-2010 και με αριθ. κατ. ../2010 έφεση των εναγόντων (στους οποίους περιλαμβανόταν και η κληρονομηθείσα από τους αναιρεσείοντες …), και ο πρόσθετος αυτής λόγος κατά της με αριθ. 1331/2009 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή ως προς το δεύτερο εναγόμενο, ήδη αναιρεσίβλητο η από 26-10-2007 αγωγή των εναγόντων περί επιδίκασης αποζημίωσης μη ληφθείσας άδειας και επιδομάτων εορτών, οφειλομένων στα πλαίσια σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και υποχρεώθηκε το τελευταίο να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 2.025,15 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ακολούθως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και, δικάζοντας την αγωγή, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεχόμενο ότι συμπληρώθηκε εν επιδικία η διετής παραγραφή των ενδίκων αξιώσεων.
Με την από 29-9-2021 κλήση των αναιρεσειόντων παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση στην Α’ Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο παραπεμφθείς, ως άνω, πρώτος λόγος της από 16-12-2016 αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 261 ΑΚ, 52 ν.δ. 496/1974, 4 και 20 του Συντάγματος, με το να δεχθεί ότι οι ένδικες αξιώσεις παραγράφηκαν εν επιδικία.
Το θεσμό της παραγραφής, που είναι δημόσιας τάξης, επιβάλλει το συμφέρον της έννομης τάξης, το οποίο απαιτεί εκκαθάριση των εννόμων σχέσεων που ανάγονται στο παρελθόν. Ειδικότερη εκδήλωση του θεσμού της παραγραφής αποτελεί η παραγραφή εν επιδικία. Δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής θεωρείται η αδράνεια του δικαιούχου να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του, της δε εν επιδικία παραγραφής η αδράνεια του δικαιούχου, η οποία εκδηλώνεται κατά την επιδικία. Η διαιώνιση της επιδικίας αποτρέπεται με την τέλεση διαδικαστικών πράξεων είτε από τους διαδίκους, είτε από το δικαστήριο (Σημαντήρας, Γενικές Αρχές του Δικαίου, 4, σελ. 601 επ). Με τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής δεν αποσβήνεται η αξίωση, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται ως ατελής ή φυσική ενοχή, αλλά ο οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτής ανατρεπτική ένσταση από το άρθρο 272 ΑΚ και να αρνηθεί την παροχή. Έχει, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης κεκτημένο δικαίωμα έναντι του δανειστή για άρνηση της παροχής προς αυτόν.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4139/2013 “Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, δηλαδή ομοειδής με αυτή που διακόπηκε, αρχίζει σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως του είδους της, ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους, από την έγερση της αγωγής, διακόπτεται δε μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και αμέσως μετά την επιχείρηση αυτής αρχίζει ισόχρονη με την αρχική παραγραφή, η οποία μπορεί να συμπληρωθεί με την παρέλευση του χρόνου που ίσχυε γι’ αυτήν, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική ενέργεια ή άλλος λόγος διακοπής πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης. Έτσι, εφόσον η αξίωση είχε καταστεί επίδικη, η παραγραφή μπορούσε να συμπληρωθεί εν επιδικία, επί απραξίας των διαδίκων. Κατά την έννοια δε της παραπάνω διάταξης, διαδικαστική πράξη, συνεπαγόμενη διακοπή της παραγραφής, θεωρείτο κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής, που περιείχε τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και ήταν, κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις, αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Απαιτείτο δηλαδή επιχείρηση λυσιτελούς δικονομικής ενέργειας και εντασσόμενης στην, κατά το νόμο συστηματική οργάνωση της διαδικασίας, δηλαδή ενέργειας που κατά νόμο προσφέρεται και μπορεί να έχει συγκεκριμένα αποτελέσματα στην κίνηση της δίκης και δεν αρκούσε, για τη διακοπή της παραγραφής που έτρεχε εν επιδικία, οποιαδήποτε ενέργεια του διαδίκου, ενδεικτική της έλλειψης αδράνειας (ΟλΑΠ 1/2011).
Προς αντιμετώπιση των δυσμενών για το δικαιούχο συνεπειών από την παραγραφή της αξίωσής του εν επιδικία, ιδίως επί βραχυχρόνιων παραγραφών, το άρθρο 261 ΑΚ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 ν. 4139/2013. Κατά τη νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 101 παρ. 1 του ν. 4139/2013: “1. την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης. 2. Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύδει την πρόοδο της δίκης. 3. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.”
Στην παραπάνω διάταξη του νέου άρθρου 261 ΑΚ περιέχεται διάταξη διαχρονικού δικαίου (παρ. 3 αυτού), στην οποία ρυθμίζεται η εν επιδικία παραγραφή εκκρεμών δικών. Ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της νέας διάταξης στις εκκρεμείς δίκες τίθεται να μην έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ενώ δεν τίθεται, ως πρόσθετη προϋπόθεση, να μην έχει ήδη επέλθει εν επιδικία, κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4139/2013 (20-3- 2013) η παραγραφή της αξίωσης, με βάση τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε προηγουμένως. Έτσι, με τη διάταξη αυτή, της παραγράφου 3 του άρθρου 261 ΑΚ, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία της, εισάγεται εξαίρεση από τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου των παραγραφών, που θεσπίζεται με το άρθρο 18 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο “οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την παραγραφή εφαρμόζονται και στις αξιώσεις που έχουν γεννηθεί, αλλά δεν έχουν ακόμη παραγραφεί κατά την εισαγωγή του”. Οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου εφαρμόζονται αναλογικά όχι μόνο επί των περί παραγραφής διατάξεων του Αστικού Κώδικα και του προ αυτού δικαίου, αλλά και επί κάθε άλλης περί παραγραφής διάταξης νεότερου νόμου που ορίζει διάφορο χρόνο παραγραφής εκείνου του προϊσχύσαντος δικαίου. Έτσι, όταν οι διατάξεις του νεότερου νόμου, καθιερώνουν μακρότερο χρόνο παραγραφής, σε σχέση με το χρόνο παραγραφής που καθόριζε ο προηγούμενος νόμος, εφαρμόζεται ο νεότερος νόμος και επί των αξιώσεων που είχαν γεννηθεί υπό την ισχύ του προηγούμενου νόμου, εφόσον δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου νόμου. Αν όμως έχει ήδη επέλθει το αποτέλεσμα αυτό (της παραγραφής) δεν ανατρέπεται από το νέο νόμο, εκτός αν ο νομοθέτης προσδώσει στη νέα διάταξη αναδρομική δύναμη, εντός των επιτρεπτών συνταγματικών ορίων (ΑΠ 848/2018, ΑΠ 258/2002, Ράμμος σε Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, άρθρο 18 ΕισΝΑΚ, αριθ. 1).
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, ώστε να μη θεμελιώνεται λόγος έφεσης εξαιτίας ευνοϊκής υπέρ του εκκαλούντος νομοθετικής μεταβολής. Εξαίρεση εισάγεται όταν ο νόμος περιέχει ρητή διάταξη ότι εφαρμόζεται στις εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου δίκες, αν συγχρόνως δεν παραβιάζονται συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα (Ολ ΑΠ 654/1984, ΑΠ 1311/2010). Στην περίπτωση του νέου άρθρου 261 ΑΚ, προβλέποντας ο ν. 4139/2013 ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται στις εκκρεμείς δίκες, για τις οποίες δεν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, επιτρέπει, κατ’ αρχήν, σύμφωνα πάντα με τη γραμματική ερμηνεία του, την άσκηση έφεσης από το διάδικο του οποίου η αξίωση κρίθηκε πρωτοδίκως παραγεγραμμένη, με την επίκληση της επελθούσας νομοθετικής μεταβολής και κατ’ επέκταση της “εσφαλμένης” υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς απόρριψης της σχετικής αγωγής του, με τη συνδρομή βεβαίως των προϋποθέσεων του νέου άρθρου 261 ΑΚ. Επιβάλλεται, όμως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η έρευνα της, διά της αναδρομικής εφαρμογής του νέου άρθρου 261 ΑΚ, παραβίασης ή μη συνταγματικώς προστατευομένων δικαιωμάτων.
Περαιτέρω, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, επιβάλλει ιδίως τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, που πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους. Προς αυτήν δε, συγκρούονται ευθέως νόμοι, οι οποίοι ρυθμίζουν αναδρομικώς και κατά τρόπο επαχθή ήδη περατωθείσες βιοτικές σχέσεις (ΣτΕ 1508/2002). Βασικό δε στοιχείο της παραγραφής σε ένα κράτος δικαίου είναι η προβλεψιμότητα του χρόνου συμπλήρωσής της, βάσει των διατάξεων που ισχύουν κατά το χρόνο γένεσης της αξίωσης (ΟλΣτΕ 1738/2017, που έκρινε αντισυνταγματικές φορολογικές διατάξεις, δεχόμενο, κατ’ εφαρμογή της παραπάνω συνταγματικής αρχής, της ασφάλειας του δικαίου, υπό τις προαναφερόμενες εκδηλώσεις της, ότι η διάρκεια του χρόνου της παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων πρέπει να προσδιορίζεται στο νόμο εκ των προτέρων). Προς την κατεύθυνση αυτή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στην απόφαση ΔΕΕ 2-6-2016 C-81/5 αναφέρει ότι η νομοθεσία της Ένωσης πρέπει να είναι σαφής και η εφαρμογή της προβλέψιμη από τους υποκείμενους σε αυτή, η δε επιταγή της ασφάλειας δικαίου πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν οικονομικές επιπτώσεις, ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων, που οι διατάξεις αυτές τους επιβάλλουν.
Στην προκειμένη περίπτωση, η μεταβατική διάταξη της παραγράφου 3 του νέου άρθρου 261 ΑΚ, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία της, δεν εξαιρεί από την εφαρμογή της νέας διάταξης τις εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει μεν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, πλην όμως η παραγραφή της απαίτησης είχε ήδη επέλθει, κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4139/2013 (20-3-2013), σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε. Ωστόσο, η εφαρμογή της νέας διάταξης και στις εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν είχε μεν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, αλλά η παραγραφή της απαίτησης είχε ήδη επέλθει κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4139/2013 σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε, θα οδηγούσε στη, μέσω της αναδρομικής αυτής επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής, αναβίωση της παραγεγραμμένης απαίτησης και στην επαναφορά αυτής στην αρχική και πλήρη μορφή της, ενώ ήδη αυτή, λόγω της παραγραφής, υφίσταται μόνο ως φυσική ή ατελής ενοχή. Τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα την αλλοίωση της διαμορφωμένης περιουσιακής κατάστασης των μερών και την ανατροπή των δημιουργημένων με την επελθούσα παραγραφή νομικών καταστάσεων, περαιτέρω δε την περιέλευση του οφειλέτη σε δυσμενή θέση, αφού θα επέφερε την απώλεια του κεκτημένου με τη συμπληρωθείσα παραγραφή δικαιώματος του να αρνηθεί την παροχή (άρθρο 272 ΑΚ), κλονίζοντας τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του στη σταθερότητα της διαμορφωμένης με την παραγραφή νομικής κατάστασης. Με τα δεδομένα αυτά, η εν λόγω ρύθμιση αντίκειται στην προαναφερόμενη αρχή του κράτους δικαίου και ειδικότερα στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, που όπως προεκτέθηκε απορρέει ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Εξάλλου, με τη νέα διατύπωση του άρθρου 261 ΑΚ, ο νομοθέτης σκοπό είχε να καλύψει, εκτός από τις υποθέσεις που θα καταστούν μελλοντικά επίδικες (παρ. 1 και 2) και εκείνες που είναι εκκρεμείς (παρ. 3) και που επίσης κινδυνεύουν να παραγραφούν μετά τη θέση σε ισχύ της νέας διάταξης, αν εξακολουθούσε να ισχύει γι’ αυτές το άρθρο 261 ΑΚ, στην αρχική του διατύπωση.
Επομένως, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 ν. 4139/2013, κατά το μέρος που ρυθμίζει τις εκκρεμείς υποθέσεις, στις οποίες δεν έχει μεν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, πλην όμως η παραγραφή της αξίωσης σε επιδικία έχει ήδη επέλθει κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4139/2013, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με τον, ως άνω, νόμο (4139/2013), είναι αντισυνταγματική.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών δέχθηκε τα ακόλουθα: ” Οι ένδικες αξιώσεις των εναγόντων και συγκεκριμένα η αποζημίωση αδείας των ετών 2003, 2004 και 2005, το δώρο Χριστουγέννων των ετών 2003, 2004 και 2005 και το δώρο Πάσχα των ετών 2004 και 2005, έχουν ήδη παραγραφεί εν επιδικία, δεδομένου ότι η παραγραφή αυτών διακόπηκε αρχικά με την άσκηση της αγωγής στις 28-11-2007, διακόπηκε εκ νέου στις 30-12-2008, με την επίδοση της από 11-12-2008 κλήσης των εναγόντων προς το δεύτερο εναγόμενο, εν συνεχεία διακόπηκε στις 29-4-2009 με τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτόδικο δικαστήριο, στις 26-8-2009 με τη δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης και στις 3-9-2010 με την κατάθεση της εφέσεως των εναγόντων στη γραμματεία του πρωτόδικου δικαστηρίου. Από την τελευταία όμως ως άνω διαδικαστική πράξη έως και την κατάθεση της εφέσεως στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου στις 13-3-2013 έχει παρέλθει χρονικό διάστημα πέραν της διετίας και συνεπώς σύμφωνα με τα παραπάνω η αξίωση των εναγόντων παραγράφηκε εν επιδικία, κάτι που σύμφωνα με το άρθρο 94 ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι μεσολάβησαν προγενέστερα, διακοπτικά της παραγραφής, γεγονότα, ούτε άλλωστε οι ενάγοντες προσκομίζουν με επίκληση στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η διακοπή της παραγραφής σε προγενέστερο της κατάθεσης της έφεσής τους στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου χρόνο”. Στην παραδοχή αυτή προέβη το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το ν. 4139/2013.
Κατ’ ακολουθίαν όσων προαναφέρθηκαν, ορθά το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε περί της παραγραφής εν επιδικία των ενδίκων αξιώσεων, που είχε συμπληρωθεί πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4139/2013 και δεν παραβίασε τις παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 261 ΑΚ, 52 ν.δ. 496/1974, 4 και 20 του Συντάγματος (σχετικώς έκρινε το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου με την, ως άνω, παραπεμπτική απόφαση), ο δε, ως άνω, παραπεμφθείς στην Τακτική Ολομέλεια πρώτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Δεδομένου δε ότι ο δεύτερος και τελευταίος λόγος αναίρεσης έχει ήδη κριθεί αβάσιμος, με τη με αριθ. 1241/2018 παραπεμπτική απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η από 16-12-2016 αίτηση αναίρεσης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τον πρώτο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγο της από 16-12-2016 αίτησης για αναίρεση της με αριθ. 6324/2013 απόφασης του, δικάσαντος ως Εφετείου, Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο οποίος παραπέμφθηκε στην Τακτική ολομέλεια με τη με αριθ. 1241/2018 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, καθώς και την από 16-12-2016 αίτηση αναίρεσης στο σύνολο της.
Συμψηφίζει στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2022.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Οκτωβρίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ