ΑΡΙΘΜΟΣ 2/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β’ ΤΑΚΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γεωργίου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Γεώργιο Χριστοδούλου Αντιπρόεδροι, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Άννα Φωτοπούλου – Ιωάννου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ευστάθιο Νίκα, Σοφία Πολύζου-Θεοχαρίδη, Άννα Αγγελάτου-Βασιλείου- Εισηγήτρια, Σοφία Οικονόμου, Τριανταφυλλιά Πατρώνα, Ελένη Μπερτσιά, Αθανάσιο Θεοφάνη, Παρασκευή Τσούμαρη, Γεώργιο Αυγέρη, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Βρυσηίς Θωμάτου, Παναγιώτα Πασσίση, Αριστείδη Βαγγελάτο, Νικόλαο Πουλάκη, Ελένη Χροναίου και Σταυρούλα Κουσουλού, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα, και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την έκθεση αναίρεσης του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κατά της υπ’ αριθμ. 43, 47, 61, 62, 63/2016, 1, 11, 18, 26, 37, 38, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 69, 75, 76, 77, 78, 79, 80/2017, 8, 9, 10, 18, 24, 25, 26, 27, 35, 36, 37, 38, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 73, 74, 75, 76, 77, 87/2018, 8, 9, 10, 11, 12, 21, 29, 30, 31, 39, 40, 41, 47, 48, 53, 54, 55/2019 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας. Με κατηγορούμενο τον Ε. Κ. του Π., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Ανδρούλα. Και με υποστηρίζοντες την κατηγορία την: 1. Β. Τ. του Α. και 2. Α. Γ. του Ε., κατοίκων …, οι οποίες παραστάθηκαν μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους Νικόλαο Κωνσταντόπουλο και Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 07 Νοεμβρίου 2019 και με αριθμό 49/2019 έκθεση αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό Κ 1547/2019. Επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 99/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου (ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα), που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού.
Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ομοειδές και ισόβαθμο Μ.Ο.Ε. Λαμίας και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων οι οποίοι ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Με την με αριθμό 99/2021 απόφαση του Στ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια αυτού, λόγω λήψης της απόφασης με πλειοψηφία μιας ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.1,2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν.1756/1988), όπως αυτές ισχύουν και 3 παρ.3 του ν. 3810/1957 ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ του Κ.Π.Δ. πρώτος λόγος της από 7-11-2019 αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της με αριθμό 43,47,61,62,63/2016,1/2017,11/2017,18/2017,26/2017,37/2017,38/2017,52/2017,53/2017,54/2017,55/2017,56/2017,57/2017,69/2017,75/2017, 76/2017,77/ 2017, 78/2017, 79/2017, 80/2017, 8/2018, 9-10/2018, 18/2018, 24/2018, 25/2018, 26/2018, 27/2018, 35/2018,36/2018,37/18,38/2018,43/2018,44/2018,45/2018,46/2028,47/2018,48/2018,49/2018,50/2018,51/2018,52/2018,61/2018,62/2018,63/2018,64/2018,65/2018,66/2018, 73/2018,74-75/2018, 76-77/2018, 87/ 2018, 8-9/2019, 10/2019, 11/2019,12/2019, 21/2019, 29/2019, 30/2019,31/2019, 39/2019, 40/2019,41/2019, 47/2019, 48/2019, 53/ 2019, 54/2019 55/2019 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, κατά το μέρος της με το οποίο στο πρόσωπο του κατηγορουμένου Ε. Κ. του Π. που κηρύχτηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση αναγνωρίστηκε, ότι συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α Π.Κ., δηλαδή, ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα. Με την αναφερόμενη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, το δικαστήριο, Α) Όσον αφορά τον ανωτέρω κατηγορούμενο, Ε. Κ., α) κήρυξε αυτόν ένοχο για την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση (άμεσο δόλο) και του επέβαλε, για την πράξη αυτή, μετά την αναγνώριση της, προηγουμένως αναφερόμενης, ελαφρυντικής περίστασης, ποινή κάθειρξης δεκατριών (13) ετών, β) έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη σε βάρος του για παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία λόγω παραγραφής και Β) Όσον αφορά τον έτερο κατηγορούμενο, Β. Σ. του Δ., κήρυξε αυτόν αθώο για συνέργεια πριν και κατά την τέλεση στην αυτή πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Κατά την διάταξη του άρθρου 367 Κ.Π.Δ.: 1. “Όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει τον λόγο στον εισαγγελέα, έπειτα στον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας, ο οποίος δεν μπορεί να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, και τέλος δίνει τον λόγο στον κατηγορούμενο. 2. Δικαίωμα δευτερολογίας έχει ο εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος ή ένας συνήγορος του. Η δευτερολογία πρέπει να περιορίζεται στην απόκρουση αντίθετων επιχειρημάτων και δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από μισή ώρα. Στη δευτερολογία έχουν το δικαίωμα να απαντήσουν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι”. Κατά δε την διάταξη του άρθρου 515 παρ.2.Κ.Π.Δ. “Αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Πρώτος αγορεύει ο εισαγγελέας, ακολούθως ο συνήγορος του υποστηρίζοντος την κατηγορία και τελευταίος ο συνήγορος του κατηγορουμένου. Μετά τη συζήτηση παρέχεται προθεσμία τριών τουλάχιστον ημερών για την υποβολή υπομνημάτων από τους διαδίκους”. Από την πρώτη των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι στον υποστηρίζοντα την κατηγορία δίδεται ο λόγος επί της ενοχής, όχι δε και επί της ποινής ή επί των ελαφρυντικών που τυχόν ζητήθηκαν από τον κατηγορούμενο, αφού οι ελαφρυντικές περιστάσεις συνέχονται με την επιμέτρηση της ποινής. Ο λόγος επί των ελαφρυντικών ισοδυναμεί με εκείνον επί της ποινής, αφού η αναγνώριση ελαφρυντικών επηρεάζει μόνο την ποινή και όχι την ενοχή του κατηγορούμενου. Άλλωστε τούτο προκύπτει και από το ότι η διάταξη του άρθρου 84 Π.Κ. περιλαμβάνεται στο πέμπτο κεφάλαιο του γενικού μέρους, το οποίο αφορά στην επιμέτρηση της ποινής. Αν παρά ταύτα δοθεί ο λόγος στον υποστηρίζοντα την κατηγορία επί της ποινής ή αυτός έχοντας τον λόγο επί της ενοχής επεκταθεί στο ζήτημα της ποινής ή των ελαφρυντικών με την ανοχή του διευθύνοντος την συζήτηση παρά τις αντιρρήσεις άλλου παράγοντα της δίκης, επέρχεται η κατά το άρθρο 171 παρ.3 Κ.Π.Δ. απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Τα παραπάνω ισχύουν και στην διαδικασία της αναιρετικής δίκης κατά την οποία εφαρμόζεται κατά το παραπάνω μέρος της η διάταξη του άρθ. 367 ΚΠΔ, η εφαρμογή της οποίας από καμία διάταξη δεν αποκλείεται μη αντιβαίνουσα στην παραπάνω διαδικασία. Ο υποστηρίζων την κατηγορία δεν μπορεί να λάβει τον λόγο και να αγορεύσει για ζητήματα της αναγνώρισης ελαφρυντικών ή της ποινής. Συνακόλουθα δεν έχει την δυνατότητα να προσκομίσει υπόμνημα για τα ίδια αυτά ζητήματα για τα οποία δεν επιτρέπεται να λάβει τον λόγο. Στην προκειμένη περίπτωση κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου παραστάθηκαν οι διάδικοι και μάλιστα ο κατηγορούμενος Ε. Κ. εκπροσωπήθηκε από τον συνήγορο του Ευάγγελο Ανδρούλα και οι υποστηρίζουσες την κατηγορία Β. Τ. και Α. Γ. παρέστησαν με τους συνηγόρους τους Νικόλαο Κωνσταντόπουλο και Ζωή Κωνσταντοπούλου. Με την έναρξη της συζήτησης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των υποστηριζουσών την κατηγορία, αφού έλαβαν τον λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησαν να αναπτύξουν τις θέσεις τους επί του κρινομένου ζητήματος. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο αντέλεξε υποστηρίζοντας, ότι η κρινόμενη αναίρεση αφορά το χορηγηθέν από το Δικαστήριο στον κατηγορούμενο ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α και επομένως αυτές δεν επιτρέπεται να έχουν τον λόγο στο θέμα αυτό. Κατά την κρίση της πλειοψηφίας Ολομέλειας του Αρείου Πάγου οι υποστηρίζουσες την κατηγορία καλούνται σύμφωνα με το άρθρο 512 Κ.Π.Δ. και νομιμοποιούνται ως διάδικοι να παρίστανται στο Δικαστήριο αυτό, δεν δικαιούνται όμως σύμφωνα με την παραπάνω νομική σκέψη να λάβουν τον λόγο για να υποστηρίξουν την βασιμότητα της αναίρεσης και να αμφισβητήσουν το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης μόνο ως προς την διάταξη της ελαφρυντικής περίστασης. Και τούτο ανεξαρτήτως αν το εν λόγω ζήτημα εξετάζεται από ουσιαστικής άποψης ή μόνο από την νομική θεώρηση του, εφόσον και υπό τις δύο εκδοχές κατατείνει στην χορήγηση ή μη ελαφρυντικής περίστασης στον κατηγορούμενο και συνακόλουθα στην επιμέτρηση της ποινής αυτού. Μετά από αυτά δεν επιτρέπεται στις υποστηρίζουσες την κατηγορία να λάβουν τον λόγο και να αναπτύξουν την θέση τους επί του ζητήματος των ελαφρυντικών περιστάσεων, επί του οποίου δεν ακούγονται. Συνακόλουθα το από 4-3-2022 υπόμνημα που κατέθεσαν οι υποστηρίζουσες την κατηγορία δεν λαμβάνεται υπόψη, αφού αυτές επί του κρινομένου ζητήματος δεν έχουν λόγο. Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών της ήτοι της Ελένης Μπερτσιά και της Παναγιώτας Πασσίση “οι υποστηρίζουσες την κατηγορία έπρεπε να λάβουν το λόγο και να αναπτύξουν, δια των συνηγόρων τους, τη θέση τους επί του κρινομένου ζητήματος, που αφορά την αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια της έλλειψης επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθό μέρος αφορά την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, αναφορικά με πραγματικά περιστατικά αποκαλυπτικά της συμπεριφοράς και της εν γένει προσωπικότητας του καταδικασθέντος κατηγορουμένου, προκύψαντα και γενόμενα δεκτά στην κύρια επί της ενοχής απόφαση, με τα οποία πρέπει να συνέχεται η αιτιολογία για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ και τα οποία, φέρεται, να αγνοήθηκαν. Άλλωστε, αναφορικά με το αποδεικτικό υλικό, που αφορά την προσωπικότητα του καταδικασθέντος και αποτελείται και από τα στοιχεία που εισφέρονται (και) κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, δικαιούμενος να εισφέρει στοιχεία σχετικά με τον πρότερο μη σύννομο πρότερο βίο είναι και ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας, ο οποίος νομιμοποιείται ως διάδικος, πέραν του να προσκομίσει έγγραφα στο ακροατήριο, να ελέγχει οποιοδήποτε στοιχείο εξετάζεται κατά την αποδεικτική διαδικασία και τείνει προς απόδειξη του πρότερου σύννομου βίου του κατηγορουμένου, ως και να προβαίνει σε δηλώσεις και παρατηρήσεις επ’ αυτού, εισφέροντας έτσι στην ανταπόδειξη (άρθρ. 333 παρ. 2, 357 παρ. 2,3, 358 ΚΠΔ). Το γεγονός ότι κατ’ άρθρο 367 παρ. 1 ΚΠΔ ο συνήγορος του παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας δεν μπορεί να επεκταθεί κατά την αγόρευσή του στο θέμα της ποινής που θα επιβληθεί, ουδόλως του απαγορεύει να αναφερθεί κατ’ αυτήν σε οποιοδήποτε στοιχείο προέκυψε κατά την αποδεικτική διαδικασία αναφορικά με την προσωπικότητα του κατηγορουμένου και αποδεικνύει τον πρότερο μη σύννομο βίο αυτού, χωρίς, ωστόσο, να φθάνει στο σημείο να ζητήσει ευθέως τη μη αναγνώριση του συγκεκριμένου ελαφρυντικού”.
Με τον πρώτο αναιρετικό λόγο ως προς τον οποίο και μόνον παραπέμφθηκε η υπόθεση στην Ολομέλεια αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι κατά πιστή αντιγραφή: “Κυριολεκτικά, αγνοήθηκαν, για την ενδιαφέρουσα κρίση, την πληρότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της απόφασης, πραγματικά περιστατικά αποκαλυπτικά της συμπεριφοράς και της εν γένει προσωπικότητας του κατηγορουμένου, προκύπτοντα και γενόμενα δεκτά στην κυρία επί της ενοχής απόφαση, με τα οποία έπρεπε να συνέχεται η αιτιολογία. Περιστατικά που υποδηλώνουν ερριζωμένη θρασύτητα και έλλειψη σεβασμού σε έννομα αγαθά και δικαιώματα της τιμής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των τρίτων, λαβόντα χώρα πριν την τέλεση της πράξης της ανθρωποκτονίας, όπως ο, χωρίς κανένα λόγο, χωρίς καμία πρόκληση από τα επί της οδού Τζαβέλα των Εξαρχείων νεαρά άτομα, μετά από αντίθετη με τις συγκεκριμένες υπηρεσιακές εντολές μετάβαση στο χώρο του εγκλήματος και μετά από ψύχραιμη προσέγγιση της ομάδας των νεαρών προσώπων, μεταξύ των οποίων και ο παθών Α. Γ., προπηλακισμός αυτών, με τις χυδαίες εκφράσεις και τους επονείδιστους χαρακτηρισμούς, “ελάτε ρε μουνιά”, “τις μάνες σας”, “ελάτε ρε μουνιά, μουνόπανα να σας γαμήσουμε”, “μουνιά, μουνόπαιδα, ελάτε να γαμήσουμε εσάς και τις μανάδες σας”, “ελάτε ρε μουνάρες”, “τις μάνες σας κωλόπαιδα”, “θα σας γαμήσουμε τη Παναγία, ελάτε να σα δείξουμε ποιός είναι ο μάγκας”, “ελάτε ρε μουνάρες” και η επίδειξη των γεννητικών οργάνων από τον ίδιο. Τα περιστατικά αυτά, λαβόντα χώρα μάλιστα, υπό τις εκτεθείσες συνοδευτικές περιστάσεις, πριν την τέλεση της πράξης της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, ήταν στοιχεία αρνητικά για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης, γιατί, συστηματικά αυτά αξιολογούμενα από το δικαστήριο, θα διέγνωσκε τούτο, για τον κατηγορούμενο, προσωπικότητα, χαρακτήρα και συμπεριφορά με έλλειψη πραγματικού σεβασμού των έννομων αγαθών στην καθημερινή ζωή. Είναι αναμφισβήτητο, συνακολούθως των τελευταίων και προκύπτει τούτο και από το όλο περιεχόμενο των παραδοχών της απόφασης, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκαν, στο οικείο κεφάλαιο της αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυπταν τα αμέσως προηγούμενα πραγματικά περιστατικά και δη οι καταθέσεις της πολιτικώς ενάγουσας Β. Τ. και των μαρτύρων Λ. Β., Ξ. Π., Κ. Λ., Η. Τ., Ε. Ζ., Β. Π., Τ. Τ., η από 7-12-2008 προανακριτική κατάθεση του Ν. Ρ. και η κατάθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ε. – Ε. Τ.. Παρόλο που οι καταθέσεις αυτές αντιστρατεύονται την εξενεχθείσα κρίση του δικαστηρίου, για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης από το άρθρο 84παρ2α του ισχύοντα ΠΚ, ουδόλως τούτο αιτιολογεί στην κρίση του, την μη αποδοχή και απόρριψή τους. Μάλιστα, ιδιαιτέρως χαρακτηριστικά, στην μη ληφθείσα υπόψη κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας Β. Τ., εμπεριέχεται εκτός άλλων και η εξής, εξαιρετικά σημαντική ως προς την ενδιαφέρουσα κρίση του δικαστηρίου για την αναγνώριση της αυτής ελαφρυντικής περίστασης από το άρθρο 84 παρ.2α του ισχύοντα ΠΚ, αναφορά, σελ. 70 της προσβαλλόμενης απόφασης, ανατρέχουσα στον παρελθόντα βίο του κατηγορουμένου: “Υπήρχε εντολή σε Κ. – Σ. να προκαλέσουν επεισόδιο βίας ακόμη και δολοφονίας για να πυροδοτήσει την ατμόσφαιρα. Είχαν υποσχεθεί στον Κ. μάλιστα πως δεν θα έμπαινε φυλακή. Δεν ήταν τυχαίο που τον αποκαλούσαν Ράμπο, εκτελεστή, τσαμπουκά. Έμαθα ότι πριν καταταγεί στην αστυνομία ήταν μπράβος σε νυκτερινό κέντρο στην Καλαμάτα με το όνομα …. Αυτό νομίζω ότι λέει πολλά για τον πρότερο έντιμο βίο του ανθρώπου, για το ποιον του”. Παρά την αναφορά στο προοίμιο του σκεπτικού ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα μνημονευόμενα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα, από τις παραδοχές του σκεπτικού της προσβαλλομένης απόφασης, για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης, προκύπτει με βεβαιότητα ότι δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη ούτε η κατάθεση αυτή της πολιτικώς ενάγουσας, αφού το δικαστήριο καίτοι οδηγήθηκε, για την αποδοχή του σύννομου βίου του κατηγορούμενου, σε αντίθετο συμπέρασμα από όσα αυτή κατέθεσε, ουδόλως αιτιολογεί και πάλι ούτε σε σχέση ειδικώς με την κατάθεση αυτή, την κρίση του. Η μη δε λήψη αποδεικτικών μέσων συνεπάγεται, και αυτή, από μόνη της, έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης (ΑΠ 572/2017, ΑΠ 1173/2017, ΑΠ 1826/2016). Μετά από όλα αυτά, πρέπει να γίνει δεκτή η αναίρεση μας, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας”.
Το δίκαιο στο σύνολό του ρυθμίζει τις εξωτερικές σχέσεις των κοινωνών, έτσι και το ποινικό δίκαιο, ως μέρος του όλου δικαίου, είναι μια εξωτερική τάξη, ένας εξωτερικός ρυθμός. Δεν έχει επομένως λόγο ύπαρξης ειμή μόνον κατά το μέτρο που ρυθμίζει και βελτιώνει την κοινωνική ζωή. Αποστολή του ποινικού δικαίου είναι να προστατεύσει, με το όπλο της ποινής, θεμελιώδεις αξίες της κοινωνίας, απολύτως απαραίτητες για την ομαλή κοινωνική συμβίωση και έτσι να εμπεδώσει και να διασφαλίσει την κοινωνική ειρήνη. Μεταξύ των θεμελιωδών αυτών αξιών – εννόμων αγαθών είναι η ζωή, η υγεία, η σωματική ακεραιτότητα, η τιμή, η ελευθερία η απονομή της δικαιοσύνης, η δημόσια τάξη. Τα περισσότερα τούτων προστατεύονται με διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος γι’ αυτό και ο “ανθρωποκεντρισμός” ανυψώνεται πλέον και στη χώρα μας “σε καταστατική αρχή” της έννομης τάξης κυρίως από την 1η παράγραφο του άρθρου 2, που χαρακτηρίζει ως “πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας” τον σεβασμό και την προστασία της “αξίας του ανθρώπου”, και από την ρητή από το άρθρο 5 παρ. 1 κατοχύρωση του δικαιώματος για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, διατάξεις από τις οποίες προκύπτει “μια κατευθυντήρια αρχή για τον νομοθέτη και ένας γενικός ερμηνευτικός κανόνας για τη διοίκηση και τα δικαστήρια”, τον οποίο μπορούν να επικαλούνται οι θιγόμενοι όταν προσβάλλονται τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους.
Με την διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος εισάγεται η αρχή της αναλογικότητας, η οποία αναφέρεται σε όλα τα πεδία του δικαίου, και ως γενική αρχή του δικαίου, διέπει την όλη δημόσια δράση και δεσμεύει τον νομοθέτη, τον δικαστή και τη διοίκηση. Όλα τα μέσα άσκησης της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να πληρούν τα τρία κριτήρια της, να είναι δηλαδή (α) κατάλληλα, ήτοι πρόσφορα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, (β) αναγκαία, ώστε να προκαλούν ελάχιστον δυνατό περιορισμό στον ιδιώτη ή το κοινό, και τέλος (γ) εν στενή εννοία ανάλογα, να τελούν δηλαδή σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της επερχόμενης εξ αυτών βλάβης. Συγκεκριμένα στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: “Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”.
Εξάλλου στην παρ. 2 του άρθρου 2 του Συντάγματος ορίζεται “Η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καθώς και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών και των κρατών”. Συναφώς στην παρ. 2 εδ. α του άρθρου 5 του Συντάγματος ορίζεται “Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων”. Έτσι με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η “αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου”, η οποία τελεί, κατά την εν λόγω διάταξη, “υπό την εγγύηση του Κράτους”. Η αρχή αυτή κατοχυρωθείσα με την αναθεώρηση του 2001 (αναγνωριζόμενη και προγενέστερα από την νομολογία Ολ. ΣτΕ 2112/1984) λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς τα ρητά κατοχυρωμένα κατά τα προαναφερθέντα δικαιώματα, συνιστώντας ένα γενικό δικαίωμα για κοινωνική αλληλεγγύη και δημιουργώντας κλίμα ασφαλείας στον πολίτη ότι η πολιτεία λαμβάνει πρόνοια μεταξύ άλλων και για την μη προσβολή του κοινού περί δικαίου αισθήματος κατ’ αναλογία με την λειτουργία την οποία επιτελεί το αρθ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος ως προς τα ατομικά δικαιώματα (Ολ. ΣτΕ 1286/12). Στο κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής αυτής, που έχει κοινή αναγωγή στις παραδόσεις των δημοκρατιών δυτικού τύπου (rule of law), βρίσκεται η εγγύηση κατά της αυθαιρεσίας που όλες οι κρατικές λειτουργίες οφείλουν τα παρέχουν. Μέσο δε κατά της αυθαιρεσίας είναι ο σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας, που υπό την έννοια αυτή ως συστατικό στοιχεία της ιδέας του κράτους δικαίου, επιβάλλει γενικώς σε κάθε εκδήλωση εξουσίας όπως αυτή ασκείται στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού. Από τη διατύπωση της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος προκύπτει ότι η αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζεται στους “κάθε είδους περιορισμούς” που μπορεί να επιβληθούν στα δικαιώματα στα οποία αναφέρεται η παράγραφος αυτή. Τέτοια δικαιώματα, όπως προσδιορίζονται στη διάταξη είναι τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, ιδίως δε αυτά που το ίδιο το Σύνταγμα αποκαλεί “ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα” όπως αυτό της απόλυτης προστασίας της ζωής χωρίς πάντως να αποκλείονται, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και τα συναφή προς αυτά δικαιώματα που κατοχυρώνονται σε άλλη διάταξη του Συντάγματος όπως αυτή του αρ. 2 αλλά και σε άλλες διατάξεις νόμων. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η εν λόγω συνταγματική αρχήν επιταγή έχει εφαρμογή και στη δικαστική εξουσία και ειδικότερα στο πεδίο του ποινικού δικαίου συμβάλλοντας καθοριστικά στην εκπλήρωση του σκοπού του συνιστάμενου στην γενική και ειδική προστασία από την τέλεση αξιόποινων πράξεων με την ύπαρξη αναλογίας-ισορροπίας μεταξύ της αξιόποινης πράξης για την οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο λαμβανομένων υπόψη όλων των πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στην περί ενοχής του δικαστική πεποίθηση και της ποινής που του επιβλήθηκε γι’ αυτήν χάριν της κοινωνικής ειρήνης, της δημόσιας τάξης και ασφάλειας ως και της δημιουργίας διατήρησης κλίματος εμπιστοσύνης του πολίτη όσον αφορά στην αποτελεσματική προστασία των αγαθών του που πλήττονται από αξιόποινη πράξη.Έτσι η περί ποινής κρίση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας αλλά επιβάλλεται να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ αξιόποινης πράξης και ποινής για σωφρονισμό του δράστη (ειδική πρόληψη) και να συμβάλλει στη σταθερότητα και ειρήνευση της κοινωνικής ζωής με την παροχή τους πολίτες της επιβεβαίωσης ότι καλώς πράττουν όταν συμπεριφέρονται συννόμως (θετική γενική πρόληψη),με παράλληλη ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος του κοινωνικού συνόλου. Με άλλα λόγια η ποινή επιβάλλεται χάριν της πρόληψης όχι όμως πέραν ή κάτω των ορίων που χαράσσει η ιδέα της Δικαιοσύνης.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 84 με τίτλο “ελαφρυντικές περιστάσεις” του κυρωθέντος με το νόμο 4619/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα μεταξύ άλλων ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις. 2. Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρύ πλημμέλημα”. Η διάταξη αυτή (84 παρ. 2α Π.Κ.) είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης του προϊσχύσαντος Π.Κ. με την οποία ορίζετο “το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή”. Κριτήριο για την συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, πλέον είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου. Στην αιτιολογική έκθεση του περί κύρωσης του ποινικού κώδικα νόμου (4619/2019) και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο αυτής με τίτλο “ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ” εκτίθεται: “Στις διατάξεις των άρθρων 84 και 85 για τις ελαφρυντικές περιστάσεις και την επιρροή τους στην επιμέτρηση της ποινής επήλθαν οι ακόλουθες μεταβολές, προς άρση των αμφιλογιών που προκάλεσε η ερμηνεία και η εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων του ισχύοντος Π.Κ.: (α) Αντί του κριτηρίου της προηγούμενης “έντιμης” ζωής τίθεται το ορθολογικότερο της “νόμιμης”, ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και η ασφαλής διαπίστωση εκείνου, το οποίο είναι νομικώς κρίσιμο στο κράτος δικαίου, στο οποίο ο ελεύθερος και υπεύθυνος πολίτης οφείλει τούτο μόνο, να συμμορφώνεται στο νόμο. Η εκπλήρωση απροσδιόριστων “ηθικών καθηκόντων” έχει φυσικοδικαϊικό χαρακτήρα, ασυμβίβαστο με τη θετικότητα του ποινικού δικαίου”. Για την ίδια διάταξη που ενδιαφέρει στην προκείμενη υπόθεση (άρθρο 84 παρ. 2α Π.Κ.) στο πέμπτο κεφάλαιο της εν λόγω αιτιολογικής έκθεσης με τίτλο “επιμέτρηση της ποινής” εκτίθεται “Στο άρθρο 84 ακολουθείται κατ’ αρχήν η ρύθμιση της ισχύουσας διάταξης, με δύο ουσιώδεις τροποποιήσεις, που κατέστησαν αναγκαίες εξαιτίας της διάστασης απόψεων κατά την ερμηνεία του άρθρου 84, που υπονομεύει την αρχή της ασφάλειας δικαίου: α. Στην περ. α’ αντί του απροσδιόριστου κριτηρίου της “έντιμης” ζωής υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης της “νόμιμης” ζωής. Στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει, όπως ο ίδιος κρίνει, εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικαστεί για ελαφρύ πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β) “απαραβίαστη προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή. Το Δικαστήριο δικαιούται να ελέγξει μόνο τις περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης”. Επισημαίνεται πως κατά την άποψη της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου μετά από ενδελεχή και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ενασχόληση του Αρείου Πάγου στα πλαίσια εκδίκασης λόγων αναίρεσης και κατ’ ακολουθίαν τη διαμορφωθείσα νομολογία βασικό στοιχείο της οποίας ήταν πως μόνη η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου δεν θεμελιώνει τον έντιμο βίο αυτή (επίμαχη διάταξη) δεν παρουσίαζε “αμφιλογία”, η ερμηνεία είχε πολύπλευρα παγιωθεί με συνέπεια την ασφάλεια του δικαίου κατά την μεγάλη δε ιστορική της διαδρομή ουδέποτε τέθηκε ζήτημα στα πλαίσια εφαρμογής της περί παραβίασης της ατομικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β Συντάγματος). Κατά την γραμματική ερμηνεία της κρίσιμης για την εφαρμογή της διάταξης λέξης “Σύννομη” έτσι χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου όταν το τελευταίο καθόλη τη διάρκεια της ζωής του και μέχρι την στιγμή της τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιικών κανόνων που τα προστατεύουν, κατά την τέλεση πράξεων που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο συμμορφώνεται μ’ αυτόν ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Έτσι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση – υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια.
Συνακόλουθα αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται, αστικούς κανόνες η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 Κ.Π.Δ. για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου προκειμένου ν’ αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού.
Από τον συνδυασμό όλων όσων προεκτέθηκαν είναι φανερό πως για την θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.
Στο σημείο αυτό πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι: η διαμόρφωση μιας γενικής διάταξης, με την οποία αλλοιωνόταν τα πλαίσια ποινής προς τα κάτω, προτάθηκε από τον Ν.Χωραφά, τον θεμελιωτή του ποινικού δικαίου στην χώρα μας, στην συνεδρίαση της 30ης Αυγούστου 1933,με την σκέψη, ότι η διάταξη αυτή αποφεύγει την εν πάση περιπτωσιολογία εγκείμενη μοιραίως αυθαιρεσίαν και παρέχει εις τον δικαστή την ευχέρεια προσαρμογής της ποινής εις την ασύλληπτον ποικιλίαν των ειδικών περιπτώσεων της πραγματικής ζωής. Σύμφωνα με την πρόταση του Χωραφά, η μείωση της ποινής στο πλαίσιο του άρθρου 84 Π.Κ. θα έπρεπε να είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική. Τελικώς επικράτησε αντίθετη διατύπωση, βάσει της οποίας η μείωση της ποινής, όταν διαπιστώνεται η συνδρομή ελαφρυντικού είναι υποχρεωτική. Όμως οι μειωτικές της ποινής ελαφρυντικές περιστάσεις και η διάγνωση τους δεν προηγούνται της επιμέτρησης της ποινής αλλά είναι προϊόν της επιμέτρησης που προκύπτει κατά και από την διεξαγωγή αυτής (επιμέτρησης). Αυτό σημαίνει ιδίως ότι για την μείωση της ποινής λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν φτάνει incocreto άνευ άλλου τινός η παραδοχή κάποιου μεμονωμένου λόγου ελάφρυνσης αλλά απαιτείται η διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει του συνόλου των κανονιστικών παραδειγμάτων του νόμου και της δυνατότητας ενός αναλογικού, αν χρειαστεί χειρισμού των, υπολείπεται σημαντικά κατά την ποινική της απαξία σε σχέση με τον μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων. Έτσι, όταν η ποινή, μετά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, τελεί σε προφανή δυσαναλογία με την βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης ως και την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη, η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται.
IV. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι, μόνο ορισμένα από αυτά κατ’επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αναφορά της αξιολογικής συσχέτισης και σύγκρισης των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί δε λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι ούτε “αντιφατική” ούτε “επιλεκτική” να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά αλλά που εισφέρθηκαν γι’αυτήν, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί η αιτιολογία να κρίνεται ως εμπεριστατωμένη. Έτσι για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της απόφασης δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ’είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ’επιλογή. Έτσι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας όταν δεν είναι βέβαιο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη στο σύνολό τους κάποια έγγραφα, ή το συνολικό περιεχόμενο μαρτυρικών καταθέσεων. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων του ΚΠοινΔ (Ν.4620/2019). 1) 177 παρ.1: “Οι δικαστές δεν ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει όμως να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων αποδείξεων, αιτιολογώντας πάντοτε ειδικά και εμπεριστατωμένα με ποιά αποδεικτικά μέσα και με ποιούς συλλογισμούς σχημάτισαν τη δικανική τους κρίση” και 178 παρ.2 εδ. α’: “Οι δικαστές και οι εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορούμενου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Η υποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 και 178 ΚΠοινΔ. Το αποτέλεσμα της συνεκτίμησης, της συγκριτικής στάθμισης και της συναξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, καθόσον αφορά στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ο αναιρετικός έλεγχος επ’αυτού εστιάζεται στο αν το Δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνον εξ αυτών. Η επιβαλλόμενη, ως άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη ή η αποδοχή του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπό του κηρυχθέντος ενόχου κατηγορουμένου ελαφρυντικής περίστασης, που θεσπίζεται από την προαναφερθείσα διάταξη του αναφερθέντος άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ιδίου Κώδικα, ποινής. Οι ελαφρυντικές περιστάσεις εμπίπτουν στην κατηγορία των “αορίστων νομικών εννοιών” και κατ’ακολουθία η αποδοχή ή όχι αυτών ανάγεται μεν στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, πλήν όμως η εξειδίκευση των εννοιών αυτών, δηλαδή αν τα προσαχθέντα και αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν ή όχι σε αυτές ελέγχεται αναιρετικά. Στην περίπτωση παραδοχής των ελαφρυντικών περιστάσεων απαιτείται να εκτίθενται στην απόφαση τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία και επί των οποίων θεμελιώνονται οι γενόμενες δεκτές ελαφρυντικές περιστάσεις, για να μπορεί να κριθεί από τον Άρειο Πάγο αν όντως τα περιστατικά αυτά θεμελιώνουν τις περιστάσεις αυτές.
V. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: “Στην Αθήνα, στις 6.12.2008, ενεργώντας με πρόθεση (άμεσο δόλο), βρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, σκότωσε άλλον και, συγκεκριμένα, την προαναφερόμενη ημερομηνία, στις 21.05 περίπου, στα Εξάρχεια, στην συμβολή των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλα, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ως ειδικού φρουρού της αστυνομίας, με το όπλο του, ημιαυτόματο πιστόλι τύπου GLOCK 17 AUSTRIA 9X19 με αριθμό …, διαμετρήματος 9 mm, στόχευσε προς το μέρος του ανήλικου Α. – Α. Γ., στήριξε με το αριστερό του χέρι το δεξί του χέρι που κρατούσε το όπλο και πυροβόλησε δύο φορές απανωτά, από απόσταση είκοσι οκτώ περίπου μέτρων, με αποτέλεσμα μία από τις βολίδες να προσκρούσει στην τρίτη κατά σειρά πακτωμένη τσιμεντένια μπάλα από αυτές που βρίσκονται στη δεξιά πλευρά της στην οδού Τζαβέλα (ως προς παρατηρητή με μέτωπο την οδό Μεσολογγίου), στην οποία η βολίδα εποστρακίστηκε και έπληξε τον Α. – Α. Γ. στο αριστερό του ημιθωράκιο, προκαλώντας του τυφλό τραύμα του θώρακος, από το οποίο, ως μόνη ενεργό αιτία, επήλθε ο θάνατος του”, με το αιτιολογικό κατά πιστή μεταφορά: “Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχτηκε ότι οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι υπηρετούσαν με την ιδιότητα του Ειδικού Φρουρού της Ελληνικής Αστυνομίας στο Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων συνεχώς από το έτος 2000, στις 6-12-2008, εκτελώντας διατεταγμένη εποχούμενη υπηρεσία κατόπτευσης της περιοχής των Εξαρχείων, επέβαιναν στο με αριθμό κυκλοφορίας … περιπολικό όχημα του προαναφερόμενου Αστυνομικού Τμήματος με οδηγό τον πρώτο εξ’αυτών, ήτοι τον Ε. Κ. και συνοδηγό τον δεύτερο εξ’αυτών, ήτοι τον Β. Σ.. Στις 20:45:27 μ.μ το Κέντρο Ά Άμεσης Δράσης δίδει εντολή προς το ως άνω πλήρωμα του περιπολικού οχήματος να μεταβεί στον αριθμό 72 της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, κατά τρόπο ώστε να επιληφθεί παράνομης στάθμευσης του με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκινήτου, το οποίο παρεμπόδιζε τη διέλευση πεζών (βλ. το με αρ. πρωτ. …../17/47/69- κγ’ έγγραφο του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας με θέμα παροχή στοιχείων των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών μεταξύ Κέντρου ΔΑΕ και οχήματος Εξαρχείων, στο οποίο αποτυπώνεται η εντολή του Κέντρου Άμεσης Δράσης: Όχημα Εξαρχείων, Αλεξάνδρας 72 ένα NISSAN γκρι έχει σταθμεύσει πάνω στο πεζοδρόμιο και εμποδίζει τους πεζούς: …). Ακολούθως και μάλιστα στις 20:46:07 μ.μ οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι ευρίσκονταν στην οδό Φειδίου, ενημέρωσαν το Κέντρο Ά Άμεσης Δράσης ότι έλαβαν το σχετικό σήμα (βλ. το ως άνω με αριθμό πρωτ. …/17/47/69-κγ έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας) και στη συνέχεια, αφού διέσχισαν την οδό Φειδίου και ακολούθησαν πορεία προς τα δεξιά με κατεύθυνση προς την οδό Ακαδημίας, εισήλθαν στην οδό Χαριλάου Τρικούπη. Οι κατηγορούμενοι υποστήριξαν ότι κατά τη διέλευσή τους από την οδό ΧΡ. Τρικούπη δέχθηκαν σφοδρότατη επίθεση και συγκεκριμένα, είτε από αρκετά άτομα με μπουκάλια (βλ. την προανακριτική κατάθεση περί ώρα 04.40 πμ της 7-12-2008 και την συμπληρωματική προανακριτική απολογία του πρώτου κατηγορούμενου, που ελήφθη περί ώρα 13.00 μμ της 7-12-2008), είτε από δεκαπέντε (15) άτομα με πέτρες, μάρμαρα και διάφορα άλλα αντικείμενα (βλ. την από 10-12-2008 αυτοπρόσωπη απολογία του κατηγορουμένου ενώπιον του 9ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών, που διενήργησε την κύρια ανάκριση), είτε από τριάντα (30) άτομα με πέτρες, ξύλα, μπουκάλια, σίδερα, τασάκια, μάρμαρα και κροτίδες (βλ. τα απολογητικά υπομνήματα που κατέθεσαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι ενώπιον του ιδίου Ανακριτή και μάλιστα κατά την ίδια ημέρα με την αυτοπρόσωπη απολογία τους), πλην όμως οι ισχυρισμοί τους αυτοί δεν επιβεβαιώθηκαν από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας, δεδομένου άλλωστε ότι και οι μάρτυρες, μέλη της διμοιρίας Α 545 της Υποδιεύθυνσης Αποκατάστασης Τάξης, η οποία ήταν επιφορτισμένη με τη φύλαξη των κείμενων στον αριθμό 50 της Οδού Χαριλάου Τρικούπη γραφείων του ΠΑΣΟΚ, ήτοι ο Α. Ρ. και ο Α. Δ., οι οποίοι εκείνη τη στιγμή εκτελούσαν χρέη σκοπού, δεν αντιλήφθηκαν κάτι τέτοιο (βλ. την κατάθεση του Α. Ρ. στο ακροατήριο, ο οποίος ανέφερε ότι: “Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων, ότι τους επιτέθηκαν στη Χ. Τρικούπη και Ναυαρίνου άτομα με μάρμαρα, καδρόνια, πέτρες, μολότοφ, εγώ δεν είχα τέτοιο ηχητικό ερέθισμα…….Αν γινόταν επίθεση επί της Ζωοδ. Πηγής και Ναυαρίνου σε περιπολικό, τέτοιας έκτασης και έντασης που λένε οι κατηγορούμενοι στην απολογία τους από 15 άτομα με ξύλα, πέτρες, μάρμαρα, σίδερα, λογικά θα το άκουγα”). Ας σημειωθεί ότι τα όσα καταθέτουν οι ως άνω μάρτυρες για ήχο από πτώση αντικειμένου σε μεταλλική επιφάνεια δεν μπορεί να συνδυασθεί σε καμία περίπτωση με πτώση αντικειμένου στο συγκεκριμένο περιστατικό, καθόσον άλλωστε, όπως οι ίδιοι καταθέτουν, δεν είδαν κάτι τέτοιο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι οι κατηγορούμενοι αγνόησαν την εντολή του Κέντρου να μεταβούν στη Λεωφ. Αλεξάνδρας και να βεβαιώσουν την ως άνω τροχονομική παράβαση. Αντιθέτως, εισήλθαν, για αδιευκρίνιστους λόγους, και χωρίς να ενημερώσουν για την αλλαγή πορείας, το Κέντρο Άμεσης Δράσης, στην οδό Ζωοδ. Πηγής και όταν έφτασαν στο σημείο, που η οδός αυτή τέμνεται με την οδό Τζαβέλα, διαπίστωσαν ότι επί της οδού αυτής (Τζαβέλα) και στο ύψος περίπου της συμβολής με την οδό Μεσολογγίου ευρίσκονταν 10-15 νεαρά άτομα. Ακολούθως, στάθμευσαν προσωρινά το όχημά τους στη συμβολή των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλα, και αφού αποβιβάστηκαν από αυτό, στάθηκαν όρθιοι στην πλευρά, που βρίσκεται η θέση του συνοδηγού του οχήματος, και προκάλεσαν τα νεαρά άτομα με τα οποία ήλθαν σε φραστική και λεκτική διένεξη. Τα περιστατικά αυτά επιβεβαιώνουν με ενάργεια και σαφήνεια οι θαμώνες του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος με την επωνυμία “…”, που βρίσκεται στη συμβολή των οδών …., ήτοι ο Κ. Λ. και ο Ξ. Π., καθώς και ο αυτόπτης μάρτυρας Ε.- Ε. Τ., ο οποίος βρισκόταν στην οδό Τζαβέλα, βλ.α) την κατάθεση του μάρτυρα Ξ. Π. στο ακροατήριο, ο οποίος ανέφερε ότι: “Κατέβηκαν κάτω οι δύο αστυνομικοί….. Κατέβηκαν προς τον πεζόδρομο της Τζαβέλα. Κατευθύνθηκαν προς Τζαβέλα από τη Ζωοδ. Πηγής. Οριακά στάθηκαν στη συμβολή. Από το περιπολικό απομακρύνθηκαν στο ένα μέτρο, μπροστά του. Δεν μετακινήθηκαν από αυτή τη θέση. Οι αστυνομικοί φάνηκαν ότι προκαλούσαν κάποιους από κάτω. Δεν θυμάμαι τη φράση…. Υπήρχαν κάποιες φωνές από το κάτω μέρος σαν απάντηση. Και οι δύο αστυνομικοί φώναζαν. Μετά υπήρξαν απαντήσεις από την κάτω πλευρά…. Οι κλήσεις των αστυνομικών προς τις φιγούρες δεν ήταν ευγενικές, ήταν αγοραίες. Δεν θυμάμαι φράσεις…..
“, β) την κατάθεση του μάρτυρα Κ. Λ. στο ακροατήριο, ο οποίος ανέφερε ότι: “Τους είδα τους αστυνομικούς έξω από το περιπολικό. Στέκονταν από την πλευρά του συνοδηγού στο περιπολικό οι αστυνομικοί. Στέκονταν στη Τζαβέλα κοιτώντας προς Μεσολογγίου. Στέκονταν στη συμβολή Τζαβέλα και Ζωοδ. Πηγής, Δίπλα- δίπλα στέκονταν. Πριν κατεβούν από το περιπολικό δεν άκουσα κάτι προς την πλευρά του περιπολικού. Θα είχα ακούσει αν συνέβαινε κάτι…..Μου τράβηξαν την προσοχή οι φωνές των αστυνομικών. Δεν συγκράτησα κάτι επειδή δεν έδωσα αμέσως σημασία…. Το ύφος τους έδειχνε από τις φωνές ότι υπήρχε λεκτική αντιπαράθεση. Μιλάνε προς τη Μεσολογγίου. Φωνές ακούω από την άλλη πλευρά, όχι μια φωνή, όχι όμως πολλές. Φωνές που απαντούν στους αστυνομικούς… Το ύφος των αστυνομικών ήταν έντονο” και γ) την κατάθεση του Ε. – Ε. Τ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Είδα να βγαίνουν δύο αστυνομικοί από το αυτοκίνητο. Δεν θυμάμαι αν βγήκαν ταυτόχρονα ή με διαφορά ο ένας από τον άλλον. Ανέβηκαν στο πλακόστρωτο της Τζαβέλα. Άρχισαν να βρίζουν όλους και να μας προκαλούν. Έλεγαν “ελάτε ρε μουνόπανα”. Αυτή τη φράση συγκράτησα. Εμείς δεν τους είχαμε δώσει καμιά αφορμή. Πριν αυτοί κατεβούν από το περιπολικό, εμείς δεν είχαμε κάνει κάτι. Η φωνή τους ήταν καθαρά εχθρική, ήταν δυνατή”. Η προαναφερόμενη εριστική και ανάρμοστη – για τους ανθρώπους που υπηρετούν στα Σώματα Ασφαλείας- συμπεριφορά του κατηγορουμένου, προκάλεσε την αντίδραση των νεαρών ατόμων, με αποτέλεσμα να εκτοξευθεί εναντίον τους μία πλαστική φιάλη, που χτύπησε στο καπό του περιπολικού και ένα γυάλινο αντικείμενο (βλ. Σχετ.α) την κατάθεση του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι ” Μετά από 2-3 λεπτά βλέπω να πέφτει στο καπό του περιπολικού ένα πλαστικό μπουκάλι. Το είδα να πέφτει και έκανε γκελ πάνω στο καπό. Ήρθε από τη μεριά της Τζαβέλα το μπουκάλι. Το βλέπω εγώ το μπουκάλι, έπεσε στο καπό εμπρός. Πέρασε από το πλάι των αστυνομικών, δεν χρειαζόταν να κάνουν κίνηση για να το αποφύγουν. Άκουσα γυαλί να σπάει από την κατεύθυνση προς Τζαβέλα και Ζωοδόχου Πηγής. Δεν είδα τι έσπασε. Από τον ήχο του, μικρό πρέπει να ήταν το γυαλί. Δεν είδα άλλα αντικείμενα να πέφτουν. Το γυαλί δεν το είδα καθόλου, μόνο το άκουσα. Κοντά στους αστυνομικούς δεν είδα να πέφτει κάτι.” και β) την κατάθεση του Ξ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι: (” Άκουσα ένα πλαστικό μπουκάλι να πέφτει και ένα γυαλί να σπάει. Δεν τα βλέπω. Ακούστηκε ένα πλαστικό μπουκάλι να πέφτει, αλλά εγώ συγκρατώ το γυαλί που σπάει. Μικρός ήταν ο ήχος του γυαλιού, όχι τζαμαρία να σπάει. Τα αντικείμενα προήλθαν από την κάτω μεριά, προς τους αστυνομικούς. Δεν είδα πού σπάει και τι σπάει.””). Άλλα αντικείμενα, όπως μάρμαρα, πέτρες, καδρόνια, λοστοί και αυτοσχέδιες βόμβες μολότοφ προς την πλευρά των αστυνομικών δεν εκτοξεύθηκαν, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας, ότι έλαβε χώρα σε βάρος των κατηγορουμένων άλλης μορφής επιθετική ενέργεια από ομάδα ατόμων ή από τα ως άνω νεαρά άτομα. Εν μέσω της προκληθείσας φραστικής και λεκτικής αντιπαράθεσης, ο δεύτερος κατηγορούμενος (Β. Σ.) από απόσταση 25 περίπου μέτρων εκτόξευσε προς την πλευρά των νεαρών ατόμων, που βρίσκονταν επί της οδού Τζαβέλα, μια χειροβομβίδα κρότου – λάμψης (βλ. Την από 7-12-2008 έκθεση αυτοψίας, καθώς και την με αρ. Πρωτ. 3022/ 14/ 5643-β/18-12-2008 Έκθεση Εργαστηριακής Εξέτασης του Εργαστηρίου Ανάλυσης Αυτοσχέδιων Εκρηκτικών – Εμπρηστικών Μηχανισμών της ΔΕΕ), η ρίψη της οποίας έγινε αντιληπτή α) από τον Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι ” Την ώρα αυτή βλέπω τον έναν αστυνομικό να πετάει κάτι, δε μπορώ να πω ποιος από τους δύο……Βλέπω ότι ο ένας κάτι πετάει, αρχικά δεν κατάλαβα, από τον κρότο μετά κατάλαβα ότι ήταν χειροβομβίδα κρότου – λάμψης. Ο κρότος ήταν ισχυρός….Αυτοί ήσαν στην Τζαβέλα, η κρότου λάμψης είχε κατεύθυνση προς τα κάτω, στη Μεσολογγίου. Είδα τη λάμψη, είναι εντός της Τζαβέλα”, β) από τον Ξ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι: “Μετά είδα ότι οι αστυνομικοί έριξαν μια χειροβομβίδα κρότου – λάμψης. Άκουσα ένα ” μπαμ” δυνατό και μετά είδα λάμψη. Έπεσε στη μέση της οδού Τζαβέλα. Δεν μπόρεσα να δω ακριβώς αν έπεσε προς τα κάτω της οδού”, γ) από τον αυτόπτη μάρτυρα Η. Τ., ο οποίος βρισκόταν στη συμβολή των οδών Μεσολογγίου και Τζαβέλα και ο οποίος ανέφερε ότι: “Η φραστική αντιπαράθεση διήρκεσε 1 – 2 λεπτά. Ακούσθηκε ένας κρότος και είδα τη λάμψη. Ο κρότος ήταν δυνατός. Φαντάζομαι ότι το πέταξαν οι αστυνομικοί, γιατί ήρθε από Ζωοδόχου Πηγής προς Τζαβέλα. Δεν έχω αμφιβολία ότι η βόμβα ρίχθηκε από τους αστυνομικούς. Έπεσε κοντά στο βιβλιοπωλείο “…” εντός της οδού Τζαβέλα. Η χειροβομβίδα έπεσε πιο κοντά στους αστυνομικούς, απ’ ότι στα παιδιά” και δ) την εξέταση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ε. Τ. ο οποίος ανέφερε ότι: ” Οι αστυνομικοί πέταξαν κάτι προς εμάς που έκανε κρότο και έβγαλε λάμψη. Πριν πέσει η κροτίδα αυτή, ήρεμα ήσαν εκεί, δεν υπήρχε ένταση…..Δεν πλησίασε κοντά σε μας η κρότου – λάμψης, δεν πρέπει να έφθασε στο “…”. Οι αστυνομικοί μετά την κροτίδα, μπήκαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν, ανέβηκαν τη Ναυαρίνου.” Στη συνέχεια, οι κατηγορούμενοι επιβιβάστηκαν στο περιπολικό όχημα και μέσω της οδού Ναυαρίνου κατευθύνθηκαν στην οδό Χαριλάου Τρικούπη. Στη συμβολή των οδών αυτών ο πρώτος κατηγορούμενος (Ε. Κ.) στάθμευσε με αιφνίδια και νευρική κίνηση προσωρινά το όχημα, ενώ αμέσως μετά ο δεύτερος κατηγορούμενος (Β. Σ.) εξήλθε του περιπολικού και εισήλθε στην οδό Ναυαρίνου, προκειμένου να ελέγξει το χώρο (βλ. Την κατάθεση του Α. Δ., ο οποίος αναφέρει ότι: ” Προς αυτή την κατεύθυνση που πήγε ο συνοδηγός δεν είδα άλλο άτομο. Μία κίνηση έκανε ο αστυνομικός, εγώ την λέω αναγνωριστική”, πλην όμως μετά από χρονικό διάστημα δύο ή τριών δευτερολέπτων επανήλθε με γοργό βηματισμό και επιβιβάστηκε στο περιπολικό όχημα. Ακολούθως, ο πρώτος κατηγορούμενος στάθμευσε εκ νέου προσωρινά το περιπολικό όχημα στην οδό Χ. Τρικούπη, και μάλιστα στο δεξιό άκρο αυτής, όπου βρίσκονταν οι αστυφύλακες της διμοιρίας Α. Ρ. και Α. Δ.. Εκείνη τη χρονική στιγμή, ο δεύτερος κατηγορούμενος (Β. Σ.) απευθύνθηκε με έντονο ύφος στον Α. Δ., λέγοντάς του “κατεβείτε κάτω”. Κατόπιν τούτων, ο Ε. Κ. οδήγησε το περιπολικό όχημα στην απέναντι πλευρά της οδού Χαριλάου Τρικούπη και στάθμευσε τούτο πλησίον της εισόδου του κείμενου εκεί χώρου στάθμευσης. Στη συνέχεια, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι αποβιβάστηκαν του περιπολικού, χωρίς να σταματήσουν μπροστά στους συναδέρφους τους, εκ των οποίων μάλιστα ο Α. Δ. τους προέτρεψε να αναμένουν, απευθύνοντας προς αυτούς τη φράση “περιμένετε, έχω διαβιβάσει” και κατευθύνθηκαν με έντονο βηματισμό προς τη συμβολή των οδών Χαριλάου Τρικούπη και Ναυαρίνου και μέσω της τελευταίας οδού προς την οδό Ζωοδόχου Πηγής, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρώτος κατηγορούμενος προπορευόταν του δεύτερου κατηγορούμενου κατά 4 έως 5 περίπου μέτρα τουλάχιστον έως την γωνία του χώρου στάθμευσης, που εφάπτεται στην οδό Ναυαρίνου (βλ. Την κατάθεση στο ακροατήριο του Α. Δ.). Στο σημείο τούτο πρέπει να αναφερθεί ότι οι αστυφύλακες, οι οποίοι εκείνη τη στιγμή εκτελούσαν χρέη σκοπού στα ευρισκόμενα στον αριθμό 50 της οδού Χαριλάου Τρικούπη γραφείων του ΠΑΣΟΚ, ήτοι ο Φ. Σ., ο Α. Ρ. και ο Α. Δ., δεν διαπίστωσαν φθορές στο περιπολικό (βλ. Σχετ.α) την κατάθεση του Φ. Σ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Εξωτερικά, δεν πρόσεξα να είχε κάτι επάνω του το περιπολικό, αν δηλαδή είχε κτυπήματα και φθορές, θα πρέπει να είναι έντονο για να το προσέξω… ηχητικό ερέθισμα επίθεσης σε περιπολικό δεν είχα……Πιθανόν είναι ότι δεν είχε τίποτα από ζημιές το περιπολικό, γι’ αυτό δεν το πρόσεξα”, β) την κατάθεση του Α. Ρ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Πάνω στο περιπολικό δεν είδα μπουκάλια σπασμένα. Δεν είδα σπασμένα γυαλιά στην οροφή του περιπολικού…. Να υπήρχαν γυαλιά στην οροφή του και να μην τα είδα, πιστεύω πως όχι” και γ) την κατάθεση του Α. Δ., ο οποίος ανέφερε ότι: (“Οπτική επαφή με το περιπολικό είχα, βλέπω την αριστερή του πλευρά. Ζημιές και κτυπήματα στο περιπολικό δεν το παρατήρησα αν είχε στη β’ φάση. Ήμουν στο πεζοδρόμιο εγώ και στάθμευσε μπροστά μου. Βαριά βλάβη εξωτερική στο περιπολικό δεν είδα. Τα περιπολικά του συγκεκριμένου τμήματος, λόγω συνεχών εμπλοκών τους σε επεισόδια, βαθουλώματα ή γδαρσίματα έχουν στο φτερό. Κάτι που να μου κάνει εντύπωση πάνω στο περιπολικό δεν είδα. Δεν είδα μαυρίλα ή σπασμένα γυαλιά να έχουν πέσει πάνω του, δεν παρατήρησα εγώ κάποια υλική ζημιά στο περιπολικό και από συναδέρφους δεν αναφέρθηκε κάτι, ότι δηλαδή να είδαν ζημιά στο περιπολικό. Δεν διαπίστωσα εγώ μικροφθορές στο περιπολικό, όπως λέει το διαβιβαστικό για φθορές στη λαμαρίνα”), γεγονός, που σε συνδυασμό με τα προδιαληφθέντα καταδεικνύει με τον πλέον σαφή και αδιάψευστο τρόπο, ότι δεν υπήρξε σφοδρή επίθεση εναντίον του περιπολικού και κίνδυνος “να καούν ζωντανοί” οι κατηγορούμενοι, όπως οι τελευταίοι διατείνονται με το απολογητικό τους υπόμνημα. Στη συνέχεια και μετά την απομάκρυνσή τους από τους άνδρες της διμοιρίας, οι κατηγορούμενοι μέσω της οδού Ναυαρίνου κατευθύνθηκαν προς τη συμβολή των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλα. Στο σημείο τούτο πρέπει να τονισθεί, ότι στη συγκεκριμένη περιοχή τη δεδομένη χρονική στιγμή, όπως προκύπτει και από το οπτικοακουστικό υλικό της Λ. Β., δεν παρατηρούνταν καταστάσεις επιθετικότητας, ταραχών και επικινδυνότητας, αντιθέτως μάλιστα στη συμβολή των οδών αυτών κινούνταν ανενόχλητα αρκετά αυτοκίνητα. Και ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν προμήνυε ότι θα υπάρξουν επεισόδια και αναταραχές, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι πυροδότησαν με την εμφάνισή τους και την προκλητική εκ νέου συμπεριφορά τους ένταση και διαπληκτισμό με τα άτομα, που βρίσκονταν στην οδό Τζαβέλα. Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι εμφανίστηκαν με γοργό βηματισμό, στάθηκαν στη συμβολή των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλα και ενεργώντας κυρίως από λόγους εγωισμού και υπεροψίας, άρχισαν να προκαλούν τα ευρισκόμενα στην οδό Τζαβέλα 10 έως 15 νεαρά άοπλα άτομα με την εκτόξευση ιδιαίτερα καταφρονητικών λέξεων και φράσεων. Τα προαναφερόμενα περιστατικά έγιναν αντιληπτά από α) τη Λ. Β., κάτοικο διαμερίσματος επί της οδού Τζαβέλα, η οποία κινητοποιήθηκε από κάποιον κρότο, ο οποίος προερχόταν κατά λογική ακολουθία από τη χειροβομβίδα κρότου λάμψης, που είχε εκτοξεύσει νωρίτερα ο Β. Σ., και εξήλθε στο μπαλκόνι της οικίας της, προκειμένου να διαπιστώσει τι είχε γίνει έχοντας μαζί της τη μηχανή λήψης Video, την οποία και είχε ενεργοποιήσει και η οποία ανέφερε ότι: ” Όταν τους είδα να έρχονται οι αστυνομικοί ήταν δίπλα – δίπλα. Ο βηματισμός τους ήταν γοργός, χωρίς να τρέχουν, ούτε να περπατάνε. Είχαν ένα τέμπο βιαστικό. Φαίνονταν ότι είχαν σκοπό, είχαν κάποιο προορισμό. Στο ύψος της Τζαβέλα σταμάτησαν στο τελείωμα του πεζόδρομου, σχεδόν στο μέσον της οδού Τζαβέλα κατά το πλάτος αυτής. Σταμάτησαν κάτω από τον πεζόδρομο της Τζαβέλα. Προκάλεσαν οι αστυνομικοί. Άκουσα κάτι σαν “ελάτε ρε μουνιά” προς τα παιδιά….Μου έκανε εντύπωση ότι ήλθαν οι αστυνομικοί με τα πόδια και ότι προκαλούσαν, έκαναν μια χειρονομία, έδειξαν τα γεννητικά τους όργανα, χωρίς να μπορώ να το πω με ακρίβεια αυτό, έχει περάσει χρόνος από τότε……Η όλη στάση τους ήταν προκλητική, μη αρμόζουσα σε αστυνομία”, β) τον Ξ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι “Μεταξύ τους οι αστυνομικοί ήταν σε απόσταση 1 – 1,5 μ στο ίδιο ύψος σχεδόν. Το σώμα τους ήταν ίσιο, τα πόδια τους ήταν στέρεα, γερά στο έδαφος. Εκεί αρχίζουν οι φωνές από την πλευρά των αστυνομικών, μονόλογος, έντονος και υβριστικός. Άκουσα πεντακάθαρα τη φράση “ελάτε ρε, ελάτε τώρα ρε μουνιά”. Εγώ μια φωνή άκουσα. Δεν μπορώ να πω ότι την είπαν και οι δύο. Πεντακάθαρα ακούστηκε η φράση ” ελάτε τώρα ρε μουνιά”, γ) τον Κ. Λ., ο οποίος κατέθεσε ότι “Σταματούν στην Τζαβέλα στον πεζόδρομο πάνω, στην αρχή του πεζόδρομου. Αριστερά είναι ο πιο αδύνατος, δεξιά ο πιο εύσωμος. Έχουν απόσταση μισό μέτρο μεταξύ τους, είναι δίπλα – δίπλα…..Μιλούσαν σε επιθετικό τόνο. Συγκράτησα τις φράσεις: “ελάτε ρε μουνιά”, “ελάτε να σας δείξουμε”, “ελάτε αν σας τολμάει”. Και οι δύο αστυνομικοί τις λένε……..Στοιχεία επιθετικότητας οι αστυνομικοί παρουσίαζαν έντονα, έδειχναν οργή. Η συμπεριφορά τους ήταν εξαιρετικά επιθετική. Προκαλούσαν φόβο σε αυτούς που τους έβλεπαν και σε σχέση με όσα έλεγαν. Υποθέτω ότι προκάλεσαν και την οργή της άλλης πλευράς” , δ) την εξέταση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ε. Τ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Οι δύο αστυνομικοί ξαναγύριζαν μετά από 1 – 2 λεπτά, εγώ τους είδα όταν ήταν επί Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλα. Δεν τους είδα να έρχονται, τους είδα να είναι στάσιμοι, τους είδα όταν είχαν ανέβει στην Τζαβέλα, πάνω στο πεζοδρόμιο. Δεν πλησίασαν προς εμάς. Και οι δύο μαζί ήσαν, δίπλα – δίπλα., σχετικά κοντά ο ένας με τον άλλον….. Και πάλι επιθετικοί ήταν οι αστυνομικοί τη δεύτερη φορά. Έλεγαν: “Θα σας δείξουμε, ελάτε ρε.” Εγώ είμαι σε απόσταση 60 μέτρα από τους αστυνομικούς, Τις φράσεις αυτές, δεν μπορώ να πω αν τις έλεγαν και οι δύο ή ο ένας. Παρόμοια αντίδραση υπήρξε από την πλευρά μας. Ειπώθηκε “φύγετε από εδώ”, “τι θέλετε εδώ”, ε) τον Η. Τ., ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, βρισκόταν στη συμβολή των οδών Μεσολογγίου και Τζαβέλα, και κατέθεσε ότι” δεν τους είδα να έρχονται, τους είδα να στέκονται. Δίπλα – δίπλα ήσαν. Δεν θυμάμαι αν κάποιος ήταν μπροστά ή πίσω. Όταν ήλθαν εκεί άκουσα φωνές πάλι από το μέρος των αστυνομικών, φώναζαν δυνατά και έβριζαν, είπαν “ελάτε ρε μουνόπανα”. Την απηύθυναν προς τα παιδιά τη φράση αυτή. Έλεγαν κι άλλα που δεν θυμάμαι. Προς τα παιδιά που ήσαν στη Μεσολογγίου και Τζαβέλα το είπαν…….Εγώ αυτές τις φράσεις που είπα συγκράτησα. Από την πλευρά των παιδιών απάντηση στις βρισιές υπήρξε σε έντονο τόνο. Φώναζαν τα παιδιά, δεν συγκράτησα τί είπαν. Φώναζαν ταυτόχρονα με τους αστυνομικούς και δεν συγκράτησα τι έλεγαν. Όση ώρα ήμουν εκεί, μόνο λεκτική ήταν η αντιπαράθεση.”, στ) τον Β. Π. (ένοικο διαμερίσματος επί της οδού Τζαβέλα), ο οποίος κατέθεσε ότι: “όταν έρχονται και στέκονται εκεί οι αστυνομιικοί και λίγο πριν φθάσουν υπήρξε βωμολοχία, έβριζαν από τα 5- 10 μ πριν φθάσουν εκεί που στάθηκαν. Ενώ είναι σε πορεία βρίζουν, πριν ακόμα έλθουν Έβλεπαν με πρόσωπο προς Τζαβέλα. Εγώ δεν βλέπω προς ποιους απευθύνονται. Έλεγαν “ελάτε ρε μουνάρες”. Δεν άκουσα άλλη βρισιά. Έκαναν χειρονομίες οι αστυνομικοί, έδειχναν τα γεννητικά τους όργανα. Εγώ πρόσεξα τον ένα, τον πιο γεροδεμένο γιατί σε αυτόν εστίασα…… Από την κάτω μεριά δεν ακούσθηκαν βρισιές….. Δεν άκουσα βρισιές από την κάτω πλευρά” και ζ) τον Ν. Ρ., φίλο του Α. Γ., ο οποίος, στις 7-12-2008 κατέθεσε προανακριτικά ότι., “….με το που είδαμε τους αστυνομικούς άρχισαν να βρίζουν και εμένα και τον Α. και αυτούς που ήταν πίσω μας. Έλεγαν οι αστυνομικοί “Θα σας γαμήσουμε την Παναγία, ελάτε να σας δείξουμε ποιος είναι ο μάγκας” και άλλα τέτοια. Τα παιδιά πίσω μας φώναζαν “κάντε πίσω, άστο διάολο” στους αστυνομικούς”. Η έλευση των κατηγορουμένων και η προαναφερθείσα προκλητική συμπεριφορά τους επέφερε ως αποτέλεσμα την αντίδραση των νεαρών ατόμων, που βρίσκονταν επί της οδού Τζαβέλα, με απώτερη συνέπεια την κλιμάκωση των φραστικών αντεγκλήσεων και της ανταλλαγής καταφρονητικών λέξεων και φράσεων, στις οποίες μετείχαν ο ανήλικος (γεννηθείς στις 25-6-1993) Α. Γ. και ο συνομήλικος φίλος του Ν. Ρ., οι οποίοι είχαν εξέλθει από την εσοχή πολυκατοικίας στη συμβολή της οδού Μεσολογγίου με την οδό Τζαβέλα και προς την κατεύθυνση της οδού Ζωοδόχου Πηγής, όπου βρίσκονταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά επιβεβαίωσε και ο εξετασθείς μάρτυρας στο ακροατήριο Η. Τ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Εκεί που κάθεται ο Α. είναι με τον Ρ.. Τον είδα να βγαίνει από το υπόστεγο τον Α. μαζί με τον Ρ. την ώρα που ανταλλάσσονται βρισιές. Εγώ είδα ότι βγαίνουν όταν βρίζονται με τους αστυνομικούς… Τα παιδιά ήταν σε απόσταση 20 μ. μπροστά από μένα. Εγώ ήμουν πιο κοντά στα παιδιά απ’ότι στους αστυνομικούς. Δεν συγκράτησα τις βρισιές των παιδιών. Δεν συμμετείχαμε ούτε εγώ ούτε ο αδερφός μου στα παιδιά που έβριζαν. Ο Ρ. και ο Α. έβριζαν, δε θυμάμαι να έκαναν κάτι άλλο….” Στο σημείο τούτο πρέπει να λεχθεί ότι οι κατηγορούμενοι διατείνονται ότι δέχθηκαν σφοδρή επίθεση με τσίγκινα τασάκια, μάρμαρα, πέτρες, λοστούς και αυτοσχέδιες βόμβες μολότοφ, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, αντιθέτως διαψεύστηκε και καταρρίφθηκε από τις καταθέσεις των μαρτύρων και συγκεκριμένα: α) του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι “Δεν γινόταν κάτι εκεί απ’όσο βλέπω, στην περιοχή δεν ήσαν σε εξέλιξη επεισόδια βίας. Δεν ακούω ούτε βλέπω να πέφτουν αντικείμενα. Μολότοφ δεν είδα ούτε άκουσα…..Κατά τη δεύτερη φάση δεν αντιλήφθηκα τίποτα από ομάδα 30 ατόμων. Δεν αντιλήφθηκα ότι υπήρξε κίνδυνος ζωής για τους αστυνομικούς από ομάδες ατόμων ή από αντικείμενα…. Στις 9 το βράδυ το οδόστρωμα της Τζαβέλα ήταν καθαρό, δε θυμάμαι να είχε κάτι, όπως αντικείμενα, ξύλα, σίδερα, κλπ”, β) του Ξ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι : “Σε αυτή τη φάση δεν άκουσα να πέφτει κάτι. Υπάρχει ένταση φωνών χωρίς να πέφτουν αντικείμενα σε αυτή τη φάση την δεύτερη….”, γ) της Λ. Β., η οποία ανέφερε ότι: “Πριν βγάλουν τα όπλα δεν υπήρξε κάποιο γεγονός που να τους προκάλεσε τρόμο ή τους δημιούργησε την αίσθηση του κινδύνου. Δεν υπήρξε μολότοφ ούτε οχλαγωγία προς το μέρος τους. Δεν διαπίστωσα ότι βρίσκονταν (υπό συνθήκες άμυνας), δ) του Ε. Ζ. (θαμώνα του καταστήματος “…”, ο οποίος ανέφερε ότι: “Πριν πυροβολήσει δεν διαπίστωσα κάποιο γεγονός που να απειλεί την σωματική του ακεραιότητα. Δεν είδα να πέφτουν σίδερα, καδρόνια, μολότοφ σίγουρα όχι. Διακινδύνευση των αστυνομικών, επίθεση, περιστατικό που να δικαιολογεί τρόμο ή ανησυχία ή φυγή δεν υπήρξε” και ε) του Β. Π., ο οποίος ανέφερε ότι: “Πριν πυροβολήσει δεν διαπίστωσα κάποιο γεγονός που να απειλεί τη σωματική του ακεραιότητα. Δεν είδα να πέφτουν σίδερα, καδρόνια, μολότοφ, σίγουρα όχι….. Διακινδύνευση των αστυνομικών, επίθεση, περιστατικό που να δικαιολογεί τρόμο ή ανησυχία ή φυγή δεν υπήρξε” και “…. Αντικείμενα είμαι σίγουρος ότι δεν έπεσαν προς την αστυνομία. Δεν άκουσα κάτι, να σπάει μπουκάλι, όπως είπαν οι άλλοι ερωτηθέντες μάρτυρες. Μολότοφ δεν είδα να πέφτει. Αν είχε πέσει, θα το έβλεπα. Επεισόδια σε εξέλιξη εκεί γύρω δεν αντιλήφθηκα…. Αν έσπασε μπουκάλι πριν τον πυροβολισμό, δεν άκουσα. Δεν είδα κάτι να πέφτει προς τη μεριά των αστυνομικών. Δεν άκουσα να πέφτει κάτι τσίγκινο, ούτε είδα….” Από τις παραπάνω καταθέσεις, σε συνδυασμό με το οπτικοακουστικό υλικό της Λ. Β., προκύπτει ότι στο χρονικό σημείο των φραστικών και λεκτικών αντιπαραθέσεων, δεν έλαβε χώρα σφοδρή επίθεση σε βάρος των κατηγορουμένων με τα αντικείμενα του είδους που επικαλέστηκαν οι τελευταίοι (κατηγορούμενοι), ήτοι με πέτρες, ξύλα, μάρμαρα και άλλα βαριά αντικείμενα. Εξάλλου, το υπερασπιστικό οικοδόμημα των κατηγορουμένων περί ρίψης και έκρηξης αυτοσχέδιων βομβών καταρρίφθηκε με τα όσα ο πρώτος κατηγορούμενος Ε. Κ. απολογούμενος κατέθεσε, ο οποίος δήλωσε ότι “οι αντιφάσεις ως προς τις μολότοφ, είναι γιατί στο μυαλό μου έχω από το παρελθόν επιθέσεις με μολότοφ εναντίον μας.”. Επομένως, είναι απολύτως βέβαιο ότι, ούτε ρίψη, ούτε έκρηξη βομβών μολότοφ έλαβε χώρα, παρά τα όσα ψευδώς και παραπλανητικά είχαν ισχυριστεί οι κατηγορούμενοι κατά την κύρια ανάκριση. Το μόνο που γίνεται δεκτό είναι ότι σε βάρος των αστυνομικών εκτοξεύθηκε αποκλειστικά και μόνο ένα πλαστικό μπουκάλι με νερό, το οποίο προερχόταν από άτομο που βρισκόταν πίσω από τον Α. Γ. (βλ. την κατάθεση του Η. Τ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Ξαφνικά είδα το μπουκάλι με το νερό, από την πλευρά που ήταν ο Α., ο Ρ. και το άλλο παιδί. Το μπουκάλι εγώ το είδα στον αέρα. Από την πλευρά των παιδιών προήλθε το πλαστικό μπουκάλι. Με νερό ήταν. Προς τους αστυνομικούς και λίγα μέτρα μπροστά τους σκάει, δεν τους έφτασε. Δεν άκουσα να σπάει γυάλινο αντικείμενο” Ακολούθως, και ενώ εξελισσόταν με αύξουσα ένταση η ως άνω περιγραφείσα αντιπαράθεση των κατηγορουμένων με τα άτομα που βρίσκονταν στην οδό Τζαβέλα, ο Ε. Κ., έχοντας σταθεί στη συμβολή της οδού Ζωδόχου Πηγής με την οδό Τζαβέλα και μάλιστα περίπου στο μέσο του ρήθρου αυτής, έχοντας δίπλα και δεξιά του (με μέτωπο προς την οδό Μεσολογγίου) τον Β. Σ. και ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, έσυρε από τη θήκη του το ημιαυτόματο πιστόλι του τύπου GLOCK 17 AUSTRIA 9 επί 19 με αριθμό …, διαμετρήματος 9 mm και αμέσως αφού σκόπευσε προς το μέρος των νεαρών ατόμων, τα οποία βρίσκονταν επί της οδού Τζαβέλα και σε απόσταση 25 έως 30 μέτρων από τον ίδιο, πυροβόλησε επαναληπτικά δύο φορές (βλ. σχετ. α) την κατάθεση στο ακροατήριο του Ξ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι: “Είδα να βγάζει ο πιο ψηλός και σωματώδης το όπλο, να στοχεύει και να πυροβολεί. Το όπλο το κρατάει με το δεξί χέρι ευθεία μπροστά. … Τον βλέπω υπό γωνία εγώ, βλέπω την πλάτη του και την αριστερή του πλευρά. Τον βλέπω διαγώνια και δεξιά εγώ. Το δεξί του χέρι το συγκρατεί με το αριστερό, δεν ήταν λυγισμένο. Τη φλόγα από το όπλο του είδα να φεύγει εμπρός, όχι πάνω, ούτε κάτω. Άκουσα δύο πυροβολισμούς. Ένα μεγάλο “μπαμ” ήταν, συνεχόμενο. Δεν είχα εμπόδιο στην οπτική μου επαφή με τον πρώτο αστυνομικό. Το δεξί του χέρι το βλέπω από τον αγκώνα και κάτω. Δεν έχω δει την κίνηση να βγάζει το όπλο. Το αριστερό συγκρατούσε, το είδα καθαρά…. Έβγαλε το δεξί χέρι μπροστά προτεταμένο και το αριστερό να σταθεροποιεί το δεξί, ίσως να έχει μια ελαφριά γωνία. Δε μπορώ ακριβώς να προσδιορίσω σε ποιο σημείο το στήριξε, κοντά στον καρπό ή στην παλάμη, όχι όμως στον αγκώνα. Το δεξί χέρι το βλέπω όταν κάνει την έκταση, από τον αγκώνα και μετά. Το δεξί είναι προτεταμένο απόλυτα σε ευθεία γραμμή. Δεν έχει κλίση προς τα πάνω το χέρι. Δεν μπορώ να δω τι κατεύθυνση έχει το όπλο. Το δεξί του χέρι το βλέπω από την εσωτερική του πλευρά. Σαν ένα θόρυβο άκουσα τον πυροβολισμό. Είδα μια φλόγα από την εκπυρσοκρότησή. Η κατεύθυνση της λάμψης νομίζω ότι ήσαν στην ίδια κατεύθυνση, ευθεία,” β) την κατάθεση στο ακροατήριο του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Η φραστική αντιπαράθεση κρατάει 2-3 λεπτά. Τότε αυτός που ήταν δεξιά, ο πιο εύσωμος αστυνομικός, τραβάει το όπλο σημαδεύοντας προς τα άτομα που ήσαν στη Τζαβέλα. … Δίπλα – δίπλα ήταν όταν ο ένας έβγαλε το όπλο. Το βλέπω εγώ το δεξί του χέρι από τη στιγμή που το τεντώνει ευθεία μπροστά. Δεν το τείνει προς επάνω, δεν το λυγίζει στον αγκώνα. Όσο μπορώ να δω είναι ευθεία το χέρι του σε σχέση με τον νοητό άξονα του δρόμου. Το βλέπω το χέρι του περίπου στο ύψος του αγκώνα. Με το αριστερό χέρι συγκρατεί το δεξί. Το βλέπω ολόκληρο το αριστερό χέρι. Περίπου τη μισή παλάμη ή τον μισό καρπό πιάνει με το αριστερό, το δεξί χέρι. Το όπλο σε σχέση με τον καρπό του είναι στην ίδια ευθεία…….Την ώρα που προτείνει το όπλο εστιάζω σε αυτόν και όχι προς την άλλη πλευρά. Πυροβόλησε δύο φορές απανωτά. Είδα λάμψη δύο φορές…….”, γ) την κατάθεση στο ακροατήριο του Ε. Ζ., ο οποίος ανέφερε ότι “Ενώ συνεχιζόταν οι φωνές εκατέρωθεν, ο ένας αστυνομικός, αυτός που ήταν στα δεξιά, έβγαλε το όπλο και τέντωσε τα χέρια μπροστά, απέναντι στα άτομα που ήταν στην κάτω πλευρά. Το δεξί του χέρι κράταγε το όπλο και το αριστερό χέρι κρατούσε το δεξί. Το αριστερό χέρι δεν ήταν τεντωμένο όπως το δεξί. Και τα δύο χέρια του τεντωμένα ήσαν, απλά δεν μπορώ να πω αν ήταν το ίδιο τεντωμένα. Το αριστερό δεν στήριζε τον αγκώνα αλλά το τελείωμα του δεξιού χεριού. Το όπλο δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά ήταν σε ευθεία, όχι προς τα πάνω ούτε και προς τα κάτω. Άκουσα δύο πυροβολισμούς, κοντά ο ένας με τον άλλον…..Το χέρι του σε σχέση με το σώμα του, είναι περίπου στο ύψος του στήθους. Έτσι όπως κρατούσε το όπλο, το πού στόχευε δεν μπορώ να το πω…… Είδα λάμψη μετά τον πυροβολισμό, μια λάμψη θυμάμαι……. δ) την κατάθεση στο ακροατήριο της Λ. Β., η οποία ανέφερε ότι: “Στόχευσαν ευθεία οι αστυνομικοί. Εγώ δεν έχω κοιτάξει από την άλλη πλευρά. Δεν το περίμενα αυτό, να βγάλουν όπλο…. Δεν είχε κατεύθυνση ο πυροβολισμός προς τον ουρανό, ούτε διαγώνια. Ευθεία πυροβόλησαν. Είχαν λίγο λυγισμένα τα όπλα και τα χέρια. Δεν είδα λάμψη κατά τον πυροβολισμό. Άκουσα δύο πυροβολισμούς συνεχόμενους “μπαμ μπαμ”. Δεν είδα από ποιο όπλο βγήκαν.”, ε) την κατάθεση στο ακροατήριο του Β. Π., ο οποίος ανέφερε ότι “κάποια στιγμή ο πιο εύσωμος έβγαλε το όπλο και πυροβόλησε δύο φορές. Και με τα δύο χέρια το κράτησε το όπλο. Από πάνω, από ψηλά όπως είμαι, και τα δύο χέρια του είδα. Όλο το χέρι βλέπω. Τα χέρια του είναι ενωμένα όταν κρατούν το όπλο. Κατεύθυνση είχαν προς την οδό Τζαβέλα. Τα πόδια ήταν λίγο ανοικτά και ελαφρά λυγισμένα. Από ψηλά φαινόταν καθαρά. Υπήρχε φως από τις λάμπες του δρόμου και στη Τζαβέλα. Στόχευσε ευθεία……Πυροβόλησε δύο φορές…… Είδα και τις δύο λάμψεις. Είδα δύο λάμψεις όταν πυροβόλησε”, στ) την κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα Π. Β., ο οποίος ευρισκόταν στην οδό Ζωοδόχου Πηγής και ο οποίος ανέφερε ότι: “Ο αστυνομικός είχε όπλο στο δεξί του χέρι και πυροβόλησε προς Τζαβέλα. Ολόκληρο το χέρι του είδα από την εξωτερική πλευρά. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν κρατούσε και με τα δύο του χέρια το όπλο. Θυμάμαι ένα χέρι και το όπλο, με το δεξί να κρατάει το όπλο. Σε σχέση με το δρόμο το χέρι του ήταν παράλληλα προς το δρόμο….Μπροστά, ευθεία το κρατούσε το όπλο” και ζ) την ενώπιον του 9ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών κατάθεση του Ν. Ρ., στις 19-12-2008, ο οποίος ανέφερε ότι μετά τη ρίψη της πλαστικής φιάλης νερού προς τους αστυνομικούς, ο πιο ψηλός από αυτούς έβγαλε το όπλο από τη θήκη του και κρατώντας το και με τα δύο χέρια ευθεία εμπρός, σημάδεψε παίρνοντας θέση βολής και σκύβοντας λίγο, πυροβολώντας εν συνεχεία τρεις φορές. Πλέον τούτου, προέκυψε ότι μια από τις βολίδες ακολούθησε κατωφερή πορεία σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, έχοντας κατεύθυνση προς τα δεξιά, σε σχέση με τον οριζόντιο άξονα και τη θέση του βάλλοντος Ε. Κ.. Στην πορεία της προσέκρουσε πλαγίως (και όχι με την αιχμή της) στην τρίτη κατά σειρά, πακτωμένη διακοσμητική μπάλα από μπετόν, που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά της οδού Τζαβέλα και σε απόσταση 2,64 μέτρων από το άκρο αυτής (με μέτωπο από την οδό Ζωοδόχου Πηγής προς την οδό Μεσολογγίου) και, αφού υπέστη ενιαία και συνεχόμενη παραμόρφωση (επιπεδοποίηση – αποπλάτυνση) κατά τον επιμήκη άξονα πρόσκρουσής της στη μπάλα, εποστρακίστηκε (βλ. την υπ’αρ. πρωτ.3022/13/20/ 525-γ”/ 16-12-2008 Έκθεση Εργαστηριακής Πραγματογνωμοσύνης του Τμήματος Εργαστηρίων Πυροβόλων Όπλων και Ιχνών Εργαλείων της ΔΕΕ) και ακολουθώντας πορεία προς τα αριστερά σε σχέση με τον οριζόντιο άξονα και τη θέση της τσιμεντένιας μπάλας και ανωφερή ως προς το οριζόντιο επίπεδο, έπληξε δευτερογενώς τον Α. Γ., ο οποίος βρισκόταν στο μέσον της οδού Τζαβέλα και μάλιστα στο ύψος της πινακίδας του καταστήματος με την επωνυμία “…”, με όλες τις πιθανές αποκλίσεις προς τις κατευθύνσεις του ορίζοντα, οι οποίες δεν κατέστη δυνατό με ακρίβεια να προσδιοριστούν, χωρίς όμως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, το θύμα να βρέθηκε σε κάποια από τις απεικονιζόμενες στο σχεδιάγραμμα της έκθεσης αυτοψίας θέσεις Α και Β δεδομένου ότι τόσο το θύμα, όσο και ο βάλλων, κατά τη στιγμή του πυροβολισμού κινούνταν ασύντακτα στο χώρο (βλ. (Α) α) Την κατάθεση στο ακροατήριο του Η. Τ., ο οποίος ανέφερε ότι: “ο Γρηγορόπουλος ήταν απέναντι από το κατάστημα “…” περίπου στο μέσον της Τζαβέλα και κατά το μήκος της’ , β) την κατάθεση στο ακροατήριο του Ε. Τ., ο οποίος κατέθεσε πρωτοδίκως ότι το θύμα “έπεσε μπροστά στο ύψος του καταστήματος ‘…’, στις μπάλες κοντά”, γ) την προανακριτική κατάθεση του Ν. Ρ., ο οποίος εξεταζόμενος ισχυρίστηκε πως μαζί με το θύμα βρέθηκαν στη μέση του πεζοδρόμου της οδού Τζαβέλα και ότι σε απόσταση 15-20 μέτρων είδαν τους δύο αστυνομικούς, καθώς και δ) την κατάθεση του τελευταίου (Ν. Ρ.) ενώπιον του 9ου Ανακριτή Αθηνών, στις 19-12-2008, όπου εξεταζόμενος ισχυρίστηκε ότι μαζί με το θύμα βρέθηκαν στο μέσο της οδού Τζαβέλα, δίπλα στο κατάστημα “…” και συγκεκριμένα στο ύψος της αρχής της πινακίδας, (Β) Την υπ’αριθμ. Πρωτ. 3022/ 13/ 20525- ια/ 12-1-2009 Έκθεση Βλητικής Διερεύνησης του Τμήματος Εργαστηρίων Πυροβόλων Όπλων και Ιχνών Εργαλείων της ΔΕΕ, στην οποία επισημαίνεται η δυσκολία ακριβούς προσδιορισμού της θέσης βάλλοντος και θύματος και της κατεύθυνσης της βολίδας και επιπροσθέτως διατυπώνεται ευθέως η άποψη, ότι ενόψει της κίνησης του βάλλοντος και του βαλλομένου, μπορούν να δοθούν απαντήσεις που να ανταποκρίνονται σε περισσότερες από μία εκδοχές και ερμηνείες (σελ. 7 παρ Ζ), καθώς και (Γ) την κατάθεση στο ακροατήριο του Γ. Ρ., τεχνικού συμβούλου της πολιτικής αγωγής, ο οποίος ανέφερε ότι (…….”η πιθανολόγηση των σημείων Α και Β, ως σημείων προσδιορισμού του θύματος, είναι παρακινδυνευμένη, ενώ οι τρεις θέσεις του θύματος (A, B, C), όπως και οι ενδιάμεσες, είναι πιθανές και οποιαδήποτε μετακίνηση σημαίνει και αντίστοιχη μετακίνηση του βάλλοντος”). Η βολίδα έπληξε τον ανήλικο στο αριστερό ημιθωράκιο μεταξύ 4 cm και 5 cm πλευράς σε ύψος 1, 33 cm από τα κάτω άκρα του, με πορεία από μπροστά άνω και αριστερά, προς τα πίσω κάτω και δεξιά, σε γωνία 30 μοιρών, προκαλώντας του τυφλό τραύμα θώρακος (διαμπερή τρώση θωρακικής αορτής, πρόσθιας μοίρας του περικαρδίου και της καρδίας) εξαιτίας δε αυτού, ως μόνης ενεργού αιτίας, επήλθε αμέσως ο θάνατος του (βλ. την υπ’ αρ. πρωτ.2135/17-12-2008 Ιατροδικαστική Έκθεση Νεκροψίας – Νεκροτομής του Χ. Λ.). Το ότι η μοιραία βολίδα ακολούθησε τη διαδρομή που προαναφέρθηκε, προκύπτει αδιαμφισβήτητα από τη συνδυαστική ερμηνεία των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο της κύριας ανάκρισης, περιλαμβάνοντας την ενδελεχή εξέταση ευρέος φάσματος στοιχείων, ιδίως της με αριθμό πρωτ. 3022/ 13/ 20525-ια’/ 12-1-2009 Έκθεσης Βλητικής Διερεύνησης ίου Τμήματος Εργαστηρίων Πυροβόλων Όπλων και Ιχνών Εργαλείων της ΔΕΕ (βλ. αυτήν καθώς και τα συνημμένα σε αυτή σχεδιαγράμματα 1-3 ως προς τις θέσεις βάλλοντος και θύματος) και τις υπ’αριθμ. Πρωτ. 3022/12/991-η/12-1-2009 Έκθεση Εργαστηριακής Εξέτασης του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικής Μικροσκοπίας της Δ.Ε.Ε, από την οποία προέκυψε ότι το χημικό στοιχείο μόλυβδος της βολίδας ανιχνεύθηκε στην κρίσιμη πακτωμένη μπάλα από μπετόν, όπως επίσης και τα χημικά στοιχεία χαλκός και ψευδάργυρος, προερχόμενα από το κράμα επένδυσης της σφαίρας (βλ. την Έκθεση Εργαστηριακής Εξέτασης και ιδίως σελ. 4 αυτής). Η συνδυαστική ερμηνεία των εν λόγω εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης γεννά υψηλό βαθμό βεβαιότητας, ότι τα περιστατικά έλαβαν χώρα όπως ανωτέρω εκτέθηκαν, οι δε γνωμοδοτήσεις των τεχνικών συμβούλων της πολιτικής αγωγής και των κατηγορουμένων, οι οποίες έχοντας σε κάθε περίπτωση την αποδεικτική ισχύ εγγράφων και μη συνιστώσες ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, εκτιμώνται ανάλογα (Γνμδ ΕισΑΠ 7/2008 Ποιν Δνη 2009, 296) δεν αμφισβητούν, αλλά αποδέχονται τα ευρήματα αυτά (βλ. ειδικότερα 1) την από 22-1-2009 Έκθεση Υποβολής Παρατηρήσεων επί των γενόμενων πραγματογνωμοσυνών’ του ειδικού ιατροδικαστή Σ. Μ. και του πραγματογνώμονα ειδικού σε θέματα πυροβόλων όπλων Γ. Ρ., τεχνικών συμβούλων της πολιτικώς ενάγουσας (διεξοδικά δε τις σελ. 24, 29-30, 32 αυτής) και 2) την από 20-1-2009 Ιατροδικαστική Έκθεση του Ιατροδικαστή Μ. Μ., τεχνικού συμβούλου των κατηγορουμένων (και διεξοδικά τις σελ 6 και 8 αυτής). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί το γεγονός ότι τα ενδύματα και τα υποδήματα του θύματος εξετάστηκαν εργαστηριακά και δεν ανιχνεύτηκαν υπολείμματα εύφλεκτης ύλης σε αυτά (βλ. σχετ, την από 18-12-2008 Έκθεση Εργαστηριακής Εξέτασης του Ε. Κ. και Χ. Χ.), στοιχείο το οποίο σε συνδυασμό με το ότι το θύμα απομακρύνθηκε για αρκετά μέτρα συρόμενο στο έδαφος από παρευρισκόμενους, καταδεικνύει με τον πλέον αδιάψευστο και σαφή τρόπο, ότι δεν υπήρξε στο σημείο εκείνο ούτε έκρηξη, αλλά ούτε και διασπορά εύφλεκτης ύλης από αυτοσχέδιες βόμβες και ως εκ τούτου καταρρίπτεται και για το λόγο αυτό ο σχετικός ισχυρισμός των κατηγορουμένων. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η πτώση του Α. Γ. έγινε άμεσα αντιληπτή από παρευρισκομένους αυτόπτες μάρτυρες (βλ. σχετ. α) την κατάθεση του Η. Τ., ο οποίος κατέθεσε ότι “Άκουσα το “μπαμ” και μετά είδα τον Α. να πέφτει. Μπροστά και αριστερά μου τον είχα τον Α.. Τον έβλεπα τον Α.. Όταν έπεσε έβγαλε μια φωνή πόνου, ακούστηκε ένα “αα”, β) την ενώπιον του 9ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών κατάθεση του Ν. Ρ., στις 19-12-2008, ο οποίος κατέθεσε ότι “όταν δέχθηκε τη σφαίρα έβγαλε ένα αχ, όχι όμως πολύ δυνατή φωνή. Εγώ πάντως το άκουσα. Όταν τον σέρναμε προς τα πίσω και ο κόσμος κατάλαβε τι έγινε, ακούστηκαν δυνατές φωνές “χτυπήθηκε το παιδί, φέρτε έναν γιατρό, πάρτε το 166.”, γ) την κατάθεση του Ε. Τ., ο οποίος στις 12-2-2009, ισχυρίστηκε ενώπιον του 9ου Ανακριτή Αθηνών, ότι “εγώ αμέσως πήγα προς αυτόν και μαζί με ένα άλλο παιδί τραβήξαμε τον Α. προς τα πίσω, μέχρι τη Μεσολογγίου…ενώ ήμουν απασχολημένος με τον Α., όταν σε κάποια στιγμή σήκωσα το κεφάλι, οι αστυνομικοί είχαν φύγει. Πάντως ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί φώναζε πολύ δυνατά “το χτυπήσανε το παιδί, ένα γιατρό” Είμαι σίγουρος ότι οι αστυνομικοί μπορούσαν να ακούσουν αυτές τις φωνές, Παρ’όλα αυτά σηκώθηκαν και έφυγαν χωρίς να δώσουν καμία βοήθεια.”, δ) την κατάθεση του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι “Είδα ένα άτομο να πέφτει …Δεν μπορώ να διακρίνω σε ποιον πυροβολισμό έπεσε το θύμα. Έπεσε ελαφριά δεξιά στις μπάλες, προς το μέσον της Τζαβέλα. Την ώρα που έπεσε το θύμα το είδα. Απείχα 20-25 μέτρα από το θύμα εγώ. Ο αστυνομικός ήταν πιο κοντά στο θύμα, όχι εγώ. Την ώρα που πέφτει, οι αστυνομικοί στέκονταν εκεί, στην κορυφή της Τζαβέλα. Δεν μπορώ να πω μέτρα…….Αντιλήφθηκα αμέσως ότι κάποιος έπεσε κάτω στο έδαφος, αλλά δεν πήγε το μυαλό μου στο κακό, ότι είχε κτυπηθεί άτομο. Είδα ότι τον τραβούσε ένας από το χέρι προς τα πίσω. Θεώρησα ότι δεν ήσαν πραγματικά πυρά, ότι ήσαν πλαστικά. Σίγουρα μπορούσαν οι αστυνομικοί να αντιληφθούν ότι κάποιος έπεσε, δεν είχαν κάποιο εμπόδιο στην ορατότητα που να τους εμποδίζει να δουν ότι κάποιος έπεσε. Οι λάμπες φωτισμού εξασφάλισαν πλήρη ορατότητα……..Σίγουρα είδε το αποτέλεσμα του πυροβολισμού. Ο Α. έπεσε κατευθείαν με τους πυροβολισμούς. Θα μπορούσαν να κατευθυνθούν οι αστυνομικοί προς το άτομο που έπεσε, δεν υπήρχε εμπόδιο ανάμεσα……Όσο σίγουρος είμαι ότι είδα το παιδί να πέφτει, τόσο σίγουρος είμαι ότι μπορούσαν να το δουν και αυτοί. Έφευγαν με κανονικό βήμα και συνήθη, ήσυχα. Ο τρόπος που αποχώρησαν προφανώς δεν δικαιολογείται, αφού πρέπει να κατάλαβαν ότι κτύπησαν κάποιον….”, ε) την κατάθεση του Ξ. Π., ο οποίος κατέθεσε ότι “Δεν μπορώ να ξέρω αν υπήρχαν άλλα άτομα μπροστά από τη φιγούρα που έσπρωχναν, πίσω τους φαίνονταν κάποιες φιγούρες, λίγο, από δίπλα. Δεν μπορώ να ξέρω πού ήταν, πού στέκονταν η φιγούρα που έσερνε αυτόν που έπεσε. Η φιγούρα πού δέχθηκε τη βολή αν είχε ξεχωρίσει, δεν μπορώ να το πω, ούτε ποιος ήταν εμπρός, πίσω ή δίπλα. Εγώ βλέπω ένα σύνολο από φιγούρες προς τα κάτω. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν κάποιος ήταν πιο μπροστά από τους άλλους. Διάσπαρτοι ήσαν. Έχω μια ενιαία εικόνα των σκιών. Δεν είδα την πτώση του παιδιού κάτω, ήταν σε αρκετή απόσταση από μένα. Αυτός που δέχθηκε τη βολή δεν τον άκουσα να λέει κάτι, είναι μακριά η απόσταση. Οι κινήσεις έδειχναν μια αναστάτωση μετά τον πυροβολισμό. Οι αστυνομικοί ήταν πιο κοντά σε αυτόν που έπεσε. Φαντάζομαι ότι ο αστυνομικός είδε το άτομο που έπεσε και το τραβούσαν πίσω. Έκαναν μεταβολή οι αστυνομικοί και έφυγαν……Στοιχείο ότι το είδαν το θύμα να πέφτει δεν έχω, λογικά πρέπει να το είδαν”, στ) την κατάθεση του Ε. Ζ., ο οποίος ανέφερε ότι “θυμάμαι ότι κοίταξα στο βάθος της Τζαβέλα και είδα ένα σώμα στο έδαφος και ένα σώμα να τραβάει το πεσμένο σώμα. Έναν είδα εγώ να τον τραβάει. Τον τράβηξε προς τα δεξιά…. Τον είδα πεσμένο στο βάθος, εκεί που ήσαν τα άτομα, προς τη Μεσολογγίου…Δεν μπορώ να πω πού έπεσε ακριβώς, ήταν πιο κοντά στη Μεσολογγίου πάντως…. Όσο έσερναν το σώμα άκουγα ουρλιαχτά. Όταν οι αστυνομικοί είχαν ανέβει τη Ναυαρίνου και πλησίαζαν τη Χαριλάου Τρικούπη άκουσα κάποιον να φωνάζει “δολοφόνοι”. Δεν είδα ποιος το είπε, το πιθανότερο ήταν να ελέχθη από άτομο που ήταν στο χώρο της καφετέριας. Νομίζω πως ναι, μπορούσαν να την ακούσουν οι αστυνομικοί αυτή τη φράση, “δολοφόνοι”…. Πεσμένο το είδα το θύμα, πριν δεν το είχα δει. Θυμάμαι την εικόνα του πυροβολισμού και μετά την εικόνα ενός ατόμου πεσμένου κάτω. Είδα το άτομο στο έδαφος και σχεδόν είδα τους αστυνομικούς να περνάνε από δεξιά μου. Από μπροστά μου για δευτερόλεπτα πέρασαν.”, ζ) την κατάθεση της Λ. Β., η οποία ανέφερε ότι: “Εγώ τρόμαξα όταν άκουσα πυροβολισμό. Τραβήχτηκα πίσω και μετά αμέσως ξαναβγήκα μπροστά και τους είδα να φεύγουν. Δεν κοίταξα κι εγώ να δω τι κτύπησαν. Άκουσα ομιλίες ότι κτύπησαν ένα παιδί. Δεν φώναζαν δυνατά. Μου έδωσαν την εντύπωση ότι κάτι συνέβη. Αυτό δευτερόλεπτα από την αποχώρησή τους. Μετά άκουσα κάποιον να λέει ότι κτυπήθηκε ένα παιδί. Την ώρα που το ακούω αυτό, οι αστυνομικοί δεν είναι στο οπτικό μου πεδίο.” και η) την κατάθεση του Β. Π., ο οποίος ανέφερε ότι “δεν άκουσα κάποιον εκεί μετά τον πυροβολισμό να απευθύνεται προς αστυνομικούς και να τους αποδοκιμάζει, ο ψιλικατζής από κάτω μου είπε ότι τους αποκάλεσε, τους φώναξε ‘δολοφόνοι’ όταν έφευγαν. Έχει πεθάνει τώρα ο ψιλικατζής.” Από τις παραπάνω καταθέσεις, κατά τρόπο απολύτως βέβαιο και σαφή, προκύπτει ότι και οι δύο κατηγορούμενοι είχαν αντιληφθεί ότι ένα τουλάχιστον άτομο είχε πληγεί από τους πυροβολισμούς του Ε. Κ., καθόσον η πτώση του θύματος υπήρξε ακαριαία και η αντίδραση των φίλων του που έσπευσαν να τον ανασηκώσουν και να τον μετακινήσουν ήταν άμεση, ενώ η εικόνα του θύματος και η κηλίδα αίματος στο θώρακά του, που επίσης έγιναν άμεσα αντιληπτές, προκάλεσαν αναστάτωση και ταραχή στους παρευρισκόμενους, που εκδηλώθηκε με κραυγές αγωνίας, ουρλιαχτά και απεγνωσμένες εκκλήσεις για παροχή βοήθειας, γεγονότα που δεν ήταν δυνατόν να διαφύγουν της προσοχής των κατηγορουμένων. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τις κραυγές και τις αγωνιώδεις εκκλήσεις του πλήθους για την ειδοποίηση ασθενοφόρου, οι κατηγορούμενοι αποχώρησαν επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία και απάθεια για το αποτέλεσμα της πράξης τους. Το ως άνω συμπέρασμα εξάγεται τόσο από το οπτικοακουστικό υλικό, που προσκόμισε η Λ. Β., όσο και από τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, οι οποίοι αναφερόμενοι στα μετά τη χρήση του όπλου περιστατικά, χαρακτηριστικά σκιαγραφούν την απαθή και προκλητική συμπεριφορά των κατηγορουμένων (βλ.α) την κατάθεση του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι “Σε λίγο γύρισαν και έφυγαν περπατώντας με βηματισμό σταθερό και αργό, συνηθισμένο βηματισμό. Μαζί αποχώρησαν. Πρώτα ήταν ο πιο εύσωμος, ουσιαστικά όμως, ταυτόχρονα αποχώρησαν…. Μεταξύ τους όταν αποχωρούν δε μιλούν, δεν διαπληκτίζονται. Μου έκανε εντύπωση αυτό. Κατά την αποχώρηση δεν υπήρξε πυροβολισμός. Όταν γύρισαν να φύγουν δεν υπήρξε κάτι εναντίον των αστυνομικών. Οι φιγούρες στη Τζαβέλα δεν μετακινήθηκαν κατά των αστυνομικών, ούτε και αντικείμενα έπεσαν εναντίον τους κατά την αποχώρησή τους….Έφυγαν με κανονικό βήμα και συνήθη, ήσυχα. Ο τρόπος που αποχώρησαν προφανώς δεν δικαιολογείται, αφού πρέπει να κατάλαβαν ότι κτύπησαν κάποιον.”, β) την κατάθεση του Ξ. Π., ο οποίος κατέθεσε ότι “Έκαναν μεταβολή οι αστυνομικοί και έφυγαν. Μαζί έφυγαν, δεν προπορευόταν κάποιος. Πριν πέσει ο πυροβολισμός ο κοντός αστυνομικός είναι στην περιοχή. Τους ξαναβλέπω σαν ενιαία εικόνα στην αποχώρηση. Μπροστά μας πέρασαν, στο 1,5 μ, μισό βήμα ο ένας μπρος από τον άλλο. Κανονικό βηματισμό είχαν, κανονικά αποχώρησαν. Όταν έφευγαν οι αστυνομικοί, δεν μπορώ να πω σε τι κατάσταση ήσαν. Δεν φαίνονταν πανικόβλητοι ή αλαφιασμένοι. Δεν συνομίλησαν μεταξύ τους όταν πέρασαν από μπροστά μας. Αν διαπληκτίζονταν θα είχαν έντονη φωνή, σίγουρα δεν διαπληκτίζονταν, θα τους άκουγα. Δεν υπήρξε περίπτωση που να έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή των αστυνομικών””, γ) την κατάθεση του Ε. Ζ., ο οποίος ανέφερε ότι “….Ενόσω αποχωρούσαν, δεν έγινε κάτι απειλητικό σε βάρος τους, ούτε έπεσε κάτι εναντίον τους. Όταν γύρισαν να φύγουν, έφυγαν περπατώντας με ήρεμο τρόπο, δεν είχαν βιαστικό περπάτημα. Δεν θυμάμαι πώς έφυγαν μεταξύ τους. Ταυτόχρονη ήταν η αποχώρησή τους.”, δ) την κατάθεση του Β. Π., ο οποίος κατέθεσε ότι: “Μετά τον πυροβολισμό γύρισαν για να φύγουν, τους είδα που γύρισαν την πλάτη και έκαναν ένα – δύο βήματα. Τότε μπαίνω μέσα στο σπίτι με σκοπό να κατέβω στο δρόμο. Δίπλα – δίπλα αποχωρούν. Κανονικό βηματισμό είχαν, όχι τρέξιμο.. Δεν είδα να απειλούνται οι αστυνομικοί από ανθρώπους ή από αντικείμενα. Από την ώρα που ήρθαν μέχρι που έφυγαν δεν τους απείλησε κάτι……”. ε) την κατάθεση της Λ. Β., η οποία ανέφερε ότι “Οι αστυνομικοί πυροβόλησαν και έφυγαν ταυτόχρονα, αλλά όχι ο ένας δίπλα στον άλλο. Πρώτα ο ένας και μετά ο άλλος. Χωρίς να είμαι σίγουρη, νομίζω ότι μπροστά ήταν ο πιο ψηλός και ο άλλος πίσω. Σχεδόν ταυτόχρονα έφυγαν οι αστυνομικοί, με απόσταση μεταξύ τους. Κατά την αποχώρησή τους δεν άκουσα πυροβολισμό. Ήρεμα αποχώρησαν, σαν να πήγαιναν βόλτα. Δεν έτρεξαν. Όταν έφυγαν προς τα πάνω, έφευγαν περπατώντας, ο ένας γύρισε και κοίταξε προς τα πίσω. Μου έδωσαν την εντύπωση μιας ήρεμης αποχώρησης. Αυτό μου έκανε φοβερή εντύπωση. Δεν τους κυνήγησε κανείς τους αστυνομικούς, όλοι στράφηκαν προς το παιδί.” και στ) την κατάθεση του Η. Τ., ο οποίος κατέθεσε ότι: “Όταν έφευγαν οι αστυνομικοί, δεν προπορευόταν κάποιος, με αργό βήμα έφευγαν και σίγουρα δεν έτρεχαν. Από τις κινήσεις τους δεν αντιλήφθηκα ότι φοβήθηκαν οι αστυνομικοί, ούτε και υπήρξε γεγονός που να απειλήθηκε η ζωή τους.”.
Η ανάρμοστη και προκλητική συμπεριφορά, όμως, των κατηγορουμένων δεν είχε ολοκληρωθεί, καθόσον, όταν αυτοί κατευθύνονταν προς την οδό Ναυαρίνου, και ενώ διέρχονταν παραπλεύρως των ανδρών της διμοιρίας ΥΑΤ, μολονότι ερωτήθηκαν από κάποιους από αυτούς για το τι συνέβη, ωστόσο τους αγνόησαν επιδεικτικά, δεν τους ενημέρωσαν, ούτε για τις συνθήκες εμπλοκής τους στο περιστατικό, ούτε για τη χρήση όπλου, ούτε για την πλήξη ατόμου, επιπροσθέτως δε, τους προσπέρασαν, με γοργό βηματισμό και εν τέλει επιβιβάστηκαν στο περιπολικό όχημά τους με κατεύθυνση προς το AT Εξαρχείων (βλ. α) την κατάθεση του Α. Ρ., ο οποίος ανέφερε ότι “Όταν τους είδαμε εμείς για πρώτη φορά στη Ναυαρίνου, επέστρεφαν. Πέρασαν από δίπλα μας. Δεν σταμάτησαν. Κάποιοι από τη διμοιρία, περισσότεροι από ένας, τους ρώτησαν, νομίζω, τι έγινε. Δεν απάντησαν οι κατηγορούμενοι, έφυγαν με γρήγορο βηματισμό, ούτε τρέξιμο, ούτε βάδιν…….Από τη διμοιρία πετάχτηκαν άτομα και ρώτησαν τους κατηγορουμένους τι συμβαίνει. Δεν πήραμε απόκριση…” και β) την κατάθεση του Α. Δ., ο οποίος ανέφερε ότι “Όταν διασταυρωνόμαστε με τους κατηγορουμένους σίγουρα ένας συνάδερφος, αλλά μπορεί και περισσότεροι, τους ρώτησε τι έγινε…. Δεν απάντησαν οι κατηγορούμενοι στην ερώτηση……Εγώ τους βλέπω τους κατηγορουμένους στη Χαριλάου Τρικούπη, όταν επιστρέφουν. Δεν υπάρχει κάτι εκείνη τη χρονική στιγμή που να εμπνέει φόβο, το αντίθετο, ασφάλεια μάλλον……Εκείνη την ώρα δεν έγινε επεισόδιο, γι’αυτό υποχωρήσαμε.” Στο σημείο τούτο επισημαίνεται ακόμη ότι και οι δύο κατηγορούμενοι απέφευγαν να δώσουν το στίγμα τους στο Κέντρο Άμεση Δράσης, παρά τις αγωνιώδεις εκκλήσεις του αξιωματικού υπηρεσίας και το σπουδαιότερο, απέφευγαν, τόσο να ενημερώσουν για τη χειροβομβίδα της κρότου λάμψης και του όπλου, όσο και για την πλήξη ανθρώπου, την οποία ασφαλώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, έχουν αντιληφθεί. Ενδεικτικό της συμπεριφοράς τους μάλιστα είναι και το γεγονός, ότι δεν εκτελούσαν συστηματικά την εντολή που έλαβαν, ακόμη και με τη μορφή παράκλησης να επικοινωνήσουν μέσω των κινητών τηλεφώνων τους [βλ. το με αριθμό πρωτ. 2004/ 17/ 47/ 69 – κγ” έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών (5° Τμήμα Τεχνολογικών Συστημάτων (41) του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας με θέμα παροχή στοιχείων των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών μεταξύ Κέντρου ΔΑΕ και οχήματος Εξαρχείων, στο οποίο αποτυπώνεται η εντολή του Κέντρου Άμεσης Δράσης: “Παρακαλώ 1-13] με τον υπεύθυνο ιεραρχικά ανώτερο τους Ταξίαρχο, ο οποίος επιμόνως ζητούσε την επικοινωνία. Ανακεφαλαιώνοντας, καθίσταται σαφές από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, ότι οι κατηγορούμενοι, αν και είχαν εντολή να βεβαιώσουν τροχονομική παράβαση επί της οδού Λεωφ. Αλεξάνδρας 72, αγνόησαν αυτήν (εντολή) και για λόγους αδιευκρίνιστους διήλθαν την οδό Ζωοδ. Πηγής, όπου στη συμβολή αυτής με την οδό Τζαβέλα, στάθμευσαν προσωρινά το περιπολικό όχημα και επιδίωξαν να προκαλέσουν τα ευρισκόμενα νεαρά άτομα επ’αυτής (Τζαβέλα), τα οποία ήταν περίπου δέκα (10) με δεκαπέντε (15). Η επιδίωξή τους αυτή τελεσφόρησε, καθόσον ακολούθησαν φραστικές αντιπαραθέσεις μεταξύ αυτών (των αστυνομικών) και των νεαρών ατόμων. Αποδείχθηκε ακόμη, ότι αφενός τα νεαρά άτομα εκτόξευσαν εναντίον των αστυνομικών μία πλαστική φιάλη και ένα γυάλινο αντικείμενο, και ότι αφετέρου οι αστυνομικοί εκτόξευσαν προς την πλευρά των νεαρών ατόμων μια χειροβομβίδα κρότου – λάμψης. Άλλα αντικείμενα προς την πλευρά των αστυνομικών δεν εκτοξεύθηκαν, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας ότι έλαβε χώρα σε βάρος των κατηγορουμένων άλλης μορφής επιθετική ενέργεια, από ομάδα ατόμων ή από τα ευρισκόμενα εκεί νεαρά άτομα.
Περαιτέρω όμως εδώ, θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Ναι μεν, προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος χρησιμοποίησε το όπλο του και πυροβόλησε προς εκτόνωση του θυμού του και από στείρα ικανοποίησή της, κακώς εννοούμενης υπερηφάνειας του, αν όχι του, κατά την αυθαίρετη εκτίμηση του ιδίου, θιγέντος ‘ανδρικού φιλότιμου’ και προς ικανοποίηση του ανδρισμού του με την πιο επικίνδυνη επίδειξη αυτοπεποίθησης, επιδιώκοντας άμεσα το θάνατο του θύματος, πλην όμως ο θυμός – οργή, που ένιωθε ο πρώτος κατηγορούμενος γενικά για όλους τους συγκεντρωμένους νέους, που βρίσκονταν απέναντι του, δεν απέκλειε την ήρεμη ψυχική σκέψη, εξαιτίας της προκληθείσας σε βάρος του (ήπιας, λεκτικής κυρίως) επίθεσης, γιατί αυτή δεν ήταν επικίνδυνη για τη σωματική του ακεραιότητα ή τη ζωή του, ώστε να τον περιάγει σε τρόμο ή πανικό και να αδρανοποιηθεί έτσι η ήρεμη σκέψη του, η οποία υπήρχε και δεν εξέλειψε κατά το στάδιο, που χρησιμοποίησε το όπλο του και αυτή η ήρεμη σκέψη τον οδήγησε και στη λήψη και εκτέλεση της απόφασης να πυροβολήσει κατά πλήθους. Αυτός επίσης, γνώριζε πολύ καλά, λόγω της ιδιότητάς του ως αστυνομικός, ότι μπορούσε να αποκρούσει τη συγκεκριμένη επίθεση, μεταχειριζόμενος, όπως και είχε διδαχθεί και εκπαιδευθεί να κάνει, αρχικά με απλά μέτρα αντιμετώπισης της επίθεσης, όπως γνωστοποίηση της ιδιότητάς του και πρόσκληση προς τους νέους, είτε υπαναχώρησή τους από την επίθεση, είτε να συμμορφωθούν αποχωρώντας από την περιοχή και σε περίπτωση που αυτά τα μέτρα απέβαιναν άκαρπα, τότε να χρησιμοποιήσει ηπιότερα, της σκόπευσης με όπλο, μέτρα εκφοβισμού, όπως πυροβολισμό στον αέρα. Εξάλλου, απολύτως ήρεμη ψυχική κατάσταση σπανίως υπάρχει, αλλά η μικρή και απότομη ταραχή δεν ομοιάζει καθόλου προς την απότομη και αιφνίδια υπερένταση συναισθήματος ή πάθους’ και δεν θεωρείται επομένως ότι υπάρχει τέτοιος βρασμός, όταν η ανθρωποκτονία τελέσθηκε υπό την επίδραση κάποιας συνηθισμένης οργής ή απλού διαπληκτισμού, διότι τα αίτια αυτά, ως ασήμαντα και μηδαμινά, δεν αιτιολογούν ανθρωποκτόνο πράξη (ΜΟΕΦ Πειρ 27-31/1995 ΠΧρ ΜΕ, 350, ΑΠ 628/1986 Π.Χρ. ΛΣΤ, 706, ΑΠ 425/ 1979 Π.Χρ ΚΘ, 567). Στην προκειμένη περίπτωση τα συναισθήματα, από τα οποία εμφορούνταν ο πρώτος κατηγορούμενος δεν ανέκυψαν ούτε αιφνιδίως, ούτε είχαν μεγάλη ένταση, ούτε ήσαν ανεξέλεγκτα, αφού ήδη πριν τη χρήση του όπλου του κατά τη διάρκεια της τελευταίας επίθεσης, αυτός έχει ήδη δεχθεί λίγο πριν επίθεση (φραστική αλλά και με αντικείμενα), όταν διήλθε τη διασταύρωση των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλα με το περιπολικό και ως εκ τούτου ήταν προϊδεασμένος για το ενδεχόμενο “επαναληπτικής” επίθεσης, όταν επέστρεψε πεζός. Ο πρώτος κατηγορούμενος όμως επέστρεψε με σταθερό και γοργό βηματισμό, όπως ανέφεραν αρκετοί μάρτυρες, γεγονός που αποδεικνύει ότι αυτός είχε συναισθηματική ψυχραιμία. Το γεγονός ότι ο ως άνω κατηγορούμενος ήταν ψύχραιμος και είχε αυτοπεποίθηση και δεν τελούσε σε πανικό, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι από τη μακρόχρονη θητεία του στο AT Εξαρχείων, γνώριζε ότι η οδός Τζαβέλα συγκαταλέγεται μεταξύ άλλων οδών σε μια περιοχή με υψηλή εγκληματικότητα, συνιστάμενη αυτή στην “συστηματική” επιθετική δραστηριοποίηση αντιεξουσιαστών, οπότε μεταβαίνοντας εκεί, γνώριζε τους ενδεχόμενους κινδύνους, λόγω της ιδιαιτερότητας της περιοχής. Επιπλέον, την προαναφερθείσα ήρεμη ψυχική κατάσταση του πρώτου κατηγορούμενου κατά τη στιγμή του πυροβολισμού δεν την αναιρεί το γεγονός, ότι έκανε χρήση του όπλου του, μόλις το έβγαλε από τη θήκη του και δεν το κρατούσε (άπραγος) στο χέρι του, έστω και για ελάχιστα λεπτά- λίγα δευτερόλεπτα, γιατί και όταν η λήψη της απόφασης για θανάτωση άλλου και η εκτέλεσή της πραγματοποιείται με κάποια ταχύτητα, δεν αποκλείεται η ήρεμη ψυχική κατάσταση (βλ. ΑΠ 600/ 1982 Π. Χρ ΑΓ, 35). Κατ’ ακολουθία τούτων, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ’ουσίαν ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου περί ύπαρξης βρασμού ψυχικής ορμής στην προκειμένη περίπτωση.
Στη συνέχεια, οι αστυνομικοί επιβιβάστηκαν στο περιπολικό όχημα, ανήλθαν την οδό Ναυαρίνου και στάθμευσαν κατά τα προαναφερόμενα στην οδό Χαρ. Τρικούπη. Η παρουσία τους εκεί έγινε αντιληπτή από τα μέλη της διμοιρίας που εκτελούσαν χρέη σκοπού, και οι οποίοι, όπως κατέθεσαν στο ακροατήριο, δεν διαπίστωσαν φθορές στο περιπολικό, πράγμα, που σε συνδυασμό με τα προαναφερόμενα, καταδεικνύει με τον πλέον σαφή και κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν υπήρξε σφοδρή ή ακόμη και ήπια επίθεση εναντίον των αστυνομικών και του περιπολικού, όπως οι τελευταίοι διατείνονται. Αμέσως μετά, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, χωρίς να ενημερώσουν το Κέντρο Άμεσης Δράσης για τους σκοπούς τους και χωρίς να απαντούν στις κλήσεις του, κατευθύνθηκαν πεζή προς τη συμβολή των οδών Ζ. Πηγής και Τζαβέλα, όπου άρχισαν να υβρίζουν τα νεαρά άτομα (βλ ως άνω) και ο πρώτος εξ’αυτών αδικαιολόγητα, αναιτιολόγητα και χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση για χρήση πυροβόλου όπλου και επιπλέον χωρίς να υφίσταται, όπως θα εκτεθεί και παρακάτω, σε βάρος τους επίθεση ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου, έσυρε από τη θήκη του το όπλο, σκόπευσε με ανθρωποκτόνο πρόθεση, όπως επίσης θα αναλυθεί κατωτέρω, εναντίον των δέκα – δεκαπέντε νεαρών ατόμων, με αποτέλεσμα να προκαλέσει το θάνατο του δεκαπεντάχρονου Α. Γ.. Επιπλέον, όσα εκτέθηκαν, σε συνδυασμό και με το οπτικοακουστικό υλικό της Λ. Β., η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητήθηκε, φανερώνουν: α) ότι αμέσως πριν τους πυροβολισμούς δεν υπήρξαν επιθετικές ενέργειες σε βάρος των κατηγορουμένων, δεδομένου ότι ούτε ακούγονταν θόρυβοι, ιδιαίτερα δε προερχόμενοι από εκρήξεις αυτοσχέδιων βομβών (όπως παραπλανητικά ισχυρίστηκε ο πρώτος κατηγορούμενος ανακριτικά, αναφερόμενος συγκεκριμένα σε έκρηξη μολότοφ, η οποία εξερράγη σε απόσταση δύο (2) μέτρων από αυτόν και τον συνάδερφο του), ούτε μετακινούνταν άτομα με σκοπό την επίθεση προς την πλευρά, που βρίσκονταν οι κατηγορούμενοι, ενώ παράλληλα κατά το χρόνο που προηγήθηκε των πυροβολισμών, υφίστατο ήπια κυκλοφορία οχημάτων στην οδό Ζωοδόχου Πηγής, την οποία οι οδηγοί διέρχονταν αμέριμνοι και ανενόχλητοι, β) ότι κατά το χρόνο των πυροβολισμών δεν εκδηλώθηκε επίθεση σε βάρος των κατηγορουμένων από σύσσωμη ομάδα αναρχικών με κροτίδες, βόμβες μολότοφ και άλλα βαριά αντικείμενα, όπως αβασίμως και παραπλανητικά ισχυρίστηκαν οι κατηγορούμενοι απολογούμενοι και γ) ότι κατά το χρόνο αμέσως μετά τους πυροβολισμούς, δεν έλαβε χώρα επιθετική συμπεριφορά εναντίον τους. Αποδείχθηκε, ακόμη, από τις ως άνω μαρτυρικές καταθέσεις σε συνδυασμό και με το οπτικοακουστικό υλικό, ότι μετά τους πυροβολισμούς οι κατηγορούμενοι στέκονται απαθείς με μέτωπο προς την οδό Μεσολογγίου, έχοντας αντιληφθεί την πτώση ανθρώπου, αφού είχαν την ίδια οπτική εικόνα με τους μάρτυρες, που προαναφέρθηκαν και ακολούθως, αποχωρούν με προκλητικά απαθή και ψύχραιμο τρόπο από τη συμβολή των οδών Τζαβέλα και Ζωοδόχου Πηγής και μάλιστα με σταθερό, αλλά όχι έντονο βηματισμό, που δεν συνοδεύεται από κινήσεις, που να μαρτυρούν, ότι βρίσκονταν σε κατάσταση ταραχής, πανικού, φόβου για τη ζωή τους ή εν πάση περιπτώσει σε κατάσταση υπερδιέγερσης των συναισθημάτων τους. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονισθεί ότι η ως άνω αποχώρησή τους καταδεικνύει ακόμη περισσότερο την έλλειψη επιθετικής σε βάρος τους συμπεριφοράς, καθόσον, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, εάν δέχονταν επίθεση ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης, θα αποχωρούσαν τουλάχιστον με ταχύτητα. Εξάλλου, από την ανάλυση που προηγήθηκε, καθίσταται βέβαιο, ότι οι κατηγορούμενοι επιχείρησαν με τους κατά καιρούς επικαλούμενους ισχυρισμούς τους να παραπλανήσουν τις ανακριτικές αρχές, τα δικαστικά συμβούλια αλλά και το Δικαστήριο, προκειμένου να προσδώσουν στα πραγματικά περιστατικά άλλες διαστάσεις. Συγκεκριμένα, ο Ε. Κ. απολογούμενος ανέφερε ότι δέχθηκαν στην οδό Χαριλάου Τρικούπη σφοδρή επίθεση από ομάδα ατόμων, που εκτόξευαν εναντίον τους πέτρες, μάρμαρα και άλλα αντικείμενα, πλην όμως κάτι τέτοιο ουδέποτε έλαβε χώρα. Σημειώνεται ακόμη, ότι στις απολογίες, που έδωσε διαδοχικά κατά την αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση, αλλά και κατά την κύρια ανάκριση που διενεργήθηκε, αναβάθμισε την ένταση της εναντίον τους αρχικής επίθεσης για να δώσει έμφαση στα πραγματικά περιστατικά (βλ. την απολογία του ‘ακριβές είναι ότι δημιούργησα την ένταση μεγαλύτερη, να αποδώσω κάτι περισσότερο στους επιτιθέμενους, ήθελα να δώσω ένταση στο επεισόδιο για να αμυνθώ…..’) και ότι επικαλέστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι βρισκόταν σε κατάσταση πανικού κατά το χρόνο που πυροβόλησε, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιώθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε και η απαθής και αδιάφορη στάση του κατηγορουμένου απέναντι στο έννομο αγαθό της ζωής και από το γεγονός ότι μολονότι αντιλήφθηκε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, την πτώση του θύματος, ωστόσο αυτός σκεπτόταν τη διαδικασία Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης που θα ακολουθούσε λόγω ακριβώς της χρήσης του όπλου (βλ. την απολογία του “σκεφτόμουν τι θα ακολουθούσε, ολόκληρη διαδικασία με ΕΔΕ λόγω της χρήσης του όπλου…… Την ΕΔΕ σκέφτηκα μετά τον πυροβολισμό””).
Από τα προαναφερθέντα γίνεται φανερό ότι ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ομόφωνα ένοχος ανθρωποκτονίας από πρόθεση, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και μάλιστα με την επισήμανση ότι είχε ευθύ, ήτοι άμεσο δόλο κατά την τέλεση της παραπάνω εγκληματικής πράξης και όχι ενδεχόμενο δόλο, δοθέντος ότι τέτοια μεταβολή επιτρέπεται (βλ. ΑΠ 1100/1988 Ποιν Χρ ΛΘ, 181). Η ως άνω κρίση εξάγεται: α) από τους ωθούντες την ενέργειά του λόγους και συγκεκριμένα από την ακατάσχετη επιθυμία του να προκαλέσει με κάθε τρόπο τα άοπλα νεαρά άτομα και να κάνει επίδειξη ισχύος, εμφορούμενος από την ασφάλεια που του παρείχε η κατοχή του ατομικού του οπλισμού και χωρίς προηγουμένως να έχει προκληθεί (βλ. την κατάθεση του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι “Στοιχεία επιθετικότητας οι αστυνομικοί παρουσίαζαν έντονα, έδειχναν οργή. Η συμπεριφορά τους ήταν εξαιρετικά επιθετική. Προκαλούσαν φόβο σε αυτούς που τους έβλεπαν και σε σχέση με όσα έλεγαν.”), β) από τις προηγηθείσες σχετικές απειλές, με τις οποίες εξέφρασε ρητώς ότι είχε ανθρωποκτόνο πρόθεση, καθόσον απηύθυνε στα νεαρά άτομα τις φράσεις ” ελάτε τώρα ρε μουνιά””, “ελάτε να σας δείξουμε”, “ελάτε αν σας τολμάει”, “θα σας γαμήσουμε την Παναγία, ελάτε να σας δείξουμε ποιος είναι ο μάγκας” (βλ. σχετικά την κατάθεση του Ξ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι: “Άκουσα πεντακάθαρα τη φράση ‘ελάτε ρε, ελάτε τώρα ρε μουνιά’……Πεντακάθαρα ακούσθηκε η φράση ‘ελάτε τώρα ρε μουνιά’ , την κατάθεση του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι “Μιλούσαν σε επιθετικό τόνο. Συγκράτησα τις φράσεις: ‘ελάτε ρε μουνιά’, ‘ελάτε να σας δείξουμε’, ‘ελάτε αν σας τολμάει’. Και οι δύο αστυνομικοί τις λένε… Στοιχεία επιθετικότητας οι αστυνομικοί παρουσίαζαν έντονα, έδειχναν οργή. Η συμπεριφορά τους ήταν εξαιρετικά επιθετική. Προκαλούσαν φόβο σε αυτούς που τους έβλεπαν και σε σχέση με όσα έλεγαν”, την κατάθεση του Ε. Τ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Έλεγαν ‘Θα σας δείξουμε, ελάτε ρε’,”, την κατάθεση του Η. Τ., ο οποίος κατέθεσε ότι: “Όταν ήλθαν εκεί άκουσα φωνές πάλι από το μέρος των αστυνομικών, φώναζαν δυνατά και έβριζαν, είπαν ‘ελάτε ρε μουνόπανα’. Την απηύθυναν προς τα παιδιά τη φράση αυτή.”, την κατάθεση του Β. Π., ο οποίος ανέφερε ότι “όταν έρχονται και στέκονται εκεί οι αστυνομικοί και λίγο πριν φθάσουν υπήρξε βωμολοχία, έβριζαν από τα 5 – 10 μέτρα πριν φθάσουν εκεί που στάθηκαν……. Έλεγαν ‘ελάτε ρε μουνάρες’. Δεν άκουσα άλλη βρισιά. Έκαναν χειρονομίες οι αστυνομικοί, έδειχναν τα γεννητικά τους όργανα.” και την προανακριτική κατάθεση του Ν. Ρ., ο οποίος κατέθεσε: “Έλεγαν οι αστυνομικοί ‘Θα σας γαμήσουμε την Παναγία, ελάτε να σας δείξουμε ποιος είναι ο μάγκας’) οι οποίες καταδεικνύουν σε συνδυασμό με τα κατωτέρω αναφερόμενα το σκοπό του πρώτου κατηγορουμένου να αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή, γ)από το μέσο (όπλο) που χρησιμοποίησε, το οποίο ήταν επικίνδυνο, δραστικό και πρόσφορο κατά την κοινή πείρα που και ο ίδιος διέθετε, να προκαλέσει το θάνατο από την κοντινή απόσταση, από την οποία πυροβόλησε, και μάλιστα χωρίς προηγουμένως να προειδοποιήσει για τη χρήση πυροβόλου όπλου, δ) από την εγγύτητα της απόστασης μεταξύ του δράστη και του θύματος, η οποία κατά προσέγγιση, ανερχόταν, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, με κάθε πιθανή απόκλιση, σε είκοσι πέντε (25) με τριάντα (30) περίπου μέτρα (ΑΠ 347/2009, ΑΠ 1119/ 2008, ΑΠ 87/2006, ΝΟΝΟΣ, ΑΠ 954/ 2004 Ποιν Λογ 2004, 1227 και Ποιν Χρ 2005, 340, ΑΠ 795/ 2003 ΠοινΛογ 2003, 788), ε) από την κατεύθυνση των βολίδων (βλ. ΑΠ 347/ 2009 όπ π , ΑΠ 245/ 2005 Ποιν Λογ 2005, 290, ΑΠ 795/ 2003 όππ, ΑΠ 1172 /2003 Ποιν Λογ 2003, 1245, ΑΠ 1 105/ 1998 Ποιν Χρον 1999, 601, ΜΟΕΦ Πατρών 65/ 1998 Ποιν Δνη 1999, 108), σε συνδυασμό με τον αριθμό των πυροβολισμών (ΑΠ 657/ 2010 σε “www. areios pagos.gr”, ΑΠ 284/2010, ΑΠ 1365/2009, ΑΠ 302/2008, ΑΠ 953/2007, ΑΠ 540/2006, ΑΠ 110/2006, ΑΠ 1113/2005 ‘ΝΟΜΟΣ’ , καθώς και ΑΠ 343/ 2000), καθόσον ο δράστης σκόπευσε ευθεία και πυροβόλησε όχι μία, αλλά δύο (2) επαναληπτικές (συνεχόμενες) φορές εναντίον των νεαρών ατόμων, που προηγουμένως σκόπευσε, και όχι ‘στον αέρα’, (βλ. σχετ. α) την κατάθεση στο ακροατήριο του Ξ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι: “” Είδα να βγάζει ο πιο ψηλός και σωματώδης το όπλο, να στοχεύει και να πυροβολεί. Το όπλο το κρατάει με το δεξί χέρι ευθεία μπροστά, χωρίς διαγώνια…… Το δεξί του χέρι το συγκρατεί με το αριστερό, δεν ήταν λυγισμένο. Τη φλόγα από το όπλο του είδα να φεύγει εμπρός, όχι πάνω, ούτε κάτω. Άκουσα δύο πυροβολισμούς. Ένα μεγάλο “μπαμ” ήταν, συνεχόμενο. Δεν είχα εμπόδιο στην οπτική μου επαφή με τον πρώτο αστυνομικό. Το δεξί του χέρι το βλέπω όταν κάνει την έκταση, από τον αγκώνα και κάτω. Δεν έχω δει την κίνηση να βγάζει το όπλο. Το αριστερό συγκρατούσε, το είδα καθαρά…. Έβγαλε το δεξί χέρι μπροστά, προτεταμένο και το αριστερό να σταθεροποιεί το δεξί, ίσως να έχει μια ελαφριά γωνία. Το δεξί του χέρι το βλέπω όταν κάνει την έκταση, από τον αγκώνα και μετά. Το δεξί είναι προτεταμένο απόλυτα σε ευθεία γραμμή. Δεν έχει κλίση προς τα πάνω το χέρι…. Είδα μια φλόγα από την εκπυρσοκρότησή.. Η κατεύθυνση της λάμψης νομίζω ότι ήσαν στην ίδια κατεύθυνση, ευθεία.” β) την κατάθεση στο ακροατήριο του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι: “…αυτός που ήταν δεξιά, ο πιο εύσωμος αστυνομικός, τραβάει το όπλο σημαδεύοντας προς τα άτομα που ήσαν στη Τζαβέλα. … Με το δεξί του χέρι έβγαλε το όπλο.. Το βλέπω εγώ το δεξί του χέρι από τη στιγμή που το τεντώνει ευθεία μπροστά. Δεν το τείνει προς επάνω, δεν το λυγίζει στον αγκώνα. Όσο μπορώ να δω είναι ευθεία το χέρι του σε σχέση με τον νοητό άξονα του δρόμου. Το βλέπω το χέρι του περίπου στο ύψος του αγκώνα. Με το αριστερό χέρι συγκρατεί το δεξί. Το βλέπω ολόκληρο το αριστερό χέρι .Περίπου τη μισή παλάμη ή τον μισό καρπό πιάνει με το αριστερό, το δεξί χέρι. Το όπλο σε σχέση με τον καρπό του είναι στην ίδια ευθεία……. Την ώρα που προτείνει το όπλο εστιάζω σε αυτόν και όχι προς την άλλη πλευρά. Πυροβόλησε δύο φορές απανωτά. Είδα λάμψη δύο φορές……..”, γ) “γ) την κατάθεση στο ακροατήριο του Ε. Ζ., ο οποίος κατέθεσε ότι: “Ενώ συνεχίζονταν οι φωνές εκατέρωθεν, ο ένας αστυνομικός, αυτός που ήταν στα δεξιά, έβγαλε το όπλο και τέντωσε τα χέρια μπροστά, απέναντι στα άτομα που ήταν στην κάτω πλευρά. Το δεξί του χέρι κράταγε το όπλο και το αριστερό χέρι κρατούσε το δεξί. Το αριστερό χέρι δεν ήταν τεντωμένο όπως το δεξί. Και τα δύο χέρια του τεντωμένα ήσαν, απλά δεν μπορώ να πω αν ήσαν το ίδιο τεντωμένα. Το αριστερό δεν στήριζε τον αγκώνα αλλά το τελείωμα του δεξιού χεριού. Το όπλο δεν θυμάμαι ακριβώς αλλά ήταν σε ευθεία, όχι προς τα πάνω ούτε και προς τα κάτω. Άκουσα δύο πυροβολισμούς, κοντά ο ένας με τον άλλον…. Το χέρι του σε σχέση με το σώμα του, είναι περίπου στο ύψος του στήθους. Έτσι όπως κρατούσε το όπλο, το πού στόχευε δεν μπορώ να το πω…. Είδα λάμψη μετά τον πυροβολισμό, μια λάμψη θυμάμαι…” δ) την κατάθεση στο ακροατήριο της Λ. Β., η οποία ανέφερε ότι: “Στόχευσαν ευθεία οι αστυνομικοί. Εγώ δεν έχω κοιτάξει από την άλλη πλευρά. Δεν το περίμενα αυτό, να βγάλουν όπλο… Δεν είχε κατεύθυνση ο πυροβολισμός προς τον ουρανό, ούτε διαγώνια. Ευθεία πυροβόλησαν. Είχαν λίγο λυγισμένα τα πόδια και τα χέρια. Δεν είδα λάμψη κατά τον πυροβολισμό. Άκουσα δύο πυροβολισμούς συνεχόμενους, “μπαμ μπαμ”. Δεν είδα από ποιο όπλο βγήκαν” ε) την κατάθεση στο ακροατήριο του Β. Π., ο οποίος κατέθεσε ότι: “Κάποια στιγμή ο πιο εύσωμος έβγαλε το όπλο και πυροβόλησε δυο φορές. Και με τα δυο χέρια το κράτησε το όπλο. Από πάνω, από ψηλά όπως είμαι και τα δυο χέρια του είδα. Όλο το χέρι βλέπω. Τα χέρια του είναι ενωμένα όταν κρατούν το όπλο. Κατεύθυνση είχαν προς την οδό Τζαβέλα. Τα πόδια ήταν λίγο ανοικτά και ελαφρά λυγισμένα. Από ψηλά φαινόταν καθαρά. Υπήρχε φως από τις λάμπες του δρόμου και στη Τζαβέλα. Στόχευσε ευθεία… Πυροβόλησε δυο φορές… Είδα και τις δύο λάμψεις όταν πυροβόλησε” στ) την κατάθεση του Π. Β., ο οποίος ανέφερε ότι: “Ο αστυνομικός είχε όπλο στο δεξί του χέρι και πυροβόλησε προς Τζαβέλα. Ολόκληρο το χέρι του είδα από την εξωτερική πλευρά. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν κρατούσε και με τα δυο του χέρια το όπλο. Θυμάμαι ένα χέρι και το όπλο, με το δεξί να κρατάει το όπλο. Σε σχέση με το δρόμο το χέρι του ήταν παράλληλα προς το δρόμο… μπροστά, ευθεία το κρατούσε το όπλο” και ζ) την ενώπιον του 9ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών κατάθεση του Ν. Ρ., στις 19-12-2008, ο οποίος κατέθεσε ότι, μετά τη ρίψη της φιάλης νερού προς τους αστυνομικούς, ο πιο ψηλός από αυτούς έβγαλε το όπλο από τη θήκη του και κρατώντας το και με τα δύο χέρια ευθεία εμπρός σημάδεψε παίρνοντας θέση βολής και σκύβοντας λίγο, πυροβολώντας εν συνεχεία τρεις φορές και τέλος η) την απολογία του πρώτου κατηγορουμένου, ο οποίος ανέφερε ότι: “Δύο φορές πυροβολούμε όταν θέλουμε να σκοπεύσουμε… Πάνω στη σύγχυση, εγώ βλέπω το όπλο μπροστά μου κάθετα. Όταν πυροβολείς στον αέρα, ο πυροβολητής δεν βλέπει το όπλο… Το όπλο το είχα στο οπτικό μου πεδίο και κοίταζα ευθεία προς τα άτομα που επιτίθενται… Ο αγκώνας ήταν ψηλά, δεν θυμάμαι ακριβώς σε ποιο ύψος. Βλέπω αυτούς που είναι απέναντι από το όπλο μου, δεν μπορώ να δω τι ηλικία έχουν, δεν έχω δώσει σημασία στη διάπλασή τους, πλήθος έβλεπα πίσω από το όπλο μου… Το πρόσωπο μου είναι στραμμένο προς τους συγκεντρωμένους όταν πυροβολώ… Η φορά του σώματός μου την ώρα που πυροβολώ είναι προς το μέρος των επιτιθέμενων… Με κάλυπτε ο Σ. με το να είναι πίσω μου… Έχω μπροστά την κάνη του όπλου όταν πυροβολώ και βλέπω κτίριο και όπλο, ουρανό δεν βλέπω. Πριν τον πυροβολισμό από μένα τα άτομα ήσαν σε απόσταση 10-15 μ. και πίσω… Έχω θυμώσει που χρησιμοποίησα όπλο και γιατί δεν ήλθε δίπλα μας η διμοιρία. Δεν ξέρω γιατί δεν τους είπα για τον πυροβολισμό, το μόνο που σκεπτόμουν ήταν να απομακρυνθώ… Όταν μπήκαμε στο περιπολικό, δεν ενημερώσαμε το κέντρο για τον πυροβολισμό. Σκέφτηκα ότι θα ενημερώσω σε 1-2 λεπτά το τμήμα όταν πάμε εκεί, δεν το θεώρησα άμεσο να ενημερώσω το κέντρο, αφού θα το έκανα στο τμήμα, δεν το αξιολόγησα τόσο άμεσο… Δεν ξέρω γιατί δεν το έκανα μέσα στο περιπολικό αυτό… Αμέλειά μας είναι ότι δεν ενημερώσαμε), γεγονός που φανερώνει την άκαμπτη βούλησή του να αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή, ζ) από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η πράξη, ήτοι χωρίς να υπάρξει σε βάρος τους σφοδρή επίθεση ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου από άτομα του αναρχικού ή αντιεξουσιαστικού χώρου, όπως αβάσιμα διατείνονται, ούτε όμως υπήρξε εναντίον τους εκ μέρους των νεαρών ατόμων οποιαδήποτε πρόκληση γεγονός που καταδεικνύει, επιπλέον, ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε σταθμίσει τη σημασία και τις συνέπειες της πράξης του, η) από το γεγονός ότι ο ίδιος μαζί με τον δεύτερο κατηγορούμενο επεδίωξαν να έλθουν εκ νέου σε αντιπαράθεση με τα νεαρά άτομα, που ευρίσκονταν στην οδό Τζαβέλα, χωρίς προηγουμένως να ειδοποιήσουν το Κέντρο Άμεσης Δράσης για τους σκοπούς τους και χωρίς να αναμένουν τη συνδρομή της διμοιρίας και θ) από τη φυγή του μετά την πράξη, ήτοι ότι μαζί με τον δεύτερο κατηγορούμενο αποχώρησε με προκλητικά απαθή και ψύχραιμο τρόπο από τη συμβολή των οδών Τζαβέλα και Ζωοδόχου Πηγής, καθόσον ο βηματισμός τους ήταν σταθερός και συνεχόμενος αλλά όχι έντονος (Α.Π. 205/2007, ΝΟΜΟΣ, Α.Π.362/2006 Ποιν.Δικ. 2006, 982, Α.Π. 1955/2001 Ποιν. Λογ. 2001, 2419). Το γεγονός δε ότι η βολίδα εποστρακίστηκε στην τρίτη κατά σειρά πακτωμένη μπάλα, με άμεση συνέπεια ο Α. Γ. να πληγεί δευτερογενώς και όχι πρωτογενώς, δεν μπορεί να μεταβάλει τη μορφή του ανθρωποκτόνου δόλου του πρώτου κατηγορουμένου (από άμεσο σε ενδεχόμενο), καθόσον αυτός πυροβόλησε από απόσταση 25 με 30 περίπου μέτρα με ανθρωποκτόνο σκοπό, αλλά απέτυχε αυτού αρχικά πρωτογενώς, καθόσον τα νεαρά άτομα στη θέα του όπλου εκινούντο ασύντακτα στο χώρο προκειμένου να λάβουν μέτρα προφύλαξης. Σημειωτέον, ότι ο πρώτος κατηγορούμενος αρνούμενος την κατηγορία, ισχυρίζεται ότι πυροβόλησε δύο φορές στον αέρα προς εκφοβισμό των νεαρών ατόμων προκειμένου να επιτύχει την απομάκρυνσή τους, κατά τρόπο ώστε να απεγκλωβιστεί. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι αβάσιμος, αφού αν πράγματι πυροβολούσε στον αέρα για εκφοβισμό και όχι με ανθρωποκτόνο πρόθεση, δεν θα στόχευε ευθεία με προτεταμένο το δεξί του χέρι, αντιθέτως αν πράγματι ήθελε μόνο τον εκφοβισμό των νεαρών ατόμων θα έστρεφε την κάνη του όπλου σχεδόν κάθετα προς τον ουρανό και εκεί θα πυροβολούσε (βλ.ΕΔΔΑ Υπόθεση Ogur κατά Τουρκίας [20- 5-1999] παρ. 83), πράγμα το οποίο ουδόλως αποδείχθηκε, δεδομένου ότι εάν η βολίδα προσέκρουε σε τοίχο ψηλά [κτίριο ή μπαλκόνι] και εφόσον δεν είχε εισχωρήσει σε αυτόν λόγω σαθρότητας, η παραμόρφωσή της θα ήταν διαφορετική και η πύλη εισόδου της στο σώμα του θύματος θα είχε διαφορετικές διαστάσεις (βλ. την κατάθεση του Ιατροδικαστή Χ. Λ. ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) και επιπροσθέτως διότι ένας πυροβολισμός θα ήταν αρκετός προς εκφοβισμό και όχι δύο οι οποίοι ερρίφθησαν προς την πλευρά όπου βρίσκονταν τα νεαρά άτομα. Τέλος, σε κάθε περίπτωση, όλες οι προαναφερθείσες περιστάσεις – συνθήκες, υπό τις οποίες πυροβόλησε ο πρώτος κατηγορούμενος δεν δικαιολογούν την επικαλούμενη από τον ίδιο βάσιμη πεποίθηση του, ότι δεν θα επέλθει ο θάνατος κάποιου – οποιουδήποτε προσώπου από αυτά, που βρίσκονταν απέναντι του. Μία τέτοια πεποίθηση θα δικαιολογούνταν ύστερα από πυροβολισμό “απόλυτα” στον αέρα (δηλαδή σε εξακριβωμένο με ασφάλεια και αδιαμφισβήτητο τρόπο ανοιχτό σημείο – ουρανό), ενέργεια που δεν επέλεξε ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος σχεδόν ευθυγράμμισε παράλληλα, και όχι κάθετα, προς το έδαφος το δεξί του χέρι. Λιγότερο βάσιμη, σε σχέση με τα ανωτέρω, θα ήταν η πεποίθηση του κατηγορουμένου, ότι δεν θα επερχόταν ο θανάσιμος τραυματισμός ανθρώπου, αν τυχόν επέλεξε να πυροβολήσει προς το έδαφος και προς αντίθετη με το ιστάμενο στη θέση Α θύμα, όπως ισχυρίσθηκε εμμέσως ο συνήγορος αυτού, ισχυρισμός δηλαδή, που προέκυπτε από σχετικές ερωτήσεις του ανωτέρου προς διάφορους μάρτυρες, διότι η αναμφισβήτητη σκληρή επιφάνεια του πεζοδρόμου (στρωμένη με πλακάκια) και οι πακτωμένες διακοσμητικές μπάλες, επίσης αδιαμφισβήτητα σκληρή επιφάνεια, αφού είναι κατασκευασμένες από τσιμέντο και βρίσκονται και στις δύο πλευρές της οδού Τζαβέλα μεγιστοποιούν, αν όχι “εξασφαλίζουν” το ενδεχόμενο εποστρακισμού της βολίδας και πολύ λιγότερο την ενσφήνωση αυτής, αφού μία τέτοια προοπτική (ενσφήνωση) προϋποθέτει επαφή της βολίδας με μαλακό αντικείμενο, όπως για παράδειγμα είναι το χώμα, η άμμος, το νερό (στο οποίο δεν ενσφηνώνεται ακριβώς, δηλαδή με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, (βλ. Σελίδα 29 από την από 22-1-2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης Ρ. – Μ.). Αν γινόταν δεκτή η παραδοχή ότι ο πρώτος κατηγορούμενος επέλεξε να πυροβολήσει προς την “ενοχοποιούμενη” διακοσμητική μπάλα, έχοντας την πεποίθηση ότι θα πετύχει ακίνδυνη για ανθρώπινο στόχο βολή, αυτή η πεποίθηση είναι άκρως ριψοκίνδυνη και παράλογη για έναν στοιχειωδώς εχέφρονα άνθρωπο, διότι το σχήμα του συγκεκριμένου αντικειμένου, οδηγεί με ασφάλεια στη σκέψη, ότι υπάρχει βάσιμος κίνδυνος εξοστρακισμού και ανεξέλεγκτης στη συνέχεια πορείας της βολίδας. Εξάλλου, η ανωτέρω διακοσμητική μπάλα ήταν πλησιέστερα στο θύμα από το δράστη, διότι απέχει από το σημείο Α (θέση θύματος) 10,25 εκ., ενώ από το σημείο Κ (θέση δράστη) απέχει 17-18,75 εκ., οπότε σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται βάσιμη πεποίθηση αποφυγής του ενδεχόμενου θανάσιμου τραυματισμού ανθρώπου. Σε περίπτωση που ο παραπάνω κατηγορούμενος διακατέχονταν από συναισθήματα ευχής ή ελπίδας αποφυγής του συγκεκριμένου αποτελέσματος, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, δεν θεμελιώνεται νομικά, ο ισχυρισμός περί ενσυνείδητης αμέλειας, με την έννοια της ευχής ή της ελπίδας αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, διότι κατά την έχουσα βαρύνουσα σημασία άποψη μερίδας της νομολογίας (Α.Π. 1530/2008, Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2008, 574, Απόφαση Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού (BGH) της 8-5-2001 – 1SLR 137/01 (LG Munchen II) NStZ 2001, 6475* Ν.Β./2002.561)την οποία και το παρόν Δικαστήριο ενστερνίζεται, η επίδειξη – τήρηση επικίνδυνης συμπεριφοράς (όπως η χρήση όπλου), έστω και με την ελπίδα αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, καταδεικνύει ότι σπουδαιότερη για το δράστη είναι η επίτευξη του τελικού σκοπού του (π.χ. η επίδειξη ανδρισμού, ικανοποίηση εγωισμού) παρά η διαφύλαξη του εννόμου αγαθού, του οποίου πιθανολογείται ως ενδεχόμενο – προβλέπεται η βλάβη. Άλλωστε τον πρώτο κατηγορούμενο δεν τον διακατείχε ούτε πεποίθηση ούτε ελπίδα ή ευχή περί μη επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος, αφού ο ίδιος κατά την απολογία του στο ακροατήριο ανέφερε: “όπου και να πυροβολήσεις και στον αέρα, η σφαίρα μπορεί να χτυπήσει κάποιον”, όπως επίσης ανέφερε “Στην άσφαλτο μπορεί να ενσφηνωθεί. Πάντα όμως υπάρχει ο κίνδυνος εξοστρακισμού” και ως εκ τούτου και των παραπάνω αναφορών αποδεικνύεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος προέβλεψε ως ενδεχόμενη συνέπεια το θανάσιμο τραυματισμό ανθρώπου και από πυροβολισμό στον αέρα, μολονότι ο ίδιος δεν πυροβόλησε στον αέρα, καθόσον κατά τη διάρκεια της απολογίας του ανέφερε με σαφήνεια, ότι το όπλο το έστρεψε προς το πλήθος των ανθρώπων, επί της οδού Τζαβέλα, όπως προαναφέρθηκε, απορριπτόμενου εντεύθεν, ως αβασίμου κατ’ ουσίαν, του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του περί ενσυνείδητης αμέλειας αυτού”.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο δέχθηκε ομόφωνα τον νόμιμο και ορισμένο αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου ήδη αναιρεσιβλήτου περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης της διάταξης 84 παρ. 2α Π.Κ. με την ακόλουθη, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: “Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019), που άρχισε να ισχύει από 1-7-2019 (άρθρο 2 ως άνω νόμου) “1. Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις”, ενώ κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου “Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”. Με τον ως άνω νέο Ποινικό Κώδικα υπήρξε η αντικατάσταση στο άρθρο 84 παρ 2 εδ. α’ της απροσδιόριστης έννοιας του “προτέρου έντιμου βίου” από την δεκτική βεβαίωσης έννοια του προτέρου σύννομου βίου (νόμιμης ζωής). Όπως μάλιστα επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση του Νέου Ποινικού Κώδικα (βλ. σελ. 22 αιτιολογικής έκθεσης), επήλθε ουσιώδης τροποποίηση “η οποία κατέστη αναγκαία εξαιτίας της διάστασης απόψεων κατά την ερμηνεία του άρθρου 84, που υπονομεύει την αρχή της ασφάλειας δικαίου.” Ειδικότερα, κατά την αιτιολογική έκθεση “αντί του απροσδιόριστου κριτηρίου της έντιμης ζωής υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο νόμιμης ζωής. Στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει, όπως ο ίδιος κρίνει, εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικασθεί για ελαφρύ πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ.1 εδ. β)’ απαραβίαστη προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή. Η κατάφαση του ως άνω ελαφρυντικού μπορεί να γίνει με βάση το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, στο οποίο βεβαιώνονται αμετάκλητες καταδίκες για αξιόποινες πράξεις, οπότε η έλλειψη τέτοιων καταδικών στο παρελθόν, αποτελεί στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση του ελαφρυντικού, εάν δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει το αντίθετο.
Η προϊσχύουσα διάταξη απαιτούσε τη θετική αξιολογική κρίση του δικαστή για τη συνολική συμπεριφορά του κατηγορουμένου, προκειμένου να αναγνωσθεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου. Σήμερα ο πρότερος ‘έντιμος’ βίος έχει αντικατασταθεί από τον πρότερο “σύννομο” βίο, εξέλιξη που διευρύνει υποχρεωτικά το εύρος της αναγνώρισής του.
Συνεπώς, μεταξύ των αλλαγών του Κώδικα ήταν και η κατάργηση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου από αυτό του σύννομου βίου. Αυτό σημαίνει ότι ενώ στον προηγούμενο ΠΚ χρειαζόταν για να μειωθεί η ποινή να αποδειχθεί έντιμος ατομικός, οικογενειακός, επαγγελματικός και κοινωνικός βίος, δηλαδή μια θετική και όχι απαθής στάση στην κοινωνία, τώρα με τον νέο ΠΚ απαιτείται μόνο η μη διάπραξη αξιόποινης πράξης (με την έννοια της παράβασης επιτακτικών ή απαγορευτικών κανόνων δικαίου) ή έστω ύπαρξη καταδίκης για ελαφρό πλημμέλημα. Δηλαδή ένα υποκειμενικό στοιχείο αυτό του έντιμου βίου, το οποίο έκρινε ο δικαστής, αντικαταστάθηκε από αντικειμενικό στοιχείο, τον σύννομο βίο που αποδεικνύεται πρώτιστα από το ποινικό μητρώο. Με τον τρόπο αυτό υποχρεώνεται ο δικαστής να αναγνωρίσει αυτό το ελαφρυντικό σε όσους έχουν λευκό ποινικό μητρώο. Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είναι παντρεμένος με τη Μ. Χ., με τη Μ. Χ. από το έτος 1999 και έχει αποκτήσει τρία τέκνα, την Α., που έχει γεννηθεί το έτος 2001, την Ό., που έχει γεννηθεί το έτος 2003 και τον Π. που έχει γεννηθεί το έτος 2004. Αυτός καταγόταν από φτωχή μικροαστική οικογένεια. Ο πατέρας ήταν ξυλουργός και η μητέρα του, ιδιωτική υπάλληλος. Ήταν δε το τελευταίο από τα τρία παιδιά της οικογένειας. Αποφοίτησε από το Λύκειο το έτος 1989 και στη συνέχεια μέχρι το έτος 1991 φοίτησε στη σχολή … στην Αθήνα στο τμήμα χειριστή ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αυτός ήταν υποδειγματικός οικογενειάρχης και δεν είχε στο παρελθόν τη παραμικρή επίμεμπτη από κοινωνική και κυρίως ποινική άποψη, συμπεριφορά. Το τελευταίο γεγονός καταμαρτυρεί το λευκό ποινικό μητρώο του, στο οποίο δεν υπάρχει καμία απολύτως εγγραφή για τέλεση οποιασδήποτε αξιόποινης πράξης. Είχε μία μετρημένη κοινωνική ζωή, ήταν συγκροτημένο άτομο, αγαπητός στους συγχωριανούς του (κατάγεται από τη …), στους συναδέλφους του και στους φίλους του, με μερικούς από τους οποίους πραγματοποιούσε εκδρομές στην ελληνική φύση, σεβόταν τους γονείς του και τις δύο νοητικά καθυστερημένες αδερφές του, εκ των οποίων η μία έχει ήδη αποβιώσει, καλύπτοντας επίσης και όλα τα έξοδά τους. Ως αστυνομικός εκτέλεσε, από την ημέρα που προσλήφθηκε ως ειδικός φρουρός το έτος 2000 μέχρι την ημέρα που τέλεσε τις επιδικαζόμενες πράξεις και συνελήφθη για αυτές, με ευσυνειδησία, συνέπεια, αυταπάρνηση και υπηρεσιακή προσήλωση στο καθήκον το λειτούργημά του, γεγονός που αποδεικνύεται από την έλλειψη οποιασδήποτε πειθαρχικής τιμωρίας ακόμα και άτυπης (προφορικής) επίπληξης, παρά το γεγονός ότι υπηρετούσε στην ιδιαίτερα επικίνδυνη περιοχή των Εξαρχείων, στην Αθήνα. Αντιθέτως αυτός το έτος 2007, επιβραβεύθηκε με έπαινο, με απόφαση του Διευθυντή της Αστυνομίας Αθηνών, διότι κρίθηκε ότι επέδειξε υψηλό αίσθημα ευθύνης, καθόσον συνέβαλε στην εξάρθρωση κυκλώματος εμπορίας ναρκωτικών. Ήταν ανέκαθεν ευγενικός, φίλεργος-φιλόπονος, καθόσον πριν ενταχθεί στο Αστυνομικό Σώμα, αυτός εργαζόταν στο ξυλουργείο του πατέρα του, απασχόληση που αγάπησε και άσκησε με μεράκι και ζήλο, για όσο καιρό (σημαντικό από άποψη χρονικής διάρκειας) την εξάσκησε, περίπου από το έτος 1991 μέχρι το έτος 1999, την οποία όμως δεν συνέχισε λόγω του ότι δεν ήταν προσοδοφόρα, στα στενά πλαίσια του τόπου καταγωγής του. Είναι δε αιμοδότης εκ πεποιθήσεως, καθόσον ευαισθητοποιήθηκε να δίνει αίμα, επειδή έχει σπάνια ομάδα αίματος (ρέζους 0 αρνητικό) και περαιτέρω, στα επιτρεπτά πλαίσια των οικονομικών του δυνατοτήτων, δεδομένου ότι είναι τρίτεκνος, η σύζυγος του δεν εργάζεται και δεν έχει ατομική ή οικογενειακή περιουσία, συντηρούμενος ο ίδιος και η οικογένειά του από το μισθό του, ενόσω ήταν αστυνομικός εν ενεργεία συμπεριφέρονταν με ευγένεια και καλοσύνη και προσέφερε στους κρατούμενους στο κρατητήριο του αστυνομικού τμήματος τσιγάρα και φαγητό, διακατεχόμενος από γνήσια αισθήματα φιλαλληλίας, εκπληρουμένης έτσι και της απαιτήσεως της νομολογίας να επιδεικνύει ο κατηγορούμενος, ο οποίος αιτείται το σχετικό ελαφρυντικό, θετική και επωφελή για την κοινωνία δράση, ενώ κάθε άλλη απαίτηση αναφορικά με ενέργειες εντασσόμενες στο κοινωνικώς επωφελές πλαίσιο συμπεριφοράς του πρώτου κατηγορουμένου, δεν απαιτείται, αλλά και θα ήταν άδικη και υπερβολική από δικαιοπολιτική άποψη. Από όλη δε τη ψυχοδυναμική της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, όπως αυτή ξεδιπλώθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, προκύπτει ότι αυτός δεν είναι μία εγκληματική προσωπικότητα και ένας ανάλγητος άνθρωπος. Με βάση επομένως, τα παραπάνω δεδομένα, ομόφωνα, πρέπει να αναγνωρισθεί στον πρώτο κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του προτέρου συννόμου βίου (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. α Π.Κ.)”.
Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης επί της ενοχής, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά αφορώντα την συμπεριφορά και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου ήδη αναιρεσίβλητου πριν και κατά την τέλεση της πράξης της ανθρωποκτονίας, τα οποία καίτοι προεκτέθηκαν επαναλαμβάνονται για πληρέστερη αιτιολόγηση της κρίσης της Ολομέλειας επί του λόγου αναίρεσης κατά λέξη και αποσπασματική αναφορά: “Οι κατηγορούμενοι με την ιδιότητα του Ειδικού Φρουρού, στις 6-12-2008, εκτελώντας διατεταγμένη εποχούμενη υπηρεσία κατόπτευσης της περιοχής των Εξαρχείων, επέβαιναν σε περιπολικό όχημα με οδηγό τον πρώτο εξ αυτών ήτοι τον Ε. Κ. και συνοδηγό τον δεύτερο ήτοι τον Β. Σ.. Στις 20:45:27 μ.μ. το Κέντρο Άμεσης Δράσης δίδει εντολή προς το, ως άνω, πλήρωμα του περιπολικού να μεταβεί στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας για να επιληφθεί παράνομης στάθμευσης. Οι κατηγορούμενοι αγνόησαν την εντολή, εισήλθαν για αδιευκρίνιστους λόγους, χωρίς να ενημερώσουν για την αλλαγή πορείας το Κέντρο, στην οδό Ζωοδόχου Πηγής και όταν έφθασαν στο σημείο που η οδός αυτή τέμνεται με την οδό Τζαβέλα διαπίστωσαν ότι επί της οδού αυτής, στο ύψος που τέμνεται με την οδό Μεσολογγίου, ευρίσκοντο 10-15 νεαρά άτομα. Στάθμευσαν προσωρινά το όχημά τους, στάθηκαν όρθιοι στην πλευρά που βρίσκεται η θέση του συνοδηγού του οχήματος και προκάλεσαν τα νεαρά άτομα, με τα οποία ήλθαν σε φραστική και λεκτική διένεξη. Η εριστική και ανάρμοστη συμπεριφορά των κατηγορουμένων προκάλεσε την αντίδραση των νεαρών ατόμων, με αποτέλεσμα να εκτοξευθεί εναντίον τους μια πλαστική φιάλη, που κτύπησε στο καπό του περιπολικού και ένα γυάλινο αντικείμενο. Δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα σε βάρος των κατηγορουμένων άλλης μορφής επιθετική ενέργεια από ομάδα ατόμων, ή από τα, ως άνω, νεαρά άτομα. Εν μέσω της προκληθείσας φραστικής και λεκτικής αντιπαράθεσης, ο δεύτερος κατηγορούμενος από απόσταση 25 περίπου μέτρων εκτόξευσε προς την πλευρά των νεαρών ατόμων που βρίσκονταν στην οδό Τζαβέλα μία χειροβομβίδα κρότου – λάμψης. Οι κατηγορούμενοι μέσω της οδού Ναυρίνου κατευθύνθηκαν προς τη οδό Τζαβέλα. Και ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή τίποτε δεν προμήνυε ότι θα υπάρξουν επεισόδια και αναταραχές, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι πυροδότησαν με την εμφάνισή τους και την προκλητική εκ νέου συμπεριφορά τους, ένταση και διαπληκτισμό. Στάθηκαν στη συμβολή των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλα και ενεργώντας κυρίως από λόγους εγωϊσμού και υπεροψίας, άρχισαν να προκαλούν τα ευρισκόμενα στην οδό Τζαβέλα 10 έως 15 νεαρά άτομα, με την εκτόξευση ιδιαίτερα καταφρονητικών λέξεων και φράσεων. Η έλευση των κατηγορουμένων και η προαναφερθείσα συμπεριφορά τους επέφερε ως αποτέλεσμα την αντίδραση των νεαρών ατόμων με απώτερη συνέπεια την κλιμάκωση των φραστικών αντεγκλήσεων και την ανταλλαγή καταφρονητικών λέξεων και φράσεων. Ακολούθως και ενώ εξελισσόταν με αύξουσα ένταση η, ως άνω, περιγραφείσα αντιπαράθεση των κατηγορουμένων με τα άτομα που βρίσκονταν στην οδό Τζαβέλα, ο Ε. Κ. ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση την 21.05 ώρα περίπου, έσυρε από τη θήκη του το ημι-αυτόματο πιστόλι και αμέσως, αφού σκόπευσε προς το μέρος των νεαρών ατόμων, που βρίσκονταν σε απόσταση 25-30 μέτρων από τον ίδιο, πυροβόλησε επαναληπτικά δύο φορές. Μία από τις βολίδες ακολούθησε κατωφερή πορεία σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, στην πορεία της προσέκρουσε πλαγίως, και όχι με την αιχμή της, στην Τρίτη κατά σειρά πακτωμένη διακοσμητική μπάλα από μπετόν, και αφού υπέστη ενιαία και συνεχόμενη παραμόρφωση, εποστρακίστηκε και ακολουθώντας πορεία προς τα αριστερά σε σχέση με τον οριζόντιο άξονα και τη θέση της τσιμεντένιας μπάλας και ανωφερή ως προς το οριζόντιο επίπεδο, έπληξε δευτερογενώς τον Α. Γ., ο οποίος βρισκόταν στο μέσον της οδού Τζαβέλα, με όλες τις πιθανές αποκλίσεις προς τις κατευθύνσεις του ορίζοντα, οι οποίες δεν κατέστη δυνατό με ακρίβεια να προσδιοριστούν, δεδομένου ότι τόσο το θύμα, όσο και ο βάλλων κατά τη στιγμή του πυροβολισμού κινούνταν ασύντακτα στο χώρο. Η βολίδα έπληξε τον ανήλικο στο αριστερό ημιθωράκιο, προκαλώντας του τυφλό τραύμα θώρακος, εξαιτίας δε αυτού ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε αμέσως ο θάνατός του”. Για τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά κατέθεσαν αυτόπτες μάρτυρες ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και αναγνώσθηκαν επίσης μία προανακριτική κατάθεση και μια ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έτερων αυτοπτών μαρτύρων, τα ονοματεπώνυμα δε όλων αυτών αναφέρονται στον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο.
Σύμφωνα με τις στο περί ενοχής σκεπτικό παραδοχές της προσβαλλόμενης κατά την κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας η τέλεση εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου της αξιόποινης πράξης για την οποία κρίθηκε ένοχος δεν ήταν άκρως εξαιρετική και περιστασιακή, όλα δε τα πραγματικά περιστατικά που επίσης δέχθηκε στο σκεπτικό του ότι προηγήθηκαν της ανθρωποκτονίας ως και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε το αδίκημα, που αποκαλύπτουν προηγούμενη συμπεριφορά του κατηγορουμένου ενδεικτική της προσωπικότητάς του υποδηλώνουσα έλλειψη σεβασμού αυτού σε έννομα αγαθά και που σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγηθείσα σκέψη της παρούσης λαμβάνονται υπόψη για την θεμελίωση του σύννομου βίου οι παραδοχές της προσβαλλόμενης επί της ενοχής επιβάλλετο να συνέχονται μ’ αυτές που περιλαμβάνονται στο σκεπτικό της απόφασης του επί του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρότερου σύννομου βίου. Όμως στο τελευταίο ουδεμία αναφορά υπάρχει στα εν λόγω περιστατικά καθώς και στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, τα οποία εισφέρθηκαν στην ακροαματική διαδικασία γεγονός που επιβάλλεται από την υποχρέωση του Δικαστηρίου για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων. Η έλλειψη αυτή η οποία δεν καλύπτεται από την παράθεση στο περί ενοχής σκεπτικό, αποσπασμάτων των καταθέσεων των ανωτέρω αυτοπτών μαρτύρων, καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την εκ μέρους του Δικαστηρίου μετά βεβαιότητας, λήψη υπόψη όλων των αποδεικτικών μέσων και περαιτέρω για τον λειτουργικό συσχετισμό και την συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων αυτών, έχει δε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κενών τα οποία καθιστούν την αιτιολογία ανεπαρκή, ελλιπή και μη ειδική και εμπεριστατωμένη όπως απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και την διάταξη του άρθρου 139 του Κ.Π.Δ. με συνακόλουθη συνέπεια η ποινή που λόγω της παραδοχής της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης επιβλήθηκε στον ήδη αναιρεσίβλητο να μην ευθυγραμμίζεται με τη συνταγματική αρχή της αναλογίας κατά τα εκτιθέμενα αναλυτικά γι’ αυτήν στην προηγηθείσα σχετική νομική σκέψη. Εκτίθεται ότι τρία μέλη της Ολομέλειας ήτοι η Βασιλική Ηλιοπούλου, Άννα Φωτοπούλου και Τριανταφυλλιά Πατρώνα είχαν την άποψη πως στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης και συγκεκριμένα στην σελίδα 70 αυτού θα πρέπει να προστεθεί και κάποια άλλη πρόταση της τελευταίας λέξης με την στο συντακτικό έννοιά της. Κατά τη γνώμη όμως όλων των υπολοίπων μελών ουδέν πρέπει να προστεθεί. Επομένως ο παραπεμφθείς ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. περί έλλειψης αιτιολογίας καθόσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α Π.Κ. είναι βάσιμος κι εντεύθεν η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει ν’ αναιρεθεί εν μέρει ήτοι καθόσον αφορά τον κατηγορούμενο ήδη αναιρεσίβλητο Ε. Κ. και μόνον κατά το περί παραδοχής της ελαφρυντικής περίστασης μέρος της και συνακόλουθα αυτό περί ποινής κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο τμήμα της προς νέα συζήτηση στο Δικαστήριο που την εξέδωσε συγκροτούμενο από Δικαστές και ενόρκους άλλους εκτός απ’ αυτούς που είχαν δικάσει προηγουμένως την υπόθεση (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αρ. 43, 47, 61, 62, 63/2016, 1/2017, 1 1/2017, 18/2017, 26/2017, 37/2017, 38/2017, 52/2017, 53/2017, 54/2017, 55/2017, 56/17, 57/17, 69/17, 75/17, 76/17, 77/17, 78,79,80/17, 8/18, 9-10/18, 18/2018, 24/2018, 25/18, 26/18, 27/18, 35/18, 36/18, 37/18, 38/18, 43/18, 44/18, 45/18, 46/18, 47/18, 48/18, 49/18, 50/18, 51/18, 52/18, 61/18, 62/18, 63/18, 64/18, 65/18, 66/18, 73/18, 74-75/18, 76-77/18, 87/18, 8-9/19, 10/19, 1 1/19, 12/19, 21/19, 29/19, 30/19, 31/19, 39/19, 40/19, 41/19, 47/19, 48/19, 53/19, 54/19, 55/19 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, μόνον κατά το μέρος της με το οποίο, (μέρος) αναγνωρίστηκε στον κηρυχθέντα ένοχο για ανθρωποκτονία με πρόθεση, κατηγορούμενο Ε. Κ. του Π., η από το άρθρο 84 παρ.2α του ισχύοντα ΠΚ(ν.4619/2019) ελαφρυντική περίσταση του ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα και συνακόλουθα αυτό περί ποινής.
Και Παραμπέμπει την υπόθεση καθόσον αφορά τον ως άνω κατηγορούμενο (Ε. Κ.) και κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από δικαστές και ενόρκους άλλους εκτός απ’ αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2022. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Μαρτίου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ